Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Μαρία Ηλιού: Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου
Μαρία Ηλιού: Συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ της «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου» που θα προβληθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 13 & 14 Οκτωβρίου
Η νέα ταινία-ντοκιμαντέρ της διεθνούς σκηνοθέτιδας, σεναριογράφου και παραγωγού Μαρίας Ηλίου με τίτλο «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου» περιλαμβάνει φωτογραφίες και φιλμάκια από την Αμερική, την Ευρώπη και την Ελλάδα που δεν έχουμε ξαναδεί. Η γνωστή σκηνοθέτρια συνδυάζει τη μεγάλη Ιστορία με μικρές καθημερινές ιστορίες και δίνει μια νέα ματιά στο θέμα της Ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζοντας ιστορίες προσφύγων και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Μαρία, μετά την καταστροφή της Σμύρνης το ’22 ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάνης και η ανταλλαγή πληθυσμών, το θέμα της νέας σου ταινίας. Μπορείς να μας βάλεις λίγο στο κλίμα;
Tο 1922 έφερε για τον Ελληνισμό την Καταστροφή, τον διωγμό των Ελληνορθόδοξων της Μικράς Ασίας. Διηγηθήκαμε τα της καταστροφής στην ταινία «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1922». Τότε από τη Μικρά Ασία εκδιώχθηκαν βίαια συνολικά 1.000.000 περίπου Ελληνορθόδοξοι. Ακόμα δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τους νεκρούς στις σφαγές στα παράλια και τους θανάτους του ανδρικού πληθυσμού στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας στα καταναγκαστικά έργα εργασίας όπου στάλθηκαν οι άνδρες μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, τα γνωστά «Αμελέ ταμπουρού».
Ωστόσο μετά την Καταστροφή, το φθινόπωρο του ’22, περίπου 350.000 Ελληνορθόδοξοι είχαν μείνει ακόμη στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και 400.000 μουσουλμάνοι ζούσαν ειρηνικά στην Ελλάδα. Το 1923, στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στις μεγάλες δυνάμεις, που πραγματοποιήθηκαν στη Λωζάνη, επικράτησε η άποψη του Νορβηγού Φρίντριχ Νάνσεν της League of Nations να γίνει «Ανταλλαγή», οι ελληνορθόδοξοι να έρθουν από την Τουρκία στην Ελλάδα και οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας να μεταφερθούν στην Τουρκία.
Η συνθήκη της Λωζάνης του ’23, που θέσπισε το πώς θα γινόταν η «Ανταλλαγή», υπογράφηκε από τον Βενιζέλο και τον Ισμέτ Πασά μπροστά στα ήρεμα νερά της λίμνης της Λωζάνης, στο πολυτελές ξενοδοχείο Beau Rivage πολύ μακριά από τους πρόσφυγες, ανεξάρτητα από το τι θα ήθελαν οι ίδιοι, οι οποίοι δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Από την αναγκαστική ανταλλαγή εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες της Κωστατινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Ως προς τον όρο «Ανταλλαγή» για την περίοδο ’23-24, όπως λέει και ο Αλέξανδρος Κιτροέφ, ο ιστορικός της ταινίας στο ντοκιμαντέρ μας: «Είναι ευφημισμός να μιλάμε για Ανταλλαγή πληθυσμών. Ήταν ένα αναγκαστικό, βίαιο ξερίζωμα τόσων ανθρώπων και κρύβει πολύ πόνο». Χαρακτηριστικά κανείς δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη προσωπικά, υπάρχει μια κωμικοτραγική σκηνή στη Λωζάνη όπου ο ένας κατηγορεί τον άλλο για αυτή την ιδέα και απόφαση. Στην πραγματικότητα τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό κράτος ήθελαν την Ανταλλαγή. Το τουρκικό γιατί δεν ήθελε μειονότητες –το σύνθημα της εποχής ήταν «Η Τουρκία για τους Τούρκους»– και το ελληνικό αφενός για να προστατεύσει τους Ελληνορθόδοξους που είχαν παραμείνει στην Τουρκία φέρνοντάς τους στην Ελλάδα και αφετέρου γιατί ο Βενιζέλος ήθελε να εποικήσει με πρόσφυγες τη Μακεδονία.
Πώς αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες στην Τουρκία και στην Ελλάδα και πώς το ελληνικό και τουρκικό κράτος βρήκαν τον τρόπο να τους στεγάσουν και να τους αφομοιώσουν;
Στην Ελλάδα, όπως και στην Τουρκία, οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη δυσπιστία και εχθρότητα. Οι χώροι που τους δόθηκαν για να ζήσουν ήταν οι χειρότεροι στην περιφέρεια των πόλεων – συχνά σε έλη που έπρεπε να αποξηρανθούν στη Β. Ελλάδα. Στην Τουρκία, αντίθετα, πολλοί πρόσφυγες έζησαν στα σπίτια απ’ όπου είχαν εκδιωχθεί οι Έλληνες –όπως έγινε στο Αϊβαλί, στο Μοσχονήσι και σε πολλές άλλες περιοχές– μια και τα σπίτια που είχαν αφήσει πίσω οι 1.000.000 Ελληνοορθόδοξοι ήταν πάρα πολλά.
Μια άλλη διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος δέχτηκε τη βοήθεια ξένων οργανισμών. Είναι η πρώτη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση του 20ού αιώνα – 1.300.000 άνθρωποι έφτασαν σε μια νέα χώρα για αυτούς, την Ελλάδα, με πληθυσμό τότε 6.000.0000. Το ελληνικό κράτος συνεργάστηκε με οργανισμούς όπως οι Near East Relief, Childrens Fund, League of Nations, Red Cross κ.ά., δέχτηκε δωρεές από ιδιώτες, οργάνωσε συσσίτια, καταυλισμούς σε σκηνές και στη συνέχεια έχτισε προσφυγικά σπίτια. Στην Τουρκία, μη θέλοντας να δεχτούν ξένη βοήθεια, αντιμετώπισαν μόνοι τους τη μετεγκατάσταση των μουσουλμάνων της Ελλάδας που ήταν 400.000, όταν ο συνολικός αριθμός των κατοίκων της Τουρκίας ήταν 20.000.000.
Η αποχώρηση των Ελλήνων από τη Μ. Ασία ήταν καθοριστική για την Τουρκία γιατί οι Έλληνες που ζούσαν στα παράλια ήταν κυρίως ο αστικός πληθυσμός, οι άνθρωποι του εμπορίου, και η εξαφάνισή τους δημιούργησε ένα κενό για αρκετά χρόνια. Το ’30 άρχισε να δημιουργείται μια νέα αστική τάξη στην Τουρκία, μια τάξη γραφειοκρατίας και διοίκησης, όχι στα παράλια αλλά στην Άγκυρα.
Αντίστοιχα οι Ελληνορθόδοξοι της Τουρκίας έφεραν μεγάλη αλλαγή στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ήταν πιο κοσμοπολίτες, μετέδωσαν τις γνώσεις τους για το εμπόριο, τις επιχειρήσεις, τις τέχνες και τον πολιτισμό. Άλλαξαν, θα λέγαμε, τη χώρα. Όσο για την αναχώρηση των μουσουλμάνων δεν έφερε μεγάλο κενό στην ελληνική κοινωνία γιατί επρόκειτο κυρίως για αγροτικό πληθυσμό, με κάποιες εξαιρέσεις. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι πολλοί από αυτούς στην Τουρκία αστικοποιήθηκαν.
Το κοινό στοιχείο πάντως είναι πως τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό κράτος πίεζαν τους πρόσφυγες να αφομοιωθούν στις νέες πατρίδες όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Απαγορευόταν να μιλούν οι Ελληνορθόδοξοι της Μικράς Ασίας τουρκικά στην Ελλάδα και οι μουσουλμάνοι από την Ελλάδα ελληνικά ή ντόπιες ελληνικές διαλέκτους στην Τουρκία. Ουσιαστικά και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ζητούσαν άμεσα ή έμμεσα από τους πρόσφυγες να ξεχάσουν τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητές τους και να αφομοιωθούν. Για αυτό και πολύ αργότερα δημιουργήθηκαν οι μικρασιατικοί σύλλογοι στην Ελλάδα – όταν πια με το πέρασμα του χρόνου και μετά την αφομοίωση μπήκαμε σε μια περίοδο που οι πρόσφυγες, τα παιδιά και τα εγγόνια τους μπορούσαν ανοιχτά να δείξουν πως ήταν περήφανα για την καταγωγή τους, και ακόμη πιο αργά δημιουργήθηκαν οι αντίστοιχοι σύλλογοι στην Τουρκία.
Με τι κριτήρια διάλεξες τους ιστορικούς, πώς διάλεξες της δεύτερης και τρίτης γενιάς πρόσφυγες από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και πού έγιναν τα γυρίσματα;
Η ιδέα ήταν να υπάρχουν ιστορικοί από τις δύο χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και από την Αγγλία και την Αμερική. Ο ιστορικός σύμβουλος της ταινίας είναι ο Αλέξανδρος Κιτροέφ (Haverford College), ενώ ο βασικός ομιλητής είναι ο Βρετανός Bruce Clark, συγγραφέας του καταπληκτικού βιβλίου «Δύο φορές ξένος». Οι ιστορικοί, λοιπόν, καλύπτουν τη μεγάλη Ιστορία, αλλά συχνά επειδή μερικοί απ’ αυτούς έχουν προσφυγική ιστορία, ακόμη κι εκείνοι (όπως η Ελένη Μπαστέα και ο Χάρης Ψωμιάδης) μιλάνε για μικρές καθημερινές ιστορίες των οικογενειών τους που φωτίζουν ακόμη καλύτερα τη μεγάλη Ιστορία, που είναι γεμάτη αντιφάσεις και αποχρώσεις.
Ως προς την επιλογή των δεύτερης και τρίτης γενιάς προσφύγων ήταν πιο σύνθετο. Είδα τουλάχιστον 100 άτομα ταξιδεύοντας από τη Νέα Υόρκη στην Ελλάδα και στην Τουρκία ώσπου να επιλέξω από τις συναντήσεις μου τις ιστορίες των προσφύγων που ήταν πιο δυνατές, πιο ειλικρινείς, πιο άμεσες και έδιναν πραγματικά την εικόνα του τι συνέβη.
Τα γυρίσματα των συνεντεύξεων έγιναν στη Νέα Υόρκη, στην Αθήνα και στη Χάλκη, στην Τουρκία – τα πιο απολαυστικά για το συνεργείο. Είχαμε έρθει από τη Νέα Υόρκη, ήταν Αλκυονίδες μέρες και βρεθήκαμε σε μια ήρεμη και άδεια Χάλκη που μας έδωσε τη δυνατότητα να συγκεντρωθούμε και να χαρούμε αυτό το πανέμορφο νησί του ελληνισμού.
Τα γυρίσματα, για να πλαισιωθούν με εικόνες οι διηγήσεις των προσφύγων, έγιναν σε όλη την Ελλάδα, στα Μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη, στη Χάλκη και στην Πρίγκιπο, στην Καππαδοκία (ως και γυρίσματα με αερόστατο) και στον Πόντο.
Πώς και αποφάσισες να ασχοληθείς με αυτό το θέμα;
Η ιστορία της Σμύρνης υπήρχε τόσο έντονα στην καθημερινή μας ζωή στο σπίτι μας από τότε που ήμουν παιδί που πραγματικά δεν σκεφτόμουν να κάνω μια ταινία για την Ανταλλαγή, αλλά μου είχε γίνει εμμονή να καταφέρω να κάνω μια ταινία για τη Σμύρνη. Ο άνθρωπος που μου ζήτησε να κάνω την ταινία για τη Σμύρνη ήταν ο Άγγελος Δεληβορριάς μετά την επιτυχημένη προβολή τού ντοκιμαντέρ «Το Ταξίδι - Το Ελληνικό όνειρο στην Αμερική 1890-1980» στο Μουσείο Μπενάκη το 2009, μια ταινία για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική. Αφού η ταινία της Σμύρνης είχε κάπως διαμορφωθεί συναντηθήκαμε με τον Αλέξανδρο Κιτροέφ και με τον Άγγελο σε ένα εστιατόρειο στο Princeton – σε μια περίοδο που όλοι ζούσαμε στην Αμερική. Ο Άγγελος ήταν ενθουσιώδης, αλλά όσο προχωρούσε το δείπνο και κουβεντιάζαμε τι άλλο θα χρειαζόταν να καλύψουμε, ξαφνικά είχε μια ιδέα. «Ένα λεπτό» μας είπε. «Όλα αυτά δεν χωράνε σε μια ταινία. Αυτά που κουβεντιάζουμε είναι δύο ταινίες: μία για τη Σμύρνη και την Καταστροφή, και μία για την Ανταλλαγή των πληθυσμών». Καταλάβαμε αμέσως πως είχε δίκιο και κοιταχτήκαμε πανικόβλητοι. Πώς θα βρίσκαμε χρηματοδότηση για δύο ταινίες; Ευτυχώς χάρη στη γενναιοδωρία του ιδρύματος Μποδοσάκη για την αναζήτηση και συντήρηση του αρχειακού υλικού, αλλά και τη χρηματοδότηση από αμερικανικούς οργανισμούς, όπως η Nicholas J. & Anna K. Bouras Foundation, μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε και τη δεύτερη ταινία, το «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου». Η ταινία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2014 στο Μουσείο Μπενάκη αμέσως μετά την ταινία για τη Σμύρνη και γι’ αυτό δεν είναι και εξίσου γνωστή – τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν κυρίως στην πρώτη.
Υπάρχει κάτι προσωπικό σε σχέση με την οικογενειακή σου ιστορία, όπως υπήρχε με την ταινία ντοκιμαντέρ «Σμύρνη, η Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922»; Θυμάμαι, η καταγωγή του πατέρα σου, Ανδρέα Ηλιού, ήταν από τη Σμύρνη.
Ναι, υπάρχει. Μεγάλωσα με δύο πατεράδες. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου, Αντρέα Ηλιού, η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε έναν εξίσου υπέροχο άνθρωπο, τον γιατρό Τάκη Νασούφη από την Κερασούντα. Εγώ ήμουν στεναχωρημένη για τον θάνατο του πατέρα μου και ο Τάκης με έπαιρνε στα γόνατά του, στον κήπο του σπιτιού μας, και μου έλεγε τις δικές του ιστορίες, πώς οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του όταν εκείνος ήταν 7 χρονών, αλλά και πώς η μητέρα του, Χρυσούλα, τον φυγάδευσε με ένα καΐκι στην Αλεξάνδρεια και μετά στην Αθήνα για να μην τον σκοτώσουν οι Τούρκοι για παραδειγματισμό, μια που ήταν ο μόνος γιος που είχε επιζήσει στην Κερασούντα, γιος ενός προύχοντα. Οι άλλοι γιοι ήταν γιατροί στη Μασσαλία και στην Αλεξάνδρεια, εκτός από τα αδέρφια του που είχαν γυρίσει για διακοπές και τους έστειλαν οι Τούρκοι για καταναγκαστικά έργα εργασίας στο Ας Καλέ να κόβουν πέτρες, όπου και χάθηκαν.
Για χρόνια ο Τάκης μού έλεγε να κάνω μια ταινία για τον Πόντο, τον Διωγμό και την Ανταλλαγή, αλλά ήμουν μονίμως μπλεγμένη σε κάποιο άλλο project. Αφού έφυγε ο Τάκης από τη ζωή σκεφτόμουν όλο και πιο συχνά μια ταινία με αυτό το θέμα, αλλά δεν εύρισκα χρηματοδότηση. Ήθελα όμως πολύ να την κάνω κάποια στιγμή γιατί με μεγάλωσε με μεγάλη αγάπη ο Τάκης. Έφτασε μάλιστα να χρηματοδοτήσει κρυφά από τη μητέρα μου –η οποία προτιμούσε να ακολουθήσω πανεπιστημιακή καριέρα– την πρώτη μου ταινία. Ήταν ένα δάνειο (έτσι είχαμε συμφωνήσει) που δεν πρόλαβα να του το επιστρέψω.
Όταν ο Άγγελος μάς ζήτησε μια δεύτερη ταινία, την ταινία για την «Ανταλλαγή», ένιωσα διπλά συναισθήματα: πανικού, για το πώς θα βρίσκαμε τα χρήματα, αλλά και ανακούφισης στην ιδέα να κάνουμε αυτήν τη δεύτερη ταινία που τόσο ήθελε ο Τάκης. Μάλιστα μπόρεσα να συμπεριλάβω και πλάνα του σπιτιού στο οποίο ζούσε η οικογένεια Νασούφη, ένα κοκκινόχρωμο σπίτι στην Κερασούντα στον λόφο, στην ελληνική συνοικία.
Έχοντας ζήσει την ιστορία του διωγμού στην οικογένειά σου δύο φορές, πώς και σκέφτηκες να παρουσιάσεις πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από την Τουρκία;
Αυτό έχει να κάνει με μια άλλη παράξενη ιστορία. Το 1993 με κάλεσαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σμύρνης να παρουσιάσω την ταινία μου μεγάλου μήκους μυθοσπλασίας «Τρεις εποχές» και δεν μπόρεσα να πάω γιατί θα γεννούσα την κόρη μου, τη Νεφέλη. Αλλά, δύο χρόνια αργότερα, με ξανακάλεσαν και πήγα. Συνάντησα εκεί τυχαία τον Δημήτρη Καταλειφό και κάναμε στενή παρέα – ήταν εκεί για την παρουσίαση της ταινίας του Σμαραγδή «Καβάφης» στην οποία πρωταγωνιστούσε. Στη Σμύρνη, όπου βρισκόμουν για πρώτη φορά, γνωρίσαμε συμπτωματικά έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο και γνωστό στην Τουρκία, τον οικονομολόγο κοσμοπολίτη Muffit Bodour ο οποίος μας μίλησε για την ιστορία της γυναίκας του και των γονιών της που ήταν ανταλλάξιμοι από τη Θεσσαλονίκη. Τότε για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως ο ξεριζωμός δεν ήταν μόνο δικός μας και πως δεν υπάρχουν προνόμια στον πόνο.
Όταν είδα τον Muffit να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του όσο μας έλεγε πως η γυναίκα του ακόμη υποφέρει από αυτή την απώλεια και η πεθερά του δεν έπαψε ποτέ να μιλάει ελληνικά στο σπίτι τους στην Τουρκία, κατάλαβα πως αν μπορούσα να κάνω κάποτε την ταινία που ήθελε ο Τάκης θα ήταν με διηγήσεις και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Στις ταινίες σου βλέπουμε πάντα νέο οπτικό υλικό –φωτογραφίες και φιλμάκια– χαμένο στην Αμερική και στην Ευρώπη, μια νέα ματιά στα θέματα που επιλέγεις, αλλά νιώθει κανείς και αληθινή συγκίνηση και περνάει από διάφορα συναισθήματα.
Αυτό σίγουρα οφείλεται στους πολύ καλούς συνεργάτες: στο μοντάζ εικόνας και ήχου της Αλίκης Παναγή, τη μουσική του Νίκου Πλατύραχου, τη φωτογραφία του Allen Moore, τον ήχο του John Zecca, τις συμβουλές του ιστορικού σύμβουλου Αλέξανδρου Κιτροέφ, αλλά και αυτά που διηγούνται οι ομιλητές. Βέβαια βοηθάει ότι το θέμα είναι βιωμένο και από εμένα, άρα και η ίδια νιώθω διάφορα συναισθήματα με τα οποία ταυτίζονται οι συνεργάτες μου έτσι ώστε να τα αποδώσουν με το φως, τον ήχο, τη μουσική, τον λόγο και τις ιδέες και να φτάσουν τα ίδια συναισθήματα στους θεατές.
Από ποια αρχεία της Αμερικής και της Eυρώπης είναι το άγνωστο οπτικό υλικό –φωτογραφίες και φιλμάκια– που θα δούμε στην ταινία;
Από τα Library of Congress, National Archives Washington DC, Boston Public Library, Princeton University, Harvard, National Geographic, Near East Relief, Save the Children Fund, Red Cross Geneva, Pathe, Lobster και από ελληνικά αρχεία όπως αυτά από το Μουσείο Μπενάκη και το Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο, αλλά και από πολλά άλλα διεθνή και ευρωπαϊκά αρχεία. Η περιπέτεια της αναζήτησης κράτησε πολλά χρόνια –τουλάχιστον πέντε– και είχαμε ερευνητές σε διάφορες χώρες.
Σε δύο αρχεία ήταν τρομερά ενδιαφέρουσα η αναζήτηση. Στη Library of Congress συνεργάστηκα με μια μελετητήρια από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, την Alexandra Arden, γιατί είχαμε πάρει μια ειδική άδεια να ανοίξουμε μαζί Unprocessed materials, δηλαδή κλειστές κούτες που δεν ήταν τίποτε αρχειοθετημένο. Ήταν απίστευτο τι θησαυρούς βρήκαμε, φωτογραφίες απίστευτης ζωντάνιας. Επίσης ήταν πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε πού ήταν το αρχείο της φιλανθρωπικής οργάνωσης Near East Relief και το ανακαλύψαμε στα αρχεία της Rockefeller Foundation στην οικία της κυρίας Rockefeller, που δεν κατοικήθηκε ποτέ, στον ποταμό Hudson, στην Tarrytown. Με τη Michele Hitzlik ανοίγαμε για πάνω από 10 μέρες κούτες εκεί, επίσης με unprocessed materials, στη μαρμάρινη αίθουσα χορού με καθρέφτες που θύμιζε το Xanadu του «Πολίτη Κέιν». Και εκεί κάθε κούτα έκρυβε μια έκπληξη.
Οι ήχοι της ταινίας και η μουσική παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία. Σε τι οφείλεται η επιμονή σε σχέση με τους ήχους;
Τόσο η Αλίκη Παναγή (μοντάζ εικόνας και ήχου) όσο και ο Νίκος Πλατύραχος (μουσική σύνθεση) είναι πολύ δημιουργικοί και συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια. Ο Νίκος βλέπει την ταινία και φαντάζεται τα μουσικά μοτίβα που ταιριάζουν, ενώ παράλληλα του δίνω μοτίβα της εποχής που διαμορφώνει μετά κινηματογραφικά και σε συνεργασία με μένα δραματουργικά πάνω στις εικόνες. Η Αλίκη δουλεύει για μεγάλη χρονική διάρκεια πάνω στους ήχους και μετά συνεργαζόμαστε για προσθήκες ή αλλαγές, έχει μεγάλο χάρισμα και στο μοντάζ της εικόνας αλλά και των ήχων. Πρόκειται για ήχους εποχής που είναι δύσκολο να βρεθούν ή να δημιουργηθούν και παίζουν, εκτός από ρεαλιστικό, και δραματουργικό ρόλο.
Ο παππούς μου, Κώστας Κροντηράς, που σκηνοθετούσε το θέατρο στο ραδιόφωνο τη δεκαετία του 1960, όταν οι ήχοι που συνόδευαν το θεατρικό γίνονταν ζωντανά στο στούντιο της ΕΙΡ, με έπαιρνε μαζί του και βοηθούσα τον ηχολήπτη. Είναι καταπληκτικό τι συναισθήματα μπορεί να δημιουργήσει ένας ήχος, αν χρησιμοποιηθεί σωστά δραματουργικά.
Ποια είναι η ταυτότητά σου;
Ελληνίδα και Αθηναία, Μικρασιάτισσα και Σμυρνιά ή πολίτης του κόσμου, έχοντας ζήσει σε διαφορετικά κράτη; Αθηναία, Σμυρνιά, Κεφαλονίτισσα (από τη γιαγιά μου την Αντιγόνη), αλλά ακόμη ονειρεύομαι στα ιταλικά μετά από 10 χρόνια σπουδών και εργασίας στην Ιταλία, ενώ η Νέα Υόρκη είναι (ή ήταν) η δεύτερή μου πόλη ως την πανδημία για 15 χρόνια. Όμως, ενώ τα χρόνια περνoύν, νιώθω πιο πολύ ο εαυτός μου στο σπίτι μας στη θάλασσα, στο αττικό τοπίο με το χώμα, τα πεύκα, τα λευκά βότσαλα, τον Σαρωνικό, και τον ανοιχτό ορίζοντα που οδηγεί στο Αιγαίο.
Στην ταινία σου «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου» ποιες εικόνες, φράσεις ή ιδέες δίνουν το στίγμα της ταυτότητας του έργου;
Το πρόσωπο της Ελληνορθόδοξης Sano Halo, όταν μιλάει για την πορεία θανάτου που έζησε στα βουνά του Πόντου όντας 6 χρονών κοριτσάκι αλλά επέζησε. Η ιστορία της Sureya Aytas και της γιαγιάς της οι οποίες, φτάνοντας στην Καππαδοκία καταταλαιπωρημένες, αντιμετώπισταν τους Τούρκους μουσουλμάνους που αν και αρχικά τους έδωσαν φαγητό, τους το πήραν πίσω γιατί δεν μιλούσαν τουρκικά. Η Καλλιόπη Γεωργιάδου, δεύτερης γενιάς από την Καππαδοκία, που στάλθηκε με τον πατέρα της στη Μακεδονία, όταν μιλάει για το πώς το πατρικό τους σπίτι στην Καππαδοκία. Τέλος, ο Bruce Clark που λέει πως πολλοί από εμάς με καταγωγή από τη Μικρά Ασία δεν είμαστε μόνο αυτό που γράφει το διαβατήριό μας «Έλληνες υπήκοοι», αλλά κάτι πιο σύνθετο και πιο περίπλοκο.
Δειτε περισσοτερα
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού