Κινηματογραφος

Η μαγεία της μεγάλης οθόνης: η επιστροφή;

Στην προβολή της ταινίας «Η χώρα του θεού» θυμήθηκα για ποιον ακριβώς λόγο πηγαίνουμε στον κινηματογράφο

Μυρσίνη Γκανά
ΤΕΥΧΟΣ 857
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το μέλλον ή ο θάνατος του κινηματογράφου και εντυπώσεις από την ταινία «Η χώρα του θεού» του Χλινούρ Παλμασόν.

Σκηνή πρώτη: Αρχές του 2022, μέσα στο σινεμά άλλα τρία άτομα κι εμείς. Στην αίθουσα κάνει κρύο, καθόμαστε όμως όπου θέλουμε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να βρεθεί κάποιος ψηλός μπροστά μας, απλωνόμαστε, μπορούμε να προσποιηθούμε ότι έχουμε μια ιδιωτική αίθουσα προβολών.

Σκηνή δεύτερη: Φθινόπωρο του 2022 - αρχές του 2023, κάποιες από τις αίθουσες της Αθήνας δεν ανοίγουν καθόλου. Κι όμως, ως θεατής βλέπω περισσότερο κόσμο στους κινηματογράφους. Διαβάζω στα σόσιαλ μίντια για ανθρώπους που διαμαρτύρονται ότι δεν έκλεισαν θέση ηλεκτρονικά και δεν τους άρεσε εκεί που τους έβαλαν εντέλει να κάτσουν παίρνοντας το εισιτήριό τους από το ταμείο του κινηματογράφου. Είναι σαφές ότι έχει διαμορφωθεί ένα διαφορετικό κλίμα, άλλες προσδοκίες, ίσως ένα κοινό που έχει ξεχάσει ή δεν πρόλαβε να συνηθίσει ποτέ την κινηματογραφική έξοδο. Είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που τρώνε, και μάλιστα θορυβωδώς. Είναι πολλοί αυτοί που φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται πού ακριβώς βρίσκονται και κάθε τόσο τσεκάρουν τα κινητά τους, κάποιες φορές μάλιστα περνούν και αρκετή ώρα χαζεύοντας κάτι άλλο ή ανταλλάσσοντας μηνύματα διαλύοντας την όποια μαγεία της «σκοτεινής» αίθουσας.

Τα δύο χρόνια των εγκλεισμών και του φόβου της ασθένειας δημιούργησαν μια παγκόσμια κρίση, αίθουσες άρχισαν να κλείνουν παντού. Οι «μεγάλες» ταινίες προβάλλονταν στις διάφορες πλατφόρμες μερικές μέρες μετά την κυκλοφορία τους στους κινηματογράφους. Οι συνήθειες των θεατών άλλαξαν. Άλλο πράγμα είναι να βάζεις μια ταινία και να την παρακολουθείς στο σπίτι σου, από την άνεση του καναπέ σου, τρώγοντας πίτσες, μπέργκερ ή ινδικό φαγητό, και άλλο να πρέπει να σηκωθείς, να πλυθείς, να ντυθείς, να βγεις στους δρόμους και να βρεθείς σε μια αίθουσα μαζί με άλλους ανθρώπους.

Η συζήτηση για το μέλλον ή μάλλον για τον θάνατο του κινηματογράφου έχει γίνει ξανά και ξανά, η αλήθεια όμως είναι ότι με όλα αυτά είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ο κίνδυνος είναι πολύ πραγματικός. Δεν μιλάω φυσικά για τους θερινούς κινηματογράφους, όπου μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.

Όμως, χθες το βράδυ, στην προβολή της ταινίας «Η χώρα του θεού», θυμήθηκα κι εγώ για ποιον ακριβώς λόγο πηγαίνουμε στον κινηματογράφο. Θυμήθηκα γιατί η μεγάλη οθόνη είναι «μαγική». Ενώ στην αρχή της προβολής είχα αρχίσει σχεδόν να εκνευρίζομαι με τον κόσμο που ακόμα έμπαινε στην αίθουσα και στεκόταν όρθιος κρύβοντας την οθόνη για να βγάλει τσάντες και παλτό, με εκείνους που ακόμη κουβέντιαζαν ή άνοιγαν το κινητό, με εκείνους που δεν μπορούσαν να βολευτούν και κουνιόντουσαν συνέχεια –σε σημείο να σκέφτομαι ότι ήταν κρίμα που είχε τόσο κόσμο–, όσο προχωρούσε η ταινία, όσο μπαίναμε στην αφήγηση όλοι μαζί, όσο παρακολουθούσαμε κάποια αργά, σιωπηλά πλάνα μέσα σε μια συλλογική σιωπή και προσήλωση –που είναι τόσο πολύ διαφορετική από τη μοναχική θέαση οποιασδήποτε ταινίας–, όσο οι εικόνες σε έκαναν να σκέφτεσαι ότι ποτέ δεν θα πρέπει να δεις αυτήν την ταινία σε μικρή οθόνη, όταν προς το τέλος της ταινίας κι ενώ πραγματικά για πολλή ώρα κανείς δεν είχε κουνηθεί, κανείς δεν είχε μιλήσει, κανείς δεν είχε ανάψει κινητό, πιθανότατα κανείς δεν είχε βάλει ποπ κορν στο στόμα του, ο πρωταγωνιστής στην οθόνη γλίστρησε και έπεσε στις λάσπες, και ο άνθρωπος που καθόταν ακριβώς πίσω μου έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και συμπόνιας, δεν εκνευρίστηκα, αλλά ένιωσα ευγνωμοσύνη. Και επιτέλους, μετά από τρία χρόνια σχεδόν, μια αίσθηση ουσιαστικής επιστροφής σε μια κανονικότητα όπου η συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους δεν σήμαινε πια φόβο, εκνευρισμό και πιθανή σύγκρουση, αλλά επί της ουσίας κοινή συμμετοχή και ειλικρινή απόλαυση.

Μη σνομπάρετε τις αίθουσες, δείτε τη «Χώρα του θεού» ή οποιαδήποτε άλλη ταινία σας κάνει κέφι.