Κινηματογραφος

Ο Νίκος Ξανθόπουλος κι εμείς του πανεπιστημίου

Η συγγραφέας Ελισάβετ Παπαδοπούλου σχολιάζει μια γενιά και μια αισθητική που κορόιδευε ό,τι είχε σχέση με τις ταινίες του

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 856
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νίκος Ξανθόπουλος: Σχόλιο για την εποχή και τον λοιδορούμενο πόνο στις ταινίες του.

Ανήκω σε μια γενιά και μια αισθητική (τρομάρα μας) που με έκανε να κοροϊδεύω ό,τι είχε σχέση με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Πολύ κλάψα, βρε παιδί μου (μόνιμη ατάκα συνοδός στο όνομά του). Και ας βούιζε στ’ αυτιά μου το «πετραδάκι-πετραδάκι», χιλιοτραγουδισμένο από τον μπαμπά μου – λαϊκός κι αυτός τι να κάνουμε, αγρότης για την ακρίβεια. 

Εγώ όμως ήμουν μία του πανεπιστημίου, επί εποχής Πασόκ μάλιστα. Προ των πυλών ήταν το Κλικ του Κωστόπουλου, κι εμείς επί των επάλξεων για μια Ελλάδα νέα. Απ’ ό,τι φάνηκε, αμνήμονα, και φανατικά αντιστασιακή σε κάθε αξία που μας είχαν κληροδοτήσει μέχρι τότε. Ειδικά από γονείς σαν τους δικούς μου. Συγκρατημένοι στη χαρά και στη λύπη, συγκρατημένοι στα λόγια, συγκρατημένοι στις σκέψεις. Η αξιοπρέπεια του λιγοστού, δηλαδή. Τι να μου κάνει εμένα τέτοια αξιοπρέπεια εκείνη την εποχή. Την ποδοπατούσα, σαν ένδειξη συμβιβασμού, σαν μια χαμένη μάχη.

Τα πάντα αρμένιζαν, τα πάντα ήταν δυνατά, η λύπη είχε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας ενοχοποιηθεί. Ήταν τα χρόνια που η ελαφρότητα θεσπίστηκε σαν αξία, κι εμείς την υπηρετούσαμε, σαν έτοιμοι από καιρό. Εγγονοί εκτοπισμένων σε ξερονήσια, πολεμιστών του σαράντα, αδελφοκτόνων του εμφυλίου, είπαμε να ξεμπερδέψουμε μια και καλή με όλα αυτά. Και τους βγάλαμε τη γλώσσα. Πολύ μας είχαν κουράσει. Αυτοί και οι επόμενοι. Εξάλλου και οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου είχαν απαλλαγεί από τα μούσια τους, είχαν καθίσει σε διευθυντικές καρέκλες, και τα ταγάρια δεν ήταν πια στη μόδα. Η μόστρα είχε αρχίσει να παίρνει κεφάλι, και πολλοί την πήραν στο κατόπι.

Το μόνο που με έσωσε απ’ το μην κατρακυλήσω εντελώς στην επιφάνεια εκείνης της εποχής, ήταν η αξιοπρέπεια του λιγοστού που είχε εγκατασταθεί μέσα μου, φάρος και φρένο. Κι ήταν φτιαγμένη αυτή η αξιοπρέπεια από πολλών λογιών θρήνους και στερήσεις, κάποιες από τις οποίες «γελοιωδώς δραματικά», κατά τη γνώμη ημών του πανεπιστημίου, εκφράστηκαν από τον Ξανθόπουλο.

Εννοείται πως δεν έρχομαι σήμερα να πω ότι οι ταινίες του Ξανθόπουλου υπήρξαν αριστουργήματα, ωστόσο αυτό που έρχομαι να πω είναι ότι υπήρχε μεγάλος πόνος εκείνη την εποχή, της ξενιτιάς, των μεγάλων αποχωρισμών, πολλά δάκρυα, στις αποβάθρες των τρένων, στις γειτονιές των εργατών, αλλά και στα χωριά. Πόνος εντελώς ωμός και εντελώς ενεστώς για να μπορέσει να γίνει τέχνη. Ένας πόνος όμως, αυτός ο λοιδορούμενος στις ταινίες του Ξανθόπουλου, που μας παρέδωσε μια Ελλάδα που μπόρεσε να κοιτάξει πέρα από τα παπούτσια της, να μορφώσει τις αμόρφωτες μάζες της σε μεγαλύτερο ποσοστό από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, να δώσει λαμπρούς επιστήμονες σε όλο τον κόσμο και να φέρει νόμπελ και όσκαρ. Μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής ήταν και οι ταινίες του Ξανθόπουλου, αλλά και άνθρωποι σαν τον Ξανθόπουλο.

Αντιγράφω παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό «Γυναίκα», που πολύ με συγκίνησε:

«Λογαριάζαμε, μάλιστα, αντί να δίνουμε σε μια πόλη φωτογραφίες μας με αυτόγραφα, να μοιράζουμε βιβλία στα παιδάκια και τους θεατές. Παραδείγματος χάριν τα “Απομνημονεύματα” του Μακρυγιάννη. Έναν Σολωμό, έναν Παπαδιαμάντη... Να τα διαβάσει, να ανοίξει τα μάτια του το παιδάκι. Κι αυτό από καημό...

Στη γειτονιά, που έμενα εγώ, δεν υπήρχε βιβλίο. Όλος ο κόσμος ήταν αγράμματος. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης. Κάποτε με ρώτησε: “Τι δώρο θέλεις να σου κάνω, ρε;”. Του λέω: “Πατέρα, να μου πάρεις ένα βιβλίο”. “Δεν θέλεις” μου λέει “να σου πάρω ένα σακάκι να πιάσει και τόπο; Τι να το κάνεις το βιβλίο;”. Εγώ επέμενα, “βιβλίο”. “Ποιο βιβλίο;” λέει. “Τη Zωή εν τάφω” του απαντώ. “Όχι” μου λέει “μη μ’ ανακατεύεις με παπάδες”... Κατάλαβες;»