Κινηματογραφος

Κριτική ταινίας: Θα έρθει η φωτιά (Firewillcome/ Ο quearde)

O μυστικισμός του δημιουργού του «Mimosas»

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 758
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για την ταινία «Θα έρθει η φωτιά» του Όλιβερ Λάσε με πρωταγωνιστές τους Αμαντόρ Αρίας, Μπενεντίκτα Σάντσες, Ινάτσιο Αμπράσο

Ο πυρομανής Αμαντόρ επιστρέφει στη χωριό του μετά από διετή φυλάκιση. Η αποφυλάκισή του με αναστολή θα του δώσει την ευκαιρία να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Αλλά το παρελθόν μοιάζει να τον ακολουθεί χωρίς να του επιτρέπει και πολλές αισιόδοξες σκέψεις.

Ο τόπος δράσης, το μικρό ορεινό χωριό του Αμαντόρ, βρίσκεται στη Γαλικία. Πρόκειται για μια κλειστή κοινότητα με τους δικούς της ρυθμούς ζωής και κανόνες επικοινωνίας. Ο Αμαντόρ διέπραξε ένα έγκλημα και πλήρωσε για αυτό αλλά η ρετσινιά τον ακολουθεί διαρκώς, ακόμη και με τη μορφή αθώων –λέμε τώρα– αστεϊσμών όπως στη σκηνή εκείνη που ένας συγχωριανός του τον ρωτάει αν έχει φωτιά να του δώσει. Ο σκηνοθέτης του «Mimosas» επιστρέφει με μια ακόμη απόπειρα να βρεθεί σε μυστικιστική αντιπαράθεση ο άνθρωπος με τη φύση. Κι αν στο ιδιότυπο road movie του 2017 η φιλοσοφία του Σουφισμού έβρισκε ιδανική εφαρμογή στο απόκοσμο μαροκινό τοπίο, στη νέα του δημιουργία ο γαλλο-ισπανός Όλιβερ Λάσε μεταφέρει την υπαρξιακή και ενίοτε μεταφυσική αγωνία του στα επιβλητικά δάση της βόρειας Ισπανίας. «Θα έρθουν τουρίστες φέτος στη Γαλικία» αναρωτιέται η Μπεντεντίκτα Σάντσες, μια αυθεντική χωρικός που υποδύεται εξαίσια την ηλικιωμένη μητέρα του ήρωα, για να πάρει την εξής απάντηση από τον γιο της: «Δεν μπορώ να φανταστώ τι καλό θα μας φέρει αυτό». Όχι, η ταινία δεν έχει να κάνει μόνο με τη σύγκρουση του παλιού και του νέου ή με τις συχνά ολέθριες συνέπειες της τεχνολογίας και της προόδου, όπως αποκαλύπτεται στη συγκλονιστική και άκρως λυρική εναρκτήρια σεκάνς με τον χορό των δέντρων στον ρυθμό του ανέμου μέχρι τη στιγμή της οδυνηρής εμφάνισης των παράνομων νυχτερινών μπουλντόζων. Ο σκηνοθέτης καταγγέλλει μεν την ανθρώπινη απληστία που επιφέρει ολέθριες συνέπειες στο οικοσύστημα αλλά το βάρος της ματιάς του πέφτει κυρίως στην ανεπανόρθωτη ζημιά που προκαλούν κάποιες επιλογές στη ζωή μας. Η λύτρωση της δεύτερης ευκαιρίας πολύ απλά δεν υφίσταται σε περιπτώσεις σαν εκείνη του Αμαντόρ. Η κλειστή και οπισθοδρομική κοινότητα δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη στη ζωή αυτού του ανθρώπου κι ας μοιάζει να τον «συμπονά» με φράσεις κλισέ του τύπου «είναι καλός άνθρωπος αλλά πέρασε δύσκολα». Την κρίσιμη ώρα, όταν η φωτιά θα ανάψει και πάλι στις ζωές όλων, ο Αμαντόρ θα είναι και πάλι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Ο άνθρωπος που ποτέ δεν ήταν ένας από αυτούς, τους φυσιολογικούς και καθωσπρέπει. Και θα πρέπει να απολογηθεί ξανά για αυτό. Όπως κάνει σε όλη του τη ζωή.