Κινηματογραφος

Γιάννης και Μίρκα Καλατζοπούλου: Ιστορίες από άλλες εποχές

Το «παιδί θαύμα» του ελληνικού κινηματογράφου, που έπαιξε με όλους τους μεγάλους σταρ της εποχής

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 750
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο ηθοποιός Γιάννης Καλατζόπουλος μας αφηγείται τη ζωή του και τη ζωή της αδελφής του, Μίρκας, πλάι στα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου.

Ως παιδί έπαιξε με τον Αυλωνίτη, τον Κωνσταντάρα και όλους τους σταρ της εποχής, στην εφηβεία του μοιράστηκε το σανίδι με τον Μινωτή, τον Κατράκη και τον Διαμαντόπουλο, μεγάλους δασκάλους του στη ζωή και την τέχνη. 

Γιάννης και Μίρκα Καλατζοπούλου

 

Όταν ήμουν 5 χρονών και ακόμα δεν πήγαινα σχολείο, είχαμε πάει οικογενειακώς στο “Άλσος” του Γιώργου Οικονομίδη, σαν θεατές. Θυμάμαι ότι μαγεύτηκα με το θέαμα ποικιλιών που έβλεπα για  πρώτη φορά. Ηθοποιούς σε νούμερα επιθεώρησης, μίμους, ζογκλέρ, τραγουδιστές, ακροβάτες, το χορευτικό ντουέτο Γιάννης Φλερύ, Λίντα Άλμα, τον ίδιο τον Οικονομίδη που ήταν ένας πολύ λαμπερός και χαρισματικός κομφερασιέ... Αλλά το τελειωτικό χτύπημα μου το  έδωσε το δεύτερο μέρος του προγράμματος, που ήταν τα “ταλέντα”, δηλαδή άνθρωποι που κατέφθαναν απ’ όλες τις άκρες της χώρας κυνηγώντας το όνειρο της δημοσιότητας και της επιτυχίας, αλλά και το βραβείο της βραδιάς που ήταν το μυθικό ποσό των 200 δραχμών! Ανάμεσα σε άλλους, ένα καλοντυμένο και κατάξανθο αγοράκι είπε ένα σαχλό ποιηματάκι που έκανε τη ζήλεια μου να εκτιναχθεί και να οδηγήσει τα βήματά μου μέχρι τη σκηνή, εν αγνοία των γονιών μου που έπιναν αμέριμνοι την πορτοκαλάδα τους. Είπα ένα “κοινωνικού περιεχομένου” ποίημα, τον “Κουρελή” του Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο είχα μάθει ακούγοντας την αδελφή μου τη Μίρκα να το απαγγέλλει στη γιορτή λήξης του σχολικού έτους, στη δευτέρα δημοτικού. Έγινε ένας απίστευτος χαμός, πήρα τις 200 δραχμές, ο Οικονομίδης έψαχνε να βρει τη μάνα μου για πάρει το τηλέφωνό μας (δηλαδή του μπακάλη της γειτονιάς), ο Γιάννης Φλερύ μου είπε μελαγχολικά “Αχ, αγοράκι μου, να ’ξερες σε τι περιπέτεια μπαίνεις... ” και ο σκηνοθέτης Αντρέας Λαμπρινός που έτυχε να είναι στο Κοινό με ζήτησε για να παίξω στην πρώτη μου ταινία, “Το κορίτσι με τα παραμύθια” με τη Βουγιουκλάκη.

Δηλαδή όντως έγινα ηθοποιός από τύχη και... από ζήλεια! Ήταν μια εποχή πιο γνήσιων, πιο αληθινών ανθρώπων, εποχή φτώχειας αλλά και ελπίδων, εποχή με ασπρόμαυρη ζωή αλλά με πολύχρωμα όνειρα. Όσο για το παιδί-θαύμα... Νομίζω πως ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Ήταν μάλλον ένα κατασκεύασμα του μάρκετινγκ της εποχής. Άσε που κάθε παιδί, εδώ που τα λέμε, είναι ένα Θαύμα. Όχι, κανένα “θαύμα” δεν κουβαλάω ακόμα μέσα μου. Ένα παιδί κουβαλάω, που ευτυχώς με συντροφεύει ακόμα και με ανακαλεί στην τάξη όταν κάνω τον μεγάλο.

Σκηνή από την ταινία «Το κορίτσι με τα παραμύθια» (1957)

Έχω παίξει στο σινεμά με τον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο, την Βασιλειάδου, τον Νέζερ, την Βουγιουκλάκη, τον Αλεξανδράκη, τον Μυράτ, την Χατζηαργύρη, τον Τζόγια, τη Δάφνη Σκούρα. Αλλά και στο θέατρο έπαιξα από 9 χρονών με τον Μινωτή, την Παξινού, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και τη Μαρία Αλκαίου, με την Κατερίνα Ανδρεάδη, την ΚΥΡΙΑ Κατερίνα όπως ήταν γνωστή στο θεατρόφιλο κοινό, με τον Γιώργο Λαζάνη, τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τους άλλους μαθητές του Κουν στο Θέατρο Τέχνης, με τον Κατράκη, την Λαμπέτη, τον Χορν. Πιο πολύ απ’ όλα θυμάμαι πως όλοι μ’ αγαπούσαν, με βοηθούσαν να  μάθω τα λόγια μου, μου μάθαιναν μικρά μυστικά του επαγγέλματος! Έσπαγαν φαίνεται και λίγο πλάκα γιατί ήμουνα πολύ αστείος μπόμπιρας, όχι μόνο στους ρόλους αλλά κυρίως στη ζωή. Εγώ δεν το θυμάμαι αλλά αργότερα που μεγάλωσα και συνέχισα να συνεργάζομαι σαν επαγγελματίας με κάποιους από αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους, μου θύμιζαν περιστατικά, ατάκες, μου  έλεγαν πως ήμουν φοβερά ετοιμόλογος, στα όρια της αυθάδειας καμιά φορά αλλά μου το συγχωρούσαν γιατί τα έλεγα χαριτωμένα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φορά που ο Αυλωνίτης, καταπληκτικός άνθρωπος, ανοιχτόκαρδος και  καθόλου σνομπ, μου λέει σ’ ένα διάλειμμα των γυρισμάτων της “Καφετζούς” μπροστά σε όλους, προφανώς για να σπάσουν πλάκα, “Λοιπόν, Γιαννάκη, αποφάσισα να μη σε ξαναπώ Γιαννάκη. Θα σε αποκαλώ κύριε συνάδελφε” κι έκλεισε το μάτι στον Αλέκο Σακελλάριο. Κι εγώ ατακάρισα αμέσως: “Δε βαριέσαι, τώρα που όποιος θέλει γίνεται ηθοποιός, όλοι συνάδελφοι είμαστε”! Αυτά το 1956. Πού να ’ξερα τι πρόκειται να επακολουθήσει με την εμφάνιση της τηλεόρασης, όπου κυριολεκτικά όποιος ήθελε δήλωνε ηθοποιός.

Δεν υπήρχε η τηλεόραση τότε, οι άνθρωποι έβγαιναν από πολέμους, κατοχή, εμφύλιο. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια αλλά και μεγάλα όνειρα, ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχε η γειτονιά, η αλάνα, ένα αίσθημα κοινής μοίρας και πάνω απ’ όλα η δίψα για ιδέες, ιδανικά. Δεν είχαμε μπει ακόμα τότε στο λούκι του καταναλωτισμού, της φιγούρας, της επίδειξης. Ήταν ακόμα ζωντανό το πνεύμα της εθνικής αντίστασης που είχε μπολιάσει στην πλειοψηφία των Ελλήνων την εκτίμηση, τον σεβασμό σε αξίες ηθικές και πνευματικές. Ο καλλιτέχνης τότε, ο ηθοποιός, ο ποιητής, ο ζωγράφος είχαν για τον απλό κόσμο το φωτοστέφανο του πνευματικού ηγέτη και όχι του σούργελου που κατασκευάζει σκάνδαλα και “πουλάει” την ιδιωτική του ζωή για να είναι στην επικαιρότητα. Βέβαια, για να τα λέμε όλα και να μην εξιδανικεύουμε το παρελθόν, από ένα σημείο και μετά έπαιξε και ο κινηματογράφος εκείνης της εποχής τον ρόλο του στη μετάλλαξη της κοινωνίας και του νεοέλληνα. Συγκρίνοντας όχι μόνο τη θεματολογία αλλά και το ύφος, τη μορφή ταινιών όπως ο “Δράκος", η “Στέλλα”, η “Κάλπικη λίρα” και τα “Κόκκινα φανάρια”, με τις μεταγενέστερες έγχρωμες ιλουστρασιόν ταινίες της Φίνος Φιλμ, που μιμούνταν τα αμερικάνικα μιούζικαλ και προπαγάνδιζαν το αμερικάνικο όνειρο, η διαφορά είναι μεγάλη.

Από την ταινία «Της νύχτας τα καμώματα»

Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να πάρω τη συνειδητή απόφαση να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός. Ήμουνα 11-12 χρονών στις πρόβες του “Γαλιλαίου” του Μπρεχτ και μια μέρα με φώναξε στο καμαρίνι του και  μου λέει: Τελικά τι θες να γίνεις; Ηθοποιός ή σταρ; Δηλαδή; τον ρώτησα. Κοίτα, μου λέει, ο σταρ είναι κατοστάρης. Ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος. Μετά την πρόβα πήγα σπίτι και δήλωσα στους γονείς μου πως δε θα ξαναπαίξω στο σινεμά και πως όταν τελειώσω το σχολείο θα πάω σε δραματική σχολή. Βέβαια και πριν από τον Διαμαντόπουλο, ο Μινωτής και ο Κουν μου είχαν δείξει με τον δικό του τρόπο ο καθένας ότι το αληθινό Θέατρο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και χρειάζεται ιεραποστολική αφοσίωση. Ο Μινωτής στον “Ριχάρδο Γ”, όπου έπαιζα τον μικρό Δούκα του Γιορκ, σταμάτησε την πρόβα και είπε στους ηθοποιούς: Να, έτσι πρέπει να παίζετε: με την αθωότητα ενός παιδιού. Μετά γύρισε σε μένα και με αυστηρό ύφος συμπλήρωσε: Αλλά εσύ μην το πάρεις επάνω σου, δεν το κάνεις εσύ, η Φύση το κάνει. Πρόσεξε να μην τη χάσεις μεγαλώνοντας. Και ο Κουν σε μια πρόβα είπε κάτι ανάλογο: Βλέπετε πόσο φυσικά μιλάει ο Γιαννάκης, που η λογική του δεν επεμβαίνει ακόμα στο συναίσθημα; Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε κι  ακόμα όταν παίζω προσπαθώ αυτό που τότε έκανα ασυναίσθητα, να το κάνω συνειδητά.

Γιάννης Καλατζοπούλος -Αλέκος Σακελλάριος

Το να είσαι παιδί, από μόνο του είναι ένα θαύμα. Εδώ που τα λέμε, το να υπάρχεις είναι ένα θαύμα, αν σκεφτούμε πως η ύπαρξή μας στη ζωή είναι μια εντελώς τυχαία συγκυρία. Η ζωή είναι ένα θαύμα. Τον χαρακτηρισμό “Παιδί-θαύμα” μου τον είχανε δώσει γιατί έπρεπε να είμαι κι εγώ ένα μέρος του star system εκείνης της εποχής που ήθελε τα παιδιά θαύματα. Πριν από μένα ήταν ο Νίκος Πιλάβιος, μετά από μένα ο Βασιλάκης Καΐλας και άλλοι. Εγώ δεν θεωρώ πως ήμουνα παιδί θαύμα. Θεωρώ πως ήμουνα ένα παιδί με κάποια κλίση προς το να εκφράζομαι. Αυτή την κλίση την είχαμε πάρει η αδελφή μου κι εγώ από τους γονείς μας που δεν ήτανε άνθρωποι της τέχνης αλλά τους άρεσε η τέχνη. Στο σπίτι που μεγαλώναμε, με κεφαλλονίτισσα μάνα, πατέρα ψάλτη και ερασιτέχνη σε χορωδίες, κι εγώ και η αδερφή μου είχαμε από πολύ μικροί ένα περιβάλλον που μας ευνόησε. Αυτό που ίσως ξεχωρίζει τη δική μας περίπτωση είναι πως δεν μας έσπρωξαν οι γονείς μας, απλώς δεν μας εμπόδισαν. Πάντα όμως ήταν από πάνω και το πρόσεχαν. Θυμάμαι πως πολλές φορές κι εγώ και οι γονείς μου σκεφτήκαμε μήπως να σταματήσω, μήπως κάνει κακό στην ψυχολογική μου ανάπτυξη, στο σχολείο αλλά βλέποντας πως μπορώ να τα συνδυάζω, πήγαινα καλά στο σχολείο και δεν καβάλησα ευτυχώς κανένα καλάμι, συνέχισα. Πρέπει να πω βέβαια πως κινδύνευσα. Ήταν μια εποχή που δεν μπορούσα να περπατήσω στον δρόμο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση αλλά με ξέρανε από τις ταινίες που έπαιζα και όλος ο κόσμος πήγαινε στον κινηματογράφο ή και απ’ το θέατρο, που ναι μεν ξεκίνησα από το θέατρο για παιδιά αλλά πολύ γρήγορα σε πολύ μικρή ηλικία έπαιξα στο θέατρο των ενηλίκων και με πολύ καλούς δασκάλους. Σε ηλικία δέκα χρονών έπαιξα με τον Μινωτή, την επόμενη χρονιά στο Θέατρο Τέχνης με δάσκαλο τον Κουν. Μπήκα, δηλαδή, στην καλή πλευρά του επαγγέλματος κι αυτό βοήθησε στο να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα.

Ο Γιάννης Καλατζόπουλος με τον Χριστόφορο Νέζερ στην ταινία «Το παιδί του δρόμου» (1961)

Το πρώτο πράγμα που μου έκανε φοβερή εντύπωση ήταν ότι στον κινηματογράφο, επειδή έχει να κάνει κυρίως με την τεχνική, δεν γυρίζαμε τα σενάρια από την αρχή μέχρι το τέλος. Μπορούσαμε δηλαδή για τεχνικούς λόγους, επειδή είχαμε την τάδε μέρα το στούντιο, να γυρίσουμε την τελευταία σκηνή τις επόμενες μέρες που ήταν καλός ο καιρός να βγούμε έξω για τα εξωτερικά γυρίσματα κλπ. Αυτό δεν σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις μια συνέχεια στην ανάπτυξη του χαρακτήρα και του ρόλου, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Γεγονός, βέβαια, που είναι και πολύ ωραίο συγχρόνως γιατί είναι μια εξαιρετική άσκηση για τον ηθοποιό να μπορεί στη διάρκεια των γυρισμάτων να παίζει τον χαρακτήρα όπως θα είναι στο τέλος, αυτοσχεδιάζοντας μέσα του τα προηγούμενα στάδια χωρίς να τα έχει ζήσει. Στο θέατρο είναι σημαντικό να μην παίζει κάθε ηθοποιός μόνος του, όπως και στη ζωή, πρέπει να υπάρχει αλληλεπίδραση και επικοινωνία. Στον κινηματογράφο, όχι μόνο δεν πειράζει όταν συμβαίνει αυτό, αλλά πολλές φορές πρέπει να συμβαίνει, γιατί στον κινηματογράφο έχεις τη μηχανή μπροστά σου, σου κάνει ένα κοντινό πλάνο κι εσύ υποτίθεται πως μιλάς με κάποιον αλλά αυτός ο κάποιος δεν είναι καν εκεί. Αντ’ αυτού είναι ένας ηλεκτρολόγος, κάποιος για να του απευθύνεις τον βλέμμα σου. Κι αυτό νομίζω γίνεται γιατί στο σινεμά πρωταγωνιστής δεν είναι ο ηθοποιός αλλά ο σκηνοθέτης. Το πού θα κοιτάξει ο θεατής το αποφασίζει αυτός στο μοντάζ. Αν όμως δει κανείς τις παλιές ταινίες προσεκτικά θα διαπιστώσει πως αυτές οι ταινίες δεν ήταν στην πραγματικότητα κινηματογραφικές αλλά θεατρικές. Οι ηθοποιοί αυτοί ήταν εξαιρετικοί θεατρικοί ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες επίσης. Δεν είχαν κινηματογραφική εμπειρία. Έβαζαν την κάμερα και τραβούσαν. Σαν να βλέπεις θέατρο. Αργότερα είδαμε τις διαφορές και τώρα πια είναι μια ειδική δουλειά. Και δυστυχώς οι ηθοποιοί στις δραματικές σχολές δεν διδάσκονται αυτές τις διαφορετικές συνθήκες και μεθόδους που πρέπει να ξέρει ένας ηθοποιός για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο στο ραδιόφωνο, που τώρα πια δεν υπάρχει. Όλα αυτά είναι διαφορετικές πλευρές της δουλειάς του ηθοποιού που οφείλει να τις ξέρει αλλά δεν τις ξέρει. 

Ήταν η εποχή όχι μόνο της δικής μου αθωότητας, αλλά και του κινηματογράφου και της κοινωνίας ολόκληρης. Πρόλαβα τον κινηματογράφο πριν γίνει βιομηχανία ιλουστρασιόν. Ο κινηματογράφος ήταν η απόλυτη ψυχαγωγία, το καλοκαίρι έπαιρνες μ’ ένα πενηνταράκι ένα σακουλάκι στραγάλια ή πασατέμπο και έβλεπες ταινίες αριστουργήματα. 

Γιάννης Καλατζόπουλος - Νίκος Τζόγιας

                                                                                                 

Οι περισσότερες από τις ταινίες που έπαιξα έγιναν από “χειροτέχνες” παραγωγούς, όπως ο Μαυρίκιος Νόβακ της Νόβακ Φιλμς, που ήταν παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης των ταινιών του, ενώ ο ένας του γιος χειριζόταν την κάμερα, ο άλλος τον ήχο και η γυναίκα του τηγάνιζε τους κεφτέδες για να φάνε οι ηθοποιοί και το συνεργείο! Και όλοι νιώθαμε σαν μια οικογένεια, οι ανταγωνισμοί και τα βεντετιλίκια δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους. Ο Σακελλάριος, ο Αυλωνίτης, ο Φωτόπουλος, η Βασιλειάδου, η Χατζηαργύρη, ο Νέζερ, όλοι με είχαν σαν παιδί τους. Μόνο η Βουγιουκλάκη με είχε σαν… αδελφάκι της.

Γιάννης Καλατζόπουλος -Ρίκα Γαλάνη

Έχω πολλές αναμνήσεις από τα γυρίσματα. Έπρεπε να κάνω σχεδόν το γύρο της Ομόνοιας. Να ξεκινήσω από Πανεπιστημίου, να κατευθυνθώ προς τον κινηματογράφο “Κοτοπούλη” που ήταν στο στενάκι πριν την Αγίου Κωνσταντίνου, να περάσω απέναντι στην Πειραιώς και να καταλήξω στο εστιατόριο “Μέγας Αλέξανδρος”. Το περίπτερό μου κρεμόταν στο στήθος μου. Ένας ταμπλάς με καμιά πενηνταριά πακέτα τσιγάρα και δυο κούτες σπίρτα του Ελληνικού Μονοπωλίου. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο φωνάζοντας “Τσιγάραααα… σπίρτααα… Πάρτε σας παρακαλώ, έχω τη μανούλα μου άρρωστη”. Έπρεπε να περπατάω με όσο πιο σταθερή ταχύτητα μπορούσα γιατί στην άσφαλτο, παράλληλα με μένα, πήγαινε το αυτοκίνητο της “παραγωγής”. Η κυκλοφορία στην Ομόνοια του ’56 δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή, εντούτοις ο τροχονόμος με την περικεφαλαία δεν αστειευόταν και δεν είχαμε υπολογίσει την ευαισθησία των συνανθρώπων μας εκείνης της εποχής. Σε κάθε βήμα, κάποιος περαστικός με σταματούσε και αγόραζε τσιγάρα ή σπίρτα ενώ εγώ έπαιζα χωρίς ν’ αλλάξω την έκφραση του χτυπημένου απ’ τη μοίρα παιδιού. Ώσπου να φτάσω στην Πειραιώς είχα ξεπουλήσει και η είσπραξή μου ήταν λίγο μικρότερη από την αμοιβή μου για ολόκληρη την ταινία! Με τον Νόβακ, εκτός από το “Θέλω να ζήσεις μανούλα», γύρισα άλλες δύο πολύ ωραίες ταινίες: “Για την αγάπη μιας ορφανής” με την Γκέλλυ Μαυροπούλου που έκανε την αδελφή μου και τον Στέφανο Στρατηγό, που έκανε ως συνήθως τον κακό αλλά ήταν πάντα ένας γλυκύτατος άνθρωπος, καλαμπουρτζής, ανοιχτόκαρδος και γκομενιάρης καθώς και "Το μυστικό της κατηγορουμένης”, όπου έκανα πάλι το μικρό αδελφάκι της πρωταγωνίστριας τη Μάρθα Βούρτση στα πρώτα της βήματα πολύ πριν καθιερωθεί σαν η “δακρύβρεχτη Μάρθα” ή “ο θηλυκός Ξανθόπουλος”. Εγώ δούλευα τάχα στο “Μινιόν" σαν παιδί του ασανσέρ, όμως η ταινία είχε χαρακτηριστεί “ακατάλληλη” και στην πρεμιέρα στο “ΙΡΙΣ” της Ακαδημίας δεν με άφησαν να μπω. Θυμάμαι τον Νόβακ να εξηγεί πως είμαι εκ των πρωταγωνιστών, τη μάνα μου να παρακαλάει τον πορτιέρη, εμένα να εκβιάζω “αν δεν μ’ αφήσετε, θα κάτσω εδώ και θα μαρτυράω το μυστικό”.

Όταν μεγάλωσα και τα κανάλια άρχισαν να παίζουν και να ξαναπαίζουν όλες αυτές τις αρχαίες ταινίες, μεταξύ των οποίων και κάμποσες πολύ κακές έως δυσφημιστικές για μερικούς καλούς ηθοποιούς, αναρωτιόμουν πώς και δεν έτυχε να δω ποτέ κανένα φιλμ του Μαυρίκιου Νόβακ. Η απορία μου λύθηκε γνωρίζοντας έναν γνωστό παραγωγό που μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που είχε δει να παίζει στο θέατρο (στο παιδικό θέατρο, όπου τον πήγαιναν οι γονείς του), πήρα κι εγώ το θάρρος να τον ρωτήσω πώς βρέθηκε σήμερα να δεσπόζει σ’ αυτόν. Τότε μου μίλησε για την πραγματικά εμπνευσμένης από επιχειρηματική άποψη κίνησής του, να αγοράσει σε απίστευτο τάιμινγκ σχεδόν όλες τις παλιές ταινίες που σάπιζαν σε αποθήκες χρεοκοπημένων παραγωγών, προβλέποντας τη ζήτηση η οποία θα εκδηλωνόταν μερικά χρόνια αργότερα. Τον διέκοψα ευγενικά, λέγοντας “σχεδόν όλες”; Εξαίρεση αποτελούσαν οι ταινίες της ΝΟΒΑΚ ΦΙΛΜ. “Υπάρχει κάποια κυρία Νόβακ που αρνείται να τις πουλήσει για την τηλεόραση. Πήγα και την βρήκα. Της έκανα πολύ γενναιόδωρες προσφορές αλλά τίποτα, ανένδοτη” μου είπε. “Αυτές τις ταινίες τις έφτιαξαν οι δικοί μου με τα χέρια τους, για να τις βλέπουν πολλοί άνθρωποι μαζί. Με συγχωρείτε, δεν σας τις πουλάω για τον καναπέ” είπε. “Παράξενη γυναίκα. Αλλά αξιοθαύμαστη! ” σχολίασε ο παραγωγός.

Γιάννης Καλατζόπουλος - Λάμπρος Κωνσταντάρας

Δεν ξεχνώ τον Ηλία Περγαντή, το μεράκι του ήταν να κάνει ωραίες, λαϊκές, ελληνικές ταινίες. Τρελός και άρρωστος με το σινεμά, ο πιο ακέραιος άνθρωπος του ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Ξεκίνησαν μαζί αυτός και ο Φίνος, αλλά ύστερα χώρισαν οι δρόμοι τους, καθένας έβαλε την κάμερά του να κοιτάζει τη ζωή, τον κόσμο, από άλλη οπτική γωνία. Ήταν νομίζω συμπαραγωγός και στο “Κορίτσι με τα Παραμύθια”, αλλά εγώ τον γνώρισα πολύ αργότερα, όταν ήμουν δέκα-έντεκα χρονών. Μας τηλεφώνησε μια μέρα και πήγαμε μαζί με τον πατέρα μου στο γραφείο του, κάπου στη γειτονιά του λεγομένου “Χόλιγουντ”. Το κυρίως “Χόλιγουντ” ήταν η θρυλική πολυκατοικία στην Πλατεία Κάνιγγος, όπου την εποχή της ακμής σε κάθε όροφο υπήρχαν πέντε έξι γραφεία παραγωγών. Αλλά γύρω-γύρω υπήρχαν κι άλλες εταιρίες. Κλεισόβης, Σουλτάνη, Τζωρτζ, Μπόταση, Σολωμού, όποια ώρα κι αν περνούσες, έβλεπες σκηνοθέτες και παραγωγούς, ηθοποιούς, οπερατέρ, σεναριογράφους, μακιγιέρ, διανομείς και αιθουσάρχες να τρέχουν να προλάβουν, να κλείνουν συμφωνίες καμιά φορά στον δρόμο, στα όρθια, Έβλεπες τον Ηλία και τον Τάκη Περγαντή, τον Αλειφέρη, τον Κατσιμητσούλια, τον Νίκο Μήλα, τον Αντρέα Αναστασάτο, τον Βίωνα Παπαμιχάλη, τον Τάσο Κατράπα, τον Αντρέα Λάππα, τον Καρατζόπουλο, τον Στράντζαλη, τον Ορέστη Λάσκο, τον Άγγελο Συρογιάννη, τον Ντίντη (Αριστείδη) Καρύδη-Φουκς, τον Τάσσο Ζωγράφο, τον Ηλία Μαχαίρα, τους Δανάληδες, τον Σταματόπουλο-Αρίωνα, τον Παπακώστα, τον Ρώη, τη Βαρβάρα Νικολέτου, τον Κίμωνα Σπαθόπουλο μακιγιέρ και πωλητή ειδών μακιγιάζ που τα έφτιαχνε μόνος του και που ένα διάστημα δοκίμασε να γίνει ο “Έλληνας - Σαρλώ”, έγραψε ο ίδιος ένα σενάριο και το πήγε στη Μαρία Πλυτά, με φώναξαν κι εμένα να κάνω το αντίστοιχο “Αγόρι”, κάναμε δύο-τρία γυρίσματα κι ύστερα ο χρηματοδότης υπαναχώρησε κι ο Κίμωνας έμεινε για πάντα μακιγιέρ. Με τον Τόλη Βοσκόπουλο πριν γίνει ίνδαλμα, συναντηθήκαμε στο θίασο της Κατερίνας. 

Πρωταγωνίστησα στην ταινία "Δε γνώρισα μητέρα" με την αδελφή μου τη Μίρκα, που σε ηλικία 14 χρονών είχε περάσει στην κατηγορία “ενζενύ” με την κομεντί της ΦΑΡΟΣ ΦΙΛΜ “Ερωτικά παιχνίδια” σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη, με τους Κωνσταντάρα, Πάντζα και Γκιωνάκη. Το «Δε γνώρισα μητέρα» σάρωσε εισπρακτικά. Παίχτηκε σε όλη την Ελλάδα και όπου αλλού υπήρχαν Έλληνες: Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, Καναδά... Ο Περγαντής τηλεφωνούσε κάθε τόσο και ο πατέρας μου πήγαινε στο γραφείο του για τα ποσοστά. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να μας ρίξει. Πώς να μαθαίναμε εμείς, πώς να ελέγχαμε πού παίχτηκε η ταινία, πόσα εισιτήρια έκοψε στο τάδε υπαίθριο σινεμά των Σοφάδων Καρδίτσας ή στην ομογένεια της Μελβούρνης; Κι όμως ο κυρ-Ηλίας τυπικότατος, με “μπορντερώ” και με δελτία αποστολής, χωρίς κομπιουτεράκι που δεν υπήρχε τότε, μ’ ένα στυλό πολλαπλασίαζε την είσπραξη επί τέσσερα κι ύστερα έκοβε δυο μηδενικά: εφτακόσιες είκοσι οχτώ και σαράντα. Όταν, μετά από δύο χρόνια, η ταινία έκανε τον κύκλο της, οι εισπράξεις –και τα ποσοστά– πήραν την κατιούσα, πήγαινε ο πατέρας μου στον “κυρ-Ηλία τον έντιμο” όπως τον έλεγε, κι έπαιρνε ογδόντα έξι δραχμές τη μια φορά, δώδεκα την άλλη. Ο Περγαντής δεν μπορούσε να διανοηθεί πως δεν θα δώσει τα ποσοστά στο παιδί. Έλεγε: “Έχω μια ιστοριούλα ό,τι πρέπει για τη Μίρκα και το Γιαννάκη. Δεν έρχεστε στο σπίτι το βράδυ, να μας φτιάσει η κυρά κανένα καλό φαΐ να τα πούμε; Να δώσω του Γιαννάκη ένα καλό πιάνο, αμερικάνικο. Έχει ταλέντο, το παιδί”. Την ίδια χρονιά με το “Θέλω να ζήσεις μανούλα”, είχα παίξει ένα μικρό ρολάκι στην “Καφετζού” του Σακελλάριου της “ΦΙΝΟΣ”. Εκεί αν και μικρός κατάλαβα αμέσως τη διαφορά. Μεγαλύτερο συνεργείο, κομπάρσοι, σύγχρονη λήψη ήχου, στο διάλειμμα όχι σάντουιτς ή κεφτεδάκια απ’ τη γυναίκα του παραγωγού, αλλά φαγητό κανονικό από το «ΙΝΤΕΑΛ» σε δισκάκια. Εκεί έφαγα για πρώτη φορά στη ζωή μου σνίτσελ με προτροπή του Αυλωνίτη. Κάναμε το γύρισμα στις Τρεις Γέφυρες όταν μου έκλεισε το μάτι, όπως ακριβώς το έκλεινε στους ρόλους, λέγοντάς μου “Δεν έχει πολλά. Πάρ’ το πριν τελειώσει και μείνουνε μόνο τα στουπιά και οι κιμάδες”. Κι ύστερα ήθελε να του λύσω την απορία, “Εσύ, να πούμε, τώρα, είσαι συνάδελφος”; “Ε όχι και συνάδελφος, παιδάκι είμαι” απάντησα. “Μωρέ, παιδάκι το βλέπω πως είσαι αλλά τα παιδάκια παίζουνε με τα στρατιωτάκια τους, δεν παίζουνε με τη Βασιλειάδου. Εσύ πώς έμπλεξες, φουκαρά μου. Σχολείο πας;” “Στο Εικοστό Όγδοο,  Πεδίον του Άρεως που το λέμε “Παράγκα” γιατί είναι ξύλινο. Έχει κι ένα ουζερί δίπλα, Του Σοπαλίκα, που έχει δροσά και χρωματιστά λαμπάκια που έχει κρεμάσει στα πεύκα! Αλλά είναι φαρμακείο, πολύ ακριβός’’. Ο Σακελλάριος γελούσε γιατί του είχε φανεί πολύ αστείο που μας έβλεπε να κουβεντιάζουμε τόση ώρα σαν παλιόφιλοι, ένας θεόρατος ηθοποιός κι ένας “Γαβριάς” όπως μ’ έλεγε. 

Θεατρική παράσταση "Τα παιδιά του ήλιου"

Με τον καιρό κατάλαβα ότι αυτοί οι τύποι των παλιών ταινιών µας αρέσουν, γιατί ενώ δεν υπάρχουν πια, δείχνουν τον Έλληνα που κουβαλάμε μέσα µας. Τώρα όλοι προσπαθούν να μιμηθούν κάποιους ανθρώπους που βλέπουν στα ξένα σίριαλ και που στην ουσία δεν υπάρχουν, δηλαδή δεν ανταποκρίνονται ούτε στον χαρακτήρα του Έλληνα ούτε στις εμπειρίες του. Προσπαθούμε λοιπόν να μοιάσουμε σε κάτι που δεν είμαστε και γινόμαστε γελοίοι. Αυτό ακριβώς αντανακλάται και στην τέχνη. Όλα γίνονται πια για το θεαθήναι. Όλα έγιναν “χρηματιστήριο». Όλα ανεβάζουν ή κατεβάζουν μετοχές! Όταν λοιπόν δεν υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην καθημερινότητα, πώς να υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην Τέχνη;
Δεν έχω καταλάβει ότι μεγάλωσα. Παρά τα χρόνια µου, θεωρώ τον εαυτό µου παιδί. Κινδυνεύω να κατηγορηθώ για παλιμπαιδισμό. Αλλά αναλαμβάνω το ρίσκο. Οι νέοι έχουν τεράστια δύναμη, που δυστυχώς πρέπει να μεγαλώσουν για να την καταλάβουν. Έχουν τη δύναμη να βλέπουν ακόμα τα πράγματα αντισυμβατικά και τολμούν να ονειρεύονται.

Υπήρξε μεγάλη ανισορροπία με τη μισθοδοσία των ηθοποιών. Ενώ τα νόμιμα ήταν 9.000 δραχμές, παίρναμε 2.000. Όταν ζήτησα 500 δραχμές αύξηση στον Μυράτ με απέλυσε. Αντιπρότεινε να ανταλλάξω τα συνδικαλιστικά μου δικαιώματα με τη δόξα και τ’ όνομά μου πρώτο στη μαρκίζα. Σαν αντίπραξη δεν έδωσε το τηλέφωνό μου στη Λαμπέτη, που με έψαχνε. Πήγαινα συχνά στο σπίτι της Αλίκης. Μου είχε αποκαλύψει την επιθυμία της να κάνει κάτι ποιοτικό να απεγκλωβιστεί από την εικόνα της. Έγινε μια εκπληκτική “Φιλουμένα Μαρτουράνο”.

Γιάννης και Μίρκα Καλατζοπούλου σε μικρή ηλικία

 
                                                                                                                                  
Η αδελφή μου Μίρκα όταν ήταν μικρή ήθελε να μεγαλώνει τον εαυτό της για να παίζει ρόλους κοπέλας. Δεν είχε πατήσει τα είκοσι όταν έπαιξε στο “Κορόιδο γαμπρέ” με τον Σταυρίδη και τον Αυλωνίτη. Στον “Κατήφορο” όταν έπαιξε τη μικρή αδελφή της Λάσκαρη ήταν μόλις δεκατεσσάρων, δεν χρειάστηκε να της πάρουν μέτρα, φόρεσε την ποδιά του σχολείου της στον ρόλο. Την άνοιξη του ίδιου έτους έπαιζε στην πρώτη της ταινία σαν ενζενί τα “Ερωτικά παιχνίδια” με τον Κωνσταντάρα και τον Πάντζα. Λόγω μπαλέτου γρήγορα σχηματίστηκε. Παίξαμε πολύ παιδικό θέατρο με σπουδαίους ηθοποιούς, όπως η Λήδα Πρωτοψάλτη, η Κατερίνα Χέλμη. Κάποια στιγμή στο Αλάμπρα έπεσε πάνω της ο Νίκος Κούρκουλος, εντυπωσιάστηκε με το παρουσιαστικό της και τη σύστησε στον Δαλιανίδη. Η Μίρκα δεν υπολόγιζε συμφέρον, ακολούθησε πάντα το ένστικτό της, τους έρωτές της. Φανατικός της θαυμαστής υπήρξε ο γιος του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας που θέλησε να την παντρευτεί και θα την έπαιρνε στη χώρα του. Η σχέση τους απασχόλησε την κοσμική Αθήνα και τις σελίδες των περιοδικών. Ο Ζαμπέτας λέγεται ότι από αυτήν εμπνεύστηκε το τραγούδι “Γουστάρει τον αράπη, τον μαύρο, τον μπλακ”. Στην ακμή της καριέρας της κι ενώ έπαιζε  στις Εκκλησιαζουσες” με τη Συνοδινού είδε έναν Γερμανό, ίδιος ο Πωλ Νιούμαν, και τον ακολούθησε στην Αμερική τρελά ερωτευμένη, δεν άκουσε κανέναν, προτίμησε να είναι δεύτερη εκεί παρά πρώτη εδώ έχοντας όμως ήδη στο χέρι της ένα κλεισμένο συμβόλαιο από το φεστιβάλ Βενετίας από την “Οργή’’ του Βασίλη Γεωργιάδη. Εκεί συμμετείχε σε διάφορες σειρές δίπλα σε μεγάλους σταρ, ανάμεσά τους ο Ρόμπερτ Βάγκνερ και ο Τζορτζ Πέπαρντ. Έκανε σπουδές, έπαιξε στο πειραματικό Θέατρο του Χόλιγουντ. Οι παραγωγές που έπαιξε τότε της στέλνουν ακόμα και σήμερα ετησίως ένα τσεκ από τις επαναλήψεις. Βρίσκονταν συχνά με τη Μελίνα και τον Κούρκουλο, όταν έπαιζαν το “Ίλια Ντάρλινγκ” στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Χωρίζοντας με τον πρώτο της άντρα και έχοντας αποκτήσει την κόρη της, ο Τίτος Βανδής αναλαμβάνει να της γνωρίσει επιτέλους έναν Έλληνα. Έτσι γνωρίζει τον μεγαλοκατασκευαστή από το Λος Άντζελες, Γιώργο Χρονόπουλο. Παντρεύτηκαν αμέσως. Ο γάμος έγινε στο Κάραβελ παρουσία Μινωτή, Χορν και πολλών επώνυμων. Η ευτυχία δεν κράτησε πολύ στο όμορφο μεγαλοαστικό σπίτι τους στο Λος Άντζελες που η Μίρκα μεγάλωνε τα δυο της παιδιά. Μια μέρα γυρνώντας από μια συγκέντρωση της ομογένειας κατά της Χούντας βρήκε τα πολιτικά βιβλία της περικυκλωμένα από φωτιά που είχε ανάψει ο σύζυγος. Στη θυρίδα υπήρχαν μόνο τα πολύτιμα κοσμήματα που της είχε χαρίσει. Οι κοινοί τους λογαριασμοί είχαν μπλοκαριστεί. Φτάνοντας στο ελληνικό με ένα μωρό στην αγκαλιά και τη Κλοντίν μικρή, μου τηλεφωνεί. Τη μαζεύω με το μικρό μου Πόνυ αυτοκίνητο. Μένει σπίτι μου όταν ένα πρωί χτύπησε το κουδούνι και δυο τύποι με απειλή όπλου της πήραν το μωρό. Κάναμε δέκα χρόνια να το διεκδικήσουμε πίσω. Ο νόμος στη Καλιφόρνια υποστήριξε τον πάμπλουτο πατέρα. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει το ότι δεν έβλεπε τον γιο της ώσπου μετά από δέκα χρόνια το παιδί ζήτησε να δει τη μητέρα του. Ως τα δεκαέξι ήταν για τέσσερα χρόνια όλα τα καλοκαίρια Επίδαυρο που έβλεπε τη μητέρα του να παίζει, Δελφούς, Ηρώδειο, Σούνιο. Μπολιάστηκε με τέχνη. Αντί να γίνει διάδοχος των επιχειρήσεων του πατέρα του σπούδασε στη σχολή του Σπίλμπεργκ σκηνοθέτης. Σήμερα έχει στούντιο παραγωγών στη Δυτική Ακτή. Ο τρίτος γάμος της Μίρκας ήταν με τον Δημήτρη Γόντικα του ΚΚΕ, δεξί χέρι του Φλωράκη. Ήταν μια σχέση που δεν ευδοκίμησε. Σήμερα η ηθοποιός ζει στη Βραυρώνα, διδάσκει θέατρο στα παιδιά της περιοχής έχει τρία εγγόνια, αισθάνεται ήρεμη και ευτυχισμένη. Θέλει να θυμάται λίγα πράγματα από το παρελθόν και τις ταινίες που για χρόνια χάρισε το βαθύ πράσινο βλέμμα της, τα νιάτα της και το εκφραστικό της πρόσωπο πλαισιωμένο με πλούσια πυρρόξανθα μαλλιά, μετά τη μελαχρινή της εποχή στον Φίνο.  

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Καλατζόπουλο, με τίτλο «Γιαννάκης, το Παιδί-Θαύμα», βγήκε το 2006 από τις εκδόσεις Καστανιώτη