Κινηματογραφος

Γιατί ο «Τζόκερ» του Χοακίν Φίνιξ είναι διαφορετικός;

Ο άνθρωπος πίσω από τον «Κλόουν Πρίγκιπα του Εγκλήματος»

Νικολέττα Σταμάτη
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Τοντ Φίλιπς σκηνοθετεί τον Χοακίν Φίνιξ στον ρόλο του Άρθουρ Φλεκ για την origin ταινία της DC, «Τζόκερ»

Δεν έχει σημασία αν προτιμάς DC ή Marvel. Αν είσαι φαν των comics και των ταινιών και σειρών που βασίζονται σε αυτά, οι πιθανότητες είναι ότι αναγνωρίζεις τον Τζόκερ ως τον πιο ενδιαφέροντα κακό του είδους. Ίσως, μάλιστα, να είναι και ο μόνος κακός που το κοινό ανυπομονεί να δει στην οθόνη περισσότερο από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή - υπερήρωα ενώ, αν θέλουμε να είμαστε και ειλικρινείς, κρυφά μέσα μας έχουν υπάρξει στιγμές που ευχόμασταν να τον δούμε επιτέλους να νικάει τον Μπάτμαν – τι κι αν θα άφηνε πίσω του μια διαλυμένη Γκόθαμ;

Φυσικά, η οξύμωρη αυτή λατρεία μας προς τον Τζόκερ δεν είναι αδικαιολόγητη, αλλά έχει βασική πηγή προέλευσης τους ανθρώπους που τον ενσάρκωσαν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι, όταν ακούμε το όνομά του, δεν σκεφτόμαστε κάποια comic ή animation εκδοχή του, αλλά κατευθείαν στο μυαλό μας έρχεται, ανάλογα τα γούστα και την ηλικία μας, είτε ο Τζακ Νίκολσον είτε ο Χιθ Λέτζερ είτε ο Τζάρεντ Λέτο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον στο «Batman» του Τιμ Μπάρτον το 1989 υπήρξε τόσο καθοριστική για την πορεία του γενικότερου franchise, ώστε ο ηθοποιός να αντιμετωπίζεται ως ο πρώτος κινηματογραφικός Τζόκερ, παρά το γεγονός ότι ο Σίζαρ Ρομέρο είχε υποδυθεί νωρίτερα τον ρόλο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ο Τζόκερ του Νίκολσον ήταν ο πιο διασκεδαστικός και ο πρώτος κινηματογραφικός που κατάφερε να δημιουργήσει μία νέα για την εποχή εμμονή τόσο με τον ίδιο τον ρόλο όσο και με τον κόσμο του Μπάτμαν γενικότερα, με την ταινία να έχει χαρίσει στην παραγωγή περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια.

© IMDB

Ο Νίκολσον, μάλιστα, είχε δώσει με ένα βίντεο τις ευλογίες του και στον τελευταίο Τζόκερ που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, αυτόν του Τζάρεντ Λέτο. Πρόκειται για την ξεκάθαρα πιο σύγχρονη εκδοχή του «Κλόουν Πρίγκιπα του Εγκλήματος», με πανκ στοιχεία στην εμφάνισή του, όπως ασημένια δόντια, κοντά πράσινα μαλλιά και τατουάζ, και με την ερμηνεία του Τζάρεντ Λέτο να εντάσσεται στις τόσο ακραίες –ακραία εξάλλου ήταν και η προετοιμασία που έκανε ο ηθοποιός, με ακόμα και τον ίδιο τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Άιερ να παραδέχεται ότι τον είχε φρικάρει-, ώστε το κοινό αναγκαστικά να μπορούσε μόνο να τη μισήσει ή να τη λατρέψει.

Ωστόσο, αν μπορούσαμε να επιλέξουμε ποιον Τζόκερ θα θέλαμε να βλέπουμε ξανά και ξανά, οι περισσότεροι από εμάς θα διαλέγαμε εκείνον του Χιθ Λέτζερ στον «Σκοτεινό Ιππότη». Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ηθοποιός και ρόλος μοιάζουν να αλληλοστιγματίστηκαν. Ο Λέτζερ, εξάλλου, στα 28 του έφυγε από τη ζωή λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων, όταν ο Νόλαν βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας.

Δεν είναι, όμως, μόνο το γεγονός ότι όταν είδαμε τον «Σκοτεινό Ιππότη» για πρώτη φορά ο Λέτζερ πλέον δεν ζούσε, αυτό που τον ξεχωρίζει. Για να μπει πλήρως στον ρόλο, ο ηθοποιός κλείστηκε για έξι βδομάδες στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, χωρίς να έχει καμία επαφή με τον έξω κόσμο και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, αφού κατάφερε να μας χαρίσει την πιο αυθεντική εκδοχή του Τζόκερ, με όλες τις παρανοϊκές και σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα, σε μία ερμηνεία ναι μεν ανατριχιαστική, αλλά που δεν σου επέτρεπε να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του και να κοιτάξεις οτιδήποτε άλλο στην οθόνη.

Βασικός του σκοπός δεν ήταν απλά να υποδυθεί τον Τζόκερ, αλλά να γίνει αυτός, πετώντας κάθε στοιχείο που θα οδηγούσε σε σύγκρισή του με τον Νίκολσον και που θα μπορούσε να δικαιώσει όλους εκείνους που είχαν σπεύσει να τον κρίνουν ως πολύ νέο ή ως ηθοποιό άλλου ρεπερτορίου, με το που ανακοινώθηκε ότι αναλαμβάνει τον ρόλο του Τζόκερ. Ο Λέτζερ αυτό που ήθελε το πέτυχε και οι κάποτε επικριτές του το αναγνώρισαν, με τον ηθοποιό να γίνεται μεταθανάτια υποψήφιος για 34 Βραβεία Β’ Ανδρικού Ρόλου, από τα οποία κέρδισε τα 32, ανάμεσά τους και Όσκαρ, το πρώτο που πήγε ποτέ σε ταινία από τον κόσμο των comics.

© TM &DC Comics.2008 Warner Bros. Entertainment Inc.

Τώρα, όμως, πλησιάζει η ώρα που θα γνωρίσουμε ακόμα έναν Τζόκερ, μέσα από την ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ και τη σκηνοθεσία του Τοντ Φίλιπς. Πριν αρχίσετε, όμως, να ετοιμάζεστε να συγκρίνετε τον Φίνιξ με τους τρεις προηγούμενους, να σας προλάβω και να σας πω ότι κάτι τέτοιο είναι μάταιο, αφού η ταινία «Τζόκερ» δεν θα έχει σχεδόν καμία σχέση με τις ταινίες του Μπάτμαν. Είναι χαρακτηριστική η φράση του σκηνοθέτη: «Δεν κάνουμε καν τον Τζόκερ, αλλά την ιστορία της δημιουργίας του Τζόκερ. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο».

Αν δεν το καταλάβατε από τα λόγια του Φίλιπς, πρόκειται για μία origins ιστορία, την οποία αποφάσισε μάλιστα να κάνει με το σκεπτικό ότι πρέπει να αποδεχτούμε πως η DC δεν θα καταφέρει να νικήσει τη Marvel όσο παίζει στο δικό της γήπεδο –αν εξαιρέσουμε την «Wonder Woman», όλες οι άλλες ταινίες της «νέας εποχής» της δεν πλησίασαν καν το αναμενόμενο-, οπότε ας κάνουν κάτι που η Marvel δεν μπορεί να κάνει. Τι είναι αυτό το κάτι; Όπως ο ίδιος είπε στη New York Times, πρότεινε στη Warner Bros να δημιουργήσουν μία σειρά μικρότερων και αυτόνομων ταινιών, που θα εξετάζουν μεμονωμένα χαρακτήρες της DC χωρίς να έρχονται σε επαφή –αλλά ούτε και σε αντίθεση– με τις υπόλοιπες, μεγαλύτερες ταινίες του franchise.

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Camera test (w/ sound). Joker.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Todd Phillips (@toddphillips1) στις

 

Έτσι, λοιπόν, οδηγούμαστε στην ταινία «Τζόκερ», η οποία κατά έναν αντιφατικό ως προς τον τίτλο της τρόπο δεν βάζει στο επίκεντρο τον μεγαλύτερο αντίπαλο του Μπάτμαν, αλλά τον άνθρωπο πίσω από αυτόν, τον Άρθουρ Φλεκ – ως βασική πηγή έμπνευσης, εξάλλου, ο Φίλιπς είχε ταινίες όπως «Ο ταξιτζής» και το «Οργισμένο είδωλο». Η ιστορία έρχεται να μας πει όλα εκείνα που μεταμόρφωσαν τον Άρθουρ στον μεγαλύτερο κακό της DC, εννοώντας τα ουσιαστικά, τις συνθήκες που βίωσε και το ίδιο του το μυαλό, απομακρύνοντας τις ευθύνες της κατάληξής του από τη βουτιά του σε μία δεξαμενή με οξύ -όπως υπονοείται στις περισσότερες ταινίες και λέγεται ξεκάθαρα στο comic «Batman: The Killing Joke»- και τοποθετώντας τις στην τοξικότητα της κοινωνίας του Γκόθαμ, που τον περιβάλει όλη του τη ζωή.

Ο Άρθουρ είναι ορφανός από πατέρα, φροντίζει την «εύθραυστη» μητέρα του και ζει πάντα μόνος. Είναι κλόουν και ονειρεύεται να αναδυθεί στη σκηνή του stand up comedy ώστε να κάνει τους άλλους να γελάνε, όχι τόσο λόγω κάποια προσωπικής του ανάγκης να το κάνει, όσο γιατί η μητέρα του τού είχε πει πως έχει έναν σκοπό: «να φέρει το γέλιο και τη χαρά στον κόσμο».

Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι αυτή η συμβουλή της που τον στοιχειώνει περισσότερο από όλες, φορτώνοντας με ένα τεράστιο βάρος τη ζωή και την ψυχή του. «Η μητέρα μου πάντα λέει να χαμογελάω και να δείχνω χαρούμενος», τον ακούμε να λέει στην ταινία, σαν να θέλει να μας δικαιολογήσει τις δύο μάσκες που φοράει, εκείνη του επαγγέλματός του και εκείνη που φοράει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ένα σπασμωδικό χαμόγελο με βασικό σκοπό να ταιριάξει με τον υπόλοιπο κόσμο και να θεωρηθεί κανονικός, κρύβοντας όσο καλύτερα μπορεί τον πόνο του και τον καταπατημένο άντρα που ζει μέσα του.

Όσο, όμως, κι αν εκείνος προσπαθεί, τόσο η ίδια η κοινωνία δεν τον βοηθάει. Η Γκόθαμ Σίτι του ’80 βρίσκεται σε αναταραχή. Όχι γιατί κάποιος εκκεντρικός εγκληματίας έρχεται να την υποτάξει, όπως έχουμε συνηθίσει, αλλά γιατί βρίσκεται σε μία παρακμή, όπως θα μπορούσε να βρίσκεται μία οποιαδήποτε πραγματική πόλη: ο κόσμος της μοιάζει σκληρός και αμείλικτος, προτιμώντας να κλωτσήσει ακόμα πιο σκληρά αυτόν που ήδη βρίσκεται πεσμένος κάτω, αντί να του δώσει ένα χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Ο Μαρκ Φρίντμπεργκ, σχεδιαστής παραγωγής, μας βοηθάει να καταλάβουμε λίγο καλύτερα την πόλη της ταινίας: «Η δυσλειτουργία, η απομόνωση... είναι η Νέα Υόρκη της νιότης μου. Ήταν βρώμικη, κάθε δημοτική υπηρεσία απεργούσε σε κάποια φάση. Αυτό έκανε την ιστορία τόσο δυνατή και από εκεί ξεκίνησε η συζήτηση για τον κόσμο του Τζόκερ, μία Γκόθαμ που δεν είναι η Νέα Υόρκη, αλλά μία σκοτεινή, σκληρή πόλη με ρίζες στο συλλογικό μας παρελθόν».

Οι ανελέητοι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας είναι που σταδιακά «σβήνουν» τον Άρθουρ και φέρνουν στη θέση του μια άλλη υπαρκτή μεν, αλλά καλά θαμμένη του μέχρι τότε πλευρά, εκείνη του Τζόκερ. Ο Φίνιξ, μάλιστα, σχολιάζει τα αντιφατικά συναισθήματα που του δημιουργούσε ο ρόλος του ακόμα και στη διάρκεια των γυρισμάτων: «Υπήρχαν στιγμές που τον λυπόμουν, καταλάβαινα το κίνητρό του και την επόμενη στιγμή με απωθούσαν οι επιλογές του. Ήταν μία πρόκληση για μένα και ήξερα ότι θα ήταν πρόκληση και για το κοινό και τις απόψεις του για τον Τζόκερ. Γιατί στον δικό του επινοημένο κόσμο, όπως και στον πραγματικό κόσμο, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις», ενώ ο σκηνοθέτης συμπληρώνει πάνω σε αυτό: «Μιλάμε συχνά για την κορυφή του παγόβουνου, αλλά όχι για το τι υπάρχει από κάτω, για το τι σε οδηγεί εκεί. Ο Άρθουρ είναι ο τύπος που βλέπεις στον δρόμο και τον αποφεύγεις ή τον πατάς. Με αυτή την ταινία ελπίζουμε ότι θα δούμε τι γίνεται κάτω από την επιφάνεια».

Αν υπάρχει κάτι στην ταινία που μαρτυρά με τον καλύτερο και πιο ανατριχιαστικό τρόπο όλη την ψυχοσύνθεση του Άρθουρ, τότε αυτό είναι το γέλιο του. Ο Φίλιπς διακρίνει τρεις διαφορετικές κατηγορίες εντός του, «το γέλιο της οδύνης, το γέλιο της παρέας και το γέλιο της αυθεντικής χαράς», και περιγράφει στο Deadline την αίσθηση που σου αφήνει ως «κάτι που είναι σχεδόν επίπονο, ένα κομμάτι του που προσπαθεί να αναδυθεί».

Και μπορεί όλα αυτά να μας οδηγούν ίσως στο να αντιμετωπίσουμε τον άντρα πίσω από τον Τζόκερ ως έναν βαθιά βασανισμένο και τσαλαπατημένο άνθρωπο, αλλά ο Φίνιξ δεν τον βλέπει έτσι. «Μου κέντρισε το ενδιαφέρον το φως του Άρθουρ. Δεν ήταν απλά τα βάσανα, ήταν η χαρά, ο αγώνας για να βρει την ευτυχία και να αισθανθεί κάποια σύνδεση. Για να βρει ζεστασιά και αγάπη. Δεν σκέφτομαι κανέναν χαρακτήρα ως βασανισμένο. Ήταν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα για εμένα σε διαφορετικές στιγμές… Όσο πιο απρόβλεπτος ήταν, τόσο πιο πολύ με ενέπνεε», σχολιάζει στο Deadline.

Μπορεί να ακουγόταν ότι οι δημιουργοί της ταινίας προόριζαν αρχικά για πρωταγωνιστή τον Ντι Κάπριο, αλλά ο Φίλιπς ανέφερε στη New York Times ότι όλο το σενάριο γράφτηκε με τη σκέψη ότι ο Φίνιξ θα βρεθεί στον ρόλο του Τζόκερ. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, ο σκηνοθέτης πέρασε μήνες τηλεφωνώντας και κάνοντας επισκέψεις στον ηθοποιό μέχρι να καταφέρει να τον πείσει να δεχτεί, αφού ο Φίνιξ δεν ήθελε να συμμετάσχει σε καμία comic ταινία –στο παρελθόν είχε απορρίψει τον ρόλο του Dr. Strange και του Χαλκ-, αλλά τελικά φαίνεται ότι πείστηκε με το που έπιασε στα χέρια του το ολοκληρωμένο σενάριο: «Το βρήκα τολμηρό, σύνθετο και δεν έμοιαζε με τίποτα από αυτά που έχω διαβάσει στο παρελθόν. Ο Τοντ έχει μια ξεχωριστή ματιά στα πράγματα, που ταιριάζει τέλεια σε αυτή την ταινία. Όταν δουλεύω με έναν σκηνοθέτη, θέλω κάποιον που να έχει παρόμοια προσέγγιση στο υλικό και κανείς δεν μπορούσε να κάνει αυτή την ταινία, παρά μόνο ο Τοντ». Αν ρωτήσετε βέβαια τον Φίλιπς, θα σας πει ότι στην πραγματικότητα ο Φίνιξ ποτέ δεν του είπε το ναι και απλά εμφανίστηκε την πρώτη μέρα δοκιμής των ρούχων.

Σε καμία περίπτωση, η θετική τελικά ανταπόκριση στην ταινία δεν σημαίνει ότι στη συνέχεια δεν είχε αντιρρήσεις και διαφωνίες. Η μία είχε να κάνει με το βάρος του, για το οποίο ναι μεν συμφωνούσε με τον Φίλιπς ότι έπρεπε να αλλάξει, με τη διαφορά ότι ο ίδιος θεωρούσε πως ο Τζόκερ θα πρέπει να είναι πιο βαρύς, ενώ ο σκηνοθέτης ήθελε μία πολύ αδύνατη εκδοχή του. Τελικά, πέρασε η άποψη του δεύτερου και ο ηθοποιός έχασε 25 κιλά, τρώγοντας κάθε μέρα μόνο ένα μήλο και εντυπωσιάζοντας τους πάντες με την πειθαρχία του.

Το άλλο πρόβλημα του Φίνιξ με την ταινία ήταν η σχέση της με τη «μυθολογία των comics», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη New York Times ο σκηνοθέτης. Κατ’ αρχάς, αν μπορούσε θα μετονόμαζε ακόμα και την ταινία από «Τζόκερ» σε «Άρθουρ», αν και το βασικό του πρόβλημα φαίνεται ότι ήταν η ύπαρξη του Τόμας Γουέιν στην ταινία, πατέρα του Μπρους, ως το πρώην αφεντικό της μητέρας του ρόλου του, αλλά και ως μία πατρική φιγούρα του που τελικά τον απογοητεύει.

Ο Γουέιν, όμως, δεν είναι το μόνο άτομο στο οποίο ο Άρθουρ αναζητά τον πατέρα που δεν έζησε. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο θα βρεθεί δίπλα στον Φίνιξ, ως ο τηλεοπτικός παρουσιαστής Μάρεϊ Φράνκλιν, ένας άντρας τον οποίο δεν έχει γνωρίσει, αλλά τον νιώθει δικό του άνθρωπο και τον έχει αναγάγει σε προσωπικό του ήρωα. Εξάλλου, πρόκειται και για τον παρουσιαστή της εκπομπής που μπορεί να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και να τον βοηθήσει να γίνει ένας διάσημος κωμικός. Ο Μάρεϊ, όμως, φαίνεται να μη διαφέρει πολύ από την υπόλοιπη κοινωνία της Γκόθαμ, σκοπός του είναι να κάνει το κοινό να γελάσει, ακόμα κι αν για να τα καταφέρει πρέπει να εξευτελίσει τον Άρθουρ.

Μπορεί εμείς να μην μπορούμε να δούμε την ερμηνεία του Φίνιξ πριν τις 3 Οκτωβρίου, αλλά η ταινία έχει κάνει την πρεμιέρα της ήδη στο Φεστιβάλ της Βενετίας και βρέθηκε και στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Οι πρώτες αντιδράσεις δεν ανταποκρίνονται απλά σε αυτό που περιμέναμε, βάσει του trailer και του teaser, αλλά ξεπέρασαν τις προσδοκίες ακόμα και των ίδιων των δημιουργών της.

Οι μέχρι τώρα κριτικές είναι διθυραμβικές, δικαιώνοντας το budget 55 εκατομμυρίων δολαρίων της ταινίας και έχοντας μέσα τους σχόλια όπως αυτό του The Hollywood Reporter: «Ο Χοακίν Φίνιξ δεν ήταν ποτέ καλύτερος». Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτές που επιβεβαιώνουν την αριστουργηματική δουλειά πίσω από τον «Τζόκερ», με την ταινία να κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα του 76ου Φεστιβάλ Βενετίας και με όλο και περισσότερους ψίθυρους να θέλουν τον Φίνιξ ως το απόλυτο φαβορί για τα Όσκαρ, ακολουθώντας τα χνάρια του Τζόκερ του Λέτζερ.

Δεν είναι, όμως, μόνο η σκηνοθεσία και το σενάριο, που συνυπογράφει ο Σκοτ Σίλβερ, οι λόγοι της επιτυχίας της ταινίας. Η μουσική, τα κοστούμια, ακόμα και οι φωτισμοί μπορεί σε κάποιον αμύητο στον κινηματογράφο να φαντάζουν ως λεπτομέρειες που δεν κάνουν μεγάλη διαφορά, αλλά αν αυτές οι «λεπτομέρειες» ήταν λάθος, ο «Τζόκερ» θα ήταν μία άλλη ταινία, πιθανώς λιγότερο πετυχημένη.

Τα ρούχα του πρωταγωνιστή δεν παίζουν απλά σημαντικό ρόλο, αλλά αποτελούν μία παράλληλη αφήγηση και έναν συμβολισμό της μεταμόρφωσής του από Άρθουρ σε Τζόκερ, αφού και αυτά μεταμορφώνονται μαζί του. «Το ρούχο είναι οργανικό κομμάτι του χαρακτήρα. Βλέπουμε κομμάτια που φορούσε ο Άρθουρ πριν να επανασυναρμολογούνται για να γίνουν αυτό που τελικά φοράει ο Τζόκερ. Π.χ. το ρούχο στο comedy club, πώς συνδυάζεται με άλλα ρούχα για να έχουμε το τελικό αποτέλεσμα; Στην τελική πρόβα, το κοστούμι ήταν τελείως δεκαετία ’70 και ο Χοακίν απέκτησε μία αυτοπεποίθηση που δεν είχε ως Άρθουρ, αλλά που ταιριάζει στον Τζόκερ. Για εμένα αυτό ήταν σκέτη ικανοποίηση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ενδυματολόγος Μαρκ Μπρίτζες.

Παράλληλα, η Χίλντουρ Γκουντναντόττιρ, η οποία ανέλαβε τη σύνθεση της μουσικής, κατάφερε να πάρει την ψυχοσύνθεση του Άρθρουρ και να την μετατρέψει σε ήχους. Πήρε την «πολυδιάστατη απλότητά» του, όπως την χαρακτηρίζει, και την έκανε μελωδία, βάζοντας στο επίκεντρο το τσέλο και κρατώντας τα υπόλοιπα όργανα σχεδόν βουβά, έτσι ώστε τη στιγμή που ο θεατής νομίζει ότι ακούει μόλις ένα όργανο, να υπάρχουν στην πραγματικότητα κι άλλα ηχητικά επίπεδα που αδυνατεί να διακρίνει. Ακριβώς όπως η κοινωνία βλέπει μόνο την επιφάνεια του Άρθουρ, αγνοώντας όλα όσα κρύβει μέσα του, και ακριβώς όπως η μητέρα του μια ζωή τον φωνάζει Happy (χαρούμενος), αγνοώντας ότι ο γιος της έχει περάσει όλα του τα χρόνια μέσα στη θλίψη.

Η μουσική, μάλιστα, της Γκουντναντόττιρ υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε να βοηθήσει πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη να ξεμπλοκάρουν την στιγμή που προσπαθούσαν να βρουν πώς θα αποδώσουν μία από τις πιο καίριες στιγμές της ταινίας. Ο Φίλιπς περιγράφει: «Ο Χοακίν κι εγώ ήμασταν στο σετ και δεν είχαμε καταλάβει ακόμα τη σκηνή. Αλλά τότε θυμήθηκα ότι έχω την καταπληκτική μουσική της Χίλντουρ και ότι την άκουγα το προηγούμενη βράδυ. Την έβαλα να παίξει, του άρεσε και άρχισε να χορεύει αργά και μέσα από αυτή την κομψότητα αναδύθηκε η σκιά του Άρθουρ. Αρχίσαμε το γύρισμα και αυτή ήταν η αρχή της μεταμόρφωσής του».

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν ο Φίνιξ τελικά δεν είχε πειστεί για την ταινία, τότε μάλλον το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Πρόκειται για έναν ηθοποιό τρομαχτικά ικανό στο να μεταβάλλεται, ο οποίος αν αποφασίσει να αναλάβει έναν ρόλο αφοσιώνεται πλήρως σε αυτόν και περιμένει και οι υπόλοιποι συντελεστές της παραγωγής να κάνουν το ίδιο. Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό ότι –ίσως και εν αγνοία του– ακολούθησε μία από τις τακτικές προετοιμασίας του Χιθ Λέτζερ για τον ρόλο, γράφοντας ένα ημερολόγιο ως Τζόκερ.

Ο Φίλιπς, μάλιστα, περιγράφει στη New York Times το πώς ο ηθοποιός αντιδρούσε κάθε φορά που ένιωθε ότι κάτι δεν έκανε καλά: «Στη μέση της σκηνής, απλά θα έφευγε και θα έβγαινε έξω. Και οι υπόλοιποι καημένοι ηθοποιοί νόμιζαν ότι έφταιγαν εκείνοι και το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ αυτοί – ήταν πάντα αυτός και το ότι δεν ένιωθε τη σκηνή». Βέβαια, δεν τους έτρωγε ποτέ πολύ χρόνο, αφού αφότου έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, επέστρεφε έτοιμος για δουλειά.

Δεν φαίνεται πάντως η συμπεριφορά του να άφησε κάποια αρνητική εικόνα σε κάποιον από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Η Φράνσις Κορόι, που υποδύεται την μητέρα του, σχολίασε για αυτόν: «Είναι ήσυχος, γίνεται ένα με τον ρόλο του και τον άλλο ηθοποιό στη σκηνή. Ξέρω τον Άρθουρ, όχι τον Χοακίν. Είναι μόνο ο χαρακτήρας, αφήνει τον εαυτό του πίσω και ζει μόνο την πραγματικότητα της σκηνής», ενώ η Ζαζί Μπιτζ, που υποδύεται την γειτόνισσα που ο Άρθουρ έχει ερωτευτεί – ίσως γιατί είναι από τους λίγους ανθρώπους της ταινίας που αναγνωρίζουν την ανασφάλειά του και του φέρονται ευγενικά -, αναφέρει για τον Φίνιξ: «Είμαι θαυμάστρια της δουλειάς του για πολύ καιρό και πιστεύω ότι είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του».

Ίσως να φταίνε οι κριτικές ή πολύ απλά και οι λίγες εικόνες της ταινίας που έχουμε δει, αλλά ο «Τζόκερ» δεν είναι απλά κάτι που περιμένουμε να το δούμε, για να αποφασίσουμε αν θα είναι καλό, αλλά κάτι το οποίο αναμένουμε σχεδόν γνωρίζοντας από τώρα ότι δεν θα μας απογοητεύσει. Ο Φίλιπς πιστεύει αρκετά στην ταινία και τον πρωταγωνιστή του, ώστε πριν ακόμα κι απ’ την πρεμιέρα στα φεστιβάλ, να σκέφτεται την πιθανότητα σίκουελ και να λέει στο Total Film: «Θα σου πω ένα πράγμα: Θα έκανα οτιδήποτε με τον Χοακίν Φίνιξ , κάθε μέρα της βδομάδας. Δεν υπάρχει κανένας σαν αυτόν. Εάν ήταν πρόθυμος να το κάνει και εάν ο κόσμος δει αυτή την ταινία και η Warners ερχόταν και μας έλεγε “Ξέρετε κάτι; Εάν θα μπορούσατε να σκεφτείτε κάτι παιδιά…”, έχω μία αίσθηση ότι αυτός και εγώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κάτι πραγματικά καλό».