Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας

Σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει, Υπεράνω πάσης υποψίας, Μην ανησυχείς, δεν θα φτάσει μακριά με τα πόδια, Χάσαμε το δρόμο... Στοπ!, κι ακόμη 3 ταινίες

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει (**1/2)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Μπάμπης Χατζηδάκης, Φωτεινή Τσακίρη

Γάλλος ευρωβουλευτής φτάνει μαζί με νεαρή ελληνίδα οικονομολόγο στο απομονωμένο και χωρίς καμιά τουριστική υποδομή νησί Αρμενάκι, προκειμένου να μελετήσουν τις προοπτικές ανάπτυξης του νησιού, αλλά και τις διαθέσεις των ντόπιων. Προς μεγάλη τους έκπληξη διαπιστώνουν ότι οι... Αρμενιώτες ζουν μόνο για τον έρωτα, το καλοκαίρι, τη θάλασσα και τα πανηγύρια. Επιπλέον αδιαφορούν πλήρως για τα χρήματα, καθώς το νησί τους δεν διαθέτει ούτε για δείγμα τράπεζα ή έστω ένα ATM!

Η επιστροφή του Γιώργου Πανουσόπουλου στο σινεμά μετά από 14ετή απουσία δεν θα μπορούσε φυσικά να περάσει απαρατήρητη. Πόσο μάλλον όταν η νέα –ερωτικής απόχρωσης κι αυτή όπως οι περισσότερες από τις προηγούμενες ταινίες του– δημιουργία του σκηνοθέτη των «Μ’ αγαπάς», «Απέναντι» και «Μανία», προτείνει μια επαναστατική λύση απέναντι στην οικονομική και πολιτική κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία. Ποια είναι αυτή; Φυσικά ο έρωτας και το «αιώνιο ελληνικό καλοκαίρι». Μια ρομαντική ίσως άποψη αλλά ο σκηνοθέτης έχει έτοιμη την απάντηση. Στην Ικαρία (από όπου εμπνεύστηκε και το σενάριο της ταινίας κατά τη διάρκεια των διακοπών του στο νησί του βορείου Αιγαίου) οι κάτοικοι ζουν όπως πρέπει να ζει κάθε άνθρωπος, λέει ο Πανουσόπουλος. Ξένοιαστα, χαρούμενα, ερωτικά και, κυρίως, χωρίς οικονομικά άγχη. Το φιλμ έχει την κατασκευή μιας ρομαντικής κομεντί που πίσω από τη φαινομενική χαλαρότητά της, διαθέτει την ειλικρίνεια της φάρσας που λειτουργεί ως ισχυρό αντίδοτο στα επώδυνα επεισόδια της ζωής. Στιγμές ειδυλλιακές ανακατεύονται με την αύρα των τοπικών διονυσιακών γιορτών, η σοφία ως καταστάλαγμαζωής που μετριέται με άλλα –μη οικονομικά– μεγέθη και μια φυσική περιέργεια για το πώς διάολε καταφέρνουν μερικοί άνθρωποι να ζουν χωρίς σκοτούρες (ο τυπικός Ικαριώτης, δηλαδή) είναι στοιχεία ενός φιλμ που δεν χάνει στιγμή την αισιοδοξία ή το κέφι του. Ακόμη κι όταν κινδυνεύει να γλιστρήσει σε κάποιες μπανανόφλουδες αφέλειας ή μπουφονικής υπερβολής, ο Πανουσόπουλος έχει τον τρόπο να ξεφεύγει με θαυμαστή δεξιοτεχνία και να συνεχίζει να χαμογελά.


Υπεράνω πάσης υποψίας (The catcher was a spy) (**)
Σκηνοθεσία: Μπεν Λιούιν
Πρωταγωνιστούν: Πολ Ραντ, Γκάι Πιρς, Σιένα Μίλερ, Μαρκ Στρονγκ, Τζεφ Ντάνιελς, Πολ Τζιαμάτι

Στα μέσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένας επαγγελματίας μπεϊζμπολίστας υπηρετεί στη νεοσύστατη Υπηρεσία Ασφάλειας (προπομπός της CIA) λόγω της άνεσής του να μιλά άπταιστα 9 γλώσσες. Η δύσκολη αποστολή που έχει, είναι να εμποδίσει έναν γερμανό επιστήμονα στην κατασκευή της ατομικής βόμβας που σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν οι ναζί προκειμένου να νικήσουν τον πόλεμο.

Κατασκοπικό θρίλερ παλιάς κοπής βασισμένο σε αληθινή ιστορία –ο Μο Μπεργκ ήταν πρωτοκλασάτος παίκτης των δημοφιλών Boston Red Sox– από τον Λιούιν («Μαθήματα ενηλικίωσης») που χρησιμοποιεί όλα τα κλισέ του είδους για να κατασκευάσει ένα λειτουργικό κοκτέιλ από σασπένς και δράση. Κερδίζει με σχετική άνεση το στοίχημα της δράσης, χάρη και στην ικανοποιητική σκιαγράφηση των χαρακτήρων (ειδικά ο χαρακτήρας του γερμανού επιστήμονα που υποδύεται ο Μαρκ Στρογκ αποδίδει εξαίσια το κλίμα αμφισημίας στο φιλμ) αλλά στο τέλος παραδίδεται στις συμβατικές λύσεις και τις προπαγανδιστικές κορώνες του «πατριωτικού» φινάλε.


Μην ανησυχείς, δεν θα φτάσει μακριά με τα πόδια (Don’t worry, he won’t get on foot) (**1/2)
Σκηνοθεσία: Γκας Βαν Σαντ
Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φίνιξ, Ρούνι Μάρα, Τζακ Μπλακ, Τζόνα Χιλ

Ο Τζον Κάλαχαν έχει έφεση στο μαύρο χιούμορ και το πιοτό. Ύστερα από ένα τροχαίο καθηλώνεται σε αναπηρικό καροτσάκι αλλά στις ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης που απευθύνεται, καταφέρνει να βρει τη δύναμη που απαιτείται για ένα νέο ξεκίνημα. Και μάλιστα απόλυτα πετυχημένο, αφού τα βέβηλα σκίτσα που ζωγραφίζει ξαφνικά τον κάνουν περιζήτητο.

Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του κομίστα Τζο Κάλαχαν, η οποία ακολουθεί τη διαδρομή κόλαση-παράδεισος με συνεχή αλλαγές και ανατροπές όχι μόνο στην ψυχοσύνθεση του ήρωα αλλά και στις σκηνοθετικές κινήσεις του Γκας Βαν Σαντ. Εκεί που περιμένεις μια απίστευτα μελό σκηνή ο αμερικανός κινηματογραφιστής πραγματοποιεί ένα επιδέξιο σάλτο με την κάμερά του και διακωμωδεί το δράμα του με μοναδική έμπνευση, βγάζοντας αντί για δάκρυ... γέλιο! Επιπλέον ευτυχεί να έχει σε μεγάλη φόρμα το εκλεκτό καστ του, με τους Φίνιξ και Χιλ να συναγωνίζονται για τα πρωτεία. Μέσα από την τραγική ιστορία του Κάλαχαν αναδεικνύεται η λυτρωτική δύναμη του ασυμβίβαστου και αντικομφορμιστή καλλιτέχνη που βρήκε τον πραγματικό εαυτό του μόνο όταν έπιασε πάτο. Η μόνη μας ένσταση έχει να κάνει με την επιδερμική στάση του αμερικανού σκηνοθέτη ως προς το ζήτημα της χριστιανικής πίστης και του «κουκουλώματος» κάποιων σκηνών ζωτικής σημασίας (η σχέση του ήρωα με τη σουηδέζα αεροσυνοδό της Ρούνι Μάρα) με όπλο του τη στιλιζαρισμένη φωτογραφία και το «ζεστό», εύκολο, συναίσθημα.


Χάσαμε το δρόμο... Στοπ! (Contromano) (*)
Σκηνοθεσία: Αντόνιο Αλμπανέζε
Πρωταγωνιστούν: Αντόνιο Αλμπανέζε, Άλεξ Φόντζα, Οντ Λεγκαστελουά

Ο 50άρης Μάριο μοιράζει το χρόνο του μεταξύ του καταστήματος πώλησης καλτσών που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του και τη φροντίδα του μικρού κήπου με λαχανικά που έχει φυτέψει στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Όταν ένας Σενεγαλέζος εισβάλλει με τον πλέον απρόοπτο τρόπο στην τακτοποιημένη ζωή του Μάριο (πουλάει φτηνές κάλτσες έξω από τη βιτρίνα του!), εκείνος θα αναγκαστεί να αλλάξει μυαλά και... ματιά!

Ο πρωταγωνιστής της ταινίας θεωρεί ότι τα ωραία πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι εκείνα που δεν αλλάζουν. Ο καφές του που έχει συνηθίσει να πίνει από το ίδιο μαγαζί, η ρουτίνα στο πότισμα των φυτών του, η αυστηρή ιεροτελεστία με την οποία εκτελεί το καθημερινό πρόγραμμά του. Ο απρόβλεπτος παράγοντας που διαλύει τα πάντα γύρω του έχει τη μορφή του «ξένου». Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Αντόνιο Αλμπανέζε («Δεν θα συμπεθεριάσουμε ποτέ») θέλει να γίνει καυστικός και αιχμηρός στην κωμική αλληγορία του, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ακολουθεί την πεπατημένη όσον αφορά το σκέλος της κοινωνικής σάτιρας –με προφανή στόχο τη ξενοφοβία και το ρατσισμό– αλλά χωρίς να έχει ούτε τις πρωτότυπες ιδέες, ούτε τη φρεσκάδα για να δώσει τα κωμικά γκαγκ που υπόσχεται το σενάριο. Απεναντίας παραδίδεται στη γραφικότητα και τις κοινότυπες λύσεις, ειδικά από τη στιγμή που η φιλία των δύο αντρών εμπλουτίζεται από την παρουσία της σέξι εξωτικής γυναίκας.


ΑΚΟΜΗ

»»» Το «Σπίτι με το ρολόι στον τοίχο» (The house with the clock in its wall) (-) αφηγείται την ιστορία ενός ορφανού αγοριού που πάει να ζήσει στο σπίτι του θείου του κι εκεί ανακαλύπτει τη δύναμη της φαντασίας. Το μυθιστόρημα του Τζον Μπελέρς δίνει την ευκαιρία στον σπλατερά Ελάι Ροθ («Hostel», «CabinFever») να στραφεί σε λιγότερο αιματοβαμμένα πεδία και να διευθύνει τους Κέιτ Μπλάνσετ και Τζακ Μπλακ σε μια κατάλληλη ιστορία για τους φαν του «Χάρι Πότερ».
»»» Ο Ρόουαν Άτκινσον υποδύεται για τρίτη φορά τον δαιμόνιο κατάσκοπο Τζόνι Ίγκλις στο «O Johnny English ξαναχτυπα» (-) που φυσικά δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τον Τζέιμς Μποντ ούτε με τον Τζέισον Μπορν.
»»» Η επανέκδοση της εβδομάδας μάς συστήνει ένα παλιό φιλμ της Ανιές Βαρντά από το 1962 και τη χρυσή εποχή της ΝουβέλΒαγκ. Η «Κλεό από τις 5 στις 7» (***1/2) ακολουθεί τη δίωρη διαδρομή μιας φιλάρεσκης διάσημης τραγουδίστριας (λαμπερή η Κορίν Μαρσάντ) που κινείται μεταξύ της ματαιοδοξίας και της ανούσιας περιπλάνησης, σε ένα Παρίσι που σφύζει από ζωή αλλά και δείχνει παραδομένο στον άκρατο καταναλωτισμό και την αβάσταχτη ελαφρότητα.