Κινηματογραφος

Ο Αντρέι Βάιντα για το σινεμά, τον κομμουνισμό και τους πολιτικούς καλλιτέχνες

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Απόσπασμα μιας πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξης από τον επίσημο ιστότοπο του σκηνοθέτη που έφυγε σήμερα απ’τη ζωή, www.wajda.pl . Η συνέντευξη δόθηκε το 2006 στην Barbara Hollender και την εφημερίδα Rzeczpospolita.

Πώς νιώθετε στα γενέθλιά σας;

Δεν ξέρω. [..]. Μεγαλώνω, κάτι το οποίο είναι αναπόφευκτο. Το πρόβλημαά μου είναι ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει να είναι υγιής και σε καλή φόρμα, για να είναι διαθέσιμος για το συνεργείο του οποιαδήποτε στιγμή. Και με κάθε χρόνο που περνάει, τα συνεργεία ολοένα μεγαλώνουν. Οπότε προσπαθώ, γιατί θέλω να κάνω άλλες μια-δυο ταινίες, ίσως και παραπάνω.

Το σινεμά του σήμερα αξίζει την προσπάθεια; Χαζές ρομαντικές κομεντί συνήθως επικρατούν στην αγορά…

Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα: τέτοιες χαζές ταινίες γυρίζονται σε όλη την Ευρώπη. Το ζήτημα είναι εάν θα επιστρέψουν τα μεγάλα ιδανικά, τα ιδανικά για τα οποία πάλεψε η γενιά μας. Τότε που ήμασταν γεμάτοι ελπίδα ότι θα λέγαμε στην οθόνη κάτι σημαντικό. Στον εαυτό μας και στον κόσμο. Είμαι πεπεισμένος ότι το ωραίο σινεμά γεννιέται από αυτή την ανάγκη. Και όχι από υπολογισμό. Κάποιος πρέπει να κάνει ταινίες για το κοινό του, αλλά με την αντίληψη ότι αργότερα η ταινία μπορεί να γίνει η φωνή μας στον κόσμο. Σήμερα, τέτοια φιλμ φτιάχνονται στην Ασία.

[…]

Αφού θέλετε να φτιάξετε ένα φιλμ για το σήμερα, θα ήθελα να ρωτήσω αν θα μπορέσετε να βρείτε μια θέση στην σημερινή πραγματικότητα. Πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς σας έχουν κάνει πίσω. Ο Tadeusz Konwicki λέει ανοιχτά ότι δεν είναι η εποχή του αυτή, ενώ εσείς κάνετε προσπάθειες να καλλιεργήσετε μια κατανόηση για αυτή την εποχή.

Ναι, εντελώς. Δεν θα μπορούσα να κάτσω στην άκρη. Για μένα, σαν άνθρωπο του σινεμά, το να μη μπορώ να επικοινωνήσω με το κοινό θα σήμαινε ότι αποχαιρετώ τις ταινίες. […]. Είναι εμφανές ότι το καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο μπορεί να συντηρήσει τις ζωές αυτών που δεν φοβούνται να κάνουν ταινίες ακόμα.

Αυτό το αποδείξατε πριν λίγο καιρό με το Pan Tadeusz. Όμως, κάποιες ταινίες σας μετά την αλλαγή (σ.σ. μετά την κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης), απέτυχαν να κεντρίσουν το κοινό. Πώς αξιολογείτε αυτές τις προσπάθειες

Πίστευτα ότι όταν θα είχαμε την ελευθερία, θα μπορούσα να κάνω ταινίες που ήταν αδύνατο να κάνω πριν, λόγω της λογοκρισίας. Πίστευα ότι το κοινό θα τις περίμενε. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι το κοινό μου είχε απο καιρό εγκαταλείψει το σινεμά. Ένα νέο κοινό είχε έρθει, και αυτό που είχα να πω δεν τους ενδιάφερε. Αυτή ήταν η εμπειρία μου με τις ταινίες «The Crowned-Eagle Ring» και «Holy Week». Την τελευταία ήθελα να την κάνω τη δεκαετία του ’70 με τους Jerzy Andrzejewski και Andrzej Zulawski. Τότε, θα ήταν κάτι σημαντικό, και ιδιαιτέρως συγκινητικό.

[…]

Ως καλλιτέχνης, έχετε κάνει πολιτικές ταινίες οι οποίες γέμισαν κάποια κενά σημεία της ιστορίας μας. Αλλά υπήρξαν επίσης στιγμές στις οποίες υπήρξατε ο ίδιος πολιτικά ενεργός. Γιατί αποφασίσατε να το κάνετε αυτό;

Αν ζητούσα αλλαγή στις ταινίες μου, δεν μπορούσα να εγκαταλείψω την πατρίδα μου όταν με χρειαζόταν, και την ψήφο μου στη Βουλή. Αυτή είναι, εξάλλου, η πολωνική παράδοση. Οι καλλιτέχνες, οι οποίοι συμμετέχουν στη ζωή της χώρας τους πρέπει, σε συγκεκριμένες στιγμές, να αναλαμβάνουν δράση.

[…]

Δεν νιώθετε πίκρα σήμερα;

Όχι, απλώς πίστευα ότι η πνευματική αλλαγή στην κοινωνία θα γινόταν συντομότερα. Πιστεύαμε ότι υπήρχαν πιο πολλοί άνθρωποι ανήσυχοι για αυτές τις αλλαγές, όπως ήμασταν εμείς. Από την άλλη, δεν συνειδητοποιήσαμε ότι μια μεγάλη μερίδα της βιομηχανίας μας θα κατέρρεε χωρίς συμβόλαια με τους Σοβιετικούς. […]

[…] Γιατί κατά τη διάρκεια των κομμουνιστικών χρόνων στην Πολωνία είχαμε τόσο καλές ταινίες, και τώρα που όλα είναι ελεύθερα τα πολωνικά φιλμ είναι τόσο αδύναμα;

Σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, όπου οι  ψεύτικες εκλογές σημαίνουν ότι ο λαός δεν έχει πολιτική αντιπροσώπευση, οι καλλιτέχνες γίνονται η φωνή του. Για χρόνια, και όσο μας επέτρεπαν οι δυνατότητες και το ταλέντο μας, καθώς και η πολιτική κατάσταση, προσπαθήσαμε να είμασρε η φωνή των Πολωνών.Το πολιτικό σινεμά χρειάζεται μεγάλο κοινό. Ο καλλιτέχνης δε μπορεί να σκύψει από ένα παράθυρο και να απευθυνθεί στην κοινωνία. Πόσοι θα ακούσουν; Στον Κομμουνισμό δεν αγωνιζόμασταν να κάνουμε πολιτικές ταινίες, αγωνιζόμασταν να μας αφήσουν να τις βγάλουμε. Διότι είχε στηθεί ένα ολόκληρο σύστημα με δικλείδες ασφαλείας: το ένα φιλμ το έβγαζαν μόνο σε σε “καλλιτεχνικές αίθουσες”, το άλλο μόνο σε μεγάλες πόλεις. Ευτυχώς, όσοι δούλευαν στο σινεμά ήθελαν να έχουν κοινό […]. Αυτό μας συνέφερε, και βγήκαμε ευκαιρίες στις ρωγμές του συστήματος. Παρ΄όλα αυτά, μόνο όταν μιλάς σε μεγάλο κοινό μπορείς να δημιουργήσεις μια άποψη. Σε μια προβολή του Man of Iron το κοινό στο τέλος σηκώθηκε και τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο. [...] Σήμερα, αυτό θα ήταν αδιανόητο. Ακόμη κι αν υπάρχει πολιτική ένταση, εξαντλείται στην τηλεόραση.

Σας κοστίζει που χάσατε ένα τόσο δεκτικό κοινό, ένα κοινό που ήξερε πως να ερμηνεύσει τις πιο ανεπαίσθητες νύξεις; Το κοινό σήμερα δεν ενθουσιάζεται μέχρι μια καλλίγραμη σταρ σαπουνόπερας εμφανιστεί να τρέχει στη σκηνή με το εσώρουχο όπως στο I’ll Show You.

[…] Προσφάτως, το σινεμά έχει γίνει διασκέδαση για τους πλουσίους. Και οι πλούσιοι δεν έχουν τέτοια προβλήματα.Δεν είναι μια ομάδα δυσαρεστημένων. Τι μπορεί να τους εξιτάρει, να τους πείσει; Θέλουν απλώς να χαλαρώσουν, μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς. Και όχι μόνο στην Πολωνία. Ο ιταλικός νεορεαλισμός, το γαλλικό σινεμά, το αμερικάνικο σκοτεινό σινεμά των 50s... τότε ήταν μια εποχή που το σινεμά μιλούσε στις ψυχές. Σήμερα;

Και πώς μπορεί να πειστεί το κοινό να έρθει στο σινεμά;

Δεν είναι καν πρόβλημα του πώς να πείσεις το κοινό να έρθει στο σινεμά. Η δυσκολία είναι στο να ξεχωρίζεις τα καλά φιλμ απο τα κακά. Κάποτε, ξέραμε ότι φέτος ο Μπουνιουέλ, ο Μπέργκμαν και ο Κουροσάβα θα τελειώσουν τις ταινίες τους, και ότι του χρόνου θα τελείωνε ο Γκοντάρ. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές ταινίες.

Ίσως δεν υπάρχουν μεγάλοι δημιουργοί πια;

Υπάρχουν. Απλώς τα φιλμ τους πνίγονται σε μια πλυμμήρα τίτλων και διαφήμισης που έλκει τον οποιοδήποτε.

Υπήρχαν φιλμς πρόσφατα που σας έκαναν να πείτε «κρίμα που δεν είναι δικό μου»;

Με εντυπωσίασε το «Μίλα της», του Αλμοδοβάρ. Όμως ρώτησα τον εαυτό μου, «θα μπορούσα εγώ να είχα κάνει αυτή την ταινία;». Όχι, γιατί δεν είχαμε Μπουνιουέλ στην Πολωνία. Και αυτού του είδους το σινεμά γεννιέται σε μια διαφορετική σχέση με την πραγματικότητα. Ένα υπέροχο πράγμα, μια παράδοξη ιδέα, εκπληκτική. Παρακολούθησα αυτό το φιλμ με απίστευτη εκτίμηση.

[…]

Τι συμβουλές δίνετε στους νέους σκηνοθέτες στην Σχολή Σκηνοθεσίας της Βαρσοβίας;

Πάντα την ίδια. «Αν δουλεύετε στην Πολωνία, φτιάξτε πολωνικές ταινίες, από αυτές που δεν θα φτιάξουν στο Χόλιγουντ. Μιλήστε στο κοινό σας και πείτε τους τι είναι σημαντικό, όμως μιλήστε σε μια γλώσσα κινηματογραφική την οποία να καταλαβαίνουν».

 


Μετάφραση: Ε.Σ.