Κινηματογραφος

Ο «Κυνόδοντας» στην πεντάδα για Όσκαρ

Θυμόμαστε τι μας έλεγε ο Γιώργος Λάνθιμος πριν από ένα χρόνο περίπου

Γιώργος Κρασσακόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βραβείο στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των Καννών ήταν μόνο η αρχή του σερφαρίσματος στον αφρό των φεστιβάλ για τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, την πιο ανέλπιστη επιτυχία του ελληνικού σινεμά τα τελευταία χρόνια. Φαινομενικά απροσπέλαστη, για πολλούς ενοχλητική, αλλά μαζί γεμάτη χιούμορ, διαπεραστική, δεν μοιάζει με τίποτα απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα στο ελληνικό σινεμά, εκτός ίσως από... την προηγούμενη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου.

"Στο σινεμά δεν με ενδιαφέρει να δίνω τις απαντήσεις", συνέντευξη στο Γιώργο Κρασσακόπουλο

Ο σκηνοθέτης του «Κυνόδοντα», βρέθηκε εν μέσω μιας ξαφνικής (και μάλλον λιγάκι ανεπιθύμητης) δημοσιότητας, όταν έφυγε από τις Κάννες με το μεγάλο βραβείο του τμήματος Un Certain Regard και τη φήμη ενός από τα πιο δυνατά χαρτιά του φεστιβάλ. Από τότε το ιδιοφυές, σκοτεινό αλλά και χιουμοριστικό πορτρέτο μιας κάθε άλλο παρά συμβατικής ενηλικίωσης που στήνει στον «Κυνόδοντα» δεν σταμάτησε να μεγεθύνει τη φήμη του. Μετά από μια λαμπρή πορεία στα φεστιβάλ του πλανήτη (ανάμεσά τους και μια επεισοδιακή προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας), ένα από τα πιο αναμενόμενα φιλμ μας μεταφέρει εκεί που η παιδική ηλικία δεν είναι αυτό που θυμάστε και η οικογενειακή εστία είναι ένα συναισθηματικό και ψυχολογικό ναρκοπέδιο.

Νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από τα παιδικά σου χρόνια.

(γέλια) Μπα, δεν θα βρεις τη σχέση των παιδικών μου χρόνων με την ταινία, ή τουλάχιστον θα χρειαστεί να ψάξεις πολύ βαθιά για να βρεις κάποια σχέση, αλλά νομίζω ότι κάπου στο βάθος ασφαλώς και υπάρχει. Συχνά με ρωτάνε μετά τις προβολές της ταινίας σε φεστιβάλ, «η οικογένειά σας πώς είναι;». Δεν είναι τόσο απλό, αλλά δεν είναι και απόλυτα άστοχο.

Υποθέτω ότι περίμενες πως θα έκανε αίσθηση, αλλά ίσως όχι τόσο μεγάλη.

Δεν το περίμενα ποτέ, είναι ακόμη λίγο σαν όνειρο. Το να πάρεις βραβείο στις Κάννες είναι κάτι που σκέφτεσαι με τρόπο εντελώς υποθετικό, «αν κάποτε καταφέρω να βρεθώ στο φεστιβάλ...». Από εκεί και πέρα υπάρχει μια τρομακτική χαρά, γιατί και μόνο το βραβείο σημαίνει ότι η ταινία θα έχει μια καλή πορεία στα φεστιβάλ, θα βρει διανομή σε πολλές χώρες. Κάθε τι που κατακτάς σε βάζει σε μια διαδικασία. Να παρακολουθείς το φιλμ σου σε όλα τα επίπεδα, κάτι που όπως ανακάλυψα είναι σχεδόν αδύνατο όταν φεύγει από τα χέρια σου, και παράλληλα να σκεφτείς την επόμενη ταινία σου.

Υπήρχαν διαφορετικές αντιδράσεις του κοινού σε διαφορετικές χώρες;

Όχι, σε γενικές γραμμές οι αντιδράσεις ήταν λίγο πολύ κοινές. Μπορεί στο Μόναχο να μην έπιασαν τόσο το χιούμορ της ταινίας, όπως π.χ. στις Κάννες, αλλά λίγο πολύ παντού αντιμετώπισαν την ταινία με τον ίδιο τρόπο. Το να κάνεις μια ταινία που η ιστορία της είναι κατά βάση τραγική αλλά που εμπεριέχει και χιούμορ και που από τη μια στιγμή στην άλλη το ύφος της μεταβάλλεται, δεν ξέρεις αν θα λειτουργήσει, όμως φαίνεται ότι οι θεατές, από το Ρέικιαβικ μέχρι το Τορόντο, αντιδρούν με έναν τρόπο που μοιάζει κοινός.

Η ταινία μοιάζει να διαδραματίζεται σε ένα άχρονο, λίγο ρετρό σύμπαν, ανάμεσα στα 70s και 80s. Αυτό ήταν μια αισθητική επιλογή;

Μάλλον είχε να κάνει με μια πρακτική αλήθεια. Αν τα παιδιά της οικογένειας είναι 25 με 27 ετών και δεν έχουν βγει ποτέ από το σπίτι, αυτό σημαίνει ότι ζουν σε ένα χώρο που έχει μείνει τριάντα χρόνια πίσω. Αν οι γονείς θέλουν να τα κρατήσουν αληθινά έξω από τη ζωή, δεν γίνεται να έρχονται σε επαφή κάθε τόσο με σύγχρονα αντικείμενα.

Αυτό που σπάει τον τοίχο είναι από τη μία η σεξουαλική επιθυμία και από την άλλη το σινεμά, μέσω κάποιων βιντεοκασετών που βρίσκουν το δρόμο τους στο σπίτι. Τα τοποθετείς στην ίδια κλίμακα;

Δεν είναι ότι τοποθετώ το σεξ και το σινεμά στην ίδια κλίμακα. Στην πραγματικότητα δεν καθίσαμε να σκεφτούμε τι θα ήταν τα πράγματα που θα μπορούσαν να «σπάσουν τον τοίχο», όπως λες. Οι βιντεοκασέτες είναι ένας μηχανισμός που εξυπηρετεί την αφήγηση, έχει μια πλάκα και βάζει μια εικόνα του έξω κόσμου στο σπίτι με έξυπνο τρόπο.

Ελάχιστα πράγματα εξηγούνται στην ταινία. Δεν ξέρεις τα κίνητρα των γονιών, ας πούμε, και το τέλος παραμένει ασαφές. Για σένα ήταν σημαντικό να ξέρεις τα γιατί ή δεν τα ξέρεις κι εσύ όπως και οι θεατές;

Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Δεν ήταν στη λογική μου να ξέρω τα γιατί. Είναι μια τελείως διαφορετική ταινία από αυτή που θα ήταν αν έμπαινες στη λογική τού να κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις. Εμείς θέλαμε να κάνουμε ένα φιλμ που έχει να κάνει με ό,τι συμβαίνει στα παιδιά ως αποτέλεσμα των πράξεων των γονιών, μια διερώτηση πάνω στο πού μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει. Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ξέρουν το γιατί. Στο σινεμά που κάνω δεν με ενδιαφέρει να δίνω τις απαντήσεις.

Κι όπως τελικά δομείται η ταινία και ο κόσμος της, οι απαντήσεις είναι το τελευταίο πράγμα για το οποίο κανείς ενδιαφέρεται. Πολλοί τσιτώνουν με το τέλος και θέλουν να ξέρουν με σαφήνεια τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά για μένα το να θες ένα τακτοποιημένο τέλος κι όλες τις απαντήσεις μού λέει «είμαι κακομαθημένος». Νομίζω ότι έρχεσαι σε επαφή με το σύμπαν μιας ταινίας για να βάλεις το μυαλό σου να λειτουργήσει, να δεις τι άνθρωπος είσαι και πώς σκέφτεσαι.

Μίλησέ μου λίγο για τον τρόπο που δούλεψες με τους ηθοποιούς.

Οι ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην επιτυχία κάθε φιλμ. Αυτό που εγώ προσπαθώ να πετύχω είναι να τους αποτρέψω από το να μην μπουν σε μια διαδικασία να αναλύσουν το σενάριο, να αναζητήσουν και να καταλάβουν το παρελθόν των ρόλων τους, τα γιατί, την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Είναι κάτι πολύ βασικό για μένα, γιατί μια τέτοια νοοτροπία τους οδηγεί να υποδύονται ρόλους αντί να υπάρχουν εκεί και να καταγράφονται από μία κάμερα. Ούτως ή άλλως όταν ένας άνθρωπος καταγράφεται από μια κάμερα και ανάλογα με το τι κάνει, ακόμη κι αν δεν κάνει τίποτα, αλλάζει. Αυτό που θέλω λοιπόν είναι οι άνθρωποι που καταγράφονται στην ταινία μου να είναι σαν σώματα και σαν παρουσία εκεί, δίχως να φανερώνουν όλα όσα θα μπορούσαν να σκέφτονται, καθώς τότε αυτά γίνονται πολύ εμφανή και προφανή.

Εδώ και λίγο καιρό και μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα» στις Κάννες όλοι μιλούν για την «άνοιξη του ελληνικού σινεμά». Πιστεύεις ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι τέτοιο;

Μακάρι να είναι έτσι. Αυτό που έχουμε παρατηρήσει όλοι είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν κάποιες ταινίες που έχουν κάνει αίσθηση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτά τα φιλμ είναι τυχαίοι, άρα αυτό πιθανότατα θα έχει συνέχεια. Τώρα η «άνοιξη του ελληνικού σινεμά» είναι ένα μάλλον διαφορετικό πράγμα. Πώς μπορούμε να μιλάμε για «άνοιξη» σε μια χώρα που δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχει υποστήριξη από πουθενά και το σινεμά έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από τρομερά προβλήματα. Αν είναι να υπάρξει κάποια «άνοιξη» μόνο από ένα συνολικό σύστημα μπορεί να προέλθει, έστω βασιζόμενο σε μερικές επιτυχίες που θα ανοίξουν τα μυαλά κάποιων ανθρώπων. Κι αν πρέπει να σταθώ σε κάτι είναι στο ότι δεν βλέπω μια τάση στο ελληνικό σινεμά, κάτι που εμένα μου φαίνεται καλό. Δεν είναι όπως π.χ. το ρουμάνικο σινεμά, όπου διακρίνει κανείς εύκολα μια κυρίαρχη τάση και μια φόρμα, κάτι που ίσως στερέψει σε λίγα χρόνια. Οι Έλληνες σκηνοθέτες και οι ταινίες τους που κάνουν κάποια αίσθηση έξω είναι διαφορετικοί, υπάρχει μια πολυμορφία. Είναι εύκολο κάτι να γίνει μανιέρα, να μπει σε ένα σχήμα, να χάσει τη δύναμή του.