Χορος

Ευριπίδης Λασκαρίδης: Η ποίηση βρίσκεται στη μεταμόρφωση

Τι είναι το «Ευριπίδης του Ευριπίδη»; O πρωτοποριακός σκηνοθέτης και ερμηνευτής μας μιλάει για το νέο και διόλου τυχαία συνονόματό του έργο.

Ιωάννα Γκομούζα
ΤΕΥΧΟΣ 795
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ευριπίδης Λασκαρίδης: Συνέντευξη με αφορμή τη νέα του δουλειά «Ευριπίδης του Ευριπίδη» που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Χρειάστηκε προσπάθεια για να συναντήσουν αυτές οι ερωτήσεις τον παραλήπτη τους. Όχι γιατί ο Ευριπίδης Λασκαρίδης δεν ήταν καταδεκτικός, κάθε άλλο. Τα τηλεφωνήματα, όμως, άλλοτε θα τον πετύχαιναν σε αεροδρόμια και σταθμούς της περιοδείας του «Ελενίτ» στην Ευρώπη, άλλοτε σε εντατικές πρόβες στο νέο έργο με τον παιγνιώδη τίτλο «Ευριπίδης του Ευριπίδη» που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, μια γέννα σε καθημερινή εξέλιξη.

Δημιουργός μιας σκηνικής γλώσσας που κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ χορού, θεάτρου και εικαστικών τεχνών και αντιστέκεται πεισματικά στην ταξινόμηση, κατηφορίζει στις 6 και 7 Αυγούστου στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου με το πιο προσωπικό και «πλούσιο» ως προς τον λόγο, όπως αποκαλύπτει, έργο του μέχρι τώρα. Βγάζει από το δισάκι της μνήμης εμπειρίες από τις καλοκαιρινές περιοδείες που έκανε στην αρχή της διαδρομής του ως ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης και αναλογίζεται τη θεατρική μας παράδοση σε μια παράσταση που συστήνεται ως «κωμική τραγωδία» και μας προϊδεάζει ότι θα εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό περιβάλλον σαν ανασκαφή, σαν παλαιοπωλείο γεμάτο θραύσματα.

Ποια ήταν όμως η αφετηρία; «Με το νέο έργο επιδιώκω περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο να εξερευνήσω ακόμη μια φορά την παραστατική φόρμα και τα όριά της. Απλά είναι με έναν τρόπο πιο τολμηρά αυτοβιογραφικό από τα προηγούμενα, εξου και ο τίτλος “Ευριπίδης του Ευριπίδη”» αναφέρει. Όταν ήταν μικρός, οι γονείς του τον φώναζαν Άκη θεωρώντας το Ευριπίδης «βαρύ» όνομα για παιδί και ήταν η πρώτη φορά που διαισθάνθηκε «ότι η αρχαία Ελλάδα φέρει, ερήμην της, ένα κάποιο ειδικό βάρος στις πλάτες μας».

Τελειώνοντας το σχολείο συνειδητοποίησε ότι αυτή η μετονομασία –που πιθανότατα τον γλίτωσε από μεγάλα σχολικά βάσανα– ήταν τίνι τρόπω βέβηλη. Όχι τόσο προς τον παππού του, όσο προς την τύχη του να έχεις ένα τόσο ωραίο όνομα και να μη σε φωνάζουν μ’ αυτό. Έτσι, μόλις πέρασε στην Αρχιτεκτονική και στο Θέατρο Τέχνης, άρχισε να συστήνεται με το βαφτιστικό του. «Παίρνανε συμφοιτητές μου τηλέφωνο στο σπίτι και ζητούσαν τον Ευριπίδη και η μητέρα μου αναρωτιόταν ποιοι νεαροί και νεαρές ψάχνανε τον παππού μου. Πήρε καιρό μέχρι να “κάτσει” αυτή η ριζική αλλαγή στη ζωή μου, ενώ εγώ μεγαλώνοντας έβλεπα ότι οι συμπτώσεις με τον Ευριπίδη, τον ποιητή, είχαν μια κάποια πλάκα. Η γειτονιά που μεγάλωσα ήταν η γειτονιά του αρχαίου τραγικού, ο δήμος Φλύας, το σημερινό Χαλάνδρι. Ο δρόμος του σπιτιού μας ήταν η Ηρακλειδών, τίτλος τραγωδίας του Ευριπίδη, που μεταξύ άλλων εξήρε την αδερφική αγάπη. Με την πολυαγαπημένη μου αδερφή μεγαλώσαμε έχοντας κοντά μας τουλάχιστον δύο σκυλιά και το λέω γιατί είχα διαβάσει για μία φήμη που έλεγε ότι τον Ευριπίδη τον έφαγαν σκυλιά. Η έρευνά μου πάνω σε όλα αυτά γιγαντώθηκε, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο και ξεκίνησα να διαβάζω τις τραγωδίες του. Η μεγάλη ειρωνεία, όμως, ήρθε ως εκκωφαντικό punch-line, όταν έμαθα ότι ο παππούς του παππού μου δεν λεγόταν Ευριπίδης αλλά Παναγιώτης».

Ευριπίδης Λασκαρίδης © Ελίνα Γιουνανλή

Τι θα δούμε επί σκηνής;
Η πρώτη εικόνα μού ήρθε την ώρα που έπεφτε ο ήλιος σε μια βόλτα που πήγα στο μικρό ανοιχτό θέατρο στην άκρη της Παλαιάς Επιδαύρου, για να συλλογιστώ αν θα αποδεχτώ την πρόταση του Φεστιβάλ, και ήταν αυτά τα γνώριμα θερμά θεατρικά φώτα των καλοκαιρινών υπαίθριων παραστάσεων πάνω στα κοστούμια, τις περούκες και τα κεφαλάκια των ηθοποιών. Στα αυτιά μου ήρθαν νευρικοί ήχοι από τα σανδάλια του χορού πάνω στο χαλίκι της ορχήστρας μαζί με κάτι απόμακρα γαβγίσματα σκύλων, λίγα τζιτζίκια και το νυσταλέο κελάηδισμα του γκιώνη. Μήνες μετά, στην πρόβα, ήρθαν διάφορα υλικά που δεν περίμενα ότι θα ταιριάξουν στο έργο, όπως μία μεγάλη σωλήνα της ΕΥΔΑΠ που μοιάζει με αρχαία κολώνα, κάτι μέλη κούκλας που μοιάζουν με τεράστια κόκκαλα, ένα αναποδογυρισμένο ξύλινο ράφι που θυμίζει τάφο και κάτι απομεινάρια από άδεια ρεσώ που βγάζουν έναν υπέροχο θόρυβο όταν τα ρίχνεις από ψηλά. Ο τρόπος που συνθέτω τα έργα μου είναι πολύ παρορμητικός και χαοτικός, οπότε τη μία μέρα δοκιμάζουμε το ένα, την άλλη το άλλο. Τώρα, τι απ’ όλα αυτά θα επιζήσει ως την πρεμιέρα, άγνωστο.

Ποια η στάση σου απέναντι στην ιστορία; Πιστεύεις ότι μας καταδυναστεύει το παρελθόν και ποια η διάθεσή σου ως προς αυτό μέσα από την παράσταση;
Δεν χωρά αμφιβολία, για μένα τουλάχιστον, ότι η ιστορία μας είναι ένας αναβαθμός και μία άγκυρα ταυτόχρονα. Είναι ένα πάτημα ν’ ανεβείς πάνω της και να βρεθείς ένα βήμα παραπέρα, αλλά κι ένα βάρος που σε συγκρατεί μοιραία αραγμένο αρόδο σε γνώριμα και ίσως ασφαλή νερά. Νομίζω ότι αυτή είναι η φύση της σχέσης του ανθρώπου με την ιστορία του. Και βλέπεις ύστερα τόπους χωρίς βαθιά ιστορία, όπως ας πούμε την Αμερική (που φυσικά έχει ιστορία αιώνων αλλά, με τη βία που την κατακρεούργησαν, είναι σαν η χώρα να γεννήθηκε χθες), να είναι απολύτως απελευθερωμένη και ακομπλεξάριστη προς κάθε τι νέο (και βελτιωμένο) αλλά, ταυτόχρονα, μέσα σε αυτή τη φρεσκάδα και την ανακουφιστική αλαφράδα, διακρίνεις και μια μεγάλη αδυναμία λόγω έλλειψης βάθους. Εμείς έχουμε στο κέντρο της πρωτεύουσάς μας ένα μνημείο σύμβολο ιστορίας δύο χιλιάδων χρόνων. Κι αυτό είναι η Ακρόπολή μας, είναι ο Παρθενώνας, κι ενώ μας δίνει αυτομάτως ένα τεράστιο «βάθος», στέκεται ως ένα ανυπέρβλητο μέτρο σύγκρισης. Μαζί με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και άλλους πολλούς σπουδαίους στέκεται εκεί κι ο Παρθενώνας ως το απόλυτο μέτρο για να αναμετριόμαστε διαρκώς μαζί τους σε ό,τι κι αν κάνουμε. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Σ’ αυτό το νέο έργο κάνω κι εγώ την ανασκαφή μου. Αναζητώ τις ακροπόλεις μου και αναλογίζομαι τη θεατρική μας παράδοση μέσα στην οποία γαλουχήθηκα. Τα δώρα που μου κληροδοτήθηκαν από το Θέατρο Τέχνης, χέρι-χέρι περασμένα στους δασκάλους μου από τους δασκάλους τους, μαζί με τις όποιες χρυσές αλυσίδες που αυτά φέρουν και που έχουμε χρέος εμείς, όπως κάθε νεότερη γενιά, να σπάσουμε. Φυσικά όλη μου η εμπειρία από τις περιοδείες στα υπαίθρια θέατρα και η τριβή μου ως μαθητής τότε με τις τραγωδίες και τις κωμωδίες φιλτράρεται σε αυτό το έργο, αλλά δεν μένω μόνο σε αυτό. Μοιάζει, στο τέλος, η βεντάλια να ανοίγει και παραπέρα.

Τι είδους κωμική τραγωδία θα έγραφε σήμερα ο (αρχαίος) Ευριπίδης;
Δεν έχω ιδέα! Ίσως να έγραφε για μια Μήδεια η οποία, αντί για τα παιδιά της, θα προτιμούσε να σφάξει τον Αγαμέμνονα σε ένδειξη αλληλεγγύης προς την Κλυταιμνήστρα, η οποία για να την ευχαριστήσει θα της έκανε δώρο το κεφάλι του Πενθέα που θα της το είχε βιαστικά αφήσει στα χέρια η Αγαύη, πριν πεταχτεί στον Κιθαιρώνα για να μαζέψει τα υπόλοιπα μέλη του κορμιού του γιου της να κάνει μια νορμάλ ταφή!.Εκεί παίζει να συναντούσε τον Ηρακλή –πολύ μανιασμένο– ο οποίος θα της ζητούσε με την ευκαιρία μερικές βαθιές βακχικές ανάσες για να χαλαρώσει και να δει τι θα κάνει επιτέλους με την ωραία Ελένη, η οποία όλη αυτή την ώρα –εντελώς κατά λάθος– θα ήταν από πίσω πιασμένη και μπλεγμένη από τα μαλλιά, σαν μία (από) μηχανής… θεά!

Οι προηγούμενες δουλειές σου («Relic», «Τιτάνες», «Ελενίτ») συνθέτουν μια τριλογία. Με τον «Ευριπίδη του Ευριπίδη» ανοίγει ένας καινούργιος κύκλος; 
Ίσως. Σίγουρα έχουμε ένα καινούργιο στοίχημα εδώ. Στο «Relic» είχαμε μια νέα σκηνική γλώσσα που δεν πατούσε στον λόγο αλλά στην κίνηση, την εικόνα και τους ήχους. Στους «Τιτάνες» εξετάσαμε αν μπορεί αυτή η γλώσσα να λειτουργήσει με δύο ερμηνευτές σε ένα μεγαλύτερο θέατρο. Κι εδώ, όπως και στο «Relic», ο λόγος υπήρχε αλλά ήταν ακατάληπτος. Στο «Elenit» δοκιμάσαμε την ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα και τη συνύπαρξη περισσότερων περσόνων σε ένα έργο με πολλαπλούς άξονες αφήγησης. Και τα τρία έργα παίζουν με το φως, τον ήχο, την κίνηση αλλά και τον λόγο μεταμορφωτικά. Στο «Elenit», όμως, κατάφεραν και τρύπωσαν κάποιες λίγες «αληθινές» λέξεις. Λόγια από μια γλώσσα επιτέλους καταληπτή. Στον «Ευριπίδη του Ευριπίδη» αυτό γιγαντώνεται, τα λόγια ξαφνικά έρχονται σε αφθονία και αβίαστα. Δεν το περίμενα, ομολογώ, αλλά νομίζω πως μιλάμε όντως για έναν κύκλο που είτε ανοίγει είτε κλείνει. Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, πριν μοιραστούμε το έργο με το κοινό.

Πώς θα προσδιόριζες την παραστατική σου γλώσσα;  Στην εξέλιξη της διαδρομής σου υπάρχει κάποιο είδος έκφρασης που σε ενδιαφέρει περισσότερο; 
Όσο περνά ο καιρός κατανοώ όλο και περισσότερο το σκηνικό μου σύμπαν, χωρίς να μπορώ εύκολα να το κατονομάσω, γιατί η δεύτερη φύση του είναι η αντίσταση στην παγίωση. Τα έργα μου δεν πέφτουν σε μια ξεκάθαρη κατηγορία.  Δεν είναι αμιγώς χορός, θέατρο ή περφόρμανς. Μέσα σ’ αυτή την ασάφεια νιώθω τυχερός που ο χορός, μία τέχνη πολύ ανοιχτή στη διαφορετικότητα, μια τέχνη που δε γνωρίζει σύνορα, στάθηκε καταφύγιο για να ανθίσω. Αναζητώ διαρκώς τη σκηνική μου γλώσσα χωρίς να γνωρίζω ποια θα είναι η ανάγκη του επόμενου έργου. Το μόνο που έχω είναι μια αίσθηση, μια εντύπωση. Αφήνομαι έτσι να ξαφνιαστώ πραγματικά από τα υλικά που ξεπηδούν στην πρόβα.

Tα στοιχεία του γκροτέσκου και της μεταμόρφωσης διατρέχουν τη δουλειά σου. Γιατί σε ενδιαφέρουν τόσο; Τι σου προσφέρουν δημιουργικά; 
Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, καμιά φορά στο τραπέζι γελούσα μόνος μου με τις γελοίες σκέψεις μου –οι γονείς μου ανησυχούσαν, νομίζανε ότι έχω πρόβλημα–, ενώ οι Απόκριες ήτανε η αγαπημένη μου γιορτή. Άδειαζαν οι ντουλάπες και ευτυχώς στο σπίτι υπήρχαν πάντα αποκριάτικες μάσκες και περούκες. Η διαδικασία της μεταμόρφωσης με ενδιαφέρει από πολύ μικρό, ίσως γιατί κάπου ενδόμυχα αναγνωρίζω πως είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της ζωής κάθε οργανισμού. Όλα μεταλλάσσονται, μεταμορφώνονται. Άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε πολύ αργά, αλλά αναμφισβήτητα συχνά δραστικά. Αρκεί να δει κανείς μια φωτογραφία ενός μωρού και του ίδιου ανθρώπου σαράντα χρόνια μετά. Ακόμη κι ένα κομμάτι σίδερο που σκουριάζει αργά αργά ή μία πέτρα που φθείρεται στους αιώνες, μεταλλάσσεται. Η μεταμόρφωση είναι παντού γύρω μας, μέσα στο DNA μας και για αυτό μας είναι τόσο οικεία. Ολόκληρη η τέχνη νιώθω ότι «ποντάρει» σ’ αυτό το στοιχείο της φύσης. Στη μεταμορφωτική ικανότητα, τη δική μας και του κόσμου γύρω μας. Εκεί είναι, νομίζω, κι ο πυρήνας της ποίησης.

Υπάρχουν φορές που νιώθεις ότι η πραγματικότητα ξεπερνά την έμπνευσή σου; Ότι αυτά που ζούμε ανταγωνίζονται τη σκηνική συνθήκη σου; 
Μόνο αυτό νιώθω. Παρά τα όσα μου λένε κατά καιρούς για τις παραστάσεις μου, δεν νομίζω ότι η έμπνευσή μου είναι περισσότερο παράλογη ή αναπάντεχη από τη ζωή. Αυτά που ζούμε ξεπερνάνε κατά πολύ κάθε φαντασία και πάντα είναι ένα βήμα μπροστά κι από την πιο σουρεαλιστική σκηνική σύλληψη. Και δεν μιλώ μόνο για τα μεγάλα και τ’ ανήκουστα. Μιλώ και για τα μικρά καθημερινά που προσποιούμαστε ότι είναι λογικά, ενώ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ασύλληπτες παρορμήσεις του εύθραυστου και πανούργου ζώου που είμαστε. 

Πώς βιώνεις τη «γέννα» της δημιουργίας και πόσο καιρό θέλεις να μένεις μαζί της; 
Είναι πολύ επώδυνη και δεν έχω ιδέα πόσο ακόμα θα την αντέχω. Ειδικά όταν έχει μόλις τελειώσει ένα έργο, είμαι βέβαιος ότι ήρθε η ώρα να βρω κάτι άλλο να κάνω στη ζωή, η ένταση είναι δυσβάσταχτη. Έχω όμως, όπως φαίνεται, ασθενή μνήμη και ψυλλιάζομαι ότι η επιθυμία για νέα δημιουργία έχει κάθε φορά τη μαγική δύναμη να σβήνει τις ζόρικες αναμνήσεις της τελευταίας. Φαντάζομαι για τον ίδιο λόγο δεν σταματά η ανθρωπότητα να δημιουργεί και να γεννά. Κάθε νέα ζωή (όπως και κάθε νέα ιδέα) έχει εν δυνάμει μέσα της τη σαρωτική δύναμη της επιβίωσης.

Το μεγαλύτερο δώρο που σου έχει δώσει αυτή η δουλειά; 
Η ελευθερία έκφρασης. Να μπορώ να μιλήσω για το πώς βλέπω τη ζωή χωρίς φίλτρο, για τον κόσμο που έχω μέσα στο κεφάλι μου χωρίς ταμπού. Αυτό είναι το δώρο και το κέρδος. Και προσπαθώ με κάθε έργο να πηγαίνω όλο και πιο βαθιά προς αυτή την κατεύθυνση της απελευθέρωσης. Ακόμη ένα κέρδος όμως, τα τελευταία χρόνια, είναι η τύχη να βρεθώ κοντά σε πολύ εργατικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, όπως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Άγγελος Μέντης. Μαζί τους ξεκίνησα να ψυλλιάζομαι το πόσο σπουδαίο είναι ο καλλιτέχνης να είναι καλός μάστορας, καλός τεχνίτης. Να ξέρει την τέχνη του και να μη φοβάται να πιάνει τα υλικά με τα χέρια του. Να περνάει ώρα πάνω από το πρόβλημα αναζητώντας κλειδιά που δεν έρχονται από το συρτάρι με τα λυσάρια. Χαίρομαι να νιώθω πως με παρέσυραν οι συνεργάτες μου και το περιβάλλον της δουλειάς μου από τη μεριά των εργατών της τέχνης και όχι των τεχνοκρατών. Αισθάνομαι έτσι πως η δουλειά μου πάει τόσο σε βάθος όσο και σε πλάτος και πως μπορεί εν δυνάμει να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα και με διάρκεια χρόνου. 

Τι είναι αυτό που σε «φτιάχνει» και τι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο αυτή την εποχή; 
Με απογοητεύει βαθιά μία εγωκεντρική σκληρότητα με την οποία αποφασίζουν κάποιοι άνθρωποι της γενιάς μου να περιβάλλονται, με πρόσχημα την υλοποίηση ενός οράματός – σα να μην υπάρχει ένα μονοπάτι πιο μαλακό, πιο «άγιο». Αυτό που αντιθέτως με συγκινεί είναι η χάρη, το πηγαίο ταλέντο και οι άνθρωποι που μπορούν να μένουν ουσιαστικοί χωρίς σκληρότητα και χωρίς να παίρνουνε και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους.