Φωτογραφια

Ντέιβιντ Μπέιλι: Όποια φωτογραφία των σταρ θυμάσαι είναι δική του

Ποιος είναι ο ροκ σταρ φωτογράφος που αποτύπωσε το swinging London και την ατμόσφαιρα των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Γιάννης Νένες
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Μπέιλι υπήρξε, και παραμένει, κάτι παραπάνω από φωτογράφος μόδας: είναι ένας αφηγητής του 20ού αιώνα

Στη θρυλική ταινία «Blow-Up» (1966) του Μικελάντζελο Αντονιόνι υπάρχει μια σκηνή που προκαλεί άγχος και εμπνέει έναν απίθανο ερωτισμό. Η σκηνή συμπυκνώνει όλη την ενέργεια και τον κυνισμό του φωτογράφου πάνω στον οποίο βασίστηκε ο χαρακτήρας: ο ήρωας, μέσα στο στούντιό του, φωτογραφίζει μανιωδώς το μοντέλο του. Κινείται γύρω της με επιθετική ένταση, ο φακός του την καταβροχθίζει, της φωνάζει εντολές, πέφτει σχεδόν πάνω της για να πετύχει τη «στιγμή». Δεν υπάρχει ρομαντισμός, μόνο ηλεκτρισμένη σεξουαλικότητα και αδηφάγο βλέμμα. Είναι η προσωποποίηση του swinging London των 60s, της πρωτεύουσας της Ευρώπης που η μόδα, η τέχνη και η επιθυμία συγχωνεύονταν σε μια έκρηξη εικόνων.

Εκείνη την εποχή ήταν κοινό μυστικό ότι ο χαρακτήρας του φωτογράφου βασίστηκε στον Ντέιβιντ Μπέιλι. Ο ίδιος, βέβαια, το αντιμετώπισε με τον τυπικό του σαρκασμό. Σε συνεντεύξεις δήλωνε πως ο Αντονιόνι «δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ» και ότι ο ήρωας της ταινίας δεν του έμοιαζε στην πραγματικότητα — ήταν περισσότερο καρικατούρα παρά πιστό πορτρέτο. Ωστόσο, δεν αρνήθηκε ότι η ταινία καθόρισε στο συλλογικό φαντασιακό το πρότυπο του «ροκ σταρ φωτογράφου», έναν ρόλο που εκείνος, θέλοντας και μη, ενσάρκωνε ήδη στην ίδια του τη ζωή.

Μια ματιά στην έκθεση «David Bailey’s Changing Fashion», αφιερωμένη στον ροκ φωτογράφο

Η πόλη Α Κορούνια της Γαλικίας μετατρέπεται φέτος σε μεταμοντέρνο σκηνικό ενός φωτογραφικού ταξιδιού που μας ταξιδεύει στο ανήσυχο Λονδίνο των 60s. Το Marta Ortega Pérez (MOP) Centre εγκαινίασε την έκθεση «David Bailey’s Changing Fashion», την πρώτη μεγάλη αναδρομική παρουσίαση του εμβληματικού Βρετανού φωτογράφου στη χώρα αυτή. Μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 2025, περισσότερες από 140 φωτογραφίες —πολλές εκ των οποίων παρουσιάζονται για πρώτη φορά— ξετυλίγουν μπροστά στο κοινό την ενέργεια, το στιλ και την ατμόσφαιρα των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Η έκθεση, σε επιμέλεια του Τιμ Μάρλοου (διευθυντή του Design Museum στο Λονδίνο) και του Camera Eye, του στούντιο του ίδιου του Μπέιλι, δεν είναι απλώς μια ιστορική αναδρομή. Είναι μια υπενθύμιση για το πώς η φωτογραφία μόδας μπορεί να διαμορφώσει κοινωνικές συμπεριφορές και να παράγει εικόνες που γίνονται πολιτισμικά σημεία αναφοράς. Από τη Τζιν Σρίμπτον (το απόλυτο «It Girl» των 60s, το μοντέλο που με την αβίαστη φυσικότητα και το μινιμαλιστικό της στιλ άλλαξε ριζικά την εικόνα της μόδας και καθιέρωσε την έννοια του σούπερ μόντελ και αναδείχθηκε σε παγκόσμιο icon χάρη στον φακό του), μέχρι το περίφημο «Box of Pin-Ups» (1965), όπου οι Ρόλινγκ Στόουνς και οι Δίδυμοι Κρέι (οι διάσημοι Λονδρέζοι γκάνγκστερς) συνυπήρξαν προκλητικά στην ίδια σειρά εικόνων, ο Μπέιλι δεν φωτογράφιζε απλώς πρόσωπα: έστηνε το αφήγημα μιας ολόκληρης εποχής.

Όπως σημείωσε η Νταϊάνα Βρίλαντ της Vogue, «το στούντιο του Ίρβινγκ Πεν ήταν σαν καθεδρικός ναός• το στούντιο του Ντέιβιν Μπέιλι ήταν σαν νάιτ κλαμπ». Και πράγματι, όπως φαίνεται στις εικόνες της, η έκθεση επιχειρεί να μεταφέρει στο κοινό αυτή την ένταση: έναν κόσμο όπου η μόδα δεν είναι άψογη βιτρίνα, αλλά παλλόμενη εμπειρία, γεμάτη μουσική, νύχτα και επανάσταση. Το «Changing Fashion» πλαισιώνεται από ένα νέο φιλμ —αναδημιουργία του Box of Pin-Ups— καθώς και μια ειδική έκδοση εμπνευσμένη από το περιοδικό Ritz, που συνίδρυσε ο Μπέιλι το 1976 με τον δημοσιογράφο Ντέιβιντ Λίτσφιλντ. Ακόμη και τα έσοδα από τα αναμνηστικά προϊόντα της έκθεσης επενδύονται στο πρόγραμμα «Future Stories» το οποίο στηρίζει νέους καλλιτέχνες. Ένα ωραίο κλείσιμο του κύκλου: ο Μπέιλι που κάποτε ξεκινούσε από χαμηλά, τώρα εμπνέει και στηρίζει τις επόμενες γενιές.

This browser does not support the video element.

Ντέιβιντ Μπέιλι: Ο γιος του ράφτη και μιας νοικοκυράς

Ο Ντέιβιντ Μπέιλι γεννήθηκε το 1938 στο Λέιτονστόουν του ανατολικού Λονδίνου, γιος ενός ράφτη και μιας νοικοκυράς. Μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχειας, εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο και εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα προτού βρεθεί να υπηρετεί στη Σιγκαπούρη με τη RAF. Ήταν στο σωστό μέρος για το μαγικό γκάτζετ της εποχής: την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, την οποία αγόρασε εκεί και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Εκπαίδευση σόλο που τον οδήγησε, το 1959,να προσληφθεί ως βοηθός του φωτογράφου Τζον Φρεντς και μόλις έναν χρόνο αργότερα να βρεθεί να συνεργάζεται με τη Vogue.

Η άνοδός του ήταν ραγδαία: στα 23 του υπέγραφε ήδη μεγάλα εξώφυλλα, αλλάζοντας τους κανόνες της μόδας με την αμεσότητα του βλέμματός του. Ήταν ένα bad boy που ήρθε να ζητήσει τα ρέστα. Στη διάρκεια της καριέρας του φωτογράφισε από σούπερ μοντέλα και ηθοποιούς μέχρι βασιλείς και πολιτικούς, ενώ οι δουλειές του εκτέθηκαν σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί ανά τον κόσμο.

Διάσημες συνεργασίες του Ντέιβιντ Μπέιλι

Η πιο θρυλική συνεργασία του Μπέιλι είναι με τη Τζιν Σρίμπτον. Το 1962 ταξίδεψαν μαζί στη Νέα Υόρκη για μια φωτογράφιση της Vogue που άλλαξε εντελώς την εικόνα του μοντέλου. Εξίσου σημαντικό ήταν το «Box of Pin-Ups» (1965), μια σειρά πορτρέτων που περιλάμβανε την αφρόκρεμα της βρετανικής κουλτούρας: Μικ Τζάγκερ, Μάικλ Κέιν, Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Σέσιλ Μπίτον, αλλά και τους διαβόητους αδελφούς Κρέι. Η πρόκλησή του να συμπεριλάβει γκάνγκστερς δίπλα σε σταρ ήταν ενδεικτική του πώς ο Μπέιλι αντιλαμβανόταν τη διασημότητα ως ενιαίο πολιτισμικό πεδίο.

Πέρα από αυτά, φωτογράφισε θρύλους όπως οι Μπιτλς, η Μαριάν Φέιθφουλ, η Κέιτ Μος, η Γκρέις Τζόουνς, ο Νέλσον Μαντέλα και η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ η οποία, μάλιστα, τον τίμησε με τον τίτλο του CBE (Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) το 2001. Συνεργάστηκε στενά με περιοδικά όπως η Vogue και το Ritz, ενώ πολλές εικόνες του έμειναν εμβληματικές: ο Μικ Τζάγκερ με γούνινο παλτό, η Κατρίν Ντενέβ (με την οποία υπήρξε και ζευγάρι), ή τα ασπρόμαυρα πορτρέτα του Τζακ Νίκολσον.

Όμως, παρά την αδυναμία του στα λαμπερά πρόσωπα, είχε πάντα ενδιαφέρον για τα «ανθρώπινα τοπία»: φωτογράφισε ιθαγενείς φυλές στην Παπούα Νέα Γουινέα και σκηνές από τις Ινδίες.

Ο Ντέιβιντ Μπέιλι και τέσσερις γυναίκες

Ο Μπέιλι παντρεύτηκε τέσσερις φορές, μεταξύ άλλων με τη θεότητα της γαλλικής σόουμπιζ, την ηθοποιό Κατρίν Ντενέβ, στις 18 Αυγούστου 1965, όταν εκείνη ήταν μόλις 21 ετών και εκείνος 27. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της σόουμπιζ που το κοινό έβλεπε νύφη ντυμένη με μαύρο (!) νυφικό.

Ο γάμος αυτός κράτησε ως το 1972, αλλά στην ουσία είχε πια σβήσει το 1967 όχι με δραματικά σκάνδαλα, αλλά όπως ο ίδιος περιέγραψε: «Δεν ήταν λυπηρό. Απλώς απομακρυνθήκαμε. Εκείνη ήταν στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο». Μία ανεπίσημη βιογραφία πρόσθεσε ότι το χάσμα στη γλώσσα δεν βοήθησε εκείνος ποτέ δεν έμαθε γαλλικά, εκείνη ήταν κουρασμένη από τις απαιτητικές μέρες της ως σταρ. Οι γυναίκες στη ζωή του Μπέιλι ήταν η Ρόζμαρι Μπράμπλ (μία γραμματέας, «μια καλή κοπέλα από το Κλάπαμ» όπως αναφερόταν σε αυτήν ο Ντέιβιντ – ένας γάμος που έγινε το 1960 και διήρκεσε μόνο 9 μήνες). Ακολούθησε η Κατρίν Ντενέβ. Η τρίτη κυρία Μπέιλι ήταν η Αμερικανίδα μοντέλο μόδας και συγγραφέας Μαρί Έλβιν (γάμος το 1975, διαζύγιο το 1985). Η τέταρτη, με την οποία είναι ακόμα παντρεμένος από το 1986, είναι η Κάθριν Ντάιερ. Κατοικούν στο Ντάρτμουρ, κοντά στο Πλίμουθ, έχουν μαζί και τα τρία τους παιδιά και ζουν μία ήρεμη, οικογενειακή ζωή ενώ ο Μπέιλι παραμένει ενεργός μέσα από βιβλία, ταινίες και συνεργατικά πρότζεκτ. Τον Ιούνιο του 2021 διαγνώστηκε με αγγειακή άνοια (vascular dementia), όμως εξακολουθεί να συμμετέχει δημιουργικά όπου μπορεί.

This browser does not support the video element.

Το στιλ Μπέιλι

Το στιλ του Μπέιλι διαμόρφωσε ουσιαστικά τη φωτογραφία μόδας της δεκαετίας του ’60. Ενώ μέχρι τότε κυριαρχούσε η αυστηρότητα και η απόσταση, εκείνος έφερε έναν αέρα ανεπιτήδευτης αμεσότητας. Οι εικόνες του είχαν την αίσθηση στιγμιότυπου, σαν να έπιανες τον σταρ απροετοίμαστο, και όμως ήταν σχολαστικά σκηνοθετημένες.

Αγαπούσε τα έντονα κοντινά, την ασπρόμαυρη τονικότητα και τον καθαρό φόντο, αφήνοντας τον άνθρωπο να κυριαρχήσει στο κάδρο. Έτσι, για παράδειγμα, τα πορτρέτα του Μικ Τζάγκερ αποπνέουν μια ενέργεια που δεν χρειάζεται στηρίγματα από περίτεχνα σκηνικά• ή οι εικόνες της Σρίμπτον, που δείχνουν μια φυσικότητα σχεδόν αντισυμβατική για το μόντελινγκ της εποχής.

Η αισθητική που καθιέρωσε ήταν αυτή της νεότητας, του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας. Δεν ήταν τυχαίο που το Λονδίνο των 60s τον θεώρησε δικό του παιδί: μαζί με τους δύο επίσης Λονδρέζους πρωτοποριακούς φωτογράφους, τον Μπράιαν Ντάφι και τον Τέρενς Ντόνοβαν αποτέλεσαν την «Black Trinity».

This browser does not support the video element.

Η «Μαύρη Τριάδα» που ξανασχεδίασε τα όρια ανάμεσα στη μόδα, την ποπ κουλτούρα και τη φωτογραφία ήταν το παρατσούκλι που έδωσε ο γνωστός φωτογράφος Νόρμαν Πάρκινσον στους τρεις νέους Βρετανούς φωτογράφους. Ήταν αυτοί που, με το έργο τους αλλά και το λάιφστάιλ τους, έκαναν τους φωτογράφους να αποκτήσουν τον ρόλο σελέμπριτις και να εκφράσουν το επαναστατικό πνεύμα της εποχής.

Το «David Bailey’s Changing Fashion» δεν είναι μόνο μια έκθεση φωτογραφίας. Είναι μια αναδρομή στο πώς η εικόνα μπορεί να γίνει εργαλείο κοινωνικής αλλαγής, να καθορίσει την έννοια της διασημότητας και να αποτυπώσει την ενέργεια μιας γενιάς. Ο Μπέιλι υπήρξε, και παραμένει, κάτι παραπάνω από φωτογράφος μόδας: είναι ένας αφηγητής του 20ού αιώνα, ένας δημιουργός που έσπασε τους κανόνες με το ίδιο πάθος που φωτογράφιζε τους σταρ του.

Info
Η αναδρομική έκθεση «Changing Fashion» φιλοξενείται στο Centro MOP στην A Coruña, στην Ισπανία, έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2025.

This browser does not support the video element.