Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Βασίλης Μακρής: Ο φωτογράφος που μεταμορφώνει το εφήμερο σε διαρκές
Ο Βασίλης Μακρής συνδυάζει την τέχνη, την αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό με τις φωτογραφίες του
Ο Βασίλης Μάκρης είναι ένας φωτογράφος με βαθιά καλλιτεχνική αντίληψη και εμπειρία, που δεν περιορίζεται στην τεχνική της λήψης, αλλά εστιάζει στην ουσία και το νόημα πίσω από κάθε εικόνα. Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία, τα social media και οι κάμερες των κινητών τηλεφώνων έχουν κάνει τη φωτογραφία προσβάσιμη σε όλους, ο Βασίλης μάς υπενθυμίζει ότι το μέσο από μόνο του δεν καθιστά κάποιον δημιουργό. Όπως λέει: «Όταν αγοράζεις μία φωτογραφική μηχανή, γίνεσαι φωτογράφος. Και όταν αγοράζεις ένα πιάνο, έχεις ένα πιάνο». Η πραγματική τέχνη προέρχεται από τη ματιά, τη δημιουργικότητα και το πάθος που βάζει ο καθένας πίσω από τον φακό.
Ο Βασίλης Μάκρης μάς μιλάει για τις προκλήσεις του σύγχρονου φωτογραφικού τοπίου, τον κίνδυνο της αδιαφορίας που κυριαρχεί σε πολλές εικόνες σήμερα, αλλά και για την ανάγκη να διαχωρίζουμε την απλή λήψη από την καλλιτεχνική δημιουργία, δείχνοντας τη σημασία της γνήσιας έκφρασης στην τέχνη της φωτογραφίας.
Ποιο ήταν το κίνητρο που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη φωτογραφία και πώς εξελίχθηκε η καριέρα σας από τη stage φωτογραφία στην αρχιτεκτονική φωτογραφία;
Φωτογράφιζα από μικρός, από πολύ μικρός. Μεγαλώνοντας έγινα ερασιτέχνης φωτογράφος και κατάλαβα ότι θα μου άρεσε πολύ να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Η επαγγελματική μου πορεία ξεκίνησε το 1985, όταν άρχισα να φωτογραφίζω θεατρικές και μουσικές σκηνές, καθώς και κινηματογραφικά γυρίσματα. Προηγήθηκαν σπουδές φωτογραφίας στην Ιταλία, οι οποίες διαμόρφωσαν τη ματιά μου και μου έδωσαν τα πρώτα ουσιαστικά εργαλεία. Είχα την τύχη να φωτογραφίσω συναυλίες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και του Βαγγέλη Παπαθανασίου, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και πρόβες και παραστάσεις σε σημαντικές θεατρικές σκηνές. Παράλληλα εργάστηκα ως φωτογράφος πλατό, σε γυρίσματα για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Από το 1988 είμαι μέλος της ΕΤΕΚΤ (Ένωση Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης), με την ιδιότητα του φωτογράφου πλατό – μάλιστα είμαι το μοναδικό μέλος με αυτήν την ιδιότητα.
Ο κόσμος του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μουσικής καθόρισε βαθιά την ύπαρξή μου: ως καλλιτέχνη, ως επαγγελματία φωτογράφο και ως άνθρωπο. Με στήριξαν, με εμπιστεύτηκαν, με βοήθησαν στα πρώτα μου βήματα. Και περισσότερο απ’ όλους, ο Νίκος Κούνδουρος. Δεν θα σταματήσω ποτέ να του είμαι ευγνώμων.
Το 1987 επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Αυτά τα ταξίδια μου έφεραν νέες δουλειές και με οδήγησαν στην εξειδίκευση στην αρχιτεκτονική φωτογραφία και τη φωτογραφία εσωτερικού χώρου. Από το 1987 έως και το 2005, ταξίδευα συνεχώς. Θα μπορούσα να είχα μείνει εκεί για πάντα, αλλά αυτό δεν συνέβη για άλλους λόγους. Παράλληλα, στην Ελλάδα, το 1989 άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες πολυεθνικές εκδόσεις στον χώρο της διακόσμησης και της αρχιτεκτονικής. Έτσι ξεκίνησε και η πολυετής συνεργασία μου με περιοδικά όπως το ELLE, ELLE Decoration, ΓΥΝΑΙΚΑ και ΓΥΝΑΙΚΑ D, αλλά και η συνεργασία μου με διακοσμητές, αρχιτέκτονες και σχεδιαστές.
Οι οικονομικές απολαβές στην αρχιτεκτονική φωτογραφία ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες σε σχέση με τη φωτογραφία σκηνής. Έτσι, σταδιακά, η δεύτερη μπήκε στο περιθώριο. Άλλωστε ήταν και η εποχή της κρίσης του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ η εμφάνιση των ιδιωτικών καναλιών δημιούργησε ένα νέο τοπίο στον χώρο του θεάματος, και όχι μόνο. Όμως, επειδή έχει ο καιρός γυρίσματα, με την οικονομική κρίση και την κατάρρευση των περιοδικών και της διαφήμισης, όταν έσκασε η φούσκα, η αγορά σε αυτόν τον τομέα πέθανε. Τότε, επέστρεψα στην παλιά μου αγάπη: τη φωτογραφία σκηνής. Από το 2010 μέχρι το 2018, φωτογράφιζα πρόβες και θεατρικές παραστάσεις σε μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές της χώρας: στην Εθνική Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Μέγαρο, το Ηρώδειο, την Επίδαυρο και άλλες μικρές και μεγάλες μουσικές και θεατρικές σκηνές. Η συνεργασία μου με την Εθνική Λυρική Σκηνή υπήρξε μία από τις καλύτερες επαγγελματικές περιόδους της ζωής μου. Είχα εξαιρετική σχέση με το τμήμα επικοινωνίας (ιδιαίτερα με τον Βασίλη Λούρα) και φωτογράφισα σπουδαίες παραγωγές όπερας και μπαλέτου, αποτυπώνοντας εικόνες όχι μόνο σκηνικής δράσης, αλλά και ενός βαθύτερου καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Το να παρακολουθείς και ακόμα περισσότερο να φωτογραφίζεις ένα έργο στη γενική του δοκιμή, όταν παίζεται για πρώτη φορά χωρίς διακοπή, είναι μια εμπειρία που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Η ένταση της «πρώτης φοράς» είναι μοναδική και δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.
Από τις παραστάσεις που δεν θα ξεχάσω, είναι η «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη, στο Μέγαρο, με την Ειρήνη Τσιρακίδου και την Τζούλια Σουγλάκου στις δύο διανομές στον ομώνυμο ρόλο. Νιώθω πολύ τυχερός που υπήρξα μάρτυρας και συνοδοιπόρος σε τέτοιες στιγμές.
Ποια στοιχεία σάς ελκύουν περισσότερο στην αρχιτεκτονική φωτογραφία και πώς μεταφέρετε την προσωπική σας ματιά μέσα από αυτή;
Αυτό που με ελκύει περισσότερο στην αρχιτεκτονική φωτογραφία και έχει διαμορφώσει συνολικά τη φωτογραφική μου ματιά είναι η αυστηρή προσέγγιση στο θέμα. Είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει σταθερά τις εικόνες μου, ανεξαρτήτως θεματολογίας. Η αυστηρότητα αυτή δεν αφορά μόνο τη μεθοδολογία, αλλά κυρίως τη φόρμα: τη γεωμετρία, τη σύνθεση, την ισορροπία. Συχνά, η φόρμα αποκτά μεγαλύτερη σημασία ακόμη και από το ίδιο το περιεχόμενο. Έτσι εκφράζεται η προσωπική μου ματιά – μια ματιά που δεν απομακρύνθηκε ποτέ από αυτό το πεδίο.
Εξίσου καθοριστικές ήταν οι εμπειρίες από τα φωτογραφικά ταξίδια μου, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Βρέθηκα σε απίστευτες τοποθεσίες, συχνά απρόσιτες. Εισχώρησα σε χώρους που έχουν δει ελάχιστοι, ήρθα σε επαφή με ανθρώπους μοναδικούς, δύσκολα προσεγγίσιμους. Είδα, άκουσα, μύρισα, γεύτηκα, ένιωσα πράγματα τόσο έντονα, τόσο διαφορετικά, τόσο μοναδικά. Γέμισαν οι αισθήσεις μου, χόρτασα. Πλούτισα από εμπειρίες. Και είμαι βαθιά ευγνώμων γι’ αυτό.
Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη φωτογράφιση σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες και πώς επηρέασαν τη δουλειά σας;
Οι φωτογραφίσεις, επαγγελματικές και προσωπικές, στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες διαμόρφωσαν καθοριστικά τη σχέση μου με την αρχιτεκτονική φωτογραφία. Παράλληλα, επηρέασαν ουσιαστικά και τον επαγγελματισμό μου: την οργάνωση, τη συνέπεια και τη συμπεριφορά μου σε απαιτητικά περιβάλλοντα, με υψηλά στάνταρ και έντονους ρυθμούς. Στη Νέα Υόρκη, το «μάθημα» ήταν η κλίμακα. Εκεί καταλαβαίνεις βαθιά πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος απέναντι στην πόλη. Φωτογράφισα εμβληματικά κτίρια, μουσεία και ανθρώπινες φιγούρες, που χάνονταν μέσα στο αστικό τοπίο σαν κουκκίδες. Η πόλη αυτή σε διδάσκει ότι δεν αρκεί να βλέπεις, πρέπει να αντέχεις να βλέπεις. Στο Λος Άντζελες, αντίθετα, κυριάρχησε η αίσθηση του ύφους. Οι εξαιρετικές κατοικίες, κυρίως σε Σάντα Φε στιλ, μου πρόσφεραν μοναδικές ευκαιρίες φωτογράφισης εσωτερικών χώρων. Εκεί εμβάθυνα για πρώτη φορά τόσο ουσιαστικά στην έννοια του styling – την επιμέλεια του πλαισίου και της ατμόσφαιρας. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία αισθητικής ακρίβειας.Αυτές οι πόλεις, για έναν φωτογράφο αρχιτεκτονικής φωτογραφίας, είναι ό,τι το Χόλιγουντ για έναν ηθοποιό. Μία απίστευτη εμπειρία που δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη, πουθενά αλλού στον κόσμο.
Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις ένιωθα πάντα οικειότητα. Αντίθετα, η Νέα Υόρκη, όπως και το Κάιρο στην Αίγυπτο με παρέσυραν σε εικόνες που δεν συνήθισα ποτέ – εικόνες που απαιτούν άλλη αντίληψη. Όπως και οι αισθήσεις μου δοκιμάστηκαν στα όριά τους, σαν να άγγιζαν μια άλλη διάσταση αντίληψης. Ίσως γι’ αυτό δεν τις ξεπέρασα ποτέ και παραμένουν οι αγαπημένες μου.
Ποια ήταν η ιδέα πίσω από το βιβλίο σας «Houses in Greece: Under the sun» και τι προσπαθήσατε να αναδείξετε μέσα από αυτή τη συλλογή;
Κατά τη μακροχρόνια συνεργασία μου με περιοδικά διακόσμησης και αρχιτεκτονικής είχα την τύχη να δουλέψω με τους καλύτερους στιλίστες εκείνης της εποχής. Εκείνοι επιμελούνταν το περιεχόμενο και το ύφος κάθε φωτογράφισης – είτε επρόκειτο για ένα διαμέρισμα, ένα εξοχικό, ένα ατελιέ ή έναν επαγγελματικό χώρο. Η επιμέλεια του ύφους ήταν για την αρχιτεκτονική φωτογραφία ό,τι είναι το styling για μια φωτογράφιση μόδας: καθοριστική. Το να «ντύσεις» έναν χώρο, να του δώσεις χαρακτήρα, ήταν πάντα μέρος της διαδικασίας. Σε κάθε λήψη υπήρχε μια μικρή σκηνογραφική παρέμβαση, με απόλυτο σεβασμό στον χώρο, ώστε να ενισχυθεί η αισθητική και αφηγηματική του δύναμη.
Με τον Γάλλο στιλίστα Philippe Thébaud συνεργαστήκαμε στενά για πάνω από δέκα χρόνια, κυρίως για την πολυεθνική έκδοση του ELLE Decoration. Η ματιά μας συγχρονίστηκε τόσο φυσικά, που δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια δημιουργική ασφάλεια, η οποία μας έδωσε ελευθερία για να πειραματιστούμε και να ανατρέψουμε πολλές από τις συμβάσεις του χώρου. Ξεστρώναμε κρεβάτια, γεμίζαμε μπανιέρες με σαπουνάδα, αφήναμε άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη, κρεμούσαμε πολυελαίους σε δέντρα. Φαινομενική ακαταστασία, αλλά πάντα αυστηρά σκηνοθετημένη. Παραβιάζαμε συνειδητά τους κανόνες, επειδή τους γνωρίζαμε πολύ καλά.
Το φωτογραφικό λεύκωμα «Houses in Greece: Under the Sun» ήταν δική μου ιδέα και εκδόθηκε το 2022 από τις εκδόσεις Ποταμός. Περιλαμβάνει φωτογραφίες μου από σπίτια σε όλη την Ελλάδα – από αστικές κατοικίες και διαμερίσματα μέχρι εξοχικά και κοσμοπολίτικες επαύλεις. Όλες οι εικόνες προέρχονται από φωτογραφίσεις για το ELLE Decoration, με την αισθητική επιμέλεια του Philippe, ο οποίος επιμελήθηκε και τον σχεδιασμό της έκδοσης.
Ένα άλλο θέμα που ήθελα να αναδείξω, πέρα από την αρχιτεκτονική και την ατμόσφαιρα των χώρων, είναι η διαχρονικότητα αυτών των εικόνων. Αν και γεννήθηκαν στο πλαίσιο περιοδικών εκδόσεων, αυτές οι φωτογραφίες δεν εξαντλούνται στη διάρκεια ζωής μιας (μηνιαίας) έκδοσης. Έχουν τη δύναμη να παραμένουν ζωντανές, να συνεχίζουν να υπάρχουν τυπωμένες σε χαρτί, για πολλά χρόνια μετά. Ένα φωτογραφικό βιβλίο, άλλωστε, είναι για έναν φωτογράφο κάτι πολύ περισσότερο από μια έκθεση. Είναι ένα αρχείο ζωής. Είναι ιστορία.
Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε τη φωτογραφία αρχιτεκτονικής με άλλους τομείς όπως η μουσική και οι παραστάσεις;
Η αρχιτεκτονική φωτογραφία αποτελεί μια παρατεταμένη σπουδή και μελέτη πάνω στην αισθητική και τον σχεδιασμό. Στοιχεία που συναντώνται σε κάθε μορφή φωτογραφίας. Η αυστηρή, σχεδόν πειθαρχημένη προσέγγιση που απαιτεί, λειτουργεί ως βάση για οποιοδήποτε θέμα επιλέξουμε να φωτογραφίσουμε. Η σκηνή του θεάτρου, και σε μεγάλο βαθμό και της μουσικής, ενσωματώνει έντονα στοιχεία αρχιτεκτονικής. Η σκηνογραφία, ο φωτισμός, τα κοστούμια, η χωροθέτηση των ηθοποιών και των καλλιτεχνών στη σκηνή γενικότερα είναι μέρος ενός σχεδιασμού. Όλα αυτά είναι, με έναν τρόπο, αρχιτεκτονική. Μέσα από μια φωτογραφική προσέγγιση που βασίζεται στη δομή και τη φόρμα, αυτά τα στοιχεία αποκτούν ένταση. Η εικόνα αποτυπώνει την κορύφωση της δράσης ή τη δύναμη της σιωπής.
Κάθε λεπτομέρεια στη σκηνή, κάθε αντικείμενο ή βλέμμα, αποκτά το δικό του ξεχωριστό βάρος. Από τις γενικές λήψεις έως τις πιο κοντινές (ένα πρόσωπο, για παράδειγμα), η ένταση της στιγμής αναδεικνύει μια ιδιαίτερη αισθητική. Κι αυτή, φυσικά, δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα ενός σχεδιασμού που ονομάζεται σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης δεν διαφέρει πολύ από τον αρχιτέκτονα: και οι δύο είναι οραματιστές, εγωκεντρικοί ίσως, αλλά ικανοί να πλάθουν και να ελέγχουν δομές και συμπεριφορές για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ίδιο καλείται να κάνει και ο φωτογράφος, είτε πρόκειται για μια θεατρική σκηνή είτε για ένα κτίριο. Να δει, δηλαδή, πέρα από την επιφάνεια και να αποτυπώσει το όραμα.
Τι ρόλο παίζει για εσάς η φωτογραφία στην προβολή και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας;
Η Ελλάδα είναι ένας τόπος γεμάτος ιστορία και πολιτισμό. Η φωτογραφία μάς δίνει τη δυνατότητα να τα φωτίσουμε ξανά, όχι μόνο για να τα προβάλλουμε, αλλά και για να τα κατανοήσουμε εμείς οι ίδιοι βαθύτερα. Είναι, επίσης, ένας τρόπος να κρατήσουμε ζωντανά τα ίχνη του χρόνου. Ο πολιτιστικός μας δεν είναι μόνο τα μνημεία, οι ναοί και τα τοπία – είναι και οι άνθρωποι, τα έργα τους, οι συμπεριφορές τους, όλες οι μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, που γράφουν διαρκώς ιστορία. Οπότε, η φωτογραφία λειτουργεί σαν ένα αποτύπωμα: κρατά κάτι φαινομενικά εφήμερο και το μετατρέπει σε κάτι διαρκές.
Ποια είναι η σημασία της διδασκαλίας και της μεταλαμπάδευσης γνώσης μέσα από την εμπειρία σας ως δάσκαλος φωτογραφίας;
Δίδαξα αρχιτεκτονική και βιομηχανική φωτογραφία στην Ακαδημία Δημιουργικής Φωτογραφίας Leica για δεκαπέντε χρόνια. Η σχέση μου με τους σπουδαστές δεν ήταν ποτέ μονόδρομος. Ήταν ένα ζωντανό πάρε δώσε. Έδινα απλόχερα ό,τι γνώριζα, αλλά την ίδια στιγμή έπαιρνα κάτι εξίσου πολύτιμο: τον παλμό της εποχής, τον τρόπο σκέψης και το βλέμμα μιας νέας γενιάς. Αυτή η αλληλεπίδραση με κράτησε σε εγρήγορση, με ανάγκασε να αμφισβητώ βεβαιότητες και να εξελίσσομαι συνεχώς, όχι μόνο ως φωτογράφος αλλά και ως άνθρωπος. Η διδασκαλία για μένα ήταν (και παραμένει) λυτρωτική. Με συνδέει με την πραγματικότητα, με κρατά γειωμένο και ταυτόχρονα ανοιχτό σε ό,τι έρχεται. Δεν είναι απλώς μια μεταφορά τεχνικών γνώσεων ή εμπειριών. Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης, μία σχέση σεβασμού που πρέπει να χτιστεί από την πρώτη ώρα, πριν καν ακουστεί το πρώτο κουδούνι για διάλειμμα. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για πρώτη εντύπωση.
Δυστυχώς, αρκετοί της γενιάς μου αντιμετώπισαν τη διδασκαλία με αλαζονεία. Εμφανίστηκαν στις αίθουσες «καβάλα στο άλογο», φέρνοντας μαζί το Εγώ τους και τη φράση κλισέ «εσύ δεν είχες γεννηθεί όταν φωτογράφιζα εγώ». Οι σπουδαστές όμως δεν εντυπωσιάζονται από τίτλους ή βιογραφικά. Αν δεν νιώσουν ότι τους κοιτάς στα μάτια, ότι έχεις κάτι αληθινό να τους προσφέρεις, πολύ απλά δεν σε ακολουθούν. Και, πολύ συχνά, σε απορρίπτουν. Έχω δει πολλούς (υποτίθεται) καθηγητές να φεύγουν όπως ήρθαν, χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος. Η διδασκαλία δεν είναι επιβολή. Είναι ακρόαση, εμπιστοσύνη και γενναιοδωρία. Όποιος το ξεχνά αυτό, καλύτερα να μείνει έξω από την αίθουσα.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της φωτογραφίας αρχιτεκτονικής τα τελευταία χρόνια και ποιες νέες τάσεις ή τεχνολογίες θεωρείτε σημαντικές;
Τα τελευταία χρόνια, η φωτογράφιση αρχιτεκτονικών έργων έχει απομακρυνθεί από τη λογική της «στατικής τελειότητας» και έχει στραφεί σε πιο αφηγηματικές, ανθρώπινες και, πολλές φορές, συναισθηματικά φορτισμένες προσεγγίσεις. Δεν αρκεί πια μια καθαρή, τεχνικά άψογη αποτύπωση ενός κτιρίου. Το ζητούμενο είναι να δώσεις στον χώρο ζωή. Να έχει ψυχή. Να δείξεις πώς αναπνέει, πώς αλληλοεπιδρά με το φως, τη σκιά, την παρουσία ή ακόμη και την απουσία του ανθρώπου. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική φωτογραφία καλείται, επίσης, να αναδείξει τη σχέση του έργου με το φυσικό του περιβάλλον. Σε μια εποχή που η οικολογική ισορροπία είναι πιο εύθραυστη από ποτέ, η εικόνα οφείλει να μιλήσει για τη συνύπαρξη του δομημένου και του φυσικού. Όχι με τρόπο επιφανειακό, αλλά με συνείδηση και ευαισθησία.
Η τεχνολογική εξέλιξη –με τη χρήση drones, εργαλείων AI, 3D χαρτογραφήσεων κ.λπ.– έχει ανοίξει νέους ορίζοντες. Οι γωνίες θέασης πολλαπλασιάστηκαν και η προσβασιμότητα σε διαφορετικά ύψη και αποστάσεις δεν ήταν ποτέ ευκολότερη. Όμως η τεχνολογία είναι μέσο, όχι σκοπός. Όταν γίνεται αυτοσκοπός, το αποτέλεσμα κινδυνεύει να χάσει την ουσία του. Γιατί, τελικά, η δύναμη μιας φωτογραφίας δεν βρίσκεται στο εργαλείο, αλλά στη ματιά αυτού που τη δημιουργεί. Είναι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον να επαναφέρουμε το ανθρώπινο μέτρο στην αρχιτεκτονική φωτογραφία, όχι ως «σχήμα» για να δείξει κλίμακα, αλλά ως μέρος του αρχιτεκτονικού αφηγήματος. Όσο για το μέλλον της φωτογραφίας γενικότερα, είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς. Το φαινόμενο του Instagram, οι κάμερες των κινητών τηλεφώνων και η ευκολία πρόσβασης στη λήψη φωτογραφιών, έχουν ανατρέψει τα δεδομένα. Σήμερα, φωτογραφίζουν όλοι. Όλοι, όμως. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – φτάνει να αναγνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πράξη της λήψης και την τέχνη της φωτογραφίας. Το πρόβλημα είναι ότι έχει δημιουργηθεί μια τεράστια κατηγορία εικόνων που δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Είναι κάτι χειρότερο: αδιάφορες και βαρετές. Και η αδιαφορία είναι ο πιο σιωπηλός εχθρός της τέχνης. Όπως λέω συχνά: όταν αγοράζεις μία φωτογραφική μηχανή, γίνεσαι φωτογράφος. Και όταν αγοράζεις ένα πιάνο, έχεις ένα πιάνο. Δεν σε κάνει το μέσο δημιουργό, αλλά η ματιά σου και η δουλειά σου.
Ποια είναι τα πιο δύσκολα και πιο ικανοποιητικά σημεία στη δουλειά σας ως επαγγελματίας φωτογράφος;
Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι, ίσως, η διαρκής ανάγκη να παραμένεις δημιουργικός, ανανεωμένος και αληθινός, ακόμα και σε συνθήκες πίεσης, περιορισμού ή ρουτίνας. Η φωτογραφία, όταν είναι επάγγελμα και όχι χόμπι, απαιτεί πειθαρχία, συνέπεια και αντοχή – όχι μόνο σωματική, αλλά κυρίως πνευματική. Καλείσαι να αποδώσεις με ποιότητα σε περιοχές με μεγάλες απαιτήσεις, ακόμα και όταν δεν υπάρχει έμπνευση, φως, χρόνος ή διάθεση. Κι αυτό, με τα χρόνια, γίνεται μια εσωτερική άσκηση.
Είναι εξαντλητικό να παλεύεις με το φως, αλλά είναι ακόμη πιο κουραστικό το να πρέπει, ξανά και ξανά, να αποδεικνύεις στην αγορά ποιος είσαι. Να παλεύεις με την ανάγκη να δικαιολογείς συνεχώς την παρουσία σου στον χώρο. Από την άλλη, η μεγαλύτερη ικανοποίηση έρχεται όταν οι φωτογραφίες σου δεν είναι απλώς «ωραίες», αλλά συγκινούν και αποκαλύπτουν. Όταν γίνονται «μαγικές εικόνες». Και ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι όταν αυτή η δουλειά αναγνωρίζεται σιωπηλά, όχι απαραίτητα με βραβεία αλλά με εμπιστοσύνη. Όταν σε φωνάζουν ξανά, όχι επειδή είσαι «διαθέσιμος», αλλά επειδή ξέρουν ότι βλέπεις με τρόπο που δεν βλέπουν πολλοί.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια ή πρότζεκτ που θα θέλατε να υλοποιήσετε στο μέλλον;
Από τον Μάιο του 2020 φωτογραφίζω την πρόοδο των εργασιών ανακατασκευής και ανακαίνισης του (πρώην) ξενοδοχείου Χίλτον, στην Αθήνα. Είναι ένα σύνθετο, μεγάλης κλίμακας έργο και έχω την ευθύνη της φωτογραφικής τεκμηρίωσής του καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών. Δυστυχώς, λόγω σύμβασης εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας, δεν μπορώ να αποκαλύψω περισσότερες λεπτομέρειες, ούτε να δείξω φωτογραφίες, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωσή του, που υπολογίζεται στα τέλη του 2025. Εύχομαι όλα να πάνε καλά και τότε να μπορέσουμε να μοιραστούμε το υλικό αυτό. Η εμπειρία είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Η φωτογράφιση σε εργοτάξιο, ειδικά τέτοιου μεγέθους, είναι συχνά εξαντλητική, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Αλλά είναι ταυτόχρονα και μια μεγάλη πρόκληση, μια ευθύνη που αντιμετωπίζω με πλήρη συνείδηση.
Κατά τ’ άλλα, έχω σταματήσει τη διδασκαλία και κάποιες άλλες επαγγελματικές φωτογραφήσεις. Όταν ολοκληρώσω με τη φωτογράφιση του έργο του (πρώην) Χίλτον, θα επιστρέψω σε πιο προσωπικά πρότζεκτ – σε τοποθεσίες και θεματικές που εκκρεμούν μέσα μου εδώ και καιρό. Είναι φωτογραφίες που περιμένουν υπομονετικά τη στιγμή τους. Θα τις προσεγγίσω με φρέσκια ματιά, αλλά και με την εμπειρία που φέρνει η απόσταση, ο χρόνος και η ωριμότητα.
Βασίλης Μακρής [www.vassilismakris.com]
Μέλος της Ε.Τ.Ε.ΚΤ. – Ο.Τ.
Μέλος του ΔΣ (Γενικός Γραμματέας) του Ο.Σ.Δ.Π.Π.Δ.Φ. «ΦΟΙΒΟΣ»
Δειτε περισσοτερα
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Οι Κώστας Μηλιαράς και Γιώργος Παπακώστας μιλούν για το ντεμπούτο των The Dionysians «Να Κάψουμε το Χθες»