Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Θανάσης Καρατζάς - Athens A.M: Η ιστορία της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής
Athens A.M: O Θανάσης Καρατζάς γράφει για την ιστορία της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής και η Δηώ Καγγελάρη σχολιάζει τις φωτογραφίες του
Την άνοιξη του 2005 μετακόμισα στην Αθήνα. Η πιο ενδιαφέρουσα μεριά της είναι το κέντρο. Οι αποστάσεις όλες μπορούν να γίνουν περπατητά. Κυψέλη. Άρχισα να εξερευνώ την πόλη που δεν κοιμάται, παρά μόνο ξεκουράζεται για να φρεσκαριστεί, να αλλάξει ρούχα και να ξαναβγεί. Γοητευτική, ομορφάσχημη. Άναρχη. Ζωηρή.
Έχει έναν τρόπο να σε βάζει στον ρυθμό της ακόμη και αν αλλάζει συχνά. Νέες διευθύνσεις. Παναιτωλίου 25. Ιστορικό κέντρο. Πρώτο ποτό στην πλατεία Καρύτση. Το καλό αλκοόλ σε μέτρο είναι ορός της αλήθειας. Κάθε μέρα διέσχιζα διαφορετικό δρόμο. Άρχισα να την μαθαίνω. Καθώς το φως της ημέρας αποχωρεί, η Αθήνα γυαλίζει.
O Θανάσης Καρατζάς γράφει για το Athens A.M
Το βράδυ όλα μεταλλάσσονται στη ζεστή ατμόσφαιρα. Και δημιουργείται εξωστρέφεια. Αναίσθητοι και ευαίσθητοι στα ίδια μπαρ. Με ξεχειλωμένα ωράρια, σαν να μετρώνται σε εύκαμπτα ρολόγια του Νταλί. Ενδώσαμε. Βάζαμε στην τσέπη μας και γυαλιά ηλίου πριν βγούμε, σε περίπτωση που μας έπιανε η μέρα στον δρόμο.
Αγόρασα μια φωτογραφική μηχανή με φλας που είχα συνεχώς μαζί μου. Κανονικό ημερολόγιο ανθρωπολογίας, σε εικονογραφημένη παράσταση. Έτσι, κάπως τυχαία, θα βόλταρα την Αθήνα κάθε βράδυ. Όπου με έβγαζε η πόλη. Η μουσική της. Τα στέκια. Οι άνθρωποι που την αγαπούν. Ήταν αυτό, ένα καθημερινό ταξίδι μέσα σε μεγάλη νύχτα.
Η σειρά Athens A.M. είναι η ιστορία της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής και της ιδιότυπης κοινωνικότητάς της. Τοποθετημένη στο πέρασμα μεταξύ της αναλογικής και της ψηφιακής εποχής, γεννήθηκε από την προσωπική ανάγκη για μια ακαθόριστη περιπλάνηση, για μια διαρκή παρατήρηση της πόλης και των ανθρώπων της. Η Αθήνα μεταμορφωνόταν ξανά. Χωρίς να αποχωρίζεται τη βουή της, στρεφόταν και προς έναν εκλεκτισμό. Το βίωμα αυτής της μετατόπισης είχε μια αίσθηση εξωτική. Τα πρόσωπα, η ελαφρότητα της διάθεσης, το μερικό άγνωστο, το απρόσμενο, η έλλειψη επιτακτικότητας, τα συναισθήματα. Η ειλικρίνεια. Για χρόνια θα με οδηγούσε η ίδια η πόλη, οι δρόμοι της και εκείνα τα στέκια που κρατάνε ένα κομμάτι της αστικής ιστορίας. Κάθε φωτογραφία ήταν μια προσωπική εμπειρία και μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ανάμεσα σε εμένα και τους γύρω μου.
Η Δηώ Καγγελάρη γράφει για τις φωτογραφίες του Θανάση Καρατζά
Μαύρη σαν του ματιού την κόρη, την κόρη που πίνει το φως – σ’ αγαπώ άγρυπνη νύχτα.
-Μαρίνα Τσβετάγιεβα
Σαν τους ποιητές, ο Θανάσης Καρατζάς θέλγεται από τη νύχτα και αιχμαλωτίζει με τον φακό του τον «μαύρο ήλιο» και τις εκλάμψεις του.
Σε αυτό το βιωματικό ρεπορτάζ, έχει αφομοιώσει πλήρως τη συμβουλή των Σκανδιναβών δασκάλων του: πάνω από όλα, «νιώσε»! Nυχτόβιος flâneur σε μια δωδεκαετή περιπλάνηση, δρασκελά το σύνορο που διαχωρίζει τη μέρα από το σκοτάδι και αφήνεται στην επιθυμία να ζήσει τη νύχτα, να συλλάβει και να μοιραστεί τις πολλαπλές όψεις της. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες που θα χρωματιστούν από το συναίσθημα. Μορφές που αποκαλύπτονται μέσα από το αστραπιαίο φλας, όγκοι, σκιές, διαβαθμίσεις του γκρι μέσα από την αναλαμπή του τεχνητού φωτός.
Μετά τα μεσάνυχτα — Post mediam noctem: Ο ιστός της δραματουργίας υφαίνεται με νήματα του κλειστού και του ανοιχτού χώρου, του άστεως και της φύσης. Σαν σκηνική οδηγία στην αρχή θεατρικού έργου, η πρώτη φωτογραφία με τον ραγισμένο χάρτη του μετρό της Αθήνας δηλώνει τον χώρο της δράσης. Ακολουθούν τα πρόσωπα του δράματος, τα πορτρέτα και οι στιγμιαίες ιστορίες τους. Ένα κορίτσι σηκώνει σαν αυλαία τη φούστα της κρύβοντας το πρόσωπό της. Η παράσταση αρχίζει.
Αντηχήσεις από τα σπήλαια του underground. Θαμώνες στο μπαρ, στο καμπαρέ και σε απροσδιόριστα καταγώγια, νέοι και αιώνια νέοι, μόνοι και μαζί, απαλλαγμένοι από δεσμά χορεύουν, αγκαλιάζονται, μεθούν, μελαγχολούν, παρεκτρέπονται. O φωτογράφος προσέρχεται με ανοιχτή καρδιά στην αναπάντεχη συνάντηση μαζί τους αναλαμβάνοντας τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο φευγαλέο και την ανάμνηση. Το ακονισμένο βλέμμα διαπερνά το κέλυφος της πραγματικότητας, το οικείο γίνεται παράξενα ανοίκειο. Έκσταση, πόθος, ερωτισμός. «Το υποσυνείδητο εκδικείται τη νύχτα». Ένας άντρας με τεράστιο ψάθινο καπέλο, ένας τρανς με κομμένο στήθος πλάι σε ξέφρενα γελαστά κορίτσια και ηδονικά ζευγαρώματα απογειώνουν μια θεατρικότητα αμφισβήτησης και παράβασης. Το αλκοόλ μετονομάζει τη λαχτάρα για αχαλίνωτη ελευθερία και ο φακός καταγράφει βαθμίδες της μέθης από τις πρώτες νηφάλιες σταγόνες και την ανοδική ευφορία του πότη στην «κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη», που θα έλεγε ο Παπαγιώργης, και την πτώση σε καναπέδες και σε πατώματα.
Η ίδια αγαπητική ματιά πάνω στα πράγματα και την υλικότητά τους μεταμορφώνει το ευτελές σε ποιητική νεκρή φύση: σταχτοδοχείο με αποτσίγαρα, σβησμένα κεριά σε αυτοσχέδια τούρτα, ποτήρι με παγάκια, ξεχειλισμένος κάδος απορριμμάτων πλάι σε νιπτήρα.
Κοντά και ταυτόχρονα μακριά εστιάζεται σε έμψυχα και άψυχα, στη μοναδικότητα μιας ανθρώπινης φυσιογνωμίας, σε ένα καλοχτενισμένο afghan hound ή σε μια πεταλούδα στην άσφαλτο.
Αισθήσεις και συγκινήσεις αποτυπώνονται σε πρόσωπα και τοπία, σε μοναχικές και ομαδικές συμπεριφορές. Πλευρές της μοναξιάς και της βίας καταγράφονται σε βραδινές εξόδους στο μετρό, το σινεμά και τον δρόμο, μέσα από σκεπτικούς συνεπιβάτες, μοναχικούς θεατές στην άδεια αίθουσα και συμπλοκές νεανικών ομάδων στο σκοτάδι. Η καθημερινότητα απογειώνεται τη στιγμή που μια φελινική γυναίκα με μακρύ, σαν θεατρικό κοστούμι, φόρεμα με ουρά διασχίζει τη λεωφόρο, όταν η άνοιξη φυτρώνει πάνω σε ένα αυτοκίνητο που μόλις διακρίνεται ή όταν το χιόνι σαν έναστρος ουρανός πέφτει πάνω από στέγες και ταράτσες.
Σ’ αυτή τη μαγική γεωγραφία, οι άδειοι δρόμοι με τα εναέρια καλώδια και τον έφιππο μέγα Αλέξανδρο μοιάζoυν απόκοσμοι. Τοπόσημα της Αθήνας, όπως ο δρομέας, αποκτούν μέσα στον μισοσβησμένο περιβάλλοντα χώρο μια εξωπραγματική διάσταση· θαμπά μπαλκόνια συνομιλούν με τα πυροτεχνήματα που δεσπόζουν πάνω από την πόλη· σαν φωτισμένες βαρκούλες, οι κρεμασμένες πλαστικές σακούλες με το συσκευασμένο φαγητό περιμένουν με τρυφερότητα τους απογόνους του παπαδιαμαντικού ανέστιου και πλάνητα. Μέσα από το παιχνίδι με το φως, αχνές φιγούρες και θραύσματα προσώπων διαγράφονται στο σκοτάδι, νυχτερινά ζωύφια φανερώνονται μέσα από το φλας.
Με το πηγαίο του ένστικτο, ο καλλιτέχνης αιφνιδιάζει ό,τι τον κεντρίζει, αναδεικνύει τις ηλικιακές αντιθέσεις, την απτή στάση ενός σώματος, την εκφραστικότητα του ανθρώπινου κορμού φωτογραφημένου από πίσω, χωρίς τη δύναμη του βλέμματος, όπως το παραδομένο κορμί ενός μέθυσου ή η κίνηση των νεανικών σωμάτων ενώ σκαρφαλώνουν στα συρματοπλέγματα. Ιδιαίτερη είναι η σπουδή στην ανθρώπινη πλάτη: μια ιδρωμένη πλάτη μέσα από τους καπνούς, η πλάτη ενός ζευγαριού· ενός κοριτσιού που χάνεται στις φυλλωσιές. Σε τούτες τις αξημέρωτες βραδιές, τα γιορτινά μπαλόνια μέσα από τον μισάνοιχτο κάδο των σκουπιδιών υπαινίσσονται τον δικό τους υπαρξιακό διάλογο, αυτόν που ξορκίζει το αγκαλιασμένο ζευγάρι στο χορτάρι ή η χαρά και η ομορφιά των κοριτσιών μέσα στα σκοτεινά θαλασσινά νερά. Ποιητής της φωτογραφίας, ο Θανάσης Καρατζάς δίνει φωνή στο ανείπωτο μυστήριο και μια υπόσχεση πρόσκαιρης αθανασίας στον ανώνυμο νυχτερινό του θίασο.
Εγκαίνια έκθεσης: Σάββατο 29.06.2024, στις 20:00 μ.μ.
Διάρκεια: Ως 13 Ιουλίου
Δειτε περισσοτερα
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού