Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
The Last Drive με τα μάτια του Δημήτρη Μυλωνά
The Last Drive: Overloaded – Συνέντευξη με τον φωτογράφο Δημήτρη Μυλωνά για το λεύκωμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ
Μακριά από τη μαζική κουλτούρα ο Δημήτρης Μυλωνάς ζει underground και φωτογραφίζει rock 'n' roll χρόνια και ζαμάνια. Στα μέσα των 80s θα περάσει από την κινηματογραφική σχολή της Ευγενίας Χατζίκου και θα γνωρίσει τον κόσμο των καρέ. Η επαφή του με το συγκρότημα The Last Drive θα τον οδηγήσει σε μία γκαζωμένη συνεργασία που κρατά δεκαετίες. Μουσικοί, ηλεκτρισμένες ατμόσφαιρες, ιδρωμένα σώματα, φίλοι-οπαδοί-συνταξιδιώτες, κλικ. Το λεύκωμα «The Last Drive: Overloaded», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ, αποτυπώνει στις 194 σελίδες του με δεκάδες φωτογραφίες την ιστορία αυτού του μοναδικού συγκροτήματος. Με μερικά τηλέφωνα, ένα χαμένο ραντεβού και μερικά mails, ο Δημήτρης Μυλωνάς aka Milo, βρήκε απαντήσεις και επέλεξε μερικές φωτογραφίες – μαζί με κάποιες αδημοσίευτες, για να δώσει σε κάθε ενδιαφερόμενο τη μεγάλη εικόνα.
Θυμάστε την πρώτη σας γνωριμία με τους Last Drive; Τι σας έκανε εντύπωση;
Πρώτη γνωριμία το 1986 στο Κύτταρο Club. Έχοντας μοιραστεί τη σκηνή με τους Watermelon Man σε μια καταιγιστική performance όπου ενώ η μπάντα τζαμάρει ανεβαίνει μαζί τους στην σκηνή ως special guest o Mick Blood της Αυστραλέζικης μπάντας Lime Spiders και η μαγική αυτή βραδιά απογειώνεται. Για την ιστορία αναφέρω ότι με τον Mick Blood εκτέλεσαν το «You’re Gonna Miss Me» και το «Have Love Will Travel» καθώς και το «Sidewalk Stroll» βάζοντας δικούς του στίχους. Στο τέλος του live κατέβηκα στα καμαρίνια αυθόρμητα για να τους συγχαρώ και έτσι έγινε η πρώτη μας γνωριμία. Το καλοκαίρι του 1991 μετά την περιοδεία τους με τους Dead Moon στη Γερμανία, κάνουν live στον Λυκαβηττό. Νιώθοντας την ανάγκη να γνωριστούμε επίσημα πλέον συστήνομαι στον Αλέξη και τον Χρήστο ως μεγάλος fan της μπάντας με την ιδιότητα του φωτογράφου και τους εκφράζω την έντονη επιθυμία μου για συνεργασία. Πράγμα που συνέβη τον επόμενο κιόλας χρόνο.
Θυμάστε την πρώτη σας φωτογραφία για τους Last Drive;
To βιβλίο ξεκινά με την πρώτη μου φωτογραφία το 1987 στο MADD στη Συγγρού όπου και πήγα για να τους φωτογραφίσω. Έτσι προσθέτω στο αρχείο μου το πρώτο φιλμ των Last Drive ικανοποιώντας την έντονη ανάγκη μου να τους δω φωτογραφημένους.
Τι πιστεύετε ότι κάνει τους Last Drive μια μοναδική μπάντα;
Η μπάντα αγγίζει σχεδόν τα 40 χρόνια πορείας με μεγάλη δισκογραφία, με περιοδείες στο εξωτερικό και συμμετοχές σε πολλές συλλογές. Αλληλέγγυοι σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες διαμορφώνουν από νωρίς έναν έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Ως πρωτοπόροι για τα ελληνικά δεδομένα παραδίδουν από τα πρώτα τους κιόλας βήματα ένα άτυπο manual για το DIY σε σχέση με την παραγωγή δίσκων και τη στουντιακή διαδικασία. Στις εκρηκτικές τους εμφανίσεις διαδίδουν επίσης τη φιλοσοφία του Underground. Ταυτίστηκα από τα πρώτα ήδη δείγματα γραφής τους με την ώριμη αισθητική τους. Οι γνώσεις τους γύρω από τις διάφορες μορφές κουλτούρας και υποκουλτούρας της λεγόμενης «γραμματείας του Underground» με αναφορές στον κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία και τα κόμικ, με τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που εμπεριέχουν, με επηρέασαν βαθύτατα.
Στο λεύκωμα «The Last Drive: Overloaded» ξεκινάτε με καρέ από τις εποχές του Μadd Club και του Ρόδον φτάνοντας στο σήμερα. Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τις φωτογραφίες της έκδοσης;
To βιβλίο είναι στημένο με την λογική του timeline που σηματοδοτεί τις παράλληλες πορείες μας μέσα στον χρόνο χτίζοντας την «Αυτοκρατορία του θορύβου και του ηλεκτρισμού». Μεταφέρω κομμάτια αγαπημένων στιγμών σε μια αφήγηση για την μπάντα της καρδιάς μου. Όλο το υλικό είναι αγαπημένες στιγμές που χαρακτηρίζονται από το ομαδικό πνεύμα, την ελευθερία και την απογείωση των rock 'n' roll συναισθημάτων μας «κλείνοντας το μάτι» σε όλη την ανεξάρτητη σκηνή. Ενδεικτικά αναφέρω τους πιο παλιούς μα εξαίρετους: Γιάννη Αγγελάκας, Δημήτρης Πουλικάκος, Σπυριδούλα, Dead Moon, Fleshtones, με τους οποίους συνεργάστηκε η μπάντα σε σημαντικές εμφανίσεις όπως στο «Unplugged» (2016) & και «30 χρόνια (A)live» (2013), μέχρι τους νεότερους Deus Ex Machina, Nightstalker, Villa 21, Rockin’ Bones, Honey Dive, Make Believe, The Earthbound, Φώτης Σιώτας, Γιάγκος Χαιρέτης, Καθαρός Χαλκός, 700 Machines, Anfo.
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη διαδικασία προετοιμασίας της έκδοσης;
Το εγχείρημα αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό συνεπάγεται μια μεγάλη ευθύνη όσον αφορά το ίδιο το βιβλίο για την ακριβή καταγραφή των γεγονότων αλλά και της ιστορίας της μπάντας την οποία αφορά. Το προσχέδιο του βιβλίου ήταν ήδη ώριμο στο μυαλό μου δεν είχα φανταστεί όμως τις δυσκολίες που θα συναντούσα στην υλοποίηση όλων των σταδίων που διαμόρφωσαν το τελικό αποτέλεσμα. Η αφαιρετική ματιά αποδείχτηκε σωτήρια στην πορεία δημιουργίας του βιβλίου αυτού. Με την ευκαιρία αυτή που μου δίνεται θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα από όλους τους Last Drive για τη στήριξή τους, τις εκδόσεις Οξύ και τον φωτογράφο Νίκο Μάρκου για την πολύτιμη συμβολή του στο όλο εγχείρημα, τον Παύλο Φυσάκη για τα σκαναρίσματα, τη ΒΑΒΕΛ για το μεγάλο τους ενδιαφέρον, τον γραφίστα Πάρη Κoύτσικο που το «έστησε», την underground σκηνή για την έμπνευση και τέλος την οικογένειά μου για τη στήριξη που μου έδωσε.
Από «πέμπτο μέλος» της μπάντας γίνατε ο φωτογράφος μιας ολόκληρης σκηνής. Πώς συνέβη;
Οι Drive για εμένα ήταν και παραμένουν cult μπάντα. Από το 1983 έως το 2019 έχοντας περάσει από πολλούς τροχούς το όχημά τους παραμένει άφθαρτο και δυνατό. Πάντα κάτι περισσότερο μας έδιναν ό,τι και αν γινόταν. Μετά το 1992 κάνοντας promo pics στο studio για το «Fuckhead Entropy» υπάρχει μια καλή υποδοχή για το αποτέλεσμα της συνεργασίας και αυτό δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στον underground χώρο με προτάσεις για νέες συνεργασίες που οι περισσότερες υλοποιούνται. Έχω ήδη ενσωματωθεί στην «σκηνή» αργά μα σταθερά και η παραγωγή εικόνων συνεχώς αυξάνεται. Ενδεικτικά θα αναφέρω τους Nightstalker, Deus Ex Machina, Honey Die, Terminal Curve, The Earthbound, Dread Astaire, Spiral Drift, The Jet Black κ.α. Αλληλεπίδραση και αυτοπεποίθηση χτίζονται όλα αυτά τα χρόνια.
Η λήψη μιας ζωντανής συναυλίας μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τη λήψη μιας προωθητικής φωτογραφίας για ένα άλμπουμ, ένα πόστερ ή ένα εξώφυλλο περιοδικού. Τι προτιμάτε περισσότερο και γιατί;
Είναι διαφορετική αντιμετώπιση με κοινό παρανομαστή το ηχητικό έργο του κάθε καλλιτέχνη. Μελετώντας στα περισσότερα στάδια από τις πηγές που μπορώ να έχω πρόσβαση (live, πρόβες, στουντιακές εγγραφές) έτσι διαμορφώνω τις λήψεις που πρέπει να κάνω για τις promo pics. Ενώ στα live οι στιγμές κορύφωσης ενός ρεφρέν ή κάποια solos πυροδοτούν και την δική μου ενέργεια με οδηγό πάντα το φώς και σκιά του. Τα αγαπώ και τα δύο σαν διαδικασίες.
Είστε εξαιρετικός τόσο στις ασπρόμαυρες όσο και στις έγχρωμες λήψεις. Έχετε κάποια αδυναμία;
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια! Έχοντας «σπουδάσει» ειδικά τα πρώτα χρόνια στην Β&W γραμματεία της φωτογραφίας προχωρώντας σταθερά ασπάστηκα και την έγχρωμη μορφή της. Έχοντας εμπνευστεί από τον κινηματογράφο δεν είχα ποτέ υποτιμήσει κανένα από τα δύο. Τα αγαπώ και τα υιοθετώ κατά το δοκούν. Αδυναμία έχω τα τελευταία χρόνια στα οριζόντια κάδρα, στον 50mm φακό (normal) και χωρίς πολλά photoshop επίσης. Βασική μου αρχή είναι ότι οι φωτογραφίες πρέπει να είναι απλές γιατί πιστεύω ότι έτσι αντέχουν καλύτερα στον χρόνο.
Σαν τύπος που βρίσκεστε γύρω από τα stages, σας «φτιάχνει» αυτή η διαδικασία;
Φυσικά. Οι στιγμές της έναρξης των live μου δίνουν μια εγρήγορση και μια χαρά ειδικότερα σε μουσικούς που αγαπώ και θέλω να καταγράψω. Ξεκινά το κυνήγι του φωτός, ο ρυθμός υπαγορεύει και η κορύφωση του ρεφρέν ή τα σόλο των οργάνων δημιουργούν μια διάθεση έμπνευσης και μια ανάγκη για συμμετοχή στα δρώμενα με τον δικό μου τρόπο. Η μουσική που παράγεται παρασύρει τη δημιουργική μου διάθεση και οι εικόνες προκύπτουν ελεύθερα.
Ποια είναι η αγαπημένη σας φωτογραφική μηχανή και γιατί;
H Νikon F3 μοντέλο του 1980, μια ΝIKORMAT του 1967 και η CANON EOS 1 του 1994 ήταν οι πιο μάχιμες άρα και οι πιο αγαπημένες, αναλογικά μιλώντας… Στην ψηφιακή εποχή, η Canon 5D Mark ii είναι από τις αδυναμίες μου. Βασίστηκα σε αυτές και συνεργαστήκαμε όμορφα.
Το 2024 φτάνει, όλοι έχουν μια φωτογραφική μηχανή στο τηλέφωνó τους. Τι θα λέγατε σε ένα παιδί που ψήνεται να γίνει φωτογράφος;
Θα πρότεινα να ξεκινήσει μαθαίνοντας τις βασικές αρχές της φωτογραφίας από tutorials που πλέον κατακλύζουν το διαδίκτυο. Το «how to make» είναι οδηγός για κάθε πληροφορία. Θα ήταν καλό επίσης να αναζητήσει δουλειές σπουδαίων φωτογράφων. Ο κινηματογράφος προσωπικά με βοήθησε πολύ έχοντας φυσικά την αίσθηση της παρατήρησης των κάδρων και των φωτισμών. Η street photography είναι ένα σχολείο από μόνη της, ακόμη και τα πορτραίτα έχουν πολύ ενδιαφέρον. Το φως είναι ο οδηγός όλων των φωτογράφων. Τέλος θα πρότεινα να αποκτήσει μια έστω φθηνή και μεταχειρισμένη DSLR με έναν φακό 50mm (normal) και έναν ευρυγώνιο 28mm για να τραβάει συχνά για εξάσκηση, έτσι πιθανόν βρει τι ακριβώς θέλει να κάνει…
Δειτε περισσοτερα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας
Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;