Φωτογραφια

Γιάννης Χατζηασλάνης, Visitations: 50 μουσεία της Αττικής μέσα σε ένα μουσείο!

Μια συζήτηση με τον flaneur φωτογράφο για τα μυστικά του υπερμουσείου του.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Χατζηασλάνης: Συνέντευξη με τον φωτογράφο για την έκθεση Visitations στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα του Δήμου Αθηναίων.

Το Visitations του Γιάννη Χατζηασλάνη δεν είναι μόνο μια έκθεση φωτογραφίας, αλλά κάτι πιο σύνθετο. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μεν μια συλλογή εικόνων από μουσεία της Αττικής, ένα σύνολο από χώρους, δωμάτια, βιτρίνες, εκθέματα και αντικείμενα που απαθανάτισε στις επισκέψεις του, αλλά η ολότητά τους στην ουσία συνθέτει ένα υπεραττικό μουσείο!

Το Visitations, που φιλοξενείται στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα του Δήμου Αθηναίων σε επιμέλεια των Χριστόφορου Μαρίνου και Βαγγέλη Ιωακειμίδη, είναι εμπειρία για τον θεατή. Το έργο, μέσω της διαδικασίας της συσσώρευσης, εξελίσσεται, οι εικόνες του μεγάλου μωσαϊκού που παρουσιάζει ο καλλιτέχνης λειτουργούν σαν ένα μουσείο εντός ενός άλλου μουσείου, μια συλλογή από συλλογές, ένα παιχνίδι όπου το πραγματικό με το φαντασιακό συγχωνεύονται και οι ιστορικοί συνειρμοί εμπλέκονται με τους προσωπικούς.

Περιδιαβαίνοντας την έκθεση, δεν γίνεσαι μόνο αποδέκτης επιλεγμένων πληροφοριών από τα πενήντα μουσεία της Αττικής που επισκέφτηκε ο καλλιτέχνης. Σιγά σιγά, συνειδητοποιείς πως μπορείς να εμπλακείς και εσύ μέσα στη μεγάλη ιστορία που διηγούνται, να στήσεις ολότελα δικές σου αναγνώσεις. Οι πληροφορίες αποκτούν έτσι νέα αξία, ο θεατής τις διαχειρίζεται, τις κρίνει, τις συνδυάζει και τις κατακερματίζει, αρκεί να αποφασίσει να ενεργοποιήσει τον εαυτό του. Αναμνήσεις, εικόνες, ήχοι, συναισθήματα, η λέξη-κλειδί είναι συνδέσεις, όπως γράφει και ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης, ένας από τους δύο επιμελητές.

Η συνέχεια στον Γιάννη Χατζηασλάνη: ο καλλιτέχνης φωτογράφος σε ρόλο ξεναγού με μυεί στο πολύπλοκο σύμπαν της έκθεσής του, που αναμφίβολα είναι κάτι μοναδικό για τα τρέχοντα εικαστικά δρώμενα της Αθήνας.

The Hold, © Γιάννης Χατζηασλάνης

Πάμε με από την αρχή. Με μια κάμερα αναλογική, επισκέπτεσαι μουσεία της Αττικής και φωτογραφίζεις βιτρίνες, εκθέματα και αντικείμενα. Αυτό συμβαίνει γιατί από την αρχή είχες την ιδέα να τα αρχειοθετήσεις υπό τη μορφή μιας θραυσματικής αφήγησης ή είναι κάτι που πρόεκυψε στη συνέχεια; Ποιο το παρασκήνιο αυτής της έκθεσης;
Ξεκίνησα να φωτογραφίζω συστηματικά μέσα σε μουσεία το 2016. Αφότου έγινα δεκτός στο Εικαστικό Επιμελητήριο Ελλάδος, μου χορηγήθηκε μια ταυτότητα, η οποία δίνει στα μέλη πρόσβαση στα μουσεία του δημοσίου και στους αρχαιολογικούς χώρους. Είπα λοιπόν να επισκεφτώ μουσεία στα οποία δεν είχα πάει ποτέ, ξεκινώντας από μικρότερα και λιγότερο γνωστά, κουβαλώντας μαζί μου μια μικρή αναλογική μηχανή τσέπης. Πρωταρχικό κίνητρο θα έλεγα ήταν η εξερεύνηση των χώρων και των αφηγήσεων που προσφέρουν τα μουσεία, οι ιστορίες του τόπου, καθώς και μέσα στην πορεία, η πρόκληση και η συνάντηση με το απρόσμενο.


Στη συνέχεια, μέσα στα χρόνια, διεύρυνα το πεδίο μου και σιγά σιγά πέρασα από τα περισσότερα μουσεία της πόλης και της περιφέρειας μαζεύοντας, ή καλύτερα «δημιουργώντας» εικόνες, περισσότερο ως μια συλλεκτική διαδικασία - κάποιες φορές λειτουργώντας με τον νου, άλλες με το συναίσθημα. Εάν τα μουσεία εκθέτουν θραύσματα, τότε η φωτογράφησή τους τα μεταμορφώνει σε θραύσματα θραυσμάτων, επιλογές επιλογών. Είναι μια απόλυτα επιλεκτική δραστηριότητα. Η δημιουργία των ομάδων και των αφηγήσεων έγινε αργότερα, μετά από τη συσσώρευση πολλών εικόνων, την περίοδο του lockdown. Αυτός που έκανε την εμφάνισή του από τις αρχές του project ήταν ο τίτλος. Η λέξη και έννοια Visitations, στα αγγλικά, δεν σημαίνει απλά επίσκεψη, αλλά και στοιχείωμα, μια συνάντηση με το φαντασιακό, με το φαντασμικό, με το υπερκόσμιο.

Ο νους ονειρευόταν. Ο κόσμος ήταν το όνειρό του. Τι όνειρα κρύβονται μέσα στο μεγάλο μωσαϊκό που βλέπει ο επισκέπτης, αλλά και πώς μετά «τεμάχισες» τα συμβάντα και τις μνήμες στις «υποενότητες» αυτού του ονείρου, όπως το διηγούνται τα ράφια του «Μελίνα»; Έχω την εντύπωση πως λειτουργούν, κατά κάποιο τρόπο, σαν αρχεία του;
Το μωσαϊκό που εκτίθεται στο «Μελίνα» κατασκευάστηκε τελευταίο, σε μεταγενέστερο στάδιο από τη δημιουργία των μικρότερων ομάδων. Στα δικά μου μάτια λειτουργεί σαν μια βάση δεδομένων, η οποία περικλείει τον χώρο και τον χρόνο, την «Ιστορία», και η οποία δεν είναι απόλυτη στη διαμόρφωσή της. Κατά έναν τρόπο είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη, όπως και ο κόσμος μας, και μπορεί να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες προσθήκες εικόνων. Οπότε το μωσαϊκό λειτουργεί σαν ένα αρχείο μέσα από το οποίο μπορείς να ανακαλύψεις πολλές εξιστορήσεις αλλά και να δημιουργήσεις «άλλες» αφηγήσεις. Εδώ, αν θες να ταξιδέψουμε λίγο, με ενδιαφέρει και η επιστημονική θεωρία της διατήρησης της πληροφορίας στον ορίζοντα γεγονότων (event horizon) μιας μαύρης τρύπας. Δηλαδή ότι η πληροφορία μέσα στο σύμπαν δεν χάνεται, αλλά μπορεί, σε μια τέτοια κατάσταση, να διατηρηθεί και να συνυπάρξει μαζί με άλλες με τη μορφή ενός ολογράμματος, σαν ένας συμπαντικός σκληρός δίσκος.


Οι ομάδες δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο του εγκλεισμού. Απλώνοντας μικρά τυπώματα πάνω σε ένα τραπέζι για ένα μεγάλο διάστημα, ξεκίνησα να οπτικοποιώ συνδέσεις, συνάψεις και να κατασκευάζω ομάδες εικόνων, γύρω από τίτλους και έννοιες, παίρνοντας υπόψη σκέψεις, βιώματα, αναγνώσματα, ταινίες, όνειρα, κ.α. Καθ’ όλη τη διάρκεια, δεν ακολούθησα κάποια ταξονομική ή οργανωτική αρχή. Κάποιες φορές σκέφτηκα και προχώρησα σε ομαδοποίηση και άλλες φορές συνέβη το αντίστροφο. Οι τίτλοι των ομάδων δεν αποσκοπούν στο να συνταχθεί κάποιο ευρετήριο του κόσμου ή κάτι παρεμφερές. Θα τις χαρακτήριζα ως μια επανεξέταση, ένα παιχνίδι γύρω από τα μουσειακά αναγνώσματα και τις ερμηνείες, ένα πάντρεμα του ορθολογικού με το φανταστικό. Όπως πολύ όμορφα διατύπωσε και ο Σβορώνος στην «Κληρονομιά της Γλαύκας» του Chris Marker, ο λόγος και ο μύθος μάλλον λειτούργησαν ως συνοδοιπόροι ως προς τον τρόπο που ο άνθρωπος προσπάθησε να μορφοποιήσει τον κόσμο. Νομίζω πως κάπου εκεί μέσα κατοικεί και το όνειρο.

Φωτογραφίες του Γιάννη Χατζηασλάνη από την έκθεση Visitations στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα του Δήμου Αθηναίων

Ο Χριστόφορος Μαρίνος βρίσκει στη δουλειά σου αναγνώσεις του Μπένγιαμιν και του Αντόρνο, ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης ανατρέχει στην κουλτούρα των Cabinets of curiosity και στην κουβέντα εσύ ανέφερες τον Μπόρχες. Εγώ θα βάλω στο παιχνίδι και τον Μαλαρμέ. Αν όλος ο κόσμος, όπως είπε, μοιάζει σαν να υπάρχει για να χωρέσει σε ένα μεγάλο βιβλίο, θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο αν, αντί για τη λέξη βιβλίο, χρησιμοποιήσω τη λέξη μουσείο;
Από όσο γνωρίζω, αυτό που βλέπω κοινό ανάμεσα στη δική μου δουλειά και στον άθλο που έβαλε στον εαυτό του ο Μαλαρμέ προσπαθώντας να συντάξει Το Βιβλίο, είναι οι συνάψεις, οι σχέσεις, οι πολλαπλότητες, το παιχνίδι. Όπως και ένα μουσείο που είναι ανοικτό στο να διευθετηθούν «μονολιθικά» αντικείμενα με διαφορετικούς τρόπους, έχει τη δυνατότητα να αφηγείται πάντα κάτι άλλο.


Ένα βιβλίο μπορεί να είναι μουσείο, όπως και το αντίστροφο. Αλλά ο κόσμος αλλάζει, εξελίσσεται (δεν θα έλεγα προοδεύει) συνεχώς και δεν μπορεί να χωρέσει σε κανένα βιβλίο και σε κανένα μουσείο. Ισως είμαστε εμείς οι ίδιοι το μουσείο, ένα ζωντανό μουσείο. Για να επιστρέψω και στον Borges, ο κόσμος μάλλον μοιάζει να είναι και ο τόπος, και ο χάρτης.
Και πάνω στη φύση των μουσείων, μου γεννιούνται και άλλα ερωτήματα. Όπως, για παράδειγμα, τι είναι ένα μουσείο χωρίς εκθέματα; Διάβασα, ότι στο εθνικό μουσείο της Γουιάνας υπήρχε ή υπάρχει ακόμη μια αίθουσα άδεια, διαχωρισμένη με ένα χρυσό κορδόνι. Στο κέντρο της έχει τοποθετηθεί ένα βάθρο καλυμμένο με βασιλικό, κόκκινο ύφασμα. Η αίθουσα αυτή είναι αφιερωμένη στα πνεύματα και τα φαντάσματα του έθνους.

Το Σπήλαιο του Πλάτωνα / Γιάννης Χατζηασλάνης

Πλήρης κατάργηση του χρόνου! Θέλω να πω πως, ανεξαρτήτως της συλλογής του κάθε μουσείου που επισκέφθηκες και στην οποία, μέσω των εκθεμάτων, αντανακλώνται ταξινομημένες συγκεκριμένες χρονικές περίοδοι, στο Visitations επικρατεί η αχρονία! Ας το θέσω αλλιώς: το Visitations καταργεί τη γραμμική χρονική αφήγηση και την  ανακατασκευάζει σε κάτι άλλο. Έτσι νιώθω. Ιδέα μου;
Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η συγχρονικότητα είναι ένα στοιχείο που επιδίωξα από την αρχή - μια χρονοκάψουλα-καθρέφτης. Εμείς ακριβώς κάθε πότε αντιλαμβανόμαστε την παρούσα στιγμή; Πού κατοικούμε καθημερινά, στο παρόν, στο μέλλον ή στο παρελθόν; Εάν ο χρόνος είναι η μονάδα μέτρησης των αλλαγών μέσα στον κόσμο, τότε η αχρονία δεν είναι παύση, πάγωμα, αλλά μια διαφορετική διευθέτηση. Σε μια προσωπική συλλογή, σε αντίθεση με τη γραμμική, ορθολογική παρουσίαση εκθεμάτων που προσφέρει ένα μουσείο, όταν αναμειχθούν ετερόκλητα εκθέματα, διαφορετικής φύσης, χρήσης και εποχής, κάτι συμβαίνει, κάτι λαμβάνει χώρα. Τα εκθέματα επικοινωνούν και συνδιαλέγονται  μεταξύ τους με τρόπους αλλιώτικους, μέσα από τα μάτια μας. Η συλλογή αντικαθιστά τον χρόνο.


Ένα χαρακτηριστικό του χρόνου το οποίο γνωρίζουμε, είναι πως επιταχύνεται ή επιβραδύνεται ανάλογα με το εκάστοτε βαρυτικό πεδίο. Όπου μεγαλύτερη μάζα, ο χρόνος κυλάει πιο αργά. Ένας υπότιτλος που έχω χρησιμοποιήσει σε μια ομάδα εικόνων, προέρχεται από την «Νοσταλγία του Φωτός» του Γκουσμάν. Στο τέλος της ταινίας, ο αφηγητής μας λέει πως η μνήμη κατέχει βαρυτική δύναμη και μας έλκει διαρκώς. Στην έρημο της Ατακάμα, οι αρχαιολόγοι που μελετούν την προϊστορία, οι άνθρωποι που ψάχνουν τα οστά των συγγενών τους, θυμάτα των στρατοπέδων του Πινοσέτ, και οι αστρονόμοι που παρατηρούν το διάστημα, έχουν όλες/οι το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν.

THE WORLD WITHOUT TIME, © Γιάννης Χατζηασλάνης

Θεωρητικά, αυτό είναι ένα έργο που μπορεί να ανανεώνεται και να μην τελειώσει ποτέ, εφόσον δυνητικά μπορεί να εμπλουτίζεται συνεχώς. Και όχι μόνο με προσθήκες εικόνων και από άλλα μουσεία της ελληνικής επικράτειας (εντός και εκτός Αθηνών), αλλά και από επισκέψεις σε μουσεία του κόσμου. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου; Θα μπορούσες σε όλη την υπόλοιπη καλλιτεχνική ζωή σου να το εμπλουτίζεις και να το εμπλουτίζεις και να το εμπλουτίζεις... Το σκέφτεσαι ή απλώς αυτό ήταν και τα επόμενα σχέδιά σου σε πηγαίνουν κάπου αλλού;
Σίγουρα αυτή η δουλειά έχει την προοπτική να γίνει έργο ζωής, όπως το περιγράφεις. Κάνω διάφορα σενάρια, αλλά περιμένω να δω πώς θα ανταποκριθεί ο κόσμος σε αυτή την πρώτη παρουσίασή της. Έχει πιστεύω κάτι το οικουμενικό. Δεν απευθύνεται σε εξειδικευμένο κοινό, και ο καθένας μπορεί να δει, να προβάλει, να ταυτιστεί και να πάρει κάτι από αυτήν. Για μένα θα έχει επίσης ενδιαφέρον πώς θα αντιμετώπιζαν άνθρωποι των μουσείων του εξωτερκού μια τέτοια συλλογή, προερχόμενη από την Ελλάδα. Οπότε ναι, προς το παρόν δεν έχω άμεσα σχέδια που να με πηγαίνουν σε άλλα μονοπάτια, νομίζω πως έχουμε ακόμη δρόμο.

THE ONES WHO CAN REMEMBER EVERYTHING, © Γιάννης Χατζηασλάνης

Δώσε μου τρία αθηναϊκά μουσεία, μη θεσμικά και με λιγότερη προσέλευση από τα συνηθισμένα, που το περιεχόμενό τους σε εντυπωσίασε; Είναι μια καλή ευκαιρία για τους αναγνώστες αλλά και για τους θεατές της έκθεσής σου να επισκεφθούν και τα small is beautiful της πόλης, πέραν των καθιερωμένων.
Χμ, μου βάζεις δύσκολα... Στα γρήγορα λοιπόν, θεσμικά ή μη, Μουσείο Αφής, Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών.

Τι γίνεται με τη φωτογραφία στην Αθήνα; Νομίζω πως το τοπίο εκρήγνυται, ομάδες και ιδιώτες είναι ενεργοί, αλλά κάπου όλα αυτά δείχνουν μπιζ μπιζέ. Παρακολουθείς τη «σκηνή»; Κι αν θέλεις, δώσε μου μερικούς «πυρήνες» (άτομα και κολεκτίβες) που παρακολουθείς τη δουλειά τους.
Τα τελευταία χρόνια έχει σίγουρα ανέβει πολύ το επίπεδο στη φωτογραφία, και όχι μόνο στην Αθήνα. Γενικά μιλώντας, καμία σχέση με αυτό που ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Κάθε τόσο βλέπω και περισσότερους νεότερους, πολύ ταλαντούχους δημιουργούς. Αυτό που χρειάζεται όμως μέσα στον χρόνο, εκτός από σκληρή δουλειά και επιμονή, είναι και η επιβράβευση, μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου χωρίς σοβαρές δομές, υποστήριξη και χρηματοδότηση, κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα. Και δυστυχώς νιώθω πως στην Ελλάδα, η φωτογραφία παραμένει ακόμη το παραμελημένο παιδί στον εικαστικό χώρο και στην αγορά τέχνης, ξεκινώντας από την ίδια τη φωτογραφική μόρφωση. Αυτά σίγουρα συμβάλλουν στην απομόνωση, ή και στη δημιουργία «πυρήνων», ανεξάρτητων χώρων, τόσων πολλών που δεν τους γνωρίζω όλους. Η αλήθεια είναι πως πότε παρακολουθώ και πότε όχι.

Ένας χώρος που γνωρίζω καλά, ο οποίος τα τελευταία τρία χρόνια έχει προσφέρει ανοιχτόχερα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εγχώριο φωτογραφικό βιβλίο, είναι το Zoetrope στην Κυψέλη. Επίσης, Το Οκτώ, που βρίσκεται απέναντι από το Πολυτεχνείο και το οποίο δεν προέρχεται από φωτογραφικούς κύκλους, έχει αγκαλιάσει θερμά την καλλιτεχνική φωτογραφία, και εύχομαι να το συνεχίσει. Πιο πρόσφατα, το MISC, στο Κουκάκι. Και τέλος, αν θες να σου ξεχωρίσω έναν φωτογράφο της γενιάς μου, με γνήσιο ποιητικό βλέμμα, αυτός είναι ο Ελληνολιβανέζος Γιώργος Σαλαμέ, ο οποίος με την αρχιτεκτόνα/φωτογράφο Στεφανία Ορφανίδου διοργανώνουν στο σαλόνι του σπιτιού τους συναντήσεις και παρουσιάσεις φωτογράφων και άλλων δημιουργών.

Επιστρέφω στο Visitations αλλά και σε μια σκέψη που με τριβέλιζε σε όλη τη διάρκεια της περιήγησης: Μπορούν τα μουσεία να βάλουν σε μια τάξη το χάος του κόσμου; Ή ο καθένας μας το κάνει με τον τρόπο του; Εσύ εδώ, για παράδειγμα, κάνεις μια τέτοια προσπάθεια που δεν προσφέρει ακριβώς γνώση αλλά ένα έναυσμα περισσότερο, μιαν αφορμή για να τα επισκεφτούμε και ο καθείς να πάρει γνώση και να πορευθεί μόνος του.
Καταρχάς πρέπει να αποδεχτούμε το χάος ως δεδομένο. Είμαστε μέρος μιας μεγάλης αναπνοής και μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης ροής πολύ μεγαλύτερης απο εμάς, την οποία έχουμε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να ελέγξουμε. Γιατί εμείς οι ίδιοι εγκιβωτιζόμαστε στο μουσείο ανθρωπολογίας και όχι στο μουσείο φυσικής ιστορίας; Νομίζω η απάντηση σε αυτό που ρωτάς είναι πως, αν είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτι, αυτό είναι να μάθουμε να βάζουμε συνεχώς σε δοκιμασία τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, και στη συνέχεια τον τρόπο που είμαστε και πράττουμε μέσα σε αυτόν. Και μια επίσκεψη σε ένα μουσείο μπορεί να είναι μια πολύ καλή αφετηρία.

Βαγγέλη Ιωακειμίδης και Γιάννης Χατζηασλάνης / © Στέφανος Τσιτσόπουλος

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση στο City Guide της Athens Voice