Φωτογραφια

Κλεισθένης: Ένα μικρό όνομα, μια μεγάλη ιστορία

Η ζωή του μεγάλου Έλληνα φωτογράφου Κλεισθένη Δασκαλάκου που φωτογράφισε από τους Beatles και τον Τσόρτσιλ μέχρι την Βουγιουκλάκη και τον Καραμανλή.

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 815
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κλεισθένης Δασκαλάκος: Η ιστορία της ζωής του μεγάλου Έλληνα φωτογράφου. Δείτε απίστευτες φωτογραφίες διάσημων Ελλήνων και ξένων σταρ.

Ευφυής, επίμονος, εργατικός, ακούραστος, δημιουργικός, χαρισματικός. Ο Κλεισθένης Δασκαλάκος, ο μεγάλος Έλληνας φωτογράφος, σε ηλικία 15 ετών, το 1946, ζωγράφιζε άλμπουμ για τουρίστες στο νούμερο 1 της οδού Φιλελλήνων. Τα χρήματα που έβγαζε όμως δεν έφταναν ούτε για κουλούρι. Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για τη φωτογραφία, και το έτος 1948 τον βρήκε να κάνει με το ποδήλατό του εξωτερικές δουλειές στο φωτογραφικό πρακτορείο του Μεγαλοοικονόμου.

Βέμπο και Σταυρίδης © Κλεισθένης

Στους καταστροφικούς σεισμούς στο Ιόνιο, τον Αύγουστο του 1953, το πρακτορείο τον έστειλε με μια φωτογραφική μηχανή στη Ζάκυνθο. Όταν το κτίριο στο οποίο βρισκόταν κατέρρευσε, ο Κλεισθένης σώθηκε από καθαρή τύχη, καθώς το μόνο που έμεινε όρθιο ήταν η κολόνα δίπλα στην οποία στεκόταν. Κατόρθωσε να καταγράψει με τη μηχανή του τις συγκλονιστικές εικόνες της ολοκληρωτικής καταστροφής του νησιού. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που αποτέλεσε έναυσμα για τη μετέπειτα πορεία του.

Αλέκος Αλεξανδράκης και Νόνικα Γαληνέα στο Θέατρο Κάπα / © Κλεισθένης

Κλεισθένης Δασκαλάκου: Οι μεγάλοι σταθμοί στην πορεία του

Το έργο του για τις αφίσες του ΕΟΤ και την εικόνα της χώρας για τον αναπτυσσόμενο τότε ελληνικό τουρισμό υπήρξε καθοριστικό. Κατά τη διάρκεια της χρυσής δεκαετίας του 1960, όταν η παλιά Αθήνα κατεδαφιζόταν με γοργούς ρυθμούς ώστε να κάνει χώρο για το νέο όραμα της ανοικοδόμησης, ο φακός του κατέγραψε πολλά σημαντικά νέα έργα από ψηλά. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, κατέγραψε επίσης προσωπικές στιγμές διασημοτήτων τις οποίες αποτύπωσε σε ελληνικά θέρετρα: τους Beatles στην Αράχοβα, τη Σοφία Λόρεν στην Ακρόπολη, τον Πολ Νιούμαν στη Μύκονο, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό στην Πλάκα, τον Ρότζερ Μουρ στα Μετέωρα, την Τζάκι Ωνάση στον Σκορπιό. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζόαν Κόλινς, ο Άντονι Κουίν, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Γκρέγκορι Πεκ, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, ο Μίκης Θεοδωράκης, η τέως βασιλική οικογένεια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας που είχαν σταθεί μπροστά στον φακό του.

Άννα Συνοδινού και Θάνος Κωτσόπουλος στην Επίδαυρο / © Κλεισθένης

Χαρακτηριστικά, όταν ήρθε στην Ελλάδα η Τζέιν Μάνσφιλντ, πολλά καταστήματα του ζητούσαν να τη φωτογραφίσει στον χώρο τους χαρίζοντάς της γούνες και κοσμήματα. Ήταν επίσης κοντά στην Αλίκη και στην Τζένη, όταν γέννησαν. Έκανε την τελευταία φωτογράφιση του Ζαμπέτα, όπου ο μεγάλος συνθέτης τού ζήτησε να φαίνεται οπωσδήποτε το χρυσό του δόντι. Δούλεψε πολύ σκληρά με τους συνεργάτες του και κατάφερε να δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά αρχεία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έξι μέρες τρέξιμο στο ρεπορτάζ και την Κυριακή στα γήπεδα. Δεν καθόταν λεπτό.

Το 1967, επιλέχθηκε ως ο καλύτερος φωτογράφος της χρονιάς. Τότε ήταν που η Χριστίνα Ωνάση –μαθήτρια ακόμη– θα ερχόταν για διακοπές από το κολέγιο στην Ελβετία. Για 26 ημέρες δούλεψε στο «Στούντιο Κλεισθένης» ως μαθητευόμενη παίρνοντας μισθό 30 δραχμές, ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν 60. Ερχόταν από τη Γλυφάδα όχι με την Κάντιλακ, αλλά με το λεωφορείο, στις 8 το πρωί και δούλευε με ωράριο σπαστό έως τις 8 το βράδυ. Ο Ωνάσης ήθελε η Χριστίνα να μάθει τι σημαίνει δουλειά και να έρθει σε επαφή με άλλα άτομα της ηλικίας της.

Μαίρη Αρώνη και Μάνος Κατράκης στο Θέατρο Παρκ / © Κλεισθένης

Η ζωή για τον ταλαντούχο φωτογράφο κυλούσε εύκολα, αφού, όπως είχε δηλώσει, δεν αισθάνθηκε ποτέ αγωνία φωτογραφίζοντας. Στο στούντιο της οδού Ξενοφώντος 7, λίγα μέτρα από την πλατεία Συντάγματος, επώνυμοι υπέγραφαν με φιλικές αφιερώσεις τα πορτρέτα τους. Για ένα διάστημα συνόδευε τον Καραμανλή στα ταξίδια του, έφτασε μαζί του μέχρι την Κίνα. Ο Ωνάσης κάθε βράδυ τού πήγαινε τα έγγραφά του να τα φωτογραφίσει, καπνίζοντας το πούρο του περιμένοντας. Από το 1952, που έγινε το κλικ μεταξύ τους, ο Έλληνας μεγιστάνας τού έστελνε συχνά εισιτήρια ώστε να πηγαίνει να τον βρίσκει και να τον φωτογραφίζει οπουδήποτε βρισκόταν, ακόμα και στα καζίνο. Ήταν, άλλωστε, ο επίσημος φωτογράφος της Ολυμπιακής και διέθετε σπάνιες φωτογραφίες από όλα τα εγκαίνια αεροδρομίων. Ο Λάτσης, τον οποίο αποκαλούσε «μπαρμπα-Γιάννη», κατέβαινε από την Κηφισιά και τον έπαιρνε από του Ζωγράφου για να φωτογραφίζει το έργο της ΠΕΤΡΟΛΑ ΕΛΛΑΣ, καθισμένος σε ένα βραχάκι από το πρωί έως το απόγευμα δίνοντάς του οδηγίες. Πολλοί τίτλοι περιοδικών στηρίχτηκαν στο αρχείο του. Πέρασε τις πύλες των Ανακτόρων και φωτογράφισε τη βασιλική οικογένεια. Ο βασιλιάς Παύλος τον αγαπούσε. Ο πατριάρχης Αθηναγόρας του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του στα Βαλκάνια.

Βασίλης Αυλωνίτης, Κώστας Χατζηχρήστος και Γεωργία Βασιλειάδου στο Θέατρο Χατζηχρήστου / © Κλεισθένης

Κατέθετε την ψυχή του σε κάθε φωτογράφιση, και αυτό φαινόταν. Γι’ αυτό αγαπήθηκε. Όλοι γνώριζαν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν, καθώς γεγονότα που είχαν περάσει στο φιλμ δεν θα έβλεπαν ποτέ το φως της δημοσιότητας αν δεν το επιθυμούσαν οι ίδιοι. Συχνά κάλυπτε φωτογραφικά γάμους εφοπλιστών, ενώ κατ’ αποκλειστικότητα κάλυψε τον γάμο του Ωνάση με την Τζάκι στον Σκορπιό, το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός σε παγκόσμια κλίμακα που έλαβε χώρα σε ελληνικό έδαφος και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον ολόκληρης της υφηλίου. Όποιος φωτορεπόρτερ βρέθηκε εκεί και κατάφερε να τραβήξει κάποιο πλάνο έγινε πλούσιος πουλώντας τα φιλμάκια του απέναντι, στο Νυδρί, όπου περίμεναν οι πράκτορες του ξένου Τύπου φορτωμένοι με βρετανικές λίρες, γαλλικά φράγκα και δολάρια. Αντιθέτως, το αρχείο του Κλεισθένη με όλες τις προσωπικές στιγμές από τον γάμο του ζευγαριού δεν πουλήθηκε ποτέ και παραμένει στη χώρα.

Τραβούσε πλάνα από θεατρικές παραστάσεις και στα 640 τ.μ. του εργαστηρίου του τύπωνε με τον ακριβό εξοπλισμό του μεγάλα φωτογραφικά πανό για τις προθήκες των θεάτρων, στοιχείο που ουσιαστικά εισήγαγε αυτός πρώτος προτού το υιοθετήσουν και όλοι οι υπόλοιποι μεγάλοι σταρ.

Ρένα Βλαχοπούλου, Θανάσης Βέγγος και Στάθης Ψάλτης με τον θίασο στο Θέατρο Ορφέας, το 1984 / © Κλεισθένης

Οι εποχές σιγά σιγά άλλαξαν. Μπήκε η δεκαετία του 1980. Βιντεοπαραγωγές, νέοι ηθοποιοί, επιθεωρήσεις. Όλοι πέρασαν από το δικό του στούντιο. Ο κύκλος εργασιών ήταν τεράστιος. Επί δημαρχίας Τρίτση, οι παραγγελίες σε χαρτιά εκτυπώσεων ήταν τόσο μεγάλες, που δεν χωρούσαν στις αποθήκες της Agfa. Στα ράφια στο στούντιό του υπήρχαν κειμήλια από τις καλύτερες φωτογραφικές μηχανές –Ρόλεϊ, Μπλάουμπελ, Τζάις, Χάζελμπλαντ– για να θυμάται το παρελθόν, όπως έλεγε.

Δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε, τις δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος στα χρόνια του πολέμου και τη δύσκολη περίοδο μετά το τέλος του. Βοήθησε πολλούς νέους τότε ηθοποιούς να ανέλθουν και έζησε μια χρυσή εποχή, αφού, επειδή δεν υπήρχε τηλεόραση, η είδηση κυκλοφορούσε με τις φωτογραφίες. Προλάβαινε τα πάντα εν τη γενέσει τους και, όταν έφταναν τα μεγάλα ονόματα, τον έβρισκαν να τα περιμένει. Είχε σπάνιο ήθος και σεβασμό απέναντι στο χρήμα και προσωπικό ενδυματολογικό κώδικα. Ήταν απλός, με έντονη αίσθηση του χιούμορ και συχνά σε υποδεχόταν με τις παντόφλες, συνήθεια που του είχε μείνει από τα νιάτα του ως φωτορεπόρτερ και τα απανωτά 48ωρα ορθοστασίας που έκαναν τα πόδια του να πρήζονται κλεισμένα στα παπούτσια.

Κάτια Δανδουλάκη, Μάρθα Βούρτση και Άγγελος Αντωνόπουλος στο Θέατρο Κάπα, το 1984 / © Κλεισθένης

Για την εφημερίδα «Ακρόπολη» πήγε στην Κρήτη και βρέθηκε στο κρησφύγετο της Τασούλας και του Κεφαλογιάννη τραβώντας φωτογραφίες από τη διάσημη υπόθεση της απαγωγής της, που δημοσιεύθηκαν με το όνομά του και έκαναν πάταγο. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Στα Γιάννενα φωτογράφισε μια μικρή Ηπειρώτισσα μπροστά από τα ερείπια του σπιτιού της μετά το χτύπημα του Εγκέλαδου να κλαίει κρατώντας ένα κλειδί που δεν θα άνοιγε πια την πόρτα. Η φωτογραφία βραβεύτηκε ως η καλύτερη της χρονιάς.

Ακολούθησε τον Καραμανλή στην προεκλογική περιοδεία του και, όταν δημοσιεύθηκαν οι φωτογραφίες του, ο Έλληνας πολιτικός ρώτησε ποιος έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας τους. Από εκείνη τη στιγμή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του πρόσφερε αυτοκίνητο για να τον ακολουθεί και, στη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού προς την Κομοτηνή, ο Κλεισθένης του ζήτησε να φωτογραφηθεί στα χωράφια με μία αγροτική οικογένεια σε αποκλειστικές πόζες. Έγιναν αχώριστοι, ο φακός του Κλεισθένη τον ακολούθησε παντού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Στάθης Ψάλτης και Καίτη Φίνου, στο Θέατρο Σούπερ Σταρ / © Κλείσθενης

Κάποτε υποχρέωσε τον θεατρικό επιχειρηματία Βαγγέλη Λειβαδά να πάρει στο θέατρο κάποιον νεαρούλη. Τον πήρε επειδή ήταν φθηνός. Ο νεαρός αυτός ήταν ο Στάθης Ψάλτης!

Κλεισθένης: το τέλος, το αρχείο του, το φωτογραφικό στούντιο 

«Τη φωτογραφία την κοιτάς από μπροστά», συνήθιζε να λέει. Η δουλειά του άνθησε την ιδανικότερη εποχή, όμως και ο Κλεισθένης ήταν πάνω στο κύμα συνεχώς. Δούλευε πυρετωδώς χωρίς φρένα, αξιοποιώντας πλήρως το πολύπλευρο ταλέντο του. Το άσβεστο πάθος του για το μέσο, η συνεχής έκθεση σε βλαβερά χημικά, τα ξενύχτια, το μόνιμο άγχος, οι σωματικές ταλαιπωρίες που δεν υπολόγιζε ποτέ, κάποια στιγμή κατέβαλαν την υγεία του. Τελικά έφυγε το 2005 χτυπημένος από μια σπάνια, καλπάζουσα μορφή Αλτσχάιμερ, έχοντας χάσει κάθε ικανότητα επαφής με τον κόσμο γύρω του, αφήνοντας παρακαταθήκη περισσότερα από 1.000.000 φωτογραφικά αρνητικά με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

Η Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο / © Κλεισθένης

Το αρχείο του

Σήμερα έχουν ξεκινήσει οι προσπάθειες να ψηφιοποιηθεί το πλούσιο και πολιτιστικά ανεκτίμητο αρχείο του, ενώ υπάρχει και λογαριασμός στο Instagram ως studio_Kleisthenis, τον οποίο επιμελείται ο Νίκος Βασιλάκης, που έχει αναλάβει και τις δημόσιες σχέσεις. Το μαρκάρισμα των φωτογραφιών του στο Instagram ως «Στούντιο Κλεισθένης» και το ίδιο λογότυπο που χαρακτήριζε τις φωτογραφίες της γενιάς σπουδαίων καλλιτεχνών που αποχώρησαν για πάντα, είναι εκεί για να μας θυμίζουν το σπουδαίο έργο του.

Άννα Καλουτά και Φίλιππος Σοφιανός, το 1984 / © Κλεισθένης

Το στούντιο του Κλεισθένη στην οδό Ξενοφώντος

Κατεβαίνοντας τη σκάλα του υπογείου της Ξενοφώντος, ο επισκέπτης έφτανε σε έναν μοντέρνο χώρο υποδοχής, με αναπαυτικούς καναπέδες, έναν καθρέφτη στο βάθος και μερικά κρεμασμένα έγχρωμα πορτρέτα καλλιτεχνών και πολιτικών. Μία βουτιά στην ιστορία του τόπου, πολιτική και καλλιτεχνική, δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αλλά και έγχρωμες από το αρχείο του, που έχει αμέτρητες πόζες με όλους αυτούς που άφησαν εποχή.

Για πολλούς εξ αυτών δεν ήταν μόνο φωτογράφος αλλά και φίλος, δύο όμως ήταν τα πρόσωπα που το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο μαζί τους: ο Καραμανλής και η Βουγιουκλάκη. Φωτογράφισε όλο το εγχώριο Hollywood σε μια παρέλαση από ένδοξες στιγμές στα κινηματογραφικά σετ και τα θεατρικά σανίδια μαζί με διάσπαρτα καρέ ιδιωτικών στιγμιότυπων σε μαιευτήρια, πρεμιέρες, δίκες, «χορούς του Ησαΐα», ακόμα και στις διακοπές τους ή σε βόλτες στην εξοχή.

Η σχέση του Κλεισθένη με την Αλίκη
 

Υπήρξε επίσης ο προσωπικός φωτογράφος της Αλίκης Βουγιουκλάκη μέχρι το τέλος της ζωής της. Παρέδωσε μια Αλίκη ανέμελη, πρόσχαρη και παιχνιδιάρα, όπως την ήθελαν οι θαυμαστές της. Κατέγραψε όμως και το ξέσπασμά της σε κλάματα μέσα στο άδειο σπίτι της στον Θεολόγο μετά τον χωρισμό της και τη βίαιη συμπεριφορά του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ενώ μεγάλη συζήτηση είχε γίνει για τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν το πρόσωπο της νεκρής πια μεγάλης σταρ. Ένα από τα πρώτα πράγματα που της έμαθε με το που ξεκίνησε η συνεργασία τους, το 1952, ήταν πώς να φωτογραφίζεται σωστά. Γι’ αυτόν ήταν πάντα ένα χαρούμενο κορίτσι με ένα λαμπερό, πραγματικά ξεχωριστό χαμόγελο. «Ποτέ δεν καθυστέρησε σε φωτογράφιση, αντιθέτως ερχόταν νωρίτερα για να μακιγιαριστεί», είχε δηλώσει στο παρελθόν ο αποκλειστικός της φωτογράφος, που τη λάτρεψε. Επέλεγε τις φωτογραφίες που την έδειχναν σταρ – όχι ότι δεν ήταν ή ότι δεν το πίστευε εκείνος. Όταν η Αλίκη είδε τη φωτογραφία της με το γαλάζιο πλατύγυρο καπέλο από το «Ωραία μου κυρία», δήλωσε την επιθυμία να την πάρει μαζί της όταν «φύγει». Όταν τον Ιούλιο του 1996 επήλθε για την Ελληνίδα σταρ το μοιραίο, τα αδέλφια της, παρά το βαρύ τους πένθος, έσπευσαν να ζητήσουν από τον Κλεισθένη τη φωτογραφία. Έτρεξε στο στούντιο από τη Μητρόπολη, την πήρε και την έβαλε ο ίδιος στα χέρια της. Αργότερα εξομολογήθηκε ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη και συγκλονιστική στιγμή της καριέρας του. Ενδεικτικό της αφοσίωσής του στην Αλίκη είναι το γεγονός ότι, ενώ τη φωτογράφισε πολλές φορές γυμνή, καμία από αυτές τις φωτογραφίες δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.

Εβίτα, 1981 / © Κλεισθένης

Ο Κλεισθένης με τα δικά του λόγια

«Δεν προβάλλω καθόλου το επώνυμό μου γιατί δεν έχει και νόημα. Γεννήθηκα σε καιρούς σκοτεινούς. Στα έξι μου χρόνια γνώρισα τον κόσμο μέσα από τη θύελλα του πολέμου του 1940, ο πατέρας μου δεν έτρωγε για να φάμε εμείς, έλεγε ότι δεν πεινούσε. Στα δεκατρία μου πιάνω δουλειά σε έναν ασήμαντο ζωγράφο. Με εμπιστεύτηκε για να φωτογραφίσω τα έργα του. “Με τέτοιο ταλέντο στη ζωγραφική είναι δυνατόν να τα παρατήσεις για να γίνεις φωτογράφος”, μου έλεγε, “είναι αμαρτία”». Έζησα χρόνια που η Ελλάδα είχε ανοιχτές πληγές, απανωτά τραύματα».

Χρήστος Τσαγανέας / © Κλεισθένης

«Φωτογραφίζω τα πάντα, από κτίριο έως διαφήμιση».

«Οι παλιοί διαφημιστές σκίτσαραν τα προϊόντα. Όταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω, συνεργάστηκα από πολύ νωρίς με διαφημιστικές εταιρείες, από το 1948. Ήμουν 15 χρονών όταν μπήκα στο επάγγελμα».

Η Κατίνα Παξινού στην Επίδαυρο, το 1956 / © Κλεισθένης

«Όσα χρόνια κι αν περάσουν για μένα είναι λίγα. Προηγείται ένα προσχέδιο για κάθε λήψη. Θέλω στις φωτογραφίσεις μου να έχω την επιμέλεια της φωτογραφίας στις διάφορες φάσεις της, από την αρχή ως το τέλος. Δεν αντέχω να βλέπω απαράδεκτες φωτογραφίες στα περιοδικά ή αφίσες όπου σε μία σύνθεση κάθε πρόσωπο είναι διαφορετικά φωτισμένο. Ο τρόπος φωτισμού είναι σημαντικός γιατί κολακεύει, εξαλείφει ρυτίδες και επιπλέον δεν χρειάζεται ρετούς. Χρειάζεται να αποκτήσουμε κάποιο επίπεδο, και αυτό να βελτιώνεται συνέχεια. Είναι απαραίτητη η συνεχής ενημέρωση στο επάγγελμά μας, καθώς και η ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού του φωτογράφου, χωρίς αυτά το αποτέλεσμα θα υστερεί».

«Δεν γνωρίζω αν είμαι αγαπητός στον χώρο των ηθοποιών, αλλά τους αρέσουν οι φωτογραφίες μου. Για μένα σημαίνει πολλά το να έρχονται οι επιχειρηματίες με τους θιάσους σεζόν μετά τη σεζόν στο στούντιό μου, και αυτές οι σχέσεις να κρατούν χρόνια. Εγώ είμαι ο στιλίστας σε όλες τις φωτογραφίσεις, κανένας στιλίστας δεν έχει εμπειρία τόσων χρόνων που έχω εγώ. Εξάλλου, δεν μπορεί να υποδείξει σε έναν πρωθυπουργό τι να κάνει. Ένας φωτογράφος όμως μπορεί, εγώ αποφασίζω για τα ρούχα που θα φορέσει, για το φόντο, τα χρώματα».

Λάμπρος Κωνσταντάρας και Μάρω Κόντου στο Θέατρο Κοτοπούλη, το 1968 / © Κλεισθένης

«Δεν υπάρχουν υπουργοί και πρόεδροι Δημοκρατίας από το 1948 και μετά που να μην έχουν φωτογραφηθεί από μένα. Το θεωρούν υποχρεωτικό σε κάθε εκλογική περίοδο, επιβεβλημένο, καθεστώς. Κάθε παραμονή εκλογών γινόταν χαμός στο στούντιο. Η μεγέθυνση ενός πορτρέτου μπορεί να φτάσει ακόμα και στα 8 μέτρα, ανάλογα με τις απαιτήσεις του υποψηφίου. Έχουμε τον εξοπλισμό να τυπώνουμε για γιγαντοαφίσες, προσόψεις θεάτρων, ακόμα και για τα μεγαλύτερα κέντρα διασκεδάσεως. Επενδύουμε συνεχώς».

«Δεν έχω κάποιον που θέλω να φωτογραφίζω ή κάποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις. Τίποτα δεν επηρέασε το επάγγελμα μου ως φωτογράφου, δεν γνώρισα κάμψη στην πελατεία μου ουδέποτε, φωτογραφίζω τα περισσότερα θέατρα της Αθήνας και της επαρχίας. Ο φωτογράφος πρέπει να αποδώσει την ατμόσφαιρα της εκάστοτε παράστασης. Όμως αυτό δεν μου δημιουργεί καμιά δυσκολία, αλλού είναι το πρόβλημα. Δυστυχώς, όταν πηγαίνω να φωτογραφίσω, η ηλεκτρολογική εγκατάσταση δεν έχει τελειώσει, οπότε δεν έχει κανονιστεί ο τελικός φωτισμός και, για να ανταπεξέλθω, παίρνω μαζί μου τον δικό μου τεχνικό φωτισμό. Στήνω ένα δικό μου θεατρικό με φαντασία».

Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν στο Θέατρο Κεντρικόν, το 1959 / © Κλεισθένης

«Υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται πολύ άνετα μπροστά στον φακό. Συνήθως έχουν ξαναφωτογραφηθεί πολλές φόρες πριν και γνωρίζουν. Υπάρχουν όμως και άπειροι, πρωτόβγαλτοι, τους οποίους ο φωτογράφος πρέπει να κάνει να νιώσουν άνετα, με διάφορους τρόπους, εμβαθύνοντας στην ψυχολογία τους, για παράδειγμα με το να βάλει την αγαπημένη τους μουσική να παίζει κατά την ώρα της φωτογράφισης».

«Φωτογραφίζω επειδή με ευχαριστεί και όχι για να βγάλω χρήματα, το οποίο είναι και το λιγότερο που με ενδιαφέρει. Ό,τι και να φωτογραφίσω με ευχαριστεί αφάνταστα, είτε είναι κτίριο είτε πρόσωπο. Αφοσιώνομαι στη φωτογράφιση και προσπαθώ να αποδώσω υποκείμενο ή αντικείμενο όσο καλύτερα γίνεται. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο θέμα ως αγαπημένο μου, είναι η ζωή μου η ίδια, η πελατεία μου».

Ζωή Λάσκαρη και Μάρθα Καραγιάννη στο Θέατρο Μίνωα / © Κλεισθένης

«Με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό για μισό σχεδόν αιώνα, κατάφερα με κόπο που πoτέ δεν τον λογάριασα, να απαθανατίσω τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας μας. Πρωθυπουργούς, βασιλιάδες, πρωταθλητές του στίβου, υπουργούς, τραγουδιστές, παγκοσμίου φήμης μεγιστάνες του πλούτου, ηθοποιούς, συγκλονιστικά γεγονότα».

«Κλεισθένη με φώναζαν όλοι στην Καισαριανή. Το 1933 ήθελα να γίνω ζωγράφος – όταν τα άλλα παιδάκια έπαιζαν στα χωράφια, εγώ κλεισμένος στο σπίτι ζωγράφιζα και σκεφτόμουν όταν μεγαλώσω να ασχοληθώ και επαγγελματικά. Ο πατέρας μου όμως δεν με ενθάρρυνε. “Με τη ζωγραφική δεν θα φτάσεις πουθενά, θα ζήσεις μία ζωή φουκαράς και θα πεθάνεις στην ψάθα” μου έλεγε».

Δημήτρης Μυράτ και Βούλα Ζουμπουλάκη στο Θέατρο Αθηνών, το 1964 / © Κλεισθένης

«Έφτιαξα ένα υπερσύγχρονο στούντιο 920 τετραγωνικών, δύο δρόμους κάτω από την πλατεία Συντάγματος, όπου το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπάει. Είναι τόσα πολλά αυτά που είδαν τα μάτια μου, που σκέφτομαι κάποια μέρα να στρωθώ να γράψω βιβλίο, μου το λένε οι φίλοι μου ότι είναι κρίμα που δεν γράφω. Αλλά πού να βρεθεί χρόνος, κάποτε όμως πρέπει να το αποφασίσω».

Δημήτρης Παπαμιχαήλ και Μπέτυ Αρβανίτη στο Θέατρο Αλάμπρα / © Κλεισθένης

«Χρωστάω πολλά στον κύριο Ράλλη, με βοήθησε όταν ήμουν πιτσιρικάς και έψαχνα να βρω τον δρόμο μου. Εγώ έκανα το δικαστικό ρεπορτάζ και εκείνος ήταν δικηγόρος. Στο γραφείο του Μεγαλοοικονόμου, κέντρο συνάντησης όλων των διάσημων της εποχής, γνώρισα κόσμο και κοσμάκη. Η σημαντικότερη γνωριμία μου ήταν με τον δημοσιογράφο Αχιλλέα Μαμάκη, ένα δαιμόνιο πανέξυπνο άτομο που δεν έβρισκε πότε ησυχία. Όλη τη μέρα σκεφτόταν τι θα σκαρφιστεί για να πρωτοτυπήσει. Το 1949, εγώ ήμουν μόλις 16 χρονών, έρχεται στο μαγαζί ταραγμένος και ανήσυχος. Ήθελε να δημιουργήσει καλλιτεχνική στήλη στην εφημερίδα του, το “Έθνος” και ήθελε από εμάς μία φωτογραφία την ημέρα. Με διάλεξε. Έτσι λοιπόν άρχισα να πηγαίνω στα θέατρα και να φωτογραφίζω ηθοποιούς και δικτυώθηκα, γνώρισα τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Κυβέλη, τον Κώστα Μουσούρη, τον Πέλο Κατσέλη, θιασάρχες, παραγωγούς, ο ένας μετά τον άλλον ζητούσαν φωτογραφίες από μένα. Η Κοτοπούλη ήταν όμορφη και διέθετε επιχειρηματικό μυαλό. Ήταν το 1949, φθινόπωρο, όταν ένα απόγευμα της έδωσα κάποιες φωτογραφίες της, εκείνη τις έλεγξε, έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα και μετά πήγε στον διευθυντή του θεάτρου, τον Χέλμη, και του είπε: “Θέλω να στολίσεις το θέατρο με αυτές”. Ο Χέλμης χλώμιασε από την ταραχή του. “Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, Μαρίκα μου”, της λέει. Μπρος στην επιμονή της όμως δέχτηκε να βάλει τις φωτογραφίες στην πρόσοψη και στους διαδρόμους του θεάτρου. Το βλέπει ο Κώστας Μουσούρης και έρχεται στο μαγαζί και με βρίσκει: “Θέλω και εγώ από αυτά τα πράγματα που έκανες της Μαρίκας”. Έτσι λοιπόν ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι ηθοποιοί άρχισαν να διακοσμούν το θέατρό τους με τις προσωπικές τους φωτογραφίες. Η Μαρίκα Κοτοπούλη καμάρωνε για μένα και διασκέδαζε που το μιμήθηκαν όλοι».

Μελίνα Μερκούρη και Γιάννης Φέρτης, το 1960 / © Κλεισθένης

«Το 1951, ο Αχιλλέας Μαμάκης αποφάσισε να ασχοληθεί και με τα καλλιστεία στην εφημερίδα του. Ήθελε την οργάνωση μιας γιορτής όπου θα αναδεικνύονταν οι ομορφότερες κοπέλες της χρονιάς: Σταρ Ελλάς και Μις Ελλάς. Ήρθαν χιλιάδες υποψήφιες – εγώ μόλις 18 χρονών, δεν μπορούσα να βοηθήσω σε τίποτα. Σκέφτηκε ένα κόλπο αφού δεν είχαμε τον χρόνο να τις φωτογραφίσουμε όλες γιατί θέλαμε ένα εξάμηνο. Έδινε στην κάθε κοπέλα από ένα χαρτάκι με ένα νούμερο επάνω, το νούμερό της. Αν το χαρτάκι είχε χρώμα άσπρο, έπρεπε να τη φωτογραφίσω, αν είχε άλλο χρώμα, δεν έπρεπε να τη φωτογραφίσω. Βρεθήκαμε όλοι μαζί στη Σταδίου λοιπόν, μπροστά ο Μαμάκης, πίσω εγώ και πιο πίσω όλα τα κορίτσια – ήταν σαν να κάναμε διαδήλωση. Έβγαινε ο κόσμος και χάζευε και, αν και το έπαθλο ήταν σχεδόν ασήμαντο, κάτι σαν μια φωτογραφία στην εφημερίδα, άντε και κανένα ζευγάρι παπούτσια και κάτι μικροδωράκια, εγώ από εκείνη τη στιγμή έγινα μόνιμος φωτογράφος των καλλιστείων, και μάλιστα η δραστηριότητα αυτή κράτησε ακριβώς 40 χρόνια. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκα και με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ερχόταν αργά το βράδυ για να φωτογραφίσει διάφορα έγγραφα, τιμολόγια και διατάγματα, γιατί δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί οι φωτοτυπίες, και ο Ωνάσης προτιμούσε τις φωτογραφίες για το αρχείο του».

Φασουλής, Αδαμάκη, Λαζόπουλος, Μίρκα, Σοφιανός, Πιατάς, Παναγιωτοπούλου / © Κλεισθένης

«Κάποτε οι άνθρωποι εκτιμούσαν αλλιώς τη ζωή, είχε καλλιεργηθεί μία ανθρωπιά. Σήμερα αυτό έχει εκλείψει, και, αν ο απέναντι πνίγεται, τον αφήνουν να πνιγεί ή πάνε για μπάνιο. Η αδιαφορία αυτή πιστεύω ότι οφείλεται στην ευμάρεια, στην ευκολία της καλής ζωής. Θεωρούμε αυτονόητο το κάθε τι».

«Γνώρισα τον Αριστοτέλη Ωνάση σε διάφορες στιγμές. Δεν μπορώ να πω ότι διέθετε γοητεία, μάλλον χρήμα είχε και τεράστια επιμονή για αυτό που ήθελε να κάνει. Για πολλές μέρες στο μαγαζί του Μεγαλοοικονόμου καθόταν στο γραφειάκι απέναντί μου με ένα θερμός με καφέ και άπλωνε τα χαρτιά του να τα φωτογραφίσω που είχαν πάνω διάφορα στοιχεία από την ΤΑΕ, που ήθελε να αγοράσει για να φτιάξει την Ολυμπιακή».

«Κάποτε, την περίοδο του Πάσχα, ο βασιλιάς τσούγκρισε τα αυγά σε ένα στρατόπεδο στο Καβούρι. Πήρα το λεωφορείο και πήγα να τον φωτογραφίσω. Όταν τελείωσα, ξαναστάθηκα στη στάση να πάρω το επόμενο λεωφορείο για να πάω στο επόμενο στρατόπεδο. Ο Παύλος περνώντας μπροστά από τη στάση με είδε να περιμένω και σταμάτησε. “Μπες μέσα”, μου είπε, “θα σε πάρουμε μαζί μας”. Σε μία σύμπτωση οφείλω το γεγονός ότι υπηρέτησα τον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής μου θητείας στο Παλάτι. Με είχε συναντήσει τυχαία στο στρατόπεδο που υπηρετούσα στη Θεσσαλονίκη ο Παύλος, αλλά όταν πήγα να τον βγάλω μία φωτογραφία ο στρατηγός διέταξε να συλληφθώ. Τη στιγμή που με πήγαιναν να τιμωρηθώ από τον στρατηγό, ερχόταν αντίθετα στον δρόμο ο Παύλος, ο οποίος είχε τελειώσει την επιθεώρηση. Μόλις με είδε φώναξε: “Να έρθει ο νεαρός να κάνει τη θητεία του στα Aνάκτορα, αύριο να είναι εκεί”.

Άννα Φόνσου και Ντίνος Ηλιόπουλος στο Θέατρο Κοτοπούλη, το 1961 / © Κλεισθένης

«Δεν πιστεύω στην τύχη, ότι καθορίζεται η ζωή μας από τα τυχερά μας, εμείς τη φτιάχνουμε, αν και έχω πάρει δύο φορές λαχεία και τις δύο φορές έχω κερδίσει. Στα δύσκολα χρόνια είχα ένα πρόβλημα με το πόδι μου και ζήτησα άδεια από τον Μεγαλοοικονόμου για πρώτη φορά. Τότε δεν έπαιρνε κανείς άδεια και εκείνος θύμωσε. Από αντίδραση ζήτησε να πληρώσουμε τις συμμετοχές μας στο ΙΚΑ, έφυγα θυμωμένος μαζί του αποφασισμένος να μην ξαναπατήσω. Μείναμε με την οικογένειά μου στην Πεντέλη και αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες οικονομικές την περίοδο εκείνη που δεν δούλευα. Μία μέρα παίρνω τηλέφωνο έναν συνάδελφό μου και μου λέει “Σε ψάχνει ο λαχειοπώλης. Έχει κερδίσει το λαχείο σου”! Η δεύτερη φορά ήταν όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη μου πρόσφερε ένα λαχείο στη Θεσσαλονίκη και το κέρδισα».

«Ο Καραμανλής μία φορά μού έκανε νεύμα να μη φωτογραφίσω στις Ινδίες τη στιγμή που του έβγαζαν τα παπούτσια για να μπει σε έναν ιερό χώρο. Ο Καραμανλής είχε την αίσθηση δικαίου στις αντιδράσεις του».

Μαίρη Χρονοπούλου και Νίκος Δαδινόπουλος στο Κηποθέατρο, το 1980 / © Κλεισθένης

«Έζησα την εποχή που οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν είχαν αντικατασταθεί από τους μάνατζερ και τα γραφεία Δημοσίων Σχέσεων. Μες στη γενική ανθρώπινη υποβάθμιση, μικρός κατηφόρισα από την Καισαριανή μαζί με τον Αντώνη Καλογιάννη προς το Σύνταγμα για ανεύρεση καλύτερης τύχης. Πρώτο μου επάγγελμα ήταν να σχεδιάζω μία ζωγραφιά του Παρθενώνα στα εξώφυλλα των άλμπουμ που πουλούσαν στους τουρίστες. Ενώ ήμουν μαθητής του γυμνασίου Παγκρατίου μαζί με τον Γιώργο Πάντζα, τον ηθοποιό, ο οποίος είχε τα μέσα γιατί ο τότε γυμνασιάρχης που ονομαζόταν Αναγνωστόπουλος ήταν θείος του, βρήκα δουλειά στο κατάστημα παιδικών παπουτσιών Μούγερ στη Σταδίου με καλό μισθό – πραγματική αναβάθμιση. Ήταν πολύ σκληρή ζωή τότε, ήταν δύσκολο ακόμα το να αγοράζεις έστω κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν ήταν καθόλου εύκολα να πουλάς παπούτσια! Κάποια μέρα κατεβαίνοντας τη Σταδίου έξω από τον Μεγαλοοικονόμου είδα ένα χαρτί στην πόρτα, μία αγγελία που ζητούσε βοηθό! Μπήκα μέσα και έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου ως φωτορεπόρτερ! Μεγάλωσα μαζί με ανθρώπους μύθους της ελληνικής ζωής. Ο Λάτσης με προσκαλούσε πάντα στο σπίτι του και ο φακός μου παρακολούθησε τη Μαριάννα να μεγαλώνει από βρέφος. Ήταν πολύ στοργικός πατέρας ο Λάτσης. Έτρεχε με τα παιδιά του στο κτήμα της Εκάλης σαν να ήταν συνομήλικός τους!»

«Πρέπει να συζητάς όταν φωτογραφίζεις κάποιον, πρέπει να τον ζωντανεύεις! Οι εκφράσεις του πρέπει να φαίνονται, και στο πρόσωπό του να δείχνει ζήλο ένταση. Εγώ δεν ακολούθησα κανένα ρεύμα ούτε αντέγραψα κανέναν. Όταν κοιτάζω μία ωραία φωτογραφία αλλού, απλώς τη θαυμάζω. Στο μυαλό μου συνεχώς τριγυρίζει πώς θα ανακαλύψω κάποια καινούργια τεχνική».

Στάθης Ψάλτης, Δημήτρης Πιατάς, Γιάννης Γκιονάκης, Βασίλης Τσιβιλίκας / © Κλεισθένης

«Φροντίζω να έχω σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες, θέλω να με θεωρούν φίλο τους. Μόνο έτσι λύνονται, αισθάνονται σιγουριά και αφήνονται. Δεν είναι τυχαίο ότι η Καρέζη εμένα φώναξε να τη φωτογραφίσω στον γάμο της με τον Χατζηφωτίου και στο πάρτι που ακολούθησε και άφησε εποχή, αλλά και λίγες ώρες μετά τη γέννηση του γιου της, το ίδιο και η Αλίκη. Ήμουν ο πρώτος που τις φωτογράφισα μητέρες, την ίδια χρονιά, το 1969. Τη φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Καζάκο τη χρησιμοποιούσα ως αφορμή για να αστειεύομαι μαζί του, τάχα ότι ξέρω όχι μόνο πόσο χρονών είναι αλλά και πόσο λεπτών! Η ηλικία της Αλίκης ήταν πάντοτε φλέγον θέμα, βέβαια. Από τότε που τη φωτογράφισα στον “Κατά φαντασίαν ασθενή”, την πρώτη της θεατρική παράσταση με τον Νέζερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1952, δεν αναφερθήκαμε ποτέ σ' αυτήν».

Τζένη Καρέζη και Κωνσταντίνος Καζάκος στο Θέατρο Διάνα, το 1968 / © Κλεισθένης

«Σε αυτό το συρτάρι έχω φυλάξει ντοκουμέντα ιερά και απαραβίαστα που δεν θα επιτρέψω να έρθουν ποτέ στο φως. Είναι αλήθεια ότι ήμουν μαζί με την Αλίκη τις τελευταίες στιγμές στο νοσοκομείο με τα σωληνάκια, αγκαλιά με τον γιο της Γιάννη, και έκανα μία φωτογραφία της λίγα λεπτά πριν το τέλος. Μόνο εμένα δεχόταν να τη φωτογραφίσω, μου είχε εμπιστοσύνη και ήξερε καλά ότι δεν θα την εκμεταλλευτώ ποτέ. Σκέφτομαι πως δεν θα ήθελε να τη δει ο κόσμος έτσι άρρωστη και ανήμπορη, έτσι δεν μπορώ να τις δώσω αυτές τις φωτογραφίες. Θέλω να τη θυμόμαστε στα καλύτερά της, που ήταν οι αμέτρητες στιγμές που τη φωτογραφίζαμε. Όπως πραγματικά ήταν, πάντα όμορφη και χαμογελαστή!»