Δημήτρης Σεβαστάκης: Λέω ακριβώς αυτό που αισθάνομαι και κυρίως εννοώ αυτό που λέω
Δημήτρης Σεβαστάκης © Ειρήνη Σιούσιουρα
Εικαστικα

Δημήτρης Σεβαστάκης: Λέω ακριβώς αυτό που αισθάνομαι και, κυρίως, εννοώ αυτό που λέω

Μιλήσαμε με τον ζωγράφο και καθηγητή με αφορμή την έκθεσή του «Ο λόγος και ο τόπος» στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
Γιώργος Δήμος
Γιώργος Δήμος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης παρουσιάζει για πρώτη φορά περισσότερα από διακόσια έργα του, που φιλοτεχνήθηκαν την τελευταία δεκαετία

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σάμο, «σε ένα σπίτι του 19ου αιώνα, όπου μπροστά του βρισκόταν η θάλασσα και πίσω η ερημιά του βουνού». Όπως μας εξήγησε, πρόκειται για έναν τόπο γεμάτο αναμνήσεις, στον οποίο επιστρέφει συχνά, τόσο νοερά, όσο και πραγματικά. Γιος του συγγραφέα, νομικού και αγωνιστή της Αριστεράς, Αλέξη Σεβαστάκη, που υπήρξε βουλευτής Σάμου —όπως εξάλλου και ο ίδιος ο ζωγράφος αργότερα, μεταξύ των ετών 2015 και 2019. Πανεπιστημιακός (στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ) και εικαστικός καλλιτέχνης, θεωρεί πως ο καθένας μας «χτίζεται» στον ιδιαίτερό του τόπο. Αυτήν ακριβώς τη «συγγένεια», με τον τόπο καταγωγής μας και τις πρώτες επιρροές από τον κόσμο της τέχνης και της λογοτεχνίας προσπαθεί να ανακαλύψει ο Δημήτρης Σεβαστάκης μέσα από τη νέα του θεματική έκθεση, με τίτλο «Ο λόγος και ο τόπος», που εγκαινιάζεται στις 27 Νοεμβρίου, στον αίθριο χώρο του 4ου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πρόκειται για μία μεγάλη παρουσίαση διακοσίων συνολικά έργων, τα οποία ο Σεβαστάκης φιλοτέχνησε περίπου μέσα στην τελευταία δεκαετία και χωρίζονται σε τρεις θεματικές ζώνες: αυτές των «δημιουργών», των «αναγνωστών» και των «τοπίων».

Ύστερα από μια πρωινή επίσκεψη στο ατελιέ του, στην περιοχή του Ζωγράφου, αποφασίζουμε να μεταφερθούμε στον Χολαργό, στο bistrot «Μελιτίνι», ακριβώς δίπλα από το Νοσοκομείο Metropolitan, επί της Λεωφόρου Μεσογείων — μια περιοχή που τόσο εκείνος, όσο και εγώ έχουμε ονομάσει κατά καιρούς και για διαφορετικούς λόγους, «σπίτι». Αφότου παραγγέλνουμε εγώ ένα καπουτσίνο και εκείνος έναν ελληνικό καφέ, η συζήτησή μας στρέφεται αρχικά στον χώρο της έκθεσης και το concept της, μια λέξη με την οποία, όπως μου λέει, έχει ορισμένες αντιρρήσεις. «Εργάζομαι ανεξαρτήτως χώρου και προγραμματισμού» εξηγεί. «Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, η έκθεση άρχισε σιγά-σιγά να μορφοποιείται. Άρχισα να συστηματικοποιώ δικά μου σχέδια λογοτεχνικών προσώπων. Ο Μιχαήλ Μητσάκης, ή ο Παπαδιαμάντης ή ο Λειβαδίτης για παράδειγμα, τους οποίους αγαπώ πάρα πολύ, είναι κάποια από αυτά τα πρόσωπα. Άρχισε, έτσι, να διαμορφώνεται μια συλλογή, η οποία με οδήγησε στο να δω, όχι μόνο τα κείμενά τους, αλλά και όλο το αναγνωστικό corpus —όλο αυτό το αναγνωστικό "φαινόμενο" που εγκλείει δημιουργούς, αναγνώστες, αναγνώσεις και τόπο. Παράλληλα με τα σχέδια/πορτραίτα δούλευα και τα τοπία, τα οποία κάνω εδώ και χρόνια, ως μια μορφή άσκησης και αυτοπειθαρχίας, καθώς εγώ δεν ζωγραφίζω μόνο στο εργαστήριο, αλλά επί τόπου. Τα παστέλ σε χαρτί ή τα λάδια, πηγαίνω επί τόπου στον Υμηττό ή την Σάμο και τα ζωγραφίζω. Αυτό, βέβαια, ενέχει ανασφάλεια. Φαίνεται, άλλωστε, πολλές φορές πως πρόκειται για έργα τα οποία έχουν προκύψει από μια ορμή, συχνά και κατασκευαστική —καθώς μπορεί να φυσάει, να βρέχει, να είναι αντίξοες οι συνθήκες κλπ. Αναφύονται, δηλαδή, όλα τα προβλήματα ενός υπαιθρισμού που έχει λήξει από τον 19ο αιώνα, τον οποίο όμως εγώ συντηρώ, γιατί πιστεύω πραγματικά στην in situ δημιουργία και δοκιμασία. Αυτές οι δύο παράλληλες δράσεις, τα σχέδια και τα τοπία, με οδήγησαν στο να δουλέψω πορτραίτα λογοτεχνικών ηρώων. Ιδίως οι παραβατικοί ήρωες, οι εγκληματίες τροφοδοτούν συχνά ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής, χωρίς ποτέ να είναι οι λήπτες της. Η “μεγάλη λογοτεχνία”, άλλωστε, έχει να διαχειριστεί προβλήματα “θανάτου”, “εγκλήματος”, “μετάνοιας” και “αναθεώρησης”. Αυτό άρχισε να μου αρέσει πάρα πολύ και προέκυψε, έτσι, ένας πυρήνας σκοτεινών προσώπων, που αποτελούν την “εγκληματική ζώνη” της έκθεσης. Αναγνώστες-εγκληματίες. Παράλληλα, δε, η έκθεση εμπλουτίζεται με φιγούρες και πορτραίτα του ευρύτερου κελύφους των «αναγνωστών». Υπάρχουν, άρα, οι “δημιουργοί”, που είναι τα σχέδια, οι “αναγνώστες”, που έχουν ως υποκεφάλαιο τους εγκληματίες ή τους παραβατικούς και από την άλλη το “τοπίο”, που αποτελεί την περιέχουσα συνθήκη. Το τοπίο είναι, θα λέγαμε, η ανακεφαλαίωση όλων των παραπάνω. Είναι εκείνο που συνθέτει αυτούς τους κόσμους, αποτελεί τις χωρικές προϋποθέσεις τους. Τα μαυρόασπρα σχέδια με συγκινούν, γιατί μου θυμίζουν τα αναγνωστικά ή τα βιβλία της δικής μου νεανικής περιόδου. Επρόκειτο για φτηνές εκδόσεις, μαυρόασπρες —ένα στοιχείο που τελικά δεν έληξε ποτέ. Τα σχέδια αυτά επιλέξαμε να τα εκθέσουμε, όχι επίτοιχα, αλλά μέσα σε βιτρίνες, γιατί αυτή είναι άλλωστε και η στάση του αναγνώστη».

Δημήτρης Σεβαστάκης
© Ειρήνη Σιούσιουρα

© Ειρήνη Σιούσιουρα

Θαυμάζοντας την επιλογή του να τοποθετήσει στο κέντρο της έκθεσης ανθρώπους του «περιθωρίου» ή της «αφάνειας», ζήτησα από τον καλλιτέχνη να μου εξηγήσει πώς πήρε αυτήν την απόφαση. «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τεράστιο πλούτο,» είπε. «Όχι μόνο αφηγηματικά, γιατί είσαι περίεργος να δεις πως καταλήγει ένας εγκληματίας, αλλά και σαν “χαρακτηρολογική πλαστικότητα”. Πώς πλέκονται το καλό με το κακό και πώς ένας τέτοιος άνθρωπος είναι έτοιμος για το χειρότερο και για το καλύτερο την ίδια στιγμή; Αυτό εγώ το θεωρώ πολύ πλούσιο και ειλικρινές και εικαστικά με κινητοποιεί. Γι’ αυτό χρησιμοποίησα, σε αυτά τα έργα, ακρυλικά —ένα υλικό πιο “συγχωρητικό” από τα λάδια, παραδείγματος χάριν, καθώς στεγνώνει γρήγορα και μπορείς να επιστρέψεις με επάλληλα στρώματα «διορθώσεων». Στα υπόλοιπα πορτραίτα «αναγνωστών», τα μοντέλα ήταν φίλοι, οικογενειακά πρόσωπα ή συχνότατα και εγώ ο ίδιος, άτομα δηλαδή που εμπιστευόμουν (που έρχονταν, δηλαδή, στο εργαστήριο και δεν με αποσυγκέντρωναν), είτε που τα είχα απαθανατίσει σε προσχέδια, τα οποία αργότερα εμπλούτιζα». Στην ερώτησή μου, «Ποια πρόσωπα από τον χώρο της Λογοτεχνίας πρόκειται να συναντήσουμε στην περιήγησή μας στην έκθεση;» ο Σεβαστάκης απάντησε: «Συμπεριλαμβάνονται, βέβαια, οι "μεγάλοι λογοτέχνες" που διαμορφώθηκαν το 19ο αιώνα, (εκτός από αυτούς που ανέφερα προηγουμένως, ο Σολωμός, ο Βικέλας, ο Βλαχογιάννης, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς κ.ά.) ορισμένοι που ανήκουν στην πρώτη ζώνη του 20ου αιώνα —όπως ο Μυριβήλης και αργότερα η "Γενιά του ’30", όπως ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος κ.α. και ύστερα οι μεταπολεμικοί —Παπαγεωργίου, Φωστιέρης, Νιάρχος, Ρουμελιωτάκης, Αναγνωστάκης, Λιοντάκης, Μαρκόπουλος, ο Αλέξης Σεβαστάκης κλπ.— ένας χάρτης από πρόσωπα, που με οδήγησε τελικά στους «παραλήπτες» της δημιουργίας τους. Μιλάω για τους αναγνώστες μιας διχοτομημένης αναγνωστικής σκηνής: Εκείνους που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα (η γυναίκα μου, εγώ, η κόρη μου, δάσκαλοί μου, πρόσωπα με ανατομικό ενδιαφέρον κλπ.) και εκείνους που ανήκουν στο "περιθώριο", τους παραβατικούς».

Με έναν τόσο μεγάλο όγκο δουλειάς που πρόκειται να παρουσιαστεί για τους επόμενους τρεις μήνες στην Εθνική Βιβλιοθήκη, γεννιέται το ερώτημα εάν πρόκειται για μια απλή θεματική, ή μια σχεδόν αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη. «Είναι και τα δύο,» παραδέχτηκε. «Δεν μου είναι εύκολο να χρονολογήσω όλα τα έργα που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση. Υπάρχουν ορισμένα έργα που τα είχα ξεκινήσει το 2008 και στη συνέχεια τα εγκατέλειψα ή τα έχασα, για να τα ανακαλύψω ξανά πολύ αργότερα και να τα επεξεργαστώ εκ νέου. Είναι αποτέλεσμα, άρα, μιας βαθιάς και μακράς διαδικασίας, οπότε η χρονολόγηση είναι συμβατική. Πάνω-κάτω είναι έργα που δημιουργήθηκαν μέσα στην τελευταία δεκαετία». Κεντρικός πυλώνας της έκθεσης, ωστόσο, υπήρξε η έννοια του «αναγνώστη-εγκληματία», ο οποίος δεν θα απολαύσει ποτέ την λογοτεχνική δημιουργία, καθώς συχνά δεν έχει καν σχέση με τον λόγο.

Η ενότητα «Λόγος», μου εξηγεί, αφορά στους δημιουργούς. «Απεικονιζόμενοι σε μαυρόασπρα σχέδια που αγγίζουν την εικονογράφηση, σε λίγο οι δημιουργοί σχετίστηκαν με τα κείμενά τους και τα κείμενα άρχισαν να ταυτίζονται με το πρόσωπο,» είπε χαρακτηριστικά ο Σεβαστάκης. «Σε όλη μας την αναγνωστική εμπειρία, υπάρχουν αυτές οι δύο ζώνες. Ο Μπάροουζ π.χ. είναι αποσυνδεδεμένος από την ποίησή του. Το ίδιο ο Δροσίνης ή ο Παπαδιαμάντης και αρχίζουν να συνδέονται, ως πρόσωπα πια, με το κείμενο. Τα σύνορα κειμένου-εικόνας, συνεπώς, αρχίζουν να αίρονται. Για εμένα, παύουν σταδιακά να υπάρχουν. Άρχισα να βλέπω τους δημιουργούς ως το ισοδύναμο της λογοτεχνίας τους. Ο Μητσάκης, έχει γράψει ένα καταπληκτικό διήγημα, το "Θεάματα του Ψυρρή", στο οποίο ξεκινάμε με την "κάμερα" τοποθετημένη "απέναντι" σε έναν μαχαιρωμένο σκύλο. Ο σκύλος τρεκλίζει και παρακολουθώντας ο Μητσάκης αυτό το τρέκλισμα μέσα στου Ψυρρή, αποκαλύπτει όλες οι κοινωνικές σχέσεις. Είναι ένα συγκλονιστικό διήγημα. Αυτό το έργο με οδήγησε να αναρωτηθώ: "Ποιος είναι αυτός ο λογοτέχνης; Τι τύπος είναι;" Οι λογοτέχνες του 19ου αιώνα απεικονίζονται σε ελάχιστες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τόσο ατελείς που έχουν χάσει πια τον ρεαλισμό τους —θολές, λες και είναι τυλιγμένες μέσα σε ένα σύννεφο. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μέσα σε αυτή την αοριστία αρχίζει να γίνεται μέρος του κειμένου. Αυτή η διασύνδεση με βοήθησε στο να δω και τις δύο πλευρές: Την πληροφορία της παράστασης (του δημιουργού) και το κείμενο».

Έχοντας στο μυαλό μου το λογοτεχνικό υπόβαθρο του καλλιτέχνη, μεγαλώνοντας κοντά σε έναν συγγραφέα, τον ρωτώ αν ο πατέρας του, Αλέξης Σεβαστάκης, υπήρξε και εκείνος ένας από τους πρώτους λογοτεχνικούς του «ήρωες». «Ο πατέρας μου έγινε ένας από τους "ήρωές" μου. Δεν ήταν αρχικά, γιατί ξεκινάς με την "πατροκτονία"» μου εξηγεί. «Εγώ έγινα αυτό που δεν προέβλεπε ο πατέρας μου. Κατά έναν τρόπο, αποτελώ αυτό που ήταν έξω από τον δικό του σχεδιασμό. Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει νομικό, ενώ προτιμούσε να δουλεύω λογοκεντρικά. Εγώ, τελικά, δούλεψα εικονοκεντρικά. Παρά τις ρήξεις και τις διαταραχές, καταφέραμε να συνυπάρξουμε. Όταν, όμως, ο γονιός μεγαλώνει και γίνεται "παιδί" σου, καθώς αρχίζει να έχει ανασφάλειες, γίνεσαι προστατευτικός μαζί του. Σε αυτή τη φάση μπόρεσα να τους ομολογήσω την αγάπη μου, ή εν πάση περιπτώσει, να διαμορφώσω μια δική μου υποδοχή αγάπης για εκείνους. Και η αγάπη χρειάζεται την εκλογίκευσή της. Είναι σαν μια ανταπόδοση αυτή προς τους γονείς, για την αγάπη που σου έδωσαν μεγαλώνοντας, αλλά καλό είναι η ανταπόδοση να είναι αθώα, καθαρή και αυτόνομη. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι συμμορφωτική. Δεν θέλεις να είσαι εκείνο που παρουσιάζει ο γονιός, μέσα σε ένα κέλυφος με τις δικές του αξιολογήσεις. Θέλεις να είσαι εσύ εκείνος που πλησιάζει τον γονιό. Είναι σαν το χέρι του Θεού και του Αδάμ, στην νωπογραφία του Μιχαήλ Αγγέλου, στην Καπέλα Σιξτίνα».

Η ενότητα «Τόπος» χωρίζεται περίπου σε δύο μικρότερες ενότητες. «Τα τοπία δεν είναι ένα συμπαγές πράγμα» εξηγεί ο καλλιτέχνης. «Υπάρχουν τα τοπία in situ, που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος, αλλά υπάρχει και μια υπο-ενότητα δέκα έργων, που έχουν μεγάλες διαστάσεις και είναι απολύτως ισομεγέθη, στα οποία αναπτύσσονται τα ιδρυτικά μου σύμβολα —αυτά, δηλαδή, με τα οποία ξεκίνησα και μεγάλωσα ζωγραφικά. Λύκοι, φεγγάρια που αναδύονται μέσα από τη θάλασσα, πρόσωπα που φαίνονται βυθισμένα μέσα της. Είναι μια κλειστή και πολύ ισχυρή ενότητα, κυμαινόμενη σε μπλε τόνους (καθώς αυτή είναι η προσωπική μου ανάγνωση), η οποία κατά κάποιο τρόπο τιθασεύει και οργανώνει τα in situ τοπία. Έχουμε, έτσι, μια "τοπιογραφία-τοπιογνωσία", η οποία είναι περιπετειώδης, και μία "τοπιογραφία του εργαστηρίου, με συνθετικές αποφάσεις, που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν την συγκεφαλαίωση των τοπίων εμπειρίας (in situ). Ένα τοπίο θα πρέπει να μου θυμίσει κάτι για να το επιλέξω. Καθώς τα δουλεύω όλα παράλληλα, πηγαίνω, φερειπείν, στον Υμηττό και φτιάχνω ένα παστέλ, το οποίο δεν τελειώνω σχεδόν ποτέ, και στη συνέχεια μπαίνω στο εργαστήριο και δουλεύω ένα τοπίο εργαστηρίου ή ένα πορτραίτο. Όλο αυτό εξελίχθηκε σε μια πολύ μεγάλη έκθεση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για έναν καλλιτέχνη η έκθεση είναι ένα "στάσιμο" και όχι η "κορύφωση". Η ζωγραφική είναι η "κορύφωση". Η έκθεση δεν είναι παρά ένα επεισόδιο, που πολλές φορές αποτελεί πηγή άγχους και έχει μια εξωτερικότητα. Η ζωγραφική, αντίθετα, είναι μια πολύ μοναχική διαδικασία. Είσαι μόνος για ατέλειωτες ώρες και το μόνο από το οποίο μπορείς να τροφοδοτηθείς είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Μερικές φορές ανακαλύπτεις με οδύνη ότι έχεις μια περιοχή μέσα στο έργο η οποία είναι συμβατική και πρέπει να τη διορθώσεις. Αυτό μπορεί εύκολα να σε οδηγήσει στην καταστροφή του έργου, γιατί, από ανασφάλεια, πηγαίνεις να διορθώσεις ολόκληρη τη σύνθεση».

Αναφερόμενος στον εκθεσιακό χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο Σεβαστάκης είπε ότι «περικυκλώνει, ας πούμε, ένα αίθριο. Υπάρχει επομένως μια διαμήκης λογική. Στην ΕΒΕ έχουν, ωστόσο, δημιουργήσει μια τεθλασμένη διάταξη στα πάνελ η οποία με ευνοεί, καθώς εκεί θα μπουν τα τοπία που ούτως ή άλλως έχουν έναν στιγμιοτυπικό χαρακτήρα. Αυτή η "αστάθεια" θεωρώ πως ευνοεί την δουλειά. Και τα τοπία με παστέλ, αλλά και τα τοπία με τα λάδια. Στην είσοδο, ως "εισαγωγή", θα υπάρχει ένα πολύπτυχο έργο, το οποίο έχω δουλέψει πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε διαφορετικές φάσεις. Νόμιζα πως είχε τελειώσει και το είχα δημοσιεύσει μάλιστα, αλλά έκανα κατόπιν μια ολόκληρη συνθετική ανασύνταξη. Πρόκειται για ένα έργο συγκεφαλαιωτικό. Η κύρια αφηγηματική εισαγωγή στην έκθεση, όμως, είναι οι παραβατικοί. Μετά τους παραβατικούς ξεκινούν τα τοπία "πειθαρχίας", τα τοπία θάλασσας και σε αντίστιξη, από την άλλη πλευρά, βρίσκονται τα in situ τοπία. Τέλος, ο θεατής καταλήγει στους αναγνώστες, που έχουν υφολογική και παραστατική ενότητα».

Καθώς πρόκειται για έναν άνθρωπο που εκτός από την ζωγραφική, έχει ασχοληθεί με την πολιτική και συνεχίζει να ασχολείται με την αρθρογραφία και την διδασκαλία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, ρωτάω τον κύριο Σεβαστάκη πώς συνδυάζονται αυτές οι φαινομενικά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους δραστηριότητες. «Ο πατέρας μου ήταν πολιτευτής για πάρα πολλά χρόνια,» εξηγεί. «Ζήσαμε μέσα στον πολιτικό κύκλο και εμένα η πολιτική ουσιαστικά μου ήρθε, χωρίς να την επιδιώξω. Αντίθετα με άλλους, που προσδοκούσαν να εμπλακούν, έγινα εύκολα βουλευτής για σχεδόν πέντε χρόνια. Το υπερασπίστηκα αυτό, εντούτοις, είπα ότι δεν είναι η δική μου επιλογή. Στις εκλογές του 2019, πλησίαζα τα 60 και αναρωτήθηκα: "Θα ζήσω τα υπόλοιπά μου χρόνια κάνοντας αυτό;" Αποφάσισα, λοιπόν, να μην πολιτευτώ ξανά. Παρακολουθώ και με ενδιαφέρει η πολιτική, αλλά δεν με ενδιαφέρει η επαγγελματική διάστασή της. Επίσης, στην πολιτική παρατήρηση έχεις πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες, συγκριτικά με την πολιτική "έκθεση"». Σχετικά με την διδασκαλία και το πως αυτή συνδυάζεται με την καλλιτεχνική παραγωγή, είπε: «Εάν δεν εργαστείς ζωγραφικά, τι θα καταφέρεις να διδάξεις; Στη διδασκαλία πρέπει να είμαι γεμάτος. Από ποια "έτοιμα" θα πρέπει να αντλήσω προκειμένου να δω το πρόβλημα του παιδιού που "αυτο-σκηνοθετείται", "συμπιέζεται" δηλαδή, μέσα σε μια μαθησιακή ερευνητική αγωνία; Η δουλειά μας στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ είναι απαραίτητα δουλειά μέσα στην πόλη. Στις αντιφάσεις της, μορφολογικές και συντακτικές. Στο τέλος είναι όλα "βλέμμα". Όσον αφορά τα κτίρια, δεν βλέπεις ποτέ την πραγματική τους όψη, αλλά τις αλλοιώσεις τους. Βλέπεις την ίδια σου την κίνηση. Περνώντας μπροστά από ένα κτίριο, αλλάζουν όλες οι γεωμετρίες του. Μια δυναμική ανάγνωση του κτισμένου, που κρύβει όμως σχέσεις και ανθρώπους —είναι ένα προϊόν κοινωνικών αποφάσεων και κοινωνικών συνομαδώσεων. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, η αρχιτεκτονική είναι μια μορφή ζωγραφικής. Αυτά προσπάθησα στη δουλειά μου, νομίζω και στη διδασκαλία μου, αλλά ελπίζω και στο πολιτικό μου βλέμμα, να τα καταστήσω λειτουργικά».

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τέλος Φεβρουαρίου. Στον τόμο που τη συνοδεύει έχουν υπογράψει κείμενα ο Ιστορικός Τέχνης Θανάσης Μουτσόπουλος, ο Προέδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της ΕΒΕ, Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο ίδιος ο Σεβαστάκης, εξηγώντας τις προθέσεις του. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιήσει ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Νικήτας Κακλαμάνης, ο οποίος, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη «έλυσε διάφορα προβλήματα με τη στήριξή του» και τον ευγνωμονεί ιδιαιτέρως, παρά το γεγονός ότι δεν προέρχονται από το ίδιο «πολιτικό σπίτι». Σε μια τελευταία ερώτηση που του κάνω, «Τι συμβουλή θα έδινε σε έναν νέο καλλιτέχνη που θα έρθει να δει αυτή την έκθεση», ο Δημήτρης Σεβαστάκης μου απαντάει: «Να είναι αυθάδης. Να μην κάτσει συμμορφούμενος μπροστά από κάθε έργο και κάθε ταμπελάκι. Να πάει σε ό,τι τον τραβήξει. Μπορεί μια έκθεση να μην καταφέρει να σου δώσει. Μπορεί να πάρεις από ένα μόνο έργο. Μπορεί να σου δώσει το "κατά λάθος" —όπως ο περιβάλλων χώρος κλπ. Πρέπει να είσαι συμφιλιωμένος με τον εαυτό σου και όχι με την τυπολογία της έκθεσης. Το να διατηρείς μια "αλητεία" στο βλέμμα, για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θα τον συμβούλευα, λοιπόν, να μπει με αυθάδεια και ώστε να διατηρήσει, όσο μπορεί, την γλωσσική και ερμηνευτική αυθεντικότητά του».

Δημήτρης Σεβαστάκης
© Ειρήνη Σιούσιουρα

© Ειρήνη Σιούσιουρα

***

INFO

Δημήτρης Σεβαστάκης: Ο λόγος και ο τόπος
Διάρκεια έκθεσης: 27 Νοεμβρίου 2025 έως 28 Φεβρουαρίου 2026
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα έως Κυριακή 09:30-20:00
Αίθριο 4ου ορόφου ΕΒΕ, ΚΠΙΣΝ
Είσοδος ελεύθερη

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση