- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τάσος Δήμος: Η διαδρομή ενός Έλληνα ζωγράφου από την Αθήνα στη διεθνή σκηνή
Συνέντευξη με τον ζωγράφο Τάσο Δήμο: Από την παιδική φιγούρα στα αθηναϊκά τοπόσημα
Ο Τάσος Δήμος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει από πολύ μικρός και μαθήτευσε πρώτα στο εργαστήριο του «μάστορα» της γιγαντοαφίσας, Γιώργου Βακιρτζή, και ύστερα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.), υπό τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Δημήτρη Μυταρά και τον Βαγγέλη Δημητρέα. Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα το 1989 και το 1990 πήγε στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Hochschuleder Künste, με καθηγητή τον Σύρο καλλιτέχνη Marwan (Μαρουάν Κασάμπ Μπάσι).
Ύστερα ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα Ζιόγκα, που ήταν Αμερικανή υπήκοος, και έμειναν εκεί ως το 1992. Από το 1992, που επέστρεψε στην Ελλάδα, οι εκθέσεις στις οποίες έχει συμμετάσχει με έργα του (ατομικές και ομαδικές) είναι πάνω από εκατό. Η δουλειά του έχει σαφείς επιρροές από τα κινήματα του ιμπρεσιονισμού και του εξπρεσιονισμού, ενώ τα έργα του, που κοσμούν αμέτρητες ιδιωτικές συλλογές ανά τον κόσμο, αλλά και μουσεία, όπως το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή και την Πινακοθήκη Αβέρωφ, έχουν συχνά ως κεντρικό θέμα την παιδική φιγούρα.
Αν και ξέρω κάτι παραπάνω από τον μέσο δημοσιογράφο για τον συνεντευξιαζόμενο –καθώς τυχαίνει να είναι ο πατέρας μου–, προσπαθώ να του θέσω συνεκτικά ερωτήματα, ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε για όλα όσα έχουν σημαδέψει την πορεία του ως ζωγράφο.
Συνομιλώντας με τον πατέρα μου, τον ζωγράφο Τάσο Δήμο
— Πριν από λίγους μήνες, το έργο σου «Όαση» βρέθηκε μεταξύ άλλων έργων σύγχρονων καλλιτεχνών στη δημοπρασία The Greek Sale του Οίκου Bonhams στο Παρίσι. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή;
Ήταν μια σπουδαία στιγμή στην πορεία μου. Σίγουρα, ένας καλλιτέχνης νιώθει ότι το έργο του αναγνωρίζεται όταν συμβαίνει κάτι τόσο τιμητικό. Επιπλέον, τόσο η δική μου συμμετοχή όσο και η συμμετοχή άλλων καλλιτεχνών στην ηλικία μου ή και νεότερων από μένα στο Greek Sale της Bonhams, είναι κάτι που θα πρέπει να μας γεμίζει ελπίδα. Είναι βέβαια σπουδαία τα έργα των μεγάλων δασκάλων, όπως του Μόραλη ή του Τέτση, που συνήθως κλέβουν την παράσταση, όμως η ελληνική ζωγραφική είναι ακόμα ζωντανή και υπάρχουν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες μετά από αυτούς. Μια δημοπρασία εμπίπτει, οπωσδήποτε, στο πλαίσιο μιας δευτερογενούς αγοράς, οπότε οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο International Foundation for Greece και στην πρόεδρό του, κυρία Ασπασία Λεβέντη, με την οποία είχαμε γνωριστεί πριν από πολλά χρόνια και έτυχε να ξαναμιλήσουμε πρόσφατα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Το IFG έχει πολλές φιλανθρωπικές δραστηριότητες, όπως το να προμηθεύει απομακρυσμένα σχολεία της ελληνικής επαρχίας με καύσιμα για τους κρύους μήνες του χειμώνα, και η πώληση των έργων συνεισφέρει σε αυτούς ακριβώς τους πολύ σημαντικούς σκοπούς. Όπως είθισται, η έκθεση παρουσιάστηκε πρώτα στην Αθήνα, στους υπέροχους χώρους του νεοκλασικού κτιρίου στην οδό Αμαλίας 36, όπου μαζεύονται σημαντικότατοι συλλέκτες, και περίπου δέκα μέρες μετά, ταξίδεψε και στο Παρίσι, όπου και πραγματοποιήθηκε ζωντανά η δημοπρασία.
— Ο συγκεκριμένος πίνακας ανήκει σε μια σειρά έργων με κεντρικό θέμα την αιθέρια παιδική φιγούρα, που είναι και μια από τις πιο χαρακτηριστικές σου σειρές. Τι σε κάνει να επιστρέφεις σ' αυτή τη θεματολογία;
Πρόκειται για μια θεματολογία που με απασχόλησε για πρώτη φορά πριν από αρκετά χρόνια, όταν πρωτοέγινα πατέρας. Ο παιδικός κόσμος είναι συναρπαστικός, καθώς είναι πολύ αισιόδοξος και αυθόρμητος. Στα πρώτα μου βήματα στη ζωγραφική, είχα μια πολύ πιο αφηρημένη γραφή και δεν έβαζα καθόλου την ανθρώπινη φιγούρα μέσα στη σύνθεση. Η φιγούρα προέκυψε μέσα από μια άλλη, δευτερεύουσα ενασχόλησή μου, τη φωτογραφία. Μέσω της φωτογραφίας, λοιπόν, κατάλαβα πόσο εκφραστική μπορεί να γίνει μια ανθρώπινη φιγούρα, υποδηλώνοντας την κίνηση, που άλλωστε ήταν αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα. Η σειρά αυτή με τις παιδικές φιγούρες είναι μερικές φορές σχεδόν μίνιμαλ όσον αφορά τον φόντο και διαθέτει κάτι το ατμοσφαιρικό ή ακόμα και το ονειρικό. Είναι, κατά την άποψή μου, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να απεικονίσει την παιδική ηλικία, με όλη της την αθωότητα, αλλά και τον εγωκεντρισμό. Τα παιδιά δεν ζουν ακριβώς στον ίδιο κόσμο με αυτόν που ζούμε εμείς οι «μεγάλοι». Ζουν σε έναν κόσμο παράλληλο, που μερικές φορές και για μικρά χρονικά διαστήματα συναντιέται με τον δικό μας.
Ο λόγος που επανέρχομαι σ’ αυτή τη θεματολογία είναι γιατί έχω διαπιστώσει πως «μιλάει» στο φιλότεχνο κοινό, αγγίζοντας μια πολύ ευαίσθητη χορδή. Δεν έπαψα ποτέ στ’ αλήθεια να παράγω νέα έργα από αυτή τη σειρά, καθώς είναι ένα θέμα που συνεχίζει να με συνεπαίρνει και οπωσδήποτε, ακόμα και σήμερα, δεν είναι ένα κεφάλαιο που για μένα έχει κλείσει. Η επικοινωνία που έχουν τα έργα αυτά με τον κόσμο είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ: Έχω ακούσει αρκετές φορές από γκαλερίστες ότι έρχονται πελάτες και κάθονται επί ώρες απέναντι από έργα μου με τέτοιες αιθέριες παιδικές φιγούρες, πολλές φορές βάζοντας ακόμα και τα κλάματα. Είναι οι αναμνήσεις που αυτές μας ξυπνούν ή ίσως και το μικρό παιδί μέσα στον καθένα από εμάς, που δεν χάνεται ποτέ τελείως.
— Η καριέρα σου στη ζωγραφική ξεκίνησε γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ποια θεωρείς τα πιο «κομβικά σημεία», που ενδεχομένως επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο ζωγραφίζεις;
Ένα πρώτο κομβικό σημείο ήταν η μαθητεία μου κοντά στον Γιώργο Βακιρτζή. Εκεί, δεν γνώρισα μόνο τον κόσμο της ζωγραφικής για πρώτη φορά, αλλά, καθώς κάναμε πολλές συζητήσεις, τόσο μ’ εκείνον όσο και με τους άλλους μαθητευόμενους, απέκτησα μια ευρύτερη άποψη επάνω στα εικαστικά. Επίσης, μας παρότρυνε να διαβάζουμε πολλή λογοτεχνία, πράγμα το οποίο άνοιξε τους ορίζοντές μας και μας έμαθε να σκεφτόμαστε. Τότε ήταν που άρχισα να κρατάω και τις δικές μου σημειώσεις σε τετράδια με σκληρό εξώφυλλο, είτε με συναισθήματα που βίωνα είτε με πράγματα που έβλεπα σε μουσεία και με εντυπωσίαζαν. Συνήθως, δίπλα από τα γραπτά υπήρχαν και μελέτες μου επάνω στο σχέδιο ή το χρώμα.
Αργότερα, όταν μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο ίδιο μοτίβο συνέχισε και η μαθητεία μου κοντά στον Βαγγέλη Δημητρέα, που επίσης ήταν δεινός αναγνώστης και με παρότρυνε να διαβάζω συνέχεια. Μαζί κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις επί παντός επιστητού. Σημαντικός δάσκαλος ήταν και ο Δημήτρης Μυταράς, που περισσότερο μας παρακολουθούσε καθώς σχεδιάζαμε, παρά μας έλεγε πώς να κάνουμε το καθετί. Τον νιώθαμε μεν κοντά μας, καθώς ήταν ένας πολύ θερμός άνθρωπος, όμως δεν παρενέβαινε στη μελέτη μας. Τέλος, πολύ σημαντικά ήταν και τα όσα έμαθα στο εργαστήριο του Δημοσθένη Κοκκινίδη. Ήταν ένας πολύ «ανοιχτός» άνθρωπος και ως καθηγητής μού ταίριαζε περισσότερο, καθώς τότε δεν προτιμούσα τη ρεαλιστική ζωγραφική, αλλά την πιο αφαιρετική και ιμπρεσιονιστική, πράγμα το οποίο εν μέρει με χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα. Εκτός από τα όσα έμαθα από τον ίδιο τον Κοκκινίδη, μεγάλη σημασία είχαν και οι συζητήσεις που έκανα με τους βοηθούς του, όπως με τη Νίκη Καναγκίνη και τον Τάσο Χριστάκη.
— Στις αρχές του 1990 ταξίδεψες αρχικά στο Βερολίνο και ύστερα στη Νέα Υόρκη. Ήταν σημαντικά τα ερεθίσματα στα οποία εκτέθηκες σ’ αυτά τα μεγάλα κέντρα της Τέχνης;
Ναι, ήταν πράγματι πολύ σημαντικά. Ό,τι είχα δει μέχρι τότε από τα μεγάλα αριστουργήματα ήταν μέσα από βιβλία, που την εποχή εκείνη δεν είχαν απαραίτητα και τα καλύτερα τυπώματα. Στο Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη είδα για πρώτη φορά από κοντά έργα του Μπέικον ή του Σίλε και μου δόθηκε η ευκαιρία να διδαχθώ από τη γραφή τους. Η ζωγραφική είναι σαν μια ξένη γλώσσα που, όταν αρχίζεις να τη μαθαίνεις, είναι σαν να περνάς από τα ίδια μονοπάτια που πέρασαν κι άλλοι ζωγράφοι, συνδυάζοντας τα χρώματα, ή βάζοντας τον έναν τόνο δίπλα στον άλλον. Στο εξωτερικό, λοιπόν, έμαθα για πρώτη φορά να διαβάζω ζωγραφική μέσα από τις επισκέψεις μου στην Alte Pinakothek, στο Metropolitan και στο MoMA.
— Στην Αθήνα ξεκίνησες από το ιστορικό πλέον Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν και μερικά χρόνια αργότερα έκανες την έκθεση «Χαμένος παράδεισος» (1995) στην GalerieTitanium. Πώς έχει αλλάξει το σκηνικό από τότε μέχρι σήμερα στις αθηναϊκές γκαλερί;
Σίγουρα την εποχή εκείνη υπήρχαν λιγότεροι ζωγράφοι. Αυτοί δε που έβγαιναν μπροστά είχαν πράγματι «κάτι να πουν», καθώς περνούσαν από πολλές δοκιμασίες πριν καταφέρουν να κάνουν την πρώτη τους έκθεση. Υπήρχε αυστηρή κριτική, πρώτα απ’ όλα στη Σχολή από τους καθηγητές και στη συνέχεια στις γκαλερί, που δεν έβαζαν οποιονδήποτε. Σήμερα δεν είναι καθόλου το ίδιο. Υπάρχει, βέβαια, μια πολυφωνία, όμως μερικές φορές αισθάνομαι πως επηρεάζεται αρνητικά και η ποιότητα. Ίσως να έχει χαθεί αυτή η νοητή γραμμή παράδοσης της γνώσης από τη μια γενιά στην άλλη. Έπειτα, υπάρχει και μεγάλη αποξένωση σήμερα, ένα πρόβλημα που τότε δεν μας πέρναγε καν απ' το μυαλό.
Πηγαίνοντας σε μια έκθεση, κατά τη δεκαετία του 1990, αν ήσουν του χώρου, τους ήξερες όλους. Ο κόσμος σήμερα πορεύεται πιο μοναχικά. Οι χώροι έχουν εξελιχθεί σε σχέση με παλιότερα. Τώρα είναι καλύτερα φωτισμένοι, πιο άνετοι και φυσικά, πιο πολλοί σε αριθμό. Δυστυχώς, όμως, το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα υπάρχει κι ένας εκθεσιακός χώρος δίπλα στο σπίτι σου, δεν σημαίνει ότι όταν τον επισκεφτείς θα δεις και κάτι πραγματικά καλό.
— Όταν ήρθε η κρίση στην Ελλάδα, το 2010, η Τέχνη δεν απέφυγε το γερό «χτύπημα». Βλέπεις βελτίωση τα τελευταία χρόνια; Υπάρχουν σημάδια που να υποδεικνύουν ότι κάποτε ίσως επιστρέψουμε σε λαμπερές εποχές;
Ίσως όμως φαίνεται πως έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας. Η περίοδος 1990-2010 ήταν πολύ καλή. Δεν νομίζω, άλλωστε, πως θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σ’ αυτό που υπήρχε πριν. Αν αλλάξει κάτι, η κατάσταση θα διαφέρει ριζικά, τόσο σε σχέση με το σήμερα όσο και με το χτες. Βλέπω μια σχετική ανάταση τον τελευταίο καιρό, αλλά δεν έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με τότε.
— Τι σου κινεί το ενδιαφέρον ως εικαστικό σήμερα; Από πού αντλείς τη θεματολογία; Υπάρχει κάποια νέα σειρά έργων που έχεις ξεκινήσει;
Έχοντας πάντα τον ιμπρεσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό ως σημεία εκκίνησης, τώρα τελευταία έχω ξεκινήσει να δουλεύω μια νέα σειρά έργων, με κεντρικό θέμα συγκεκριμένα τοπόσημα της Αθήνας, όπως για παράδειγμα το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, η Στοά Αττάλου κ.ά. Είναι η πιο ρεαλιστική μου δουλειά μέχρι σήμερα, κι αυτό οφείλεται κυρίως στη θεματολογία της. Επιλέγω άμεσα αναγνωρίσιμα μνημεία, που συναντάμε καθημερινά, και προσπαθώ να τα απεικονίσω με μια φρεσκάδα. Η γραφή, βέβαια, είναι η ίδια που έχω δημιουργήσει και εξελίξει όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως να μου έχουν κινήσει το ενδιαφέρον αυτά τα τοπόσημα γιατί τα γνωρίζω από μικρό παιδί και σήμερα συνεχίζουν ακόμα να υπάρχουν, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από πάνω τους. Χρειαζόμαστε τέτοιους άξονες που παραμένουν σταθεροί, ενώ ο κόσμος γύρω μας συνεχώς αλλάζει.
— Ποιες εκθέσεις σου, ατομικές ή ομαδικές, σου έχουν μείνει αξέχαστες; Είναι οι συνεργασίες ή ο χώρος μιας γκαλερί που συνήθως εκτιμάς περισσότερο;
Πρωτίστως είναι η συνεργασία. Όταν ένας γκαλερίστας εκτιμά το έργο και είναι ευχάριστος και θερμός μπορούν να γίνουν πολύ ωραία πράγματα. Παίζει, βέβαια, τον ρόλο του και ο χώρος, όμως παλιότερα μπορούσες να το πεις περισσότερο αυτό. Σήμερα οι χώροι τείνουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι πιο ουδέτεροι.
Θυμάμαι, βέβαια, την πρώτη μου ατομική έκθεση στην Ώρα. Ο ίδιος ο Μπαχαριάν επισκεπτόταν τότε τα εργαστήρια, συζητούσε με τους καθηγητές κι εκείνοι του πρότειναν σε ποιον να κανονίσει έκθεση. Ήταν ο πρώτος που έκανε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό αυτό συνέβαινε ήδη από πολλά χρόνια πριν. Το Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο λίγο πιο κάτω από τη Βουλή. Ύστερα, θυμάμαι έντονα την έκθεση που είχα κάνει το 1995 στην Galerie Titanium. Έτυχα, μάλιστα, σε μια πολύ καλή εποχή, όταν η γκαλερί αυτή βρισκόταν στο ζενίθ της. Το Titanium υπήρξε ένας πολύ σημαντικός χώρος για τα ελληνικά εικαστικά δεδομένα εκείνης της δεκαετίας.
Αργότερα, σημαντικές ήταν και οι αίθουσες τέχνης στην Κηφισιά, όπως οι Εποχές και ο Άνεμος, ενώ μου έχουν μείνει και εκθέσεις που έχουν γίνει στο εξωτερικό, όπως στην γκαλερί Ηλιοτρόπιο στην Κύπρο και βέβαια η έκθεση «Communicative Art», που πραγματοποιήθηκε σε ένα κάστρο του 14ου αιώνα, το Château de Coudrée, στη Γενεύη, υπό την αιγίδα της Lockheed Martin. Πιο πρόσφατα, σημαντική πρόκληση για μένα ήταν η θεματική έκθεση που έκανα το 2023 στο Πολεμικό Μουσείο, για «Το Έπος του ’40». Για να ζωγραφίσω τα έργα που συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση βασίστηκα σε φωτογραφίες από τη συλλογή του μουσείου και, λόγω της βαρύτητας του θέματος, επέλεξα να κινηθώ περισσότερο σε γκρίζους τόνους. Βέβαια, ακόμα κι αν αποφασίσω να κάνω ασπρόμαυρα έργα, ποτέ δεν περιορίζομαι αποκλειστικά στο άσπρο και το μαύρο. Χρησιμοποιώ και άλλα χρώματα, όπως πορτοκαλί ή μπλε – για μένα είναι απαραίτητο μέρος της σύνθεσης.
— Πού μπορεί κανείς να δει έργα σου τώρα;
Έργα μου εκτίθενται ήδη σε δύο γκαλερί στη Σαντορίνη, στην Oia Treasures, μια γκαλερί που έχει θέα στη μεγαλόπρεπη Καλντέρα, και την ArtSpace Santorini, που στεγάζεται σε ένα υπέροχο υπόσκαφο στην Έξω Γωνιά, το οποίο είναι και οινοποιείο. Επίσης, έργα μου υπάρχουν στην Κέρκυρα, στην Corfu Art Gallery, που έχουν κάποια σχέση με αυτή τη νέα σειρά με τα τοπόσημα, την οποία ανέφερα προηγουμένως. Πρόσφατα, πήρα μέρος σε δύο ομαδικές εκθέσεις στον Πειραιά: μία στην Γκαλερί του Νότου, που παρουσιάστηκε στο πλαίσια των «Ημερών Θάλασσας», που διοργανώνει εκεί ο Δήμος, και μία στην γκαλερί Αrt Πρίσμα, με τίτλο «My Paradise». Συμμετέχω, επίσης, στην Art Athina με την γκαλερί ArtZone 42 (Booth L31) συνεχίζοντας και φέτος τη μακροχρόνια συνεργασία μου με την εξαιρετική της ιδιοκτήτρια Τζωρτζίνα Θέου.