Η μούσα της μόδας, έγινε μύθος της ζωής

Η Εθνική Πινακοθήκη στο επίκεντρο και η ελευθερία της Τέχνης σε κίνδυνο: Αγώνας ενάντια στη λογοκρισία
Λογοκρισία και βανδαλισμός της Τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη | Ο Μάριος Βαζαίος, Διευθυντής του Φεστιβάλ Νάξου και τέσσερις ακαδημαϊκοί εξετάζουν ανήσυχα πλην προσεκτικά τις πληγές στην ελευθερία του λόγου και τα όρια της Τέχνης, μετά την ντροπιαστική επίθεση
Μάριος Βαζαίος | Οικονομολόγος – Δ/ντής Φεστιβάλ Νάξου
Τα τεκταινόμενα στην Εθνική Πινακοθήκη αφορμή για επαγρύπνηση
Το θέμα του βανδαλισμού των έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη παραμένει ανησυχητικό όσο τα βανδαλισμένα έργα δεν αποκαθίστανται στη θέση τους και όσο εκκρεμεί η δίκαιη καταδίκη όσων βιαιοπράγησαν ανάρμοστα σε έναν επίσημο, θεσμικό χώρο πολιτισμού, που δικαιούται να έχει ελευθερία άποψης.
Ο φανατισμός και η λογοκρισία είναι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά όχι μόνο τη δημιουργικότητα και την καινοτομία στον τομέα της τέχνης, αλλά και κάθε νεωτεριστική έκφανση της κοινωνικής ζωής. Ως εκ τούτου η συζήτηση που προκύπτει γύρω από την τέχνη και τους καλλιτέχνες είναι συχνά πολύπλοκη, απαιτεί ανοιχτό μυαλό, γνώση και διάθεση για διάλογο και αφορά όχι μόνο τον καλλιτεχνικό χώρο αλλά ολόκληρη την κοινωνία των πολιτών.
Με τη ματιά λοιπόν σε εγρήγορση, στραμμένη στο μέλλον, με ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Εθνική Πινακοθήκη, υποδεχόμαστε τις τεκμηριωμένες, νηφάλιες τοποθετήσεις που ακολουθούν, αναγνωρίζοντας ότι η διαχείριση του θέματος επηρεάζει ανάλογες περιπτώσεις δογματικής παρέμβασης και λογοκρισίας που υφέρπουν σε όλη την επικράτεια, με τις περισσότερες να λανθάνουν της απαραίτητης προσοχής και δημοσιότητας.
Μια από αυτές ήταν η αρπαγή και εξαφάνιση έργου της Ειρήνης Γκόνου το 2017, ένα μεγάλο γαλάζιο υφαντό πανί, τοποθετημένο στην εσοχή ενός ξεχασμένου, ερειπιώδους κτίσματος παλαιού μοναστηριού σε ορεινή πλαγιά, στο πλαίσιο εικαστικής δράσης του Φεστιβάλ Νάξου στον Πύργο Μπαζαίου. Έργο ταπεινό, ευλαβικό, που σε συμβολικό επίπεδο σηματοδοτούσε το τέλος μιας προσκυνηματικής πεζοπορικής διαδρομής από ένα μονοπάτι, το οποίο κατέληγε στο παλαιό ερείπιο. Το περιστατικό καταδεικνύει ότι το φρικώδες δεν ενυπάρχει στο έργο τέχνης αλλά στον νοσηρό εσωτερικό κόσμο εκείνων που αντιδρούν με βάναυσο, σκαιό τρόπο, σε ό,τι παρεκκλίνει της δικής τους οικείας, περιορισμένης θεώρησης. Προσωπικά θεωρώ απαραίτητο να συνεχίσουμε να προάγουμε αξίες όπως η ανεκτικότητα, ο διάλογος, η αποδοχή και η στήριξη της δημιουργίας, προκειμένου να αποτρέψουμε οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας σήμερα και στο μέλλον. Να ενώσουμε τις φωνές μας κατά της καλλιτεχνικής καταστολής και να υπερασπιστούμε την ελευθερία έκφρασης για όλους τους δημιουργούς.
Δημήτρης Σαραφιανός | Διδάκτωρ Νομικής και Δικηγόρος Αθηνών
Σύνταγμα και Πινακοθήκη
Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 16 κατοχυρώνει την ελευθερία της τέχνης ως ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και καταλαμβάνει κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας. Απαγορεύει λοιπόν κατ’ αρχήν στις κρατικές αρχές να επέμβουν στο έργο του κάθε καλλιτέχνη επιβάλλοντας περιορισμούς στη μορφή και το περιεχόμενο του έργου του (π.χ. μέσω μορφών λογοκρισίας). Πέραν όμως από την ατομική προσωπική ελευθερία του καλλιτέχνη, το Σύνταγμα κατοχυρώνει και την ελευθερία της τέχνης ως κοινωνικού θεσμού, κατοχυρώνει δηλαδή μια εγγύηση θεσμού για την τέχνη.
Ο συντακτικός νομοθέτης αναγνώρισε ότι υπάρχει ένα ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον για την ελεύθερη προαγωγή και ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας καθ’ εαυτήν, πέρα και ανεξάρτητα από τη βούληση των συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Η τέχνη ανάγεται σε ειδικά προστατευόμενο συνταγματικό αγαθό. Η προστασία αυτή συνίσταται στη θεμελιώδη υποχρέωση του Κράτους να διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες, έτσι ώστε ο προστατευόμενος θεσμός, η τέχνη, να αναπτύσσεται ελεύθερα. Αυτό σημαίνει ότι υποκείμενο του δικαιώματος δεν είναι μόνο ο καλλιτέχνης, αλλά και αυτός ο οποίος επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί καλλιτεχνικά. Ακόμα περισσότερο, το καλλιτεχνικό ακροατήριο δεν είναι ένα παθητικό αντικείμενο της καλλιτεχνικής διαδικασίας, αλλά συστατικό στοιχείο της καλλιτεχνικής πράξης, που είναι και αυτή μια πράξη επικοινωνίας. Το Σύνταγμα καθιερώνει δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης του κάθε πολίτη στο έργο τέχνης, ιδίως εφόσον αυτό ανήκει στο Δημόσιο· διαφορετικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο δημιουργός του.
Περαιτέρω υποχρεώνει στην ενίσχυση των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων με όρους διασφάλισης του πολιτιστικού πλούτου χωρίς υπερεπιβαλλόμενες αισθητικές αντιλήψεις. Συνεπώς το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει την απρόσκοπτη δυνατότητα του κοινού που επιθυμεί να έρθει σε επαφή με ένα έργο τέχνης που εκτίθεται σε ΝΠΔΔ, όπως η Εθνική Πινακοθήκη. Αν δεν το πράττει τότε υποπίπτει σε λογοκριτικές πρακτικές. Ειδικοί περιορισμοί δεν επιβάλλονται συνταγματικά στην ελευθερία της τέχνης.
Βεβαίως σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης δικαιωμάτων οφείλει να γίνεται στάθμιση. Το «ανεπιφύλακτο» όμως της καλλιτεχνικής ελευθερίας οφείλει να αποτελεί έναν οδικό χάρτη κατά την αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων. Όχι λόγω κάποιας ηθικολογικής αντιμετώπισης του καλλιτεχνικού έργου, αλλά λόγω του ότι η καλλιτεχνική διαδικασία αίρει τα συνήθη όρια, με τα οποία αντιλαμβανόμαστε τις κοινωνικές μας πρακτικές.
Η ιστορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει αποδείξει ότι ακόμα και το σοκ που προκαλεί το έργο τέχνης σε κατεστημένες αισθητικές, αλλά και εν γένει ιδεολογικές αντιλήψεις συμβάλλει στην πρόοδο του πολιτισμού. Στάθμιση μεταξύ ελευθερίας της τέχνης και θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση όπου η άσκηση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας διαταράσσει μια θρησκευτική συνάθροιση. Σε κάθε άλλη περίπτωση στάθμιση δεν νοείται, καθώς θα οδηγούσε σε σύγκρουση ένα συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα και έννομο αγαθό (την καλλιτεχνική δραστηριότητα) με μια μη προστατευτέα –αντιθέτως αποδοκιμαζόμενη– από το Σύνταγμα πρακτική: τη μισαλλόδοξη απαίτηση να απαγορευθεί η άσκηση ενός συνταγματικά προστατευμένου δικαιώματος.
Συνεπώς, το να επανέλθουν τα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη στη θέση του και να τεθεί άμεσα στο αρχείο η μήνυση που κατατέθηκε ενάντια στα έργα της Εύας Στεφανή και του Νίκου Γιαβρόπουλου αποτελεί συνταγματική επιταγή.
Δημήτρης Χριστόπουλος | Καθηγητής Πολιτειολογίας και Πρόεδρος στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
Ενάντια στη Λογοκρισία
Κάθε φορά που προκύπτει ένα βίαιο περιστατικό λογοκρισίας, όπως αυτό στην Εθνική Πινακοθήκη, σκέφτομαι τι είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο. Το γεγονός ότι φιμώνεται ένας καλλιτέχνης ή το ότι εγώ, ως κοινό, δεν μπορώ να μετέλθω της δημιουργίας του. Τελικά νομίζω ότι είναι το δεύτερο, χωρίς φυσικά να υποτιμώ το πρώτο. Θέλω να πω ότι σε συνθήκες εδραιωμένης πλην όμως ατελούς δημοκρατίας, όπως είναι η Ελλάδα το 2025, είναι σπάνιο για έναν καλλιτέχνη να κλείνει το στόμα του από το φόβο της βίας που θα του ασκηθεί αν το ανοίξει. Από την άλλη, δεν είναι διόλου σπάνιο να το ανοίγει και να λέει αυτά που του υπαγορεύει ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο προσδοκά πολύ συγκεκριμένα πράγματα και καθόλου άλλα. Η αυτολογοκρισία στις μέρες μας είναι πολύ πιο διαδεδομένη από αυτό που συνέβη στην Εθνική Πινακοθήκη, όταν ο βουλευτής Παπαδόπουλος βανδάλισε τα εικαστικά του εικαστικού Κατσαδιώτη.
Όμως, ακόμη και σήμερα, σκληρή και βίαιη λογοκρισία υπάρχει και χρωστάμε στον Παπαδόπουλο γιατί μας το θύμισε. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι τι κάνει αυτός. Είναι τι κάνει το Υπουργείο Πολιτσμού, η Εθνική Πινακοθήκη και εν γένει οι ιθύνοντες αυτής της χώρας απέναντι σε τέτοια συμβάντα. Διότι η συγκατάβαση είναι ανοχή. Και η ανοχή δίνει θάρρος στους λογοκριτές για τα επόμενα. Αυτό όμως πρέπει να το αποτρέψουμε. Γι'αυτο κινητοποιούμαστε και δεν θα σταματήσουμε, όσο τα έργα δεν επιστρέφουν.
Γεωργία Σαγρή | Καλλιτέχνης – Καθηγήτρια Σχολής Καλών Τεχνών Αθήνας
Η τέχνη είναι θεμελιώδες δικαίωμα
Σήμερα, βρισκόμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε κάτι θεμελιώδες: την ελευθερία της τέχνης, την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία να δημιουργούμε χωρίς φόβο και περιορισμούς. Η τέχνη είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας, της ιστορίας, των ανθρώπων της. Δεν απολογείται. Δεν ζητά άδεια για να υπάρχει.
Το γνωρίζω από πρώτο χέρι. Το 1999, τρεις εισαγγελείς με παρέπεμψαν σε δίκη για «προσβολή της δημόσιας αιδούς» εξαιτίας του έργου μου «Πολυτεχνείο». Μου ζητήθηκε να απολογηθώ, να εξηγήσω, να δικαιολογήσω την τέχνη μου. Όμως, η τέχνη δεν απολογείται. Αντιθέτως, μας προκαλεί να σκεφτούμε, να αισθανθούμε, να συνομιλήσουμε, να αμφισβητήσουμε.
Η λογοκρισία δεν είναι κάτι νέο στη χώρα μας. Από τη μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα, καλλιτέχνες και έργα έχουν βρεθεί στο στόχαστρο επειδή «ενοχλούν». Είδαμε θεατρικές παραστάσεις να ακυρώνονται, εκθέσεις να λογοκρίνονται, ταινίες να απαγορεύονται, καλλιτέχνες να διώκονται. Το είδαμε το 1988 με τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορτσέζε, το 2003 με το «Outlook», το 2012 με το «Corpus Christi», το 2017 με την υπόθεση «Γέροντας Παστίτσιος» και τώρα, το βλέπουμε ξανά, με τις επιθέσεις σε έργα στην Εθνική Πινακοθήκη.
Η μήνυση του προέδρου του ακροδεξιού κόμματος Νίκη κατά της Πινακοθήκης δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας να φιμωθεί η τέχνη, να κατασταλεί η ελεύθερη έκφραση, να επιβληθεί ένας μονοδιάστατος τρόπος σκέψης. Ωστόσο, η τέχνη δεν μπορεί να περιοριστεί. Αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία, είναι ότι κάθε προσπάθεια λογοκρισίας γεννά ακόμα πιο έντονη αντίσταση. Χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση. Η προστασία της καλλιτεχνικής ελευθερίας δεν είναι μόνο νομικό ζήτημα – είναι ζήτημα πολιτικό, είναι ζήτημα της ίδιας της δημοκρατίας.
Ως μέλη της πολιτιστικής κοινότητας, ως πολίτες, ως άνθρωποι που νοιαζόμαστε για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, δεν μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί. Πρέπει να διεκδικήσουμε ξανά τον δημόσιο χώρο για την τέχνη, να διαφυλάξουμε το δικαίωμα του καλλιτέχνη να δημιουργεί, να μιλά, να αμφισβητεί. Η τέχνη δεν είναι προνόμιο. Είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Και αυτό το δικαίωμα, δεν θα το παραχωρήσουμε σε κανέναν.
Φαίη Τζανετουλάκου | Δρ Ιστορίας της Τέχνης - Μέλος του Προεδρείου της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης AICA International
Δόγμα, φόβος και η ανάγκη για αδέσμευτη δημιουργία
Η τέχνη, ως απόρροια της ανθρώπινης δημιουργικότητας και έκφρασης, δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεσμεύεται από τα στενά όρια της λογοκρισίας. Είναι ένα ιερό δικαίωμα κάθε δημιουργού να μεταφέρει ιδέες, συναισθήματα και κριτική χωρίς φόβο, και κάθε απόπειρα καταστολής της αποτελεί επίθεση όχι μόνο στην ελευθερία του λόγου, αλλά και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ιστορικά, η λογοκρισία έχει χρησιμοποιηθεί από τα καθεστώτα εξουσίας για να επιβάλλει συγκεκριμένα αφηγήματα και να σιωπήσει τις φωνές που τα αμφισβητούν. Από τον χαρακτηρισμό της ως «βέβηλη» στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης έως τη σύγχρονη λογοκρισία σε κοινωνικά δίκτυα και ΜΜΕ αλλά και μέσα από βάνδαλες πράξεις όπως το πρόσφατο περιστατικό στην Εθνική Πινακοθήκη, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: κάθε φορά που η τέχνη ελέγχεται, η αλήθεια θυσιάζεται στον βωμό του πολιτικού ή θρησκευτικού σκοπού.
Η δε κατηγορία της «βλασφημίας» ως κατηγορία εναντίον της τέχνης δεν είναι ποτέ αθώα: είναι πάντα πολιτικό ή θρησκευτικό εργαλείο για να τιμωρήσει όσους αμφισβητούν τα ιερά του συστήματος. Από τους Σουρεαλιστές μέχρι τον Χριστόφορο Κατσαδιώτη, το πρόσχημα της «προσβολής» χρησιμοποιείται για να σωπαίνει τη δυσάρεστη αλήθεια, τη διαφορετική οπτική, την τέχνη που δεν γοητεύει αλλά ερευνά. Η πραγματική «βλασφημία» δεν είναι η προκλητική τέχνη, αλλά η προσπάθεια να υποταχθεί η δημιουργία σε δογματικές αφηγήσεις. Όταν μια κοινωνία φοβάται τα σύμβολα της ίδιας της κουλτούρας, δεν καταδικάζει την τέχνη — καταδικάζει τον εαυτό της σε νοητική στείρωση. Η τέχνη οφείλει να αμφισβητεί τα θέσφατα των συμβόλων, να προκαλεί, να θλίβει, ακόμη και να σκανδαλίζει. Γιατί μόνο έτσι αναδεικνύει τις αντιφάσεις που η εξουσία επιθυμεί να κρύψει. Και δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε επουδενί να επιστρέψει πίσω ο νόμος περί Βλασφημίας.
Για αυτό η υπεράσπιση της Τέχνης είναι μία ηθική υποχρέωση. Η άρνηση της λογοκρισίας δεν σημαίνει άρση κάθε ευθύνης. Σημαίνει εμπιστοσύνη στο κοινό να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις και στην ίδια την πολιτεία η οποία θα αναλάβει την ευθύνη να εκπαιδεύσει το κοινό στην αναγκαιότητα της ελευθερίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και στην κριτική σκέψη ώστε να αντιμετωπίζει την τέχνη με ωριμότητα, όχι με φόβο.
Η τέχνη δεν είναι επικίνδυνη — επικίνδυνη είναι η ιδέα ότι κάποιος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει τι αξίζει να ακουστεί. Σε έναν κόσμο με τόσες ανισότητες και καταπιέσεις, η τέχνη πρέπει να παραμείνει ένας χώρος απεριόριστης δημιουργίας και ελευθερίας. Οι καλλιτέχνες δεν ζητάνε άδεια να εκφραστούν—απαιτούν το δικαίωμα τους να μην σιωπήσουν. Γιατί όπως έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος κάθε τέχνη είναι μια επανάσταση, μα και κάθε πράξη λογοκρισίας είναι μια παραδοχή ότι η ιδεολογία που ζητά να λογοκρίνει, φοβάται την ελεύθερη σκέψη.
→ 10+ Φορές που η Τέχνη ήταν το Θύμα | Έργα που Βανδαλίστηκαν, Καλλιτέχνες που Στιγματίστηκαν
Δειτε περισσοτερα
Ένα δωρεάν πρόγραμμα της Coca-Cola Τρία Έψιλον που επενδύει στους ανθρώπους του HoReCa
Ακούμε ένα προς ένα όλα τα τραγούδια για να μην περάσετε εσείς αυτή τη δοκιμασία
Ο Τάσος Γιαννίτσης γράφει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στο νέο Αιγυπτιακό Μουσείο
Σε Ομόνοια και Μοναστηράκι, οι υπαίθριοι μικροπωλητές φρούτων μιλούν για ένα από τα πιο γραφικά επαγγέλματα της «παλιάς Αθήνας» που εξαφανίζεται