Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
«Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες» στο Ηράκλειο Κρήτης
«Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες. Εικόνες Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές»: Πήγαμε στα εγκαίνια της έκθεσης στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» στο Ηράκλειο Κρήτης.
Η Κρήτη, το μεγαλύτερο σε έκταση νησί του Αιγαίου και το πέμπτο της Μεσογείου, αποτέλεσε, λόγω προνομιακής θέσης, ένα σταυροδρόμι 6 πολιτισμών (μινωϊκός, ρωμαϊκο-βυζαντινός, αραβικός, ενετικός, οθωμανικός + σύγχρονος), που άκμασαν κατά το πέρασμα των αιώνων, δημιουργώντας ένα μοναδικό πολιτιστικό παλίμψηστο.
Το Ηράκλειο, πύλη και πρωτεύουσα της Κρήτης, υπήρξε για αιώνες η μητρόπολη της νήσου με ορατά, σε πολλά σημεία, τα ίχνη που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι και οι πολιτισμοί τους (ενετικά τείχη, νεώρια, φρούριο Κούλε, κρήνη του Μοροζίνι, Λότζια, Αρμερία, Βασιλική του Αγ. Μάρκου). Στις τρεις χιλιετηρίδες της πολυκύμαντης και συναρπαστικής ζωής του, άλλαζε τις ονομασίες, ανάλογα με τους κατακτητές. Ηράκλειον για την ελληνορωμαϊκή εποχή, Κάστρο & Ηράκλεια για τους Βυζαντινούς, Rabdh el Khandak (φρούριο της Τάφρου) για τους Άραβες, Χάνδαξ για τους Βυζαντινούς όταν το κατέλαβαν για 2η φορά, Candia και Candida για τους Ενετούς, Kandiye (Καντιγιέ) για τους Οθωμανούς και από το 1822, επισήμως Ηράκλειον.
Για να γνωρίσει κάποιος την ιστορία της πόλης αρκεί να επισκεφτεί τα μουσεία της και να δει από κοντά τους θησαυρούς που εκτίθενται. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα από τα σπουδαιότερα στον κόσμο, είναι η κιβωτός του μινωϊκού πολιτισμού, ενώ στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, προσφέρεται μία μοναδική αφήγηση της συνολικής ιστορίας του νησιού, αλλά και της πόλης, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, έως την σύγχρονη εποχή.
Ένα δε από τα ξεχωριστά μουσεία του Ηρακλείου αλλά και της Ελλάδος είναι το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών», το οποίο στεγάζεται στο σωζόμενο καθολικό της ομώνυμης Σιναϊτικής, βορειανατολικά του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά. Το Μουσείο, λειτουργεί υπό την αιγίδα του Επικοινωνιακού & Μορφωτικού Τμήματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και διαθέτει μία, μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας, συλλογή εικόνων της Κρητικής Σχολής, με έργα των γνωστότερων αγιογράφων της (Άγγελος Ακοτάντος, Μιχαήλ Δαμασκηνός), καθώς και αντιπροσωπευτικά έργα βυζαντινής & μεταβυζαντινής τέχνης, κειμήλια, χειρόγραφα, άμφια, λατρευτικά αντικείμενα και τοιχογραφίες της περιόδου 14ου-19ου αιώνα, από ναούς της Κρήτης.
Στον ιστορικό αυτό χώρο εγκαινιάστηκε στις 22 Οκτωβρίου, παρουσία του Αρχιεπισκόπου κκ Ευγένιου, κληρικών, εκπροσώπων των αρχών και φιλότεχνων πολιτών, η πρωτότυπη και πολύ ιδιαίτερη έκθεση με τίτλο «Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες. Εικόνες Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές», η οποία αποτελεί συνδιοργάνωση του Μουσείου με την Περιφέρεια Κρήτης και παρουσιάζει τεράστιο εικαστικό, θρησκευτικό, λαογραφικό και κοινωνικό ενδιαφέρον.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη η αναφορά στον όρο «Νεομάρτυρας», που καθιερώθηκε από τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη στο έργο του «Νέον Μαρτυρολόγιον» (1799). Πρόκειται για ορθόδοξους χριστιανούς που βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα χέρια των Τούρκων, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και εξής, επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν.
Ήταν άνθρωποι κάθε φύλου, επαγγέλματος και ηλικίας και, όπως διαβάζουμε στο κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης και του Μουσείου, κας Έφη Ψιλάκη, «Άγιος δεν ήταν πια μόνον εκείνος που είχε μαρτυρήσει σε κάποια μακρινή εποχή, όπως είναι τα χρόνια των διωγμών, άγιος μπορούσε να είναι ο συντοπίτης, ο άνθρωπος που κινούνταν στον ίδιο χώρο με τον πιστό και, μάλιστα, κατά τον ίδιο χρόνο. Ήταν εκείνος που είχε τις ίδιες αγωνίες, την ίδια πίστη, εκείνος που ντυνόταν με την ίδια φορεσιά». Πολλοί δε εξ αυτών είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821.
Οι Νεομάρτυρες, οι οποίοι ζούσαν και ως κρυφοχριστιανοί (χριστιανοί που υποκρίνονταν ότι είχαν ασπασθεί τον μωαμεθανισμό), έπεσαν θύματα συκοφαντίας, απειλήθηκαν, εκβιάστηκαν, πέρασαν από εικονικές δίκες με ψευδομάρτυρες να καταθέτουν εναντίον τους, φυλακίστηκαν, υπέστησαν φρικτά, ασύλληπτα βασανιστήρια προκειμένου να ασπασθούν το Ισλάμ αλλά εκείνοι τα υπέμειναν όλα αυτά καρτερικά, παραμένοντας ακλόνητοι στην πίστη τους και μέχρι την τελευταία τους στιγμή βροντοφώναζαν «Χριστιανοί γεννηθήκαμε και Χριστιανοί θέλουμε να πεθάνουμε». Η στάση τους εξαγρίωνε τους αιμοβόρους θύτες τόσο που σε πολλές περιπτώσεις συνέχιζαν να βγάζουν τη μανία τους πάνω στα απαγχονισμένα, αποκεφαλισμένα, τεμαχισμένα ή καμένα πτώματα.
Μετά τον θάνατό τους, οι Νεομάρτυρες έγιναν στοιχεία αναφοράς των τοπικών κοινωνιών αλλά και στοιχεία κοινωνικής συνοχής. Καταξιώθηκαν ως Άγιοι στη συνείδηση των Χριστιανών οι οποίοι, αναγνωρίζοντας τη προσφορά και τον αγώνα τους για την απελευθέρωση της Ελλάδος αλλά και τη διάσωση της ορθοδοξίας τους, αφιέρωσαν ναούς και ξωκλήσια τιμώντας τη μνήμη του καθενός την ημέρα του μαρτυρίου του.
Μερικοί εξ αυτών ανακηρύχθηκαν πολιούχοι της πόλης που θανατώθηκαν, όπως οι 4 Ρεθυμνιώτες Νεομάρτυρες, ή ο Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων ο οποίος από το 2018 θεωρείται και ο προστάτης Άγιος της Προεδρικής Φρουράς, με απόφαση του τότε ΠτΔ, Προκοπίου Παυλόπουλου.
Στην έκθεση, η οποία εντάσσεται στο 2ο Φεστιβάλ Κρήτης 2022 της Περιφέρειας που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού, παρουσιάζονται συγκεντρωμένες, για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, σπάνιες αγιογραφίες Νεομαρτύρων της ελληνικής εκκλησίας με παραδοσιακές φορεσιές, βράκες και φουστανέλες, οι οποίες συλλέχθηκαν από εκκλησίες και μητροπόλεις από όλη την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Η απεικόνιση των Αγίων με φορεσιές ξεκίνησε από τα δύο άκρα της Ελλάδας που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί: την Κρήτη και την Ήπειρο. Αυτοδίδακτοι λαϊκοί καλλιτέχνες τόλμησαν να φιλοτεχνήσουν τους αγίους με τοπικές καθημερινές φορεσιές, δημιουργώντας έτσι νέους εικονογραφικούς τύπους αλλά και νέα ηθικά πρότυπα. Όπως αναφέρει η κα Έφη Ψιλάκη, «Το ένδυμα γίνεται πρωτεύον στοιχείο της σύνθεσης, σηματοδοτώντας το πέρασμα της αγιογραφίας από τους ρωμαϊκούς χιτώνες στις παραδοσιακές ενδυμασίες».
Σταθμός για αυτόν τον νέο τύπο εικονογράφησης που μετά ακολούθησαν κι άλλοι, είναι η απεικόνιση των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων της Κρήτης (με καταγωγή από τις Μέλαμπες του Ρεθύμνου) από τον Ι. Φραγκόπουλο τον Ζακύνθιο (1836). Η συγκεκριμένη εικόνα, η οποία φιλοτεχνήθηκε το 1836, 12 χρόνια μετά τον θάνατο των τεσσάτων αγίων, έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Στο κέντρο, ο ζωγράφος τους φιλοτέχνησε με αρχαιοπρεπείς ενδυμασίες, ενώ στο πάνω μέρος σε δύο αφηγηματικές σκηνές, τους εμφανίζει για πρώτη φορά με τα ενδύματα της καθημερινής ζωής (κρητική ενδυμασία). Αριστερά, οι άγιοι στέκονται όρθιοι μπροστά στον Πασά του Ρεθύμνου, ενώ δεξιά εικονίζεται ο αποκεφαλισμός τους, παρουσία ομάδας Τούρκων ντυμένων επίσης με τις παραδοσιακές φορεσιές τους. Η απεικόνιση των εκπροσώπων των οθωμανικών αρχών ήταν εκείνα τα χρόνια ένα πολύ τολμηρό εγχείρημα. Σκηνές από τον βίο και τον θάνατο των 4 Νεομαρτύρων συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές και σε μεταγενέστερες εικόνες, με τον τύπο της παραδοσιακής ενδυμασίας να είναι ο αντίστοιχος που κυριαρχούσε την συγκεκριμένη εκείνη περίοδο.
Ο επισκέπτης της έκθεσης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, μέσω των εικόνων, την εξέλιξη της εικονογράφησης των Νεομαρτύρων από τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια μέχρι σήμερα.
Ανάμεσα στις εικόνες που εκτίθενται είναι o Aγιος Γεώργιος ο Φουστανελάς ο Βρακοφόρος, ο Άγιος Εμμανουήλ των Σφακίων κρατώντας την κρητική ποιμενική ράβδο, ο Άγιος Ματθαίος με το κρητικό μαχαίρι περασμένο στη ζώνη του, η Αγία Αργυρή της Προύσας, οι Φουστανελάδες της Σαμοθράκης, ο Άγιος Μύρων εξ Ηρακλείου, η Αγία Μαρία η Μεθυμοπούλα, ο Άγιος Οδυσσέας, ο Άγιος Θεοχάρης.
Όπως τονίστηκε απ' όλους τους ομιλητές, η έκθεση αυτή δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς το «αγκάλισμα» της ιδέας από την Αρχιεπισκοπή και την άριστη συνεργασία μεταξύ φορέων και προσώπων. Ιδιαίτερη δε και πολύτιμη η συμβολή των δημοσιογράφων και συλλεκτών κκ Μιχάλη Κρασάκη και Νικολάου Ψιλάκη. Ευχή δε όλων η έκθεση αυτή να ταξιδέψει εκτός Κρήτης και να φιλοξενηθεί σε άλλα μουσεία της Ελλάδος.
Η έκθεση συνοδεύεται από έναν πολυτελή κατάλογο 220 σελίδων, επιμέλειας της αρχαιολόγου και επιμελήτριας του Μουσείου Δρ. Έφης Ψιλάκη και του αρχαιολόγου & Αντιπροέδρου του Μουσείου κου Νίκου Γιγουρτάκη.
Στην τρίτη σελίδα του καταλόγου, η αφιέρωση του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου: «Η Έκθεση αφιερώνεται οφειλετικά στον προκάτοχο Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο που μαρτυρικά αφιέρωσε την ζωή Του ολόκληρη στην διακονία της Εκκλησίας μας και θυσιαστικά την υπηρέτησε».
Info
«Άγιοι Βρακοφόροι και Φουστανελάδες. Εικόνες Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές»
Διάρκεια έκθεσης: Έως 31 Δεκεμβρίου 2022
Ώρες Λειτουργίας: Δευτέρα-Σάββατο 10:00 με 18:00, Κυριακή 11:00-18:00
Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου, Πλατεία Αγίας Αικατερίνης, Ηράκλειο Κρήτης
Τηλέφωνο: (0030) 2810336316
Website: www.iakm.gr
Λίγα λόγια για το Μουσείο της Αγίας Αικατερίνης
Το Μουσείο της Αγίας Αικατερίνης στεγάζεται στο σωζόμενο καθολικό της σπουδαίας Μονής Σιναϊτών η οποία κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1211-166), λειτουργούσε ως εξάρτημα της ομώνυμης μονής του όρους Σινά. Ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα και ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με τα πρώιμα γοτθικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της πρώτης να συνυπάρχουν αρμονικά με τα αναγεννησιακά της δεύτερης (16ος & 17ος αιώνας).
Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, η Κρήτη ωφελήθηκε από έναν κατακτητή, τους Ενετούς, από άποψη πνευματικής προόδου, και μέσω αυτών ο Χάνδακας ήρθε σ' επαφή με το φως της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού που κυριαρχούσε στην Ευρώπη, με την Μονή των Σιναϊτών να αποτελεί σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο μέχρι την πτώση της πόλης στους Οθωμανούς, το 1669. Το μοναστήρι είχε πάνω από 100 καλόγηρους και ο χώρος κοντά και γύρω από το καθολικό του είχε όλες τις υποδομές που θα μπορούσαν ν' εξυπηρετήσουν τους μοναχούς αλλά και τους επισκέπτες.
Εκεί λειτουργούσε η Σχολή Μόρφωσης, όπου διδάσκονταν αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, φιλοσοφία, θεολογία και ζωγραφική. Στην Σχολή μαθήτευσαν σπουδαίες προσωπικότητες του Ελληνισμού, όπως ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Γεώργιος Χορτάτζης, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς κ.ά.
Στον ίδιο ναό λειτουργούσε σχολή αγιογραφίας, η οποία θεμελίωσε την περίφημη Κρητική Σχολή Αγιογραφίας, με κύριους εκπροσώπους τον Μιχαήλ Δαμασκηνό, τον Γεώργιο Κλώντζα, τον Θεοφάνη Στρελίτζας (γνωστός ως Κρη), τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλου, που όπως λέγεται έλαβε εκεί τα πρώτα του μαθήματα, πριν φύγει για το Τισιάνο της Βενετίας. Ο Χάνδακας το 1600 είχε 200 ζωγράφους, αριθμός εντυπωσιακός για έναν πληθυσμό 2.000 κατοίκων. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι η κρητική ζωγραφική συνδυάζει τεχνικές και αισθητικές αρχές που κληρονομήθηκαν από την βυζαντινή τέχνη, εμπλουτισμένα με δυτικά τεχνοτροπικά και εικονογραφικά στοιχεία που αφομοιώνονται οργανικά.
Μετά την πτώση του Χάνδακα, η λειτουργία της Σχολής διακόπηκε, ο ναός απογυμνώθηκε από τις εικόνες και τα κειμήλια, το κτίριο μετατράπηκε στο Ζουλφικάρ Αλί Τζαμί, απέκτησε μιναρέ, αλλά συνέχισε να ακούγεται και ως Αγιά Κατερίνα Τζαμισί. Σύμφωνα δε με μαρτυρίες ήταν ένα από τα ομορφότερα μουσουλμανικά τεμένη ολόκληρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί το είχε παρομοιάσει με «Περίπτερο της Παραδείσου». Στα παλιά κελιά των μοναχών λειτουργούσε το ιεροσπουδαστήριο (μεντρεσές) και σχολείο. Το τζαμί ερήμωσε και εγκαταλείφθηκε μετά την επίσημη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το 1919, με βασιλικό διάταγμα, το παλαιό μουσουλμανικό τέμενος απαλλοτριώθηκε αλλά λόγω οικονομικών δυσπραγιών η συντήρηση και η επισκευή ήταν ανέφικτες. Από το 1915 άρχισε να μετατρέπεται σε καταυλισμό προσφύγων, οι οποίο αυξήθηκαν δραματικά το 1922. Χρειάστηκε αίτημα της ενοριακής επιτροπείας Ηρακλείου προς το Δήμο για την απομάκρυνσή τους, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά το 1935. Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν αλλά συνεχίστηκαν κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπου ο ναός μετετράπη σε... μηχανουργείο και συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων. Τον Νοέμβριο του 1943, στην γιορτή της Αγ. Αικατερίνης, έγινε για πρώτη φορά λειτουργία, στο παρεκκλήσιο του καταργημένου ναού, 274 χρόνια από τότε που είχε πάψει να λειτουργεί ως ναός.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο ναός άρχισε να στεγάσει κατηχητικά σχολεία και άλλες εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Το 1966 με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου Ψαλιδάκη, ιδρύθηκε το Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης. Μετά από διακοπή λειτουργίας για εργασίες συντήρησης και αναβάθμισης της έκθεσης το Μουσείο άρχισε πάλι να λειτουργεί από τον Φεβρουάριο του 2015 και να αποτελεί έναν σημαντικό χώρο μέσα στον οποίο προβάλλεται ο πολιτισμικός και πολιτιστικός πλούτος της εκκλησιαστικής ζωής της χώρας μας.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού