Εικαστικα

Ο Μάριος Βουτσινάς, ο πατέρας του Αντρέας και 280 ρολόγια Swatch

Μια συγκλονιστική εξομολόγηση για την ιστορία έντονης σχέσης πατέρα - γιου που γέννησε ένα καλλιτεχνικό έργο

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 799
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μάριος Βουτσινάς εξομολογείται σε μια συνέντευξη στην Athens Voice τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του και τη συλλογή ρολογιών Swatch που έγιναν έργα τέχνης

Στην έκθεση “Reality Check” που γίνεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αττικής στο Δαφνί (διάρκεια μέχρι 9/10) σε επιμέλεια του Κώστα Πράπογλου συμμετέχουν 34 καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέσα σε ένα τεράστιο κτίριο 4.000 τ.μ. που αποτελούσε μονάδα γηροψυχιατρικής και είναι εγκαταλελειμμένο εδώ και δεκαετίες, ο κάθε καλλιτέχνης πήρε ένα δωμάτιο και το διαμόρφωσε  έτσι ώστε το έργο του να δημιουργεί ένα σχόλιο επάνω στο «μέσα» και το «έξω» σε έναν άχρονο τόπο.

Ο χρόνος που έχει απλωθεί στους διαδρόμους, στις σκοτεινές γωνίες, στα σκουριασμένα κρεβάτια, στις άτεχνες ζωγραφιές τροφίμων στους τοίχους, βρίσκει μεταξύ των άλλων μία πρωτότυπη ερμηνεία με το έργο του σχεδιαστή/σκηνογράφου Μάριου Βουτσινά “Bedtime Stories”: ένα παλιό κρεβάτι του Ψυχιατρείου, επάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης έπλεξε με κορδέλες σιλικόνης και ρολόγια Swatch μία “ιστορία” που θα μπορούσε να είναι και η ιστορία της σχέσης του με τον πατέρα του, τον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Αντρέα Βουτσινά που έφυγε από τη ζωή το 2010. 

Ο Αντρέας Βουτσινάς ήταν μανιώδης συλλέκτης, μεταξύ άλλων πραγμάτων, και των ρολογιών Swatch – τα ρολόγια που άλλαξαν αυτό που λέγαμε «ρολόι χειρός» και το έβαλαν στην pop κουλτούρα. Ο Μάριος, εκτός από καλλιτέχνης, είναι και ένας flâneur της πόλης. Στις βόλτες του στην Αθήνα συλλέγει άχρηστα, πεταμένα αντικείμενα που του γεννούν μια έμπνευση για να τα μεταμορφώσει σε καλλιτεχνικά έργα («κυκλοφορώ με ένα κατσαβίδι στην τσάντα μου» λέει) αλλά και καδραρίσματα της πόλης που τον συγκινούν και τα φωτογραφίζει. Μεταξύ αυτών και ακάλυπτους χώρους με ιδιαίτερη γοητεία, μία σειρά φωτογραφιών που πρόκειται μάλιστα να παρουσιάσει, πολύ εύστοχα επιλέγοντας το βιβλιοπωλείο Φωταγωγός στην καρδιά της Αθήνας. Συνάντησα τον Μάριο στο Ψυχιατρείο, στο Δαφνί, στην έκθεση που σε υποβάλλει με τους χώρους της και τους ψιθύρους που μοιάζουν να ακούγονται στον αέρα της. Και του ζήτησα να με ταξιδέψει σε αυτή την ιστορία.  

«Ήθελα εδώ και καιρό να φτιάξω ένα έργο με τη συλλογή των Swatch του πατέρα μου. Ερχόμενος στο Ψυχιατρείο, μας έβαλαν να διαλέξουμε ο καθένας από ένα δωμάτιο. Ήθελα ένα που να ανήκε σε έναν τρόφιμο μόνο. Διάλεξα ένα παλιό κρεβάτι, το έβαλα στο κέντρο, παράγγειλα έναν σκελετό στρώματος, δηλαδή τα ελατήρια μόνο, και μετά ύφανα επάνω στον μεταλλικό σκελετό ένα κάλυμμα με κορδέλες σιλικόνης και 280 ρολόγια. Είναι κάτι που, για μένα, παραπέμπει και στο δέσιμο των ασθενών επάνω σε κρεβάτια και στον ζουρλομανδύα. Αυτό όμως που με συγκινεί είναι ότι μοιάζει σαν να κλείνεις τον χρόνο. Όλους τους χρόνους. Ο χρόνος μέσα, ο χρόνος έξω, ο χρόνος που έχει ζήσει μέσα στο ψυχιατρείο κανείς, ο χρόνος που έχει φύγει, τα σταματημένα ρολόγια. Το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε καθώς έπλεκα τα ρολόγια, ήταν να είναι σταματημένα σε διαφορετικές ώρες. Ένα κρεβάτι σε ένα άδειο δωμάτιο όπου αφήνω να μιλήσει η πλοκή του χρόνου».


 
Πόσα Swatch είχε ο πατέρας σου; 
Είχε περίπου 680 ρολόγια. Τα έπαιρνε από καταβολής τους. Ήταν φίλη του η κυρία που είχε τότε τη Swatch, η Αλίκη Περρή, η οποία του έστελνε τον κατάλογο και ο Αντρέας διάλεγε και αγόραζε. Τα φυλούσε άθικτα στα κουτιά τους για να έχουν συλλεκτική αξία, όποιο όμως του άρεσε πάρα πολύ το έπαιρνε έξτρα για να έχει να το φοράει. Του άρεσαν πολύ τα πρώτα πολύχρωμα ρολόγια, αυτά όμως που προτιμούσε και τον θυμάμαι να τα φοράει μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν τα μεταλλικά, τα Irony – ειδικά εκείνα με τα δερμάτινα χρωματιστά λουράκια που τα συνδύαζε με τα ρούχα του και τα παπούτσια, ήταν ένα περιβόλι. Όταν πήρα την πρόσκληση για την έκθεση εγώ είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα να κάνω κάτι με τα ρολόγια. Είχα προσπαθήσει να πουλήσω τη συλλογή ολόκληρη και από τη Swatch μου είχαν πει ότι μόνο μέσω e-bay θα μπορούσα να το κάνω. Αλλά τι νόημα έχει αυτό; Είναι μία πάρα πολύ ωραία δουλειά για έναν συνταξιούχο. Είπα, λοιπόν, δεν πειράζει, θα πάρουν την αξία του «άλλου» Βουτσινά, θα τα κάνω ένα έργο.  
 
Εσύ τι σχέση είχες με τα Swatch πριν; 
Παράλληλα μάζευα κι εγώ ρολόγια Swatch! Έχω καμιά εκατοσταριά. Εγώ διάλεγα πολύ επιλεκτικά. Ένα από τα αγαπημένα μου, που το είχα γανώσει κυριολεκτικά και μάλιστα το είχα αγοράσει δύο φορές, ήταν το πρώτο, το διάφανο, το Jellyfish, που έχει μπει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Όταν είχε πρωτοβγεί, είχα τρελαθεί, έλεγα «θέλω την “ακτινογραφία”».

  

Τι άλλο μάζευε ο πατέρας σου, δηλαδή; 
Ήταν μανιώδης συλλέκτης πολλών πραγμάτων. Παίρνοντάς τα στα χέρια μου αισθανόμουν την ευθύνη να τα κάνω κάτι. Ήταν πολλά πράγματα σε ποσότητα. Ο πατέρας μου είχε ένα χούι φοβερό: κυρίως τα καλοκαίρια, όταν έβγαινε έξω για φαγητό, ειδικά στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, όποιος μικροπωλητής τον πλησίαζε, εκείνος τού έπαιρνε όλη τη βαλίτσα με την πραμάτεια του. Τον πλήρωνε και του έλεγε «Πήγαινε να κοιμηθείς, αγοράκι μου, τώρα». Έτσι λοιπόν, έχω κιβώτια με περίεργους αναπτήρες, κιβώτια με μπουκαλάκια αιθέρια έλαια – με αυτά μάλιστα έκανα και ένα έργο που λεγόταν «Ασκήσεις Μνήμης και Όσφρησης» το οποίο είναι αφιερωμένο στο Αλτσχάιμερ και είχε εκτεθεί στο Σταύρος Νιάρχος σε ένα ιατρικό συνέδριο: πάλι στα πράγματα του πατέρα μου, είχα βρει ένα ξύλινο ινδικό βαλιτσάκι ηθοποιού για τα σύνεργα του μακιγιάζ. Το διαμόρφωσα έτσι ώστε να πάρει πενήντα μπουκαλάκια, έφτιαξα μπρούντζινες τάπες και χτύπησα επάνω τους τα νούμερα από το 1 ως το 50. Είχα φτιάξει έναν κατάλογο με τι άρωμα αντιστοιχεί σε κάθε νούμερο και είχα στυπόχαρτα πάνω στα οποία μπορούσες να στάξεις τα αρώματα και να τα μυρίσεις. Οι γιατροί που το έβλεπαν και τους άρεσε πολύ, μου έλεγαν ότι δεν θυμάσαι απλώς μία μυρωδιά αλλά θυμάσαι και την πρώτη στιγμή που τη μύρισες.  

Ο πατέρας μου μάζευε επίσης και πολλά ασημικά. Έχω κάνει μία έκθεση με ογδόντα κομμάτια από τη συλλογή του που τα μετέτρεψα σε κοσμήματα. Είχε ταμπακιέρες, σπιρτοθήκες, δαχτυλήθρες, αλατοπιπεριέρες, ασημένια σουρωτήρια τσαγιού, μικρές βικτωριανές κορνίζες που έγιναν ένα υπέροχο κολιέ, τα κουταλάκια του γλυκού της γιαγιάς μου που έγιναν επίσης περιδέραιο, πολλά μαχαιροπήρουνα που τα έχω κάνει βραχιόλια όπως έκαναν στα 70s, πορσελάνινα πομολάκια από παλιά έπιπλα που τα έχω συνδυάσει με λάπις λάζουλι σε κολιέ. Είναι μία ολόκληρη ενότητα. Μία έκθεση στο συρτάρι που κάποια στιγμή θα γίνει. 
 
Τα προσωπικά του αντικείμενα τι σκέφτεσαι να τα κάνεις; 
Έχω πάρα πολλά αντικείμενά του, έχω όλες τις αφίσες από τα 135 έργα που έχει ανεβάσει σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι. Έχω δύο προτομές. Έχω γύρω στα 25 πορτρέτα του, από τον Φασιανό και τον Τσαρούχη μέχρι Ρώσους ζωγράφους – γιατί ήταν πολύ φιλάρεσκος, όπως καταλαβαίνεις. Βρήκα σε ένα κιβώτιο όλη του την αλληλογραφία με την Τζέιν Φόντα. Τέσσερα χρόνια δεσμού, τα γράμματα της Τζέιν Φόντα είναι όλα ιδιόχειρα, του Αντρέα είναι όλα απαντήσεις με γραφομηχανή. Κάποια στιγμή κάτι πρέπει να τα κάνω όλα αυτά – ελπίζω να αξιοποιηθούν σε ένα μουσείο ή από τη θεατρική σχολή με το όνομά του που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη. Εγώ από όλα αυτά θέλω να κρατήσω μόνο ένα πορτρέτο.

     
 
Σου λείπει ο ενθουσιασμός του πατέρα σου για αντικείμενα;  
Μου λείπει η αίσθηση να πιάσω έναν δίσκο 33 στροφών, να τον κρατήσω στα χέρια μου, να απολαύσω το εξώφυλλο. Για μένα η μετάβαση από τους δίσκους στο CD ήταν η πρώτη κατάθλιψη που είχα ζήσει. Γιατί ξαφνικά μίκρυνε ο κόσμος. Μίκρυναν εκείνα τα φοβερά εξώφυλλα της Mina που άνοιγαν και έβγαιναν αφίσες από μέσα… όλα αυτά. Το επόμενο σοκ ήταν που φτάσαμε σήμερα και εκλείπουν ακόμα και τα CD. Γενικά μου λείπει εκείνη η αίσθηση αγάπης με τα αντικείμενα, αλλά  μαζεύω ακόμα πράγματα. Έχοντας όμως μεγαλώσει πια, μαζεύω με τη λογική του ότι κάτι θα το κάνω αυτό που μαζεύω. Δεν το μαζεύω σαν στοιχείο συλλογής αλλά γιατί κάτι θα το κάνω. Υλικά δημιουργίας. 
Εγώ παίρνω πράγματα και τους μεταλλάσσω τη ζωή, τους δίνω μία παράταση ζωής. Βρίσκω πράγματα στα σκουπίδια –κυκλοφορώ με ένα κατσαβίδι πάνω μου– και ξεβιδώνω πόδια από παλιές καρέκλες, βρίσκω διάφορα στοιχεία και τα κάνω κάτι άλλο. Έχει εξασκηθεί το μάτι μου μετά από τόσα χρόνια και αναγνωρίζω τι θα κάνω κάτι, όταν το βλέπω. Όταν έρχεται μία ιδέα νιώθω έναν ενθουσιασμό που πολλές φορές χάνεται στην κατασκευή, όταν αυτό που έχεις φανταστεί δεν σου βγαίνει. Αλλά όταν σου βγει είναι μια μαγική στιγμή. 
 
Η σχέση σου με τον πατέρα σου είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, όπως έχεις πει… 
Με τον Αντρέα ξαναβρεθήκαμε 7 μήνες πριν πεθάνει. Και μέσα σε αυτούς τους μήνες, αυτός μη κάνοντας καθόλου δουλειά όντας στο κρεβάτι κι εγώ έχοντας τη διάθεση και τον χρόνο να ασχοληθώ μαζί του, «συμπυκνώσαμε» τη σχέση μας. Γιατί αν πέθαινε, θα έλεγα, εντάξει, είχα έναν sui generis πατέρα, πολύ εγωιστή, πολύ απόμακρο και εν ολίγοις  έναν μαλάκα πατέρα που δεν ασχολήθηκε με μένα, ούτε καν να έχει την περιέργεια να με γνωρίσει, να με δει πώς είμαι. Μέσα σε αυτό το 8μηνο, όμως, καλύφθηκε η σχέση. Και είμαι ευτυχής γιατί η επιμονή ήταν δική μου. Είχα έναν πατέρα που αρνιόταν το παιδί του, δεν το ήθελε και δεν ήξερα τον λόγο! Πάντα, μια ζωή, είχα αυτή την απορία. Ό,τι είχαμε κοινό που το θεωρούσα θετικό, ήταν αρνητικό. Γιατί ένας εγωκεντρικός άνθρωπος το μόνο που δεν θέλει είναι κάποιον να τον ακολουθεί και να του μοιάζει. Αυτά, αν δεν τα κουβέντιαζα μαζί του δεν θα μπορούσα να τον συγχωρέσω. Κάποια στιγμή, πριν μπει στο νοσοκομείο, είχαμε τσακωθεί πάρα πολύ άγρια και σήκωσε χέρι να με χτυπήσει. Ήταν η τελευταία φορά που συναντιόμασταν, πριν χωριστούμε για 7 χρόνια. Του είχα κάνει κάτι για την Επίδαυρο, ένα πολλαπλό έργο για να χαρίσει στους συνεργάτες του σε μία παράσταση που είχε σκηνοθετήσει. Παραδίδοντάς του τη δουλειά παρεξηγηθήκαμε γιατί μου λέει «Πολύ ωραία, πάρε το κιβώτιο και να έρθεις το βράδυ στον Λεωνίδα (σ.σ. την ταβέρνα στο Λυγουριό) να τα μοιράσεις στα τραπέζια». Και του είπα «Συγγνώμη, εγώ δεν είμαι λουλουδού». Και έγινε χαμός. Σήκωσε το μπαστούνι να μου πάρει το κεφάλι, λύθηκε το μπαστούνι και έσπασε την τζαμαρία στο Ξενία και, επειδή δεν με χτύπησε, βάραγε το κεφάλι του στον τοίχο. Και του είπα, Αντρέα, εδώ τελειώνουμε. Αν αποφασίσεις να έχεις την οποιαδήποτε υγιή σχέση μαζί μου, θα με πάρεις εσύ στο τηλέφωνο. Εγώ δεν σε ξαναπαίρνω και σταματάω να σε κυνηγάω.

 
 
Και πήρε; 
Μετά από 7 χρόνια. Πήρε λέγοντάς μου (με βαριά φωνή:) «Είμαι στο νοσοκομείο, θα ’ρθείς να με δεις;» Και πάω στο νοσοκομείο, 1η, 1ου, το ’10, στις 10 το πρωί! Ούτε σε σενάριο κινηματογραφικό να ήταν. Και πάω, ανοίγω την πόρτα, έβλεπε τηλεόραση, ούτε που γύρισε το κεφάλι του, μου ρίχνει ένα βλέμμα και μου λέει «Ξέρω, τώρα, εσύ θα θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη. Αλλά δεν θα σου ζητήσω. Ξέρεις γιατί;» Και η απάντηση ήταν σαν χαστούκι. «Γιατί η συγγνώμη» λέει, «είναι μία πράξη κι εγώ από το κρεβάτι δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα». Ε, 7 μήνες ήμουν εκεί, μόνο και μόνο γιατί μου είπε αυτό. Γιατί κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε. Με αγαπούσε, και τη δουλειά μου την εκτιμούσε – απλά «δεν μπορούσε». Σεβαστό, αν μπορεί κάποιος να κάνει την υπέρβαση και να το δεχτεί.  
 
Πάντως σου είπε την αλήθεια του.  
Ήταν απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του και σε ό,τι μου είπε. Γιατί, για σκέψου να σου λέει ο πατέρας σου «Ήταν ανάγκη να είσαι και γκέι; Δεν μπορούσες να ήσουν στρέιτ;». Εκεί σου στρίβει. Γιατί τότε δεν θα του έμοιαζα ΚΑΙ σε αυτό, κατάλαβες;


 
Πότε ένιωσες ότι τον καταλαβαίνεις; Τι έπαιξε ρόλο; 
Έπαιξε ρόλο ο χρόνος που βρήκε να ασχοληθεί μαζί μου.  
 
Και σε σένα, όμως, έπαιξε ρόλο ο χρόνος. Η ωριμότητά σου σε βοήθησε να τον δεις αλλιώς. Αυτό το έργο με τα ρολόγια πιστεύεις ότι είναι μία ανακεφαλαίωση ή ένας επίλογος της σχέσης σου με τον πατέρα σου; 
Βέβαια. Είναι ένας διάλογος ακόμα. Ανοιχτός. Είμαι πολύ ευτυχής που, 11 χρόνια μετά, υπάρχει υλικό του Αντρέα που με εμπνέει να κάνω πράγματα.