Εικαστικα

Τζουλιάνο Καγκλής: Οραματίζομαι μια ζωντανή τέχνη, όχι του χθες

Η μία πλευρά της ελληνικής εικαστικής πραγματικότητας είναι οι «έντεχνοι κορνιζάδες», η άλλη οι «σούπερ μοντέρνοι» που η τέχνη τους είναι αντιγραφή του τι γίνεται στις μητροπόλεις της τέχνης.

Villy Calliga
ΤΕΥΧΟΣ 764
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προτζέκτορας: Ο Τζουλιάνο Καγκλής μιλάει για τη ζωγραφική, πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τις τέχνες και το όραμά του για το καλλιτεχνικό έργο

Από την πρώτη του επαφή με τη ζωγραφική μέσα από τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας μέχρι σήμερα, ο Τζουλιάνο Καγκλής διατηρεί ατόφιο το όραμά του για την τέχνη. Μια τέχνη που, όπως λέει, σε πιάνει από τον λαιμό, απευθύνεται στις αισθήσεις και προσεγγίζει το μυστήριο της ζωής.

«Η σχέση μου με τη ζωγραφική ξεκίνησε από πολύ μικρός. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με τις τέχνες, στο σπίτι από βιβλία είχαμε μόνο εγκυκλοπαίδεια, η μητέρα μου που ήταν μοδίστρα έφτιαχνε κάτι υπέροχα γυναικεία προφίλ σχεδόν με μία γραμμή αλλά και ο πατέρας μου σκίτσαρε με έναν τρόπο περίεργο σαν να είχε εμπειρία, έκανε σπασμωδικές γραμμές με ένα στιλό μπικ, σιγά-σιγά οι γραμμές αυτές ενώνονταν και εμφανιζόταν ξαφνικά ένας σκύλος ή ένας ελέφαντας!»

Μέσα από αυτή την εγκυκλοπαίδεια ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική.
Ναι! Είχε έναν τόμο με τους μεγάλους ζωγράφους. Θυμάμαι πολύ ζωντανά τη μέρα που τον άνοιξα. Κάποια έργα χαράχτηκαν μέσα μου αμέσως. Ο Χριστός του Αγίου Ιωάννου του Νταλί, η πλύστρα του Τουλούζ Λοτρέκ και το λιβάδι με παπαρούνες του Μονέ. Αμέσως σκέφτηκα πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που όπως οι γονείς μου έχουν τη δουλειά τους, αυτοί σαν δουλειά έχουν να κάνουν πολύ καλές ζωγραφιές! Απο κει και μετά όπου έβλεπα πίνακα η ρεπροντουξιόν γινόμουν ντετέκτιβ και ήθελα να εξιχνιάσω πώς ακριβώς γίνεται! Τα μόνα έργα που έβλεπα βέβαια ήταν της εγκυκλοπαίδειας και τα κακά ή μέτρια έργα που έβλεπα σε σπίτια που πηγαίναμε επισκέψεις. Αυτό μου δημιούργησε μια δίψα για ζωγραφική η οποία πιστεύω ότι συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Το Δωμάτιο ΙΙ. 2018

Αρχικά όμως η δίψα σου σε οδήγησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Ποιο ήταν το κλίμα που επικρατούσε;
Όταν βρέθηκα στην ΑΣΚΤ το 1996, όποιος έκανε ζωγραφική και ειδικά παραστατική θεωρούνταν, αν όχι γραφικός, σίγουρα με παρωπίδες. Είχε προηγηθεί η δεκαετία του ’80 και στη σχολή είχαν ξαφνικά ανακαλύψει τη σύγχρονη τέχνη με την έλευση του Κεσσανλή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι συμφοιτητές «επαναστάτες» θεωρούσαν πολύ υποτιμητικό να κάνεις σπουδή γυμνού, μάλιστα στις συνελεύσεις ακουγόταν συχνά η αστεία έκφραση «ο τάδε απλά κάνει το μοντελάκι του», ότι δηλαδή δεν τον ενδιαφέρει η σύγχρονη πραγματικότητα, καλλιτεχνική και πολιτική. Ότι είναι στον κόσμο του, δηλαδή.

Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι «γραφικοί» που αγαπούσαμε τη ζωγραφική νιώθαμε  ότι δουλεύουμε πάνω σε κάτι το οποίο είχε παλιώσει, που ήταν εκτός μόδας, που εμάς μας πάθιαζε αλλά αναρωτιόμασταν αν είχε ακόμα κοινό. Όχι αγοραστικό, δεν μας απασχολούσαν τέτοια, αλλά αν απλά ενδιαφερόταν κανείς για την ευγενική μας λόξα. Το άλλο που λεγόταν συχνά σε εμάς από κάποιους διδάσκοντες ήταν «κάνε κάτι πιο προσωπικό, αμάν πια με τη σπουδή!».

Ατιτλο. 2005

Τι ήταν αυτό που σας ωθούσε στη συγκεκριμένη στάση;
Τώρα σκέφτομαι ότι με τον τρόπο μας κάναμε καθαρά μία προσωπική επιλογή, απλώς δεν βιαζόμασταν να κάνουμε «έργο». Αλλά το έργο που κάνω τώρα βασίζεται στο ότι δεν βιαζόμουν να γίνω καλλιτέχνης. Με ένοιαζε, όμως, να γίνω καλός ζωγράφος. Πού να γνωρίζαμε πως όχι μόνο υπήρχε κοινό για ζωγραφική αλλά και αρκετό κοινό! Αυτό όμως δεν ήταν μόνο θετικό. Το κυρίως κοινό της ζωγραφικής ήταν εφησυχασμένο, προτιμούσε να  βλέπει ό,τι κατανοεί και έτσι να κολακεύεται το γούστο του.

Το κοινό. 2020

Ας περάσουμε στη σημερινή εικαστική πραγματικότητα. Υπάρχει κάποια πλευρά της που δεν θεωρείς δημιουργικά γόνιμη;
Υπάρχει μια επιστροφή σε μια κακώς εννοούμενη και στείρα «παραστατικότητα». Ζωγραφική που σήμερα βλέπουμε σε γνωστές γκαλερί θα την κορόιδευαν πολύ στις δεκαετίες του ’80 και ’90. Το κακό είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι είρωνες θα είχαν απόλυτο δίκιο. Η μία πλευρά της ελληνικής εικαστικής πραγματικότητας είναι αυτή. Οι «έντεχνοι κορνιζάδες», όπως τους έχω ονομάσει. Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος είναι οι «σούπερ μοντέρνοι», αυτοί που η τέχνη τους είναι μια αντιγραφή του τι γίνεται στις μητροπόλεις της τέχνης σήμερα, ή άλλες φορές μια καθαρά υποκειμενική αντιμετώπιση του κόσμου που δεν συνομιλεί με τίποτα που προηγήθηκε και που ενδιαφέρει ένα lifestyle κοινό. Αναρωτιέμαι τι από τα δύο είναι πιο άγονο.

Ατιτλο. 2004

Το δικό σου όραμα για την τέχνη;
Οραματίζομαι μια ζωντανή τέχνη, όχι μία τέχνη του χθες, αλλά ούτε μία τέχνη που θέλει να εκβιάσει το αύριο. Μία τέχνη που σε πιάνει από τον λαιμό, απευθύνεται στις αισθήσεις και προσεγγίζει το μυστήριο της ζωής.

Κάθε φορά που ξεκινώ ένα έργο η ίδια η ζωγραφική με διαψεύδει, με τον τρόπο που μας διαψεύδει η ζωή όταν κάνουμε σχέδια και αυτά ματαιώνονται. Αρχίζω να κάνω κάτι και πάντα οδηγούμαι να βγει κάτι άλλο. Η αρχική ιδέα δεν έχει σημασία. Μπορεί να γίνει ένα πολύ κακό έργο που βασίστηκε σε μια καλή ιδέα. Αυτό που με κινεί ευτυχώς είναι κάτι ανώτερο από τον εαυτό μου, που δεν ικανοποιείται με τις λύσεις που εγώ προτείνω. Έτσι με πάει κάπου αλλού, κάπου παραπέρα, στην εικόνα που δεν είχα προσχεδιάσει. Εκεί συνίσταται και το έργο, αλλιώς δεν έχουμε ζωγραφική, απλώς εικονογράφηση γεγονότων.

Είναι μέσα από την πάλη του συνειδητού στοιχείου με το ασυνείδητο που δημιουργείται το κοινό προϊόν της φύσης και του πνεύματος, το έργο τέχνης;
Για να έχουμε έργο πρέπει να υπάρχει κάτι ζωντανό, να εμπεριέχεται κάτι από τη δημιουργική  αλλά και καταστροφική δύναμη της φύσης. Η στιγμή που καταλύεται κάτι για να γεννηθεί κάτι άλλο. Αλλιώς έχουμε εφαρμογή νεκρών κανόνων που παράγουν έναν πίνακα αλλά όχι ένα έργο. Αγαπώ πολύ την παράδοση, μέσα από το παλιό βρίσκουμε το όποιο καινούριο, αν μπορεί να υπάρξει αυτό. Ο Ροντέν έλεγε «Δεν εφεύρω τίποτα, απλώς ανακαλύπτω ξανά»! Σήμερα ο καθένας νομίζει πως ανακαλύπτει από την αρχή τη δημιουργία παρακάμπτοντας ή μη γνωρίζοντας τα μεγάλα έργα που προηγήθηκαν. Έτσι έχουμε και τους καλλιτέχνες «σταρ» που ζουν από την ειρωνεία. Είναι ένα χαρακτηριστικό σημάδι της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης, της λεγόμενης σύγχρονης σκηνής.

Το χειρουργείο. 2015

Έχει αλλάξει ο τρόπος που προσεγγίζεις τη ζωγραφική;
Παλιότερα εργαζόμουν διαφορετικά, ήθελα να τελειώσω ένα έργο για να αποδείξω στον εαυτό μου πόσο καλός είμαι. Τώρα η έμφαση δεν είναι πια σε εμένα, αλλά στο έργο. Τα αφήνω να ωριμάζουν, τα κοιτάζω ξανά και ξανά, δεν τα βλέπω πια σαν πίνακες αλλά σαν πεδίο πάνω στο οποίο μπορώ να δοκιμάσω και να φτάσω στα όριά τους τα υλικά, τη χρήση τους, το θέμα και τις  προεκτάσεις του, αλλά και τα δικά μου όρια. Για μένα το μυστικό είναι να μου αποκαλυφθεί το έργο στη διαδικασία. Παρόλο που ξεκινώντας έχω ένα όραμα για το τι θέλω να κάνω, δεν θέλω το έργο να εξαντλείται στην ιδέα που το γέννησε. Άρα λοιπόν πρέπει το θέμα να αναλυθεί στα στοιχεία που το αποτελούν και να ξανασυντεθεί  από την αρχή σε ένα άλλο επίπεδο. Σε χρωματικές και σχηματικές σχέσεις, σε αρμονίες και αντιθέσεις, φασαρία και παύσεις, βάρη και αντίβαρα, αυτό που ονομάζουμε «πλαστική αναζήτηση». Όταν ολόκληρη αυτή η κατασκευή αποκτήσει τη δική της υπόσταση, στην ουσία το αρχικό θέμα έχει εξαφανιστεί. Φαινομενικά βέβαια, στην ουσία έχει μείνει το απόσταγμα.

Η καταστροφή. 2016

Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία στη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου;
Η καταστροφή είναι βασικό μέρος της δουλειάς μου. Εννοώ την αναγκαία και συνεχή διαδικασία να ξαναβρίσκεις το ποιος είσαι μέσα από τη ζωντανή διαδικασία της ζωγραφικής. Για να βρεις τη φόρμα που πραγματικά σε εκφράζει πρέπει να καταστρέψεις ό,τι εσύ ο ίδιος έφτιαξες και πίστεψες – προς στιγμήν. Το καταστρέφεις για να πας βαθύτερα.

Ο «μαέστρος», δηλαδή ο καλλιτέχνης που αρκείται σε ό,τι γνωρίζει, ικανοποιείται με αυτά που φτιάχνει και καμαρώνει για τις κατακτήσεις του, καταλήγει σε ένα »σύστημα» φτιαξίματος έργων που είναι μακριά από την πραγματική καλλιτεχνική διαδικασία. Αυτή θέλει ρίσκο, αγάπη για το άγνωστο, αλλά και μία ιδιόρρυθμη τιμιότητα, η οποία περιέχει πολλές απάτες. Παραμένει όμως τιμιότητα. Γιατί ο σκοπός είναι να φτιαχτεί το πιο αληθοφανές ψέμα που όμως λέει κάποια αλήθεια.

© Ξαβιέρα Κουβαρά