Εικαστικα

Ξεναγοί της υπέρβασης

Η ομάδα ξεναγήσεων του ΝΕΟΝ ξέρει τα πάντα για τη νέα σπουδαία έκθεση της πόλης «Υπέρβαση της Άβυσσος», που είναι εμπνευσμένη από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Τους ρωτήσαμε ποιο είναι το  αγαπημένο έργο τους στην έκθεση.

Ηρώ Παρτσακουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 592
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δέσποινα Κρέη

«Στη γλυπτική εγκατάσταση “Ευτυχισμένες μέρες” της Μάρως Μιχαλακάκου, ενώ αυτό που βλέπεις είναι κάτι απλό, δύο βουνά, υπάρχουν πάρα πολλά νοήματα. Ακόμα και ο τίτλος έχει σημασία, αφού προέρχεται από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ και αναφέρεται στο πώς χάνεται η επικοινωνία σε ένα ζευγάρι. Επομένως μου άρεσε πολύ, γιατί είναι κάτι που συναντάμε στη ζωή, συμβαίνει. Αυτά τα δύο βουνά στο έργο, είναι δύο άνθρωποι που μένουν στα όριά τους, τα οποία έχουν τοποθετήσει οι ίδιοι στους εαυτούς τους και αν δεν κατανοήσουν ότι πρέπει να ξεπεράσουν αυτά τα όρια, κάνοντας υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, είναι αδύνατο να σμίξουν. Ενώ το έργο δημιουργήθηκε το 2012 σε άλλο χώρο, εδώ προσαρμόστηκε στην αίθουσα και το υλικό απλώνεται και καλύπτει κάποια σημεία του, δείχνοντάς μας ότι ναι μεν θα γίνουν υποχωρήσεις και συμβιβασμοί αλλά κάποιος θα καταλάβει το χώρο που θα αφήσουμε. Υπάρχει λοιπόν και αυτή η αρνητική διάσταση, που την ίδια στιγμή αποτελεί και μία ελπίδα, αφού βλέπουμε ότι κινείται το υλικό στο χώρο και ίσως η ένωση αυτών των δύο βουνών να μην είναι αδύνατη. Το υλικό είναι επίσης ιδιαίτερο. Η Μάρω Μιχαλακάκου επιλέγει να δουλεύει με το βελούδο, ένα υλικό πολύτιμο και βαρύ. Το έχει συνδέσει με τα παιδικά της χρόνια και το μαγαζί παλαιών επίπλων που είχε η οικογένειά της. Κάθε έπιπλο που έφτανε εκεί είχε, λόγω παλαιότητας, μία ιστορία από πίσω του και η ίδια ως παιδί προσπαθούσε να δημιουργήσει την ιστορία του. Το ίδιο κάνει και με το βελούδο που υπάρχει τόσο στα παλιά σπίτια, όσο και στο θέατρο. Γίνεται δηλαδή άμεση αναφορά στον Μπέκετ, ενώ ως καλλιτέχνιδα εμπνέεται συχνά από θεατρικά έργα. Γι’ αυτό το έργο χρησιμοποιεί τα υπολείμματα αυτής της πρακτικής “μυθοπλασίας”. Έχοντας ξυρίσει το βελούδο, χρησιμοποιεί το πέλος του, αυτό που έχει μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, βρίσκοντας έναν τρόπο να το επαναχρησιμοποιήσει. Άρα δίνει ξανά ζωή σε ένα υλικό, ενώ κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα, του πάθους, της έντασης, του έρωτα και της ζωής. Κατά κάποιον τρόπο φαίνεται να έχουν ζωή αυτά τα βουνά. Τα νοήματα του έργου ήταν αυτά που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου. Οι ανθρώπινες σχέσεις, ειδικά σήμερα, είναι πολύ δύσκολες, γιατί ξεχνάμε ότι χρειαζόμαστε τη συντροφικότητα, τη στήριξη από έναν άλλο άνθρωπο…»

Σταμάτης Ευγενικός

Σταμάτης Ευγενικός

«Ένα από τα αγαπημένα μου έργα στην έκθεση είναι το “La Demi-Poupée” του Hans Bellmer από την πρώτη ενότητα “Γένεσις/Τραύμα”. Θεωρώ ότι ο Bellmer εκφράζει την αντίδραση στη μόδα της τελειότητας. Σίγουρα η επιρροή και η έμπνευσή του ήταν η σχέση που είχε με τον πατέρα του σχετικά με την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του. Ωστόσο, για εμένα το έργο παραπέμπει περισσότερο σε κοινωνικά ζητήματα. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η ομορφιά βρίσκεται μέσα μας και ο καθένας μπορεί να την εκφράσει αναλόγως. Δεν πρέπει να είναι όλα ομοιόμορφα, ούτε το ίδιο όμορφα, με αυτόν τον καθωσπρεπισμό που ορίζει πώς πρέπει να είναι το καθετί. Η έμπνευση του καλλιτέχνη ξεκινά, βέβαια, και από την εξουσία των Ναζί, όσον αφορά τη θεωρία του τέλειου σώματος της Άριας Φυλής, όμως εγώ το τοποθετώ στη σημερινή κοινωνία, με τη μανία όλων μας να δείχνουμε τέλειοι εξωτερικά, ενώ στην πραγματικότητα δείχνουμε μισή ομορφιά, αφού η ομορφιά δεν είναι μόνο εξωτερική. Η κούκλα εξάλλου δείχνει ένα χέρι, ένα πόδι, είναι τελείως παραμορφωμένη. Παραπέμπει επίσης στην έκφραση “είσαι κούκλος/είσαι κούκλα” ή στην αγορά μίας κούκλας, που αποτελεί πάντα ένα αψεγάδιαστο, πανέμορφο αντικείμενο. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο είναι η πρώτη φορά που βλέπω μία άσχημη και όμορφη κούκλα ταυτόχρονα. Έχει κάτι όμορφο γιατί ο καλλιτέχνης έχει εκφράσει τον ψυχισμό του, μας καλεί αισθητικά να το προσέξουμε, είτε να γελάσουμε, είτε να παραξενευτούμε. Βγάζει επίσης μία εσωτερική ορμή, γι’ αυτό υπάρχουν πολλά θηλυκά στοιχεία παραμορφωμένα πάνω στην κούκλα, βλέπουμε το όργανο της γυναίκας τοποθετημένο στο κεφάλι… Παράλληλα όμως υπάρχουν και πολλά όμορφα στοιχεία, ο καλλιτέχνης έχει φροντίσει να δώσει την ομορφιά μέσω της κορδέλας στα μαλλιά, των παπουτσιών και των ωραίων χειλιών. Το έργο είναι για μένα σαν κάλεσμα να κοιτάξουμε το εγώ μας, γιατί αν δει ο καθένας τη δική του ομορφιά, τότε μόνο θα βγει ομορφιά στο σύνολο της κοινωνίας».

Κατερίνα Παππά

Κατερίνα Παππά

«Το έργο της Ιωάννας Πανταζοπούλου “R.E. Reconfigured Etiquette” βρίσκεται στο κέντρο της  ενότητας “Από τη Δημιουργικότητα στην Αιωνιότητα”, που αφορά την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Πρόκειται για μία κομβική ενότητα, όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να συμβιβαστεί με το επερχόμενο τέλος του θανάτου. Αυτό προσπαθεί να το κάνει με δύο τρόπους, ο ένας είναι μέσω της δημιουργικότητας. Το συγκεκριμένο έργο παραπέμπει σε ένα κυριακάτικο στερεοτυπικό τραπέζι που μαζεύεται, λόγω εθίμου, όλη η οικογένεια για φαγητό. Η ελληνική μετάφραση του τίτλου είναι “Αναδιαμορφώνοντας την εθιμοτυπία” και η καλλιτέχνιδα έχει πάρει όλα τα στοιχεία του οικογενειακού τραπεζιού, από το ίδιο το τραπέζι μέχρι τις καρέκλες και τα σκεύη και τα έχει “τινάξει” στον αέρα. Η ουσία όμως κρύβεται στο εσωτερικό, βρίσκεται κάτω από το τραπέζι, με την έννοια ότι πήρε όλες τις εσωτερικές προστριβές και εντάσεις, τη ρήξη… Όλα αυτά τα οποία σκεφτόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να εκφράσουμε, πολλές φορές λόγω του καθωσπρεπισμού που μας επιβάλλεται σε τέτοιες περιστάσεις. Μαζευόμαστε όλοι μαζί για να φάμε, αλλά προσπαθούμε λόγω συνθηκών να αποφύγουμε εντάσεις και λογομαχίες. Προσωπικά εστιάζω στη διάσταση του έργου που φανερώνει τις κρυφές μας σκέψεις. Επίσης, έτσι όπως είναι τοποθετημένα τα αντικείμενα στον αέρα, με μία τροχιά προς τα έξω, είναι σαν να έχουμε το παγωμένο ενσταντανέ της δημιουργικής πράξης. Σαν το Big Bang, τη στιγμή της ανθρώπινης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το οικογενειακό τραπέζι, η ρήξη και η ένταση που το συνοδεύει ενδόμυχα, γίνονται έργο και μέσω αυτών των στοιχείων, η καλλιτέχνιδα δημιουργεί. Σπάει τα κοινωνικά πρότυπα και εκφράζει ένα κομμάτι προσωπικών συγκυριών. Θεωρώ ότι χρησιμοποιεί το οικογενειακό τραπέζι ως γενικότερο παράδειγμα ανατροπής κοινωνικών προτύπων και γι’ αυτό το λόγο μ’ αρέσει πολύ αυτό το έργο. Εξωτερικεύοντας την ένταση είναι σαν να προσπαθεί να αναδιαμορφώσει όλη την εθιμοτυπία. Σαν να μας λέει ότι πρέπει να πάψουμε να ακολουθούμε αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς, καλώντας εμάς τους ίδιους να ορίσουμε το μέλλον και τις συμπεριφορές μας. Το έργο συνδέεται πολύ με το πρώτο τμήμα της έκθεσης, τη γέννηση, γιατί έχει μεγάλη σχέση με την κληρονομιά και την ανατροφή. Όλα αυτά που κουβαλάμε και κάποια από τα οποία μας καταπιέζουν, θέλουμε να τα βγάλουμε από πάνω μας, να τα πετάξουμε και έτσι τα πετάει η καλλιτέχνιδα: τα τινάζει όλα στον αέρα, εξωτερικεύει την ένταση και όπως αιωρούνται τα αντικείμενα, μοιάζει να προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι από την αρχή». 

Μαρία Τούντα

Μαρία Τούντα

«Μου άρεσαν πολλά έργα, ξεχώρισα όμως κάποιο του Aμερικανού Robert Gober. Έμεινα περισσότερο σε αυτό που δείχνει την εξωτερική είσοδο της σκάλας που οδηγεί στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού (κατασκευασμένο από τον πατέρα του). Μάλιστα, η είσοδος είναι καρφωμένη με σανίδες. Αυτό που μου άρεσε ήταν το νόημά του, αλλά και ο τρόπος που το έχει αποδώσει ο καλλιτέχνης, με ευχαριστεί να το βλέπω. Εκτίθεται στη δεύτερη θεματική ενότητα της έκθεσης μετά την αίθουσα “Γένεσις/Τραύμα”, όπου ο άνθρωπος έχει ενηλικιωθεί, κουβαλάει το τραύμα που φέρει από την ανατροφή και την παιδική ηλικία, το συνειδητοποιεί κάποια στιγμή, το διαχειρίζεται και, εάν είναι δυνατό, προσπαθεί να το υπερβεί, ώστε να μπορέσει να ζήσει και να ζήσει μία καλή ζωή. Ο Gober στο έργο του δείχνει έντονα το φόβο που είχε σαν παιδί και που αφορούσε περισσότερο το σπίτι του. Φοβόταν πολύ τον πατέρα του και μάλιστα στο έργο βλέπουμε τα παπούτσια του πατέρα ψηλά. Το σπίτι το είχε φτιάξει εκείνος, η είσοδος του υπογείου είναι κλειστή, που δηλώνει ότι κάτι είναι διαστρεβλωμένο, τόσο στο χώρο, όσο και μεταφορικά στην παιδική ηλικία. Έχει βάλει επίσης το δάσος μέσα στο δωμάτιο, που έχει ένα στοιχείο φόβου, το εντοπίζουμε συχνά και στα θρίλερ, ενώ το παράθυρο της φυλακής παραπέμπει στην καταπίεση. Πιστεύω ότι τα παιδιά είναι πολύ τρυφερά και πολύ ευαίσθητα και θα πρέπει να μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον όπου εκτός από αγάπη θα παίρνουν θετικά στοιχεία που θα τα βοηθήσουν να ζήσουν αργότερα μία καλή ζωή. Αυτό, που έλλειπε από την παιδική ηλικία του καλλιτέχνη, με άγγιξε πολύ. Συνειδητοποιούμε το τραύμα, όμως το τι μας αφήνει η παιδική ηλικία είναι κάτι που μας επηρεάζει όλους στη μετέπειτα ζωή μας. Είναι πολύ σημαντικό, δηλαδή, αυτό που θα πάρουμε ως παιδιά».

Γιάννης Δρακόπουλος

Γιάννης Δρακόπουλος

«Το έργο “Atrabiliarios” της Doris Salcedo είναι μία εγκατάσταση στον τοίχο και βρίσκεται στην Πέμπτη ενότητα “Επιστροφή στην Άβυσσο”. Η καλλιτέχνις κατάγεται από την Κολομβία, όπου για χρόνια είχαν δικτατορία. Η κολομβιανή δικτατορία είχε αφήσει πολλά θύματα και αγνοουμένους, συμπεριλαμβανομένων και ανθρώπων της οικογένειάς της, που έχουν χαρακτηριστεί “θύματα εξαφάνισης”. Το μόνο που έμενε από αυτούς τους ανθρώπους ήταν τα παπούτσια τους, τα οποία φέρουν μία βαρύτητα ως προσωπικά αντικείμενα. Είναι αυτά που οδηγούν σε νέες διαδρομές και μονοπάτια. Για να επαναφέρει τις μνήμες αυτών των θυμάτων, η Salcedo δίνει την ευκαιρία στους συγγενείς να θάψουν τους αγαπημένους τους. Η ίδια παίρνει τα παπούτσια τους και τα ενταφιάζει, ολοκληρώνοντας τη διαδικασία αποχαιρετισμού. Δημιουργεί θύλακες μέσα στον τοίχο και τοποθετεί τα ζευγάρια παπουτσιών που στη συνέχεια καλύπτει με δέρμα ζώου ράβοντάς το στην επιφάνεια του τοίχου. Δεν πρόκειται για ράμματα αισθητικής χειρουργικής, αυτά που δεν φαίνονται. Είναι τα σκληρά ράμματα του νεκροτομείου, τα ράμματα του θανάτου. Το δέρμα δημιουργεί μία απόχρωση σαν τα φίλτρα της κάμερας, τους χρωματισμούς του sepia, μία πεπαλαιωμένης φωτογραφίας. Κοιτώντας το έργο, τα παπούτσια αχνοφαίνονται πίσω από το δέρμα, δίνοντας μία αίσθηση ανάμνησης, σαν κάτι που σιγά-σιγά αργοσβήνει. Παρ’ όλα αυτά είναι εκεί σαν παρουσία, είναι αναμνήσεις που έρχονται και παρέρχονται, αλλά η ουσία παραμένει. Το έχω ξεχωρίσει για όλους αυτούς τους λόγους. Μιλάμε για επαναφορά της μνήμης, για συναισθήματα, την ανάγκη να συγκρατήσουμε με οποιοδήποτε μέσο την εικόνα ενός αγαπημένου προσώπου, ακόμα και μέσω των παπουτσιών του, και την ανάγκη να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία του αποχωρισμού. Όσο σημαντική είναι η αρχή μίας σχέσης, εξίσου σημαντικός είναι και ο τρόπος που αποχωριζόμαστε ο ένας τον άλλο, ακόμα και όταν πρόκειται για θάνατο. Έτσι η καλλιτέχνις δημιούργησε αυτό το έργο σαν ένα μνημείο, σαν ανάθημα, όπως αυτά που βάζουμε στην άκρη των δρόμων. Μοιάζει με σύγχρονο μνημείο, γιατί δημιουργήθηκε για να επαναφέρει στοιχεία στη μνήμη. Ο ρόλος των μνημείων είναι πολύ μεγάλος στην κατασκευή συλλογικής μνήμης, ενώ διαμορφώνουν και εθνική ταυτότητα. Ζητήματα με τα οποία έχω ασχοληθεί κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών κι έτσι συνδύασα αυτές τις γνώσεις για να κατανοήσω το συγκεκριμένο έργο».