Design & Αρχιτεκτονικη

Home Improved

Η ιδέα «θα βάψω το χoλ/σαλόνι/σπίτι μου» ακούγεται τέλεια, αλλά δεν είναι ποτέ τόσο αναίμακτη όσο νομίζεις:

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιδέα «θα βάψω το χoλ/σαλόνι/σπίτι μου» ακούγεται τέλεια, αλλά δεν είναι ποτέ τόσο αναίμακτη όσο νομίζεις: συνοδεύεται από μπογιές, κουβάδες, χαρτοταινίες, μαστόρους, μπογιατζήδες και, αναπόφευκτα, σφαγές με δικούς σου ανθρώπους. Που δεν αντέχουν το στρες ή/και τη μυρωδιά της μπογιάς…

 

Ο καλός καιρός βοηθάει να στεγνώνουν πιο γρήγορα τα χρώματα, αλλά και να μη βοηθούσε καθόλου, εμείς παραδοσιακά θα μερεμετίζαμε τα σπίτια μας μόλις μπαίνει καλοκαιράκι: τέτοια εποχή κοιμάσαι με ανοιχτές μπαλκονόπορτες, ζεις στο μπαλκόνι, κάθεσαι στην αυλή (αν έχεις) ή στο παράθυρο, γενικά δεν παθαίνεις ασφυξία σ’ ένα σπίτι με οκτώ μπογιατζήδες μέσα… Βέβαια οι οκτώ μπογιατζήδες είναι ευσεβείς πόθοι – σήμερα το «συνεργείο» είναι συνήθως ενάμισης άνθρωπος. Ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα ολοκλήρωνε το βάψιμο σε 24 ώρες αλλά πέντε μέρες μετά είναι ακόμα με τη φορμίτσα του ανεβασμένος πάνω στη σκάλα και μελετάει το ταβάνι σου. Το οποίο έχει πρόβλημα. Όλα τα ταβάνια του κόσμου είναι «δύσκολα» (πού να δεις την Καπέλα Σιστίνα!), αλλά το δικό σου έχει επιπλέον θέματα.

Συνήθως κάπου εδώ το χάνω εντελώς το ραπόρ με τον μπογιατζή μου: ενώ εξηγεί τα ειδικά θέματα, τα ασυνήθιστα προβλήματα του ταβανιού, αφαιρούμαι και σκέφτομαι τι θα ψωνίσω στο σουπερμάρκετ, τι θα μαγειρέψω αύριο και τι καιρό κάνει στο Ρατζαστάν.

Όταν τα έχω εξαντλήσει όλα αυτά μέσα-έξω, ο μπογιατζής φτάνει στην επίμαχη ερώτηση: αν θα προχωρήσει τελικά στη μόνωση/αδιαβροχοποίηση/επιχρύσωση του ταβανιού ή αν θα το αφήσει στα χάλια του, να διαλυθεί κάτω από την μπογιά μέσα στα επόμενα χρόνια.

Ακόμα και ο πιο αφηρημένος καλλιτέχνης (καλή ώρα) βγαίνει τσάκα-τσάκα από την κοσμάρα του για να απαντήσει στην παραπάνω ερώτηση με άλλη ερώτηση: πόσο πάει το μαλλί; Πόσο θα μου κοστίσει η επιπλέον μιζανμπλί; Και αν είναι ακριβή, μήπως προτιμώ να μου διαλυθεί το ταβάνι σε τρία τέρμινα και να είναι απλώς μπογιατισμένο ενώ θα διαλύεται; (Ναι). Άρα, ας συνεχίσουμε με το βάψιμο κι ας αφήσουμε το σοβαρό μερεμέτι για άλλη φορά, η οποία, ως γνωστόν, δεν έρχεται ποτέ. Ώσπου να ’ρθει, μετακομίζεις, το διαλύεις, το κλείνεις, το χαρίζεις – γενικά το έχεις ελαφρώς συνδέσει με Κάιρο το ωραίο σου ταβάνι…

Κανένας μπογιατζής δεν είναι ευχαριστημένος με αυτή τη λύση – αλλά ούτε προθυμοποιείται να σου κάνει το ρεκτιφιέ στο τζάμπα. Ήδη, το βάψιμο θα σου βγει ένα διακοσάρι τουλάχιστον, επειδή είχε και ξύσιμο. Ή χτίσιμο ή φτύσιμο (σάμπως καταλαβαίνεις;). Και η στιγμή που προκύπτει το πρόβλημα με το ταβάνι σου είναι συνήθως η στιγμή που θα ήθελες πάρα πολύ να τα μαζεύει και να φεύγει ο μπογιατζής: τον έχεις βαρεθεί. Πέντε μέρες σού χτυπάει την πόρτα στις 7.30 το πρωί κι είναι στα πόδια σου ως το μεσημέρι. Πέντε μέρες περπατάς σε χαρτοσακούλες κολλημένες στα σοβατεπιά με χαρτοταινίες. Η σκόνη (από τα τριψίματα) κοντεύει να σε βάλει στο γύψο. Η φασαρία (από τα τρία κινητά του ενάμιση μπογιατζή) σ’ έχει κάνει κουδούνα. Σα να μη φτάνει που συγκατοικείς με το ταίρι σου, το παιδί, τη μάνα, την αδερφή σου, δύο γκόμενους, ένα σκύλο και μια γατούλα, σαν να μην αρκεί η βαβούρα που ήδη διέπει τη ρημάδα τη ζωή σου, έχεις κι ενάμιση μπογιατζή κεχαγιά στο σβέρκο σου.

Μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή, εννοείται. Στο φινάλε δεν ήταν και τόσο χάλια το χολ/σαλόνι/μπάνιο σου, ένα-δυο-πέντε χρόνια ακόμα άντεχε. Τι σου ’ρθε καλοκαιριάτικα να αλλάξεις χρώμα, να φρεσκάρεις ή να ξαναβάψεις ένα δωμάτιο, πόσο μάλλον ολόκληρο σπίτι, δεν ξέρεις. Κάποιος σε πήρε στο λαιμό του. Μαλώνεις με όποιο συγκάτοικο βρίσκεις πρόχειρο, με σοβάδες στο κούτελο και σκονισμένες σαγιονάρες, μ’ έναν μπογιατισμένο καφέ στο χέρι και δειγματολόγιο-χρωματολόγιο παραμάσχαλα. Ο/η συγκάτοικος, κι αυτός/ή σαν τον Κάσπαρ το χαριτωμένο φαντασματάκι, φωνάζει ότι δική σου ιδέα ήταν να βάψεις το σαχλο-σαλόνι ή το παλιο-μπάνιο ή το βρομο-χολ. Εσύ φωνάζεις ότι, όοοοοοχι, αγάπη μου, καθόλου δεν ήταν δική μου ιδέα, εσύ επέμενες και μην κάνεις τον Κινέζο. Ο μπογιατζής λέει ότι θα πάρει και τα σοβατεπιά μια στιγμή, του λέτε και οι δύο «ναι, αλλά τέλειωνε, χρυσέ μου!», κι όταν κάποια στιγμή τελειώνει όντως, σας έχει χρεώσει κάμποσο παραπάνω επειδή του είπατε να ξηλώσει τρία σαμσάκουλα και να βάλει καινούργια παρπατσουλάκια πάνω στον καβγά χωρίς να προσέξετε τι ρωτούσε…

Το σπίτι βέβαια, όταν μαζευτούν τα προστατευτικά καλύμματα και περαστεί ένα σφουγγάρισμα, είναι τέλειο. Φρέσκο, λαμπερό και δροσερό σαν καινούργιο. Το παραδέχεστε, ανοίγοντας αναγκαστικά παρτίδες με το/τη συγκάτοικο, που δεν μιλιόσασταν τις τελευταίες τρεις μέρες. Η ποιότητα της ζωής σας έχει στρώσει, είναι μια καλύτερη ποιότητα, φρεσκοβαμμένη και παστρικιά. Συμφωνείτε ότι άξιζε τα λεφτά/την ταλαιπωρία το βάψιμο. Αλλά ορκίζεστε μέσα σας ότι την επόμενη φορά που θα χρειαστεί φρεσκάρισμα η ζεστή σας φωλίτσα, θα βάλετε τον/την άχρηστο/η συγκάτοικο να φεσωθεί τον μπογιατζή και το σόι του σόλο, όταν εσείς αυτοπροσώπως θα λείπετε διακοπές. Έχει και η παστρο-θοδωροσύνη τα όριά της…