Πολιτισμος

Λάκης Λαζόπουλος

Η A.V. μάζεψε αδημοσίευτο και σπάνιο υλικό για να σας παρουσιάσει τις πολλές όψεις μιας περιπετειώδους προσωπικότητας

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 237
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σήμερα που ο Λάκης Λ. ξεκινάει στο Θέατρο του Ελληνικού Κόσμου τον «Βιοπαλαιστή» του, η A.V. έκανε μια μικρή επιδρομή στα συρτάρια του, κάτω από σκάλες, μέσα σε κουτιά, πίσω από ντουλάπια και βιβλιοθήκες του σπιτιού του, και μάζεψε ένα αδημοσίευτο και σπάνιο υλικό από ξεχασμένα κείμενα, κιτρινισμένες φωτογραφίες, χειρόγραφα, μικρά σημειώματα, λογοκριμένα κείμενα, για να σας παρουσιάσει μέσα από αυτά τις πολλές όψεις μιας περιπετειώδους προσωπικότητας.

image

Το κωμικό και οι φυσιογνωμίες του κωμικού

Η κωμωδία, η ανάγκη για το κωμικό, ξεκινάει από την ανάγκη του ανθρώπου να μην πληρώσει cash τον πόνο της ζωής, να μη βιώσει το τραγικό σε όλη του την ένταση και έκταση. Είναι η ζάχαρη στο πικρό ποτήρι της μελαγχολίας μας.

✑ Φοβάμαι, λέει κάποιος, να κοιμηθώ στο απόλυτο σκοτάδι. Θέλω να υπάρχει ένα φως. Και κάποια στιγμή ερωτεύεσαι κι ο παρτενέρ σου δεν θέλει καθόλου φως. Πάει να κλείσει το λαμπατέρ και συ το ανάβεις, διότι αυτός έρχεται σε οργασμό μόνο με σβηστό φως και συ μ’ αναμμένο. Όποιος προλάβει να πατήσει το διακόπτη είναι ο τυχερός που θα πετύχει τον οργασμό.

✑ Η φοβία χτίζει, η κωμωδία γκρεμίζει, έτσι που να μπορούμε να δούμε τα πράγματα από την αρχή καθαρά, έτσι που να μπορούμε να διακρίνουμε το λάθος σχήμα που πήρε μέσα μας μια κατάσταση, έτσι που να μπορούμε να φωτίσουμε από μια άλλη πλευρά τραγικά, μερικές φορές, γεγονότα της ζωής μας.

✑ Η ζωή δεν βιάζεται, ο άνθρωπος βιάζεται στη ζωή.

✑ Κανείς δεν μπορεί να γελάσει μόνος του. Θέλει παρέα. Ποτέ δεν έχουμε ακούσει τη φράση «πήγα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και γέλασα». «Πήγα κλείστηκα και έκλαψα» λέμε.

image

✑ Φανταστείτε έναν κόσμο να γελάει και να κλαίει στα ίδια σημεία σ’ όλο τον πλανήτη. Φανταστείτε ακόμα να υπάρξουν κονσέρβες κλάματος σε δραματικές σειρές. Κλαίει κανείς καλύτερα μόνος του, γελάει καλύτερα με παρέα.

✑ Όλοι οι μέτριοι πάντα ψάχνουν τα όρια.

✑ Η σάτιρα είναι μια πυξίδα για να δούμε τους εαυτούς μας.

✑ Ο καθένας κάνει τη ζωή του ταινία και δεν αφήνει να μπει κανένας άλλος στην ιστορία του, στο σενάριό του.

✑ Δεν ξέρω σε ποιο σενάριο ζωής ανήκω ή δεν ανήκω. Περπατώντας τη νύχτα δεν ξέρω σε ποιο σενάριο ζωής μπορεί να μπω άθελά μου.

✑ Σκέφτομαι τη γιαγιά μου την ώρα που μας έλεγε ένα παραμύθι να σταματάει κάθε δέκα λεπτά για διαφημιστικά μηνύματα και τρελαίνομαι.

Το άρωμα της παρεξήγησης

Και πάλι θα χαθώ, θα πρέπει να εξηγώ στους φίλους μου πως δεν μπορώ, δεν προλαβαίνω να τους μιλήσω ούτε για ένα λεπτό γιατί χάνομαι, μπαίνω στο παραμύθι. Και είναι το μόνο πράγμα που τελικά με ευχαριστεί. Να μπαίνω στο παραμύθι αφήνοντας το εγώ μου στην εξώπορτα. Από το ένα παραμύθι στο άλλο, αυτό είναι που ήθελα πάντα να κάνω στη ζωή μου. Όσα λάθη έκανα, όσα λάθη θα κάνω θα γίνουν εκεί, στο διάλειμμα, στην αναμονή, στο ενδιάμεσο, στο πέρασμα από το ένα παραμύθι στο άλλο.

Σ’ αυτό το καταραμένο ενδιάμεσο, εκεί όπου όλοι βιάζονται να σε εξηγήσουν, εκεί όπου όλα βιάζεσαι να τα εξηγήσεις.

Δεσμοί αίματος

image

Θυμάμαι τη μητέρα μου, όταν ήμουνα μικρός, πώς έκοβε τα λουλούδια από το μικρό κηπάκι της αυλής μας. Τριαντάφυλλα. Απ’ τη μεγάλη τριανταφυλλιά, που σκαρφάλωνε στο πίσω μέρος του σπιτιού μας σαν τρυφερός εραστής του φρεσκοασβεστωμένου τοίχου. Τα μύριζε, τα αγκάλιαζε, έπιανε το βάζο που δέσποζε στο μεγάλο χολ με το ψευτομωσαϊκό, με μια αγάπη που μου φαίνεται σήμερα τόσο μακρινή. Έβαζε τα τριαντάφυλλα στο νερό κι εγώ σήκωνα τα μάτια μου από το τετράδιο που είχα μπροστά μου κι έγραφα, κι έβλεπα τα κοτσάνια να γλιστράνε στο νερό, αργά, νωχελικά, ηδονικά σχεδόν. Η ομορφιά έχει τη δική της ταχύτητα. Το σπίτι έμοιαζε να γεμίζει τριαντάφυλλα ολόκληρο, η μυρωδιά τους έφτανε μέχρι το πίσω δωμάτιο της γιαγιάς.

Σήμερα με βλέπω να διασχίζω βιαστικά τους δρόμους. Βιαστικά αγοράζω ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Αγχώνομαι καθώς βλέπω τη γυναίκα να τα τυλίγει αργά στο καφετί οικολογικό χαρτί, τρελαίνομαι στην ιδέα ότι μπορεί να θελήσει να κάνει σχεδιάκια στην κορδέλα, θέλω να της αρπάξω από το χέρι το ψαλίδι που ετοιμάζεται να κατσαρώσει την κορδέλα στο τελείωμά της. Θέλω να φωνάξω: «Βοήθεια, μου κατσαρώνουν την κορδέλα». Πληρώνω γρήγορα. Δεν τα μυρίζω καν, δεν μυρίζουν άλλωστε. Φτάνω στο γραφείο μου, σκίζω το χαρτί, το πετάω με μίσος στο καλάθι πίσω στην κουζίνα, το τηλέφωνο χτυπάει λυσσασμένα, βρίζω, βάζω νερό βιαστικά, τα πετάω μέσα, τα μεταφέρω στη θέση τους καθώς σηκώνω το τηλέφωνο και λέω: «Μισό λεπτό περιμένετε». Ύστερα τα ξεχνάω για μέρες πολλές. Αφημένα εκεί θα τα δω μόνο κάποια στιγμή ξεραμένα, θα ανοίξω το filofax και στις δουλειές της επόμενης μέρας θα προσθέσω: «Να μην ξεχάσω να αγοράσω λουλούδια». Δεν με δικαιολογώ, αλλά βαθιά μέσα μου το ξέρω πως αν τα λουλούδια είχαν άρωμα όπως εκείνα τα τριαντάφυλλα της αυλής μας, τα μάτια μου, οι αισθήσεις μου, η ψυχή μου θα ήταν εκεί, κοντά τους.

Μου λείπει το άρωμα. Κι όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο πολύ μου λείπει το άρωμα, κι έτσι χωρίς άρωμα έχω μόνο την εικόνα των πραγμάτων, έτσι όπως χωρίς άρωμα άλλωστε έχουμε ο ένας την εικόνα του άλλου μέσα μας.

Μόνο η συνάντηση, η επαφή, η αφή μπορούν να χαρίσουν αυτό το ελλείπον άρωμα.

image

Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος με δραματικό υπόβαθρο αλλά με κωμικό ταμπεραμέντο, ενώ η μητέρα μου αν και διέθετε κωμικό υπόβαθρο ταυτίστηκε στη ζωή της με το δραματικό της ταμπεραμέντο.

Έζησα σε ένα σπίτι απ’ αυτά τα κλασικά ελληνικά σπίτια –τα μικροαστικά–, όπου δίναμε μάχη να μη βρεθούμε κάτω από το όριο φτώχειας και γίνουμε αντικείμενο στατιστικής μελέτης. Γιατί σ’ αυτή τη ζωή δεν φτάνει που δεν έχεις να ζήσεις, πρέπει να σε μετρήσουν και στατιστικολόγοι για να πάρουν τις πληροφορίες για το πώς κατάφερες τελικά να ξεπεράσεις το κατώτατο όριο φτώχειας, λες και προσπάθησες γι’ αυτό.

Τον πατέρα μου τον θυμάμαι σκυμμένο πάνω σε ένα τραπέζι να κάνει λογαριασμούς και τη μάνα μου να πλένει οκτώ φορές τα ίδια πιάτα αναστενάζοντας.

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η μητέρα μου δεν είπε ποτέ τη φράση: «Τι ωραία μέρα σήμερα», καθώς ο πατέρας μου επαναλάμβανε: «Ας ξημερώσουμε κι αύριο καλά και βλέπουμε».

Μέσα σ’ αυτές τις αντιφατικές συντεταγμένες, όπως κάθε παιδί –παιδί κι εγώ– προσπάθησα να βρω τη δική μου πορεία πλεύσης ανοιχτά της ζωής. Θαύμαζα τον πατέρα μου, που ήταν η ψυχή της παρέας και όλοι γελάγαν με το μοναδικό τρόπο που ήξερε να εκφέρει τα αστεία του, και αγαπούσα τη μητέρα μου για την εξοντωτική φροντίδα της σε μένα και στον αδερφό μου, αλλά νευρίαζα αφόρητα που έκλαιγε, με την ευκολία που κλαίνε στις λαϊκές σειρές της τηλεόρασης στην απογευματινή ζώνη. Πίστευα και πιστεύω ότι τα δάκρυα του ανθρώπου είναι πολύτιμοι λίθοι της αξιοπρέπειάς του, που τους κρατάει για ένα μεγάλο πόνο που στη ζωή όλων κάποια στιγμή έρχεται. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που κρατάνε αξόδευτα τα δάκρυά τους για να τιμήσουν το μεγάλο πόνο που θα έρθει και μακάρι ποτέ να μην έρθει.

Το δραματικό ταμπεραμέντο της μητέρας μου, νομίζω, ήταν τελικά το εφαλτήριο για την ανάπτυξη, σαν αντίδραση ίσως, του δικού μου κωμικού ταμπεραμέντου. Κατέγραφα όλες τις συζητήσεις της μητέρας μου, των ανθρώπων της γειτονιάς, των φίλων, των γνωστών.

Το μυαλό μου ήταν ένα κασετόφωνο ανοιχτό που κατέγραφε συνομιλίες, αναπνοές, παύσεις, κόμματα, και το βράδυ σε ένα πραγματικό κασετόφωνο ταίριαζα τη φωνή μου πάνω στις αναπνοές τους και αναπαριστούσα τους διαλόγους της ημέρας.

Εκείνοι κι Εκείνος

Φωτογραφίες που κρατά και αγαπά, κάθε μία για τη δική της ιστορία

01. Μελίνα «Αγόρι μου, μα είσαι τόσο τρελό αγόρι…», λόγια της Μελίνας λίγο πριν το φιλί που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. «Όπερα της πεντάρας», ’95.

image

02. Ντασέν «Λάκη, πρέπει να κάνεις πιο πολλές πρόβες. Δεν θα τα κάνεις όλα στην πρεμιέρα. Θέλω να ξέρω ποιον θα δω στην πρεμιέρα», τα κράτησα αυτά τα λόγια του Ζιλ Ντασέν από το ’95.

image

03. Ρένα Βλαχοπούλου Είναι από την εκδήλωση-αφιέρωμα στη Ρένα. Ήθελα να πω άλλα τόσα γι’ εκείνη εκείνο το βράδυ. Τη θυμάμαι πάνω σε φορείο να της κάνουν εισαγωγή σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Η νοσοκόμα να της φωνάζει δυνατά «όλα θα πάνε καλά, κ. Βλαχοπούλου», κι η Βλαχοπούλου να ρίχνει την ατάκα: «Μη φωνάζεις, αγάπη μου, άρρωστη είμαι, δεν είμαι κουφή»!

image

04. Φρέντυ Γερμανός «Μην ξεχάσεις αυτό που σου είπα, έχεις γεννηθεί για να γράφεις. Άσε τον εαυτό σου, θα γράψει μεγάλα έργα», μου το είπε ο Φρέντυ σε πρεμιέρα.

image

05. Χατζηχρήστος Μου έκανε την τιμή να παίξει μαζί μου στους Μήτσους, αλλά εγώ θυμάμαι τη σκηνή με τον Βέγγο. Την παραμονή των γυρισμάτων της επανάληψης του «Ηλία του 16ου» μου λέει ο Βέγγος εμπιστευτικά: «Κάνε κάτι με δαύτον γιατί πάλι θα θέλει να με χτυπήσει και είμαι μεγάλος για ν’ αντέξω το χαστούκι του». Την επομένη με παίρνει ο Χατζηχρήστος στη γωνία και μου λέει: «Άκου, πρέπει να ξέρεις ότι αν δεν χτυπήσω τον Βέγγο δεν μπορώ να παίξω τη σκηνή».

image

06. Μινέλι Χάρηκα όταν την είδα στο Ηρώδειο από κοντά. Ένιωσα επιτέλους ότι βρέθηκα στο «Καμπαρέ».

image

07. Αλαβάνος, Διαμαντίδου, Χορν, Φωτόπουλος, Μελίνα Την αγαπώ αυτή τη φωτογραφία, έχει μια σημασία για μένα. Είναι η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Δημήτρη Χορν στον «Πέτρο και τον λύκο», που παρουσιάζαμε εναλλάξ στο Μέγαρο. Μια μέρα πριν την πρεμιέρα βρεθήκαμε όλοι μαζί στο καφέ του Μεγάρου.

image

Πώς εμπνεύστηκα τους «Μήτσους»

image

Εγώ σπάνια πηγαίνω στο γήπεδο, έχω πάει δυο φορές όλες κι όλες – τη μία φορά από τις δύο εμπνεύστηκα στους «10 Μικρούς Μήτσους» τον υπαλληλάκο. Ήταν μία φάση όπου βρίζαν όλοι. Χέρια-πόδια, ξέρεις, γιατί εκείνη την ώρα τα μοιράζουν απλόχερα, τα δίνουν, αλλάζουν θέση τα γεννητικά όργανα, γίνεται της τρελής. Σε ένα λεπτό έχουν μετακινηθεί όλα. Ήταν ένας μέσα σ΄ αυτό τον πανικό, ο οποίος είχε πιάσει τα κάγκελα κάτω, έβριζε το διαιτητή –ήταν όλοι έξαλλοι–, κι αυτός είχε μια ψυχραιμία κι έλεγε: «Που να πας σπίτι σου και να βρεις ξένες παντόφλες κάτω απ’ το κρεβάτι».


Επιμέλεια: Σταυρούλα Παναγιωτάκη
Κείμενα - σκίτσα φωτογραφίες - χειρόγραφα: από το προσωπικό αρχείο του Λ. Λαζόπουλου
Φωτογραφίες από τις πρόβες της παράστασης: Κωνσταντίνος Ρήγος
Σκίτσα κοστουμιών: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου