Πολιτισμος

Οι σκλάβοι της Νέας Υόρκης

Η Grace Jones πείνασε

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 229
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

● Ωχ, όχι άλλο «ανδρογυνικό παιχνίδι εικόνας» και «τσαλάκωμα φύλων» και «αποδόμηση της αποδόμησης» και όλα εκείνα που λέγαμε τότε, πίσω στο αμαρτωλό ’80 για να δικαιολογούμε τους όλο και πιο μεγάλους, υπερ-τετράγωνους ώμους στα δερμάτινά μας, φτάνει, σκέφτηκα μόλις άκουσα την Grace Jones να πλησιάζει πάλι προς το μέρος μου, μετά από 20 χρόνια, με την ίδια απειλητική ηχώ στο όνομά της, Miss Jones… Jones… Jones…

● Το διασκεδάσαμε αρκετά όλα αυτά τα χρόνια, είναι αλήθεια. Μας έδωσε όλα τα άλλοθι για να επισημοποιήσουμε το στιλιζάρισμα της σεξουαλικής επανάστασης, έγινε τόσο design που πονούσε. Από ευχαρίστηση μετατράπηκε σε Πράγμα Με Ευθείες και Άποψη. Σαν καρέκλα-αντικείμενο, χωρίς το καρεκλάτο.

● Μπαίναμε στην εποχή των Αντικειμένων. Τα γαμω-80s. Χωρίς το «γαμω-». Βρίσκαμε παντού υποκατάστατα που θα μας έκαναν να ξεχάσουμε ό,τι συνέβαινε μονάχα 2-3 χρόνια πριν, τον έρωτα και την ευδαιμονία της ουτοπίας, όσο τα προλάβαμε δηλαδή εμείς οι σημερινοί 40+. Περάσαμε καλά με τη Συλλογή Πραγμάτων Μας Αρκεί Να Μη Σκεφτόμαστε Το Σεξ: Άλλοι μάζευαν χαρτονομίσματα. Άλλοι γραβάτες. Άλλοι τέλεια, πανέμορφα περιοδικά. Άλλοι δίσκους. Maxi singles με λευκές ετικέτες. Φωτογραφίες. Τυπωμένα χαρτιά. Εικόνες. Το χρώμα, ο αερογράφος, το fade-out, το φωσφοριζέ έγιναν τόσο εύκολα, προσιτά και γυαλιστερά που σου ερχόταν να τα φας. Πολλοί το κάναμε και αυτό. Ήταν το δεύτερο πιο διασκεδαστικό πράγμα που μπορούσε να βάλει κανείς στο στόμα του σε εκείνο το ατέλειωτο πάρτι. Το πρώτο απαγορευόταν.

● Ξύπνησα μετά από 10 χρόνια, το ’90. Αμέσως κάποιο χέρι μού έχωσε στο στόμα ένα ορυκτό κομμάτι κρύσταλλο φορτισμένο με ενέργεια ή κάτι τέτοιο, ενώ στο βάθος ακουγόταν το “Amado Mio” με το αγέρωχο, αυτοκρατορικό γάβγισμα της Grace Jones. Την αγαπούσαν παντού τότε την Jones γιατί ήταν επιζήσασα από την κραιπάλη των 80s, την είχε τυλίξει σε καλώδια και είχε ζωγραφίσει επάνω στο κορμί της ο Keith Haring, ήταν η ιέρεια του χαμένου, πλέον, παραδείσου. Μπορούσε να απαιτεί ό,τι θέλει από εμάς. Ναρκωτικά, αγάπη, υποταγή. Σιγά. Στα ψέματα συνέβαιναν όλα. Κανένα θύμα πάθους δεν είχαμε εκείνα τα στιλπνά χρόνια. Ζητούσε να μας φάει; «Ευχαρίστως» λέγαμε. Η Jones ήταν κανίβαλος, βαμπιρέλα, εξωγήινη, η γυναίκα-αυτοκίνητο με τα μάτια φανάρια της Σιτροέν, ήταν αιχμαλωτισμένος πάνθηρας στο κορμί μιας Παριζιάνας Τζαμαϊκανής που συνέχεια το έκοβε σε λωρίδες πολαρόιντ με κοπίδι ο Jean Paul Goude και το ξανακολλούσε με σελοτέιπ δημιουργώντας –που να’ ξερε– το δημοφιλέστερο κολάζ των 00s. Τίποτα δεν είχε σημασία. Όλα ήταν εικόνα σε περιοδικό ιλουστρασιόν. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησα το χέρι. «Στο Labyrinth, στο Λονδίνο» μου απάντησε αυτό. «Στο πάρτι της γραμματέως του Bowie». Δεν κατάλαβα τίποτα και μετά δεν θυμάμαι τίποτα.

● Ξύπνησα το ’98, στο Άμστερνταμ. Είμαι ανεβασμένος επάνω σε ένα τραπέζι σε μία αχανή αποθήκη, στα docklands. Είναι 4 το πρωί, γύρω μου μαίνεται το αποχαιρετιστήριο πάρτι των Gay Games. Διατηρώ μία αξιοθαύμαστη σταθερότητα ενώ τραβάω με κάμερα, εδώ και ώρα, τη σκηνή. Miss Jones… Jones… Jones… Η ίδια πάντα ηχώ, το intro του “Slave To The Rhythm”, τα ηλεκτρικά τύμπανα πολέμου στο υπέροχο beat που ανατινάζει το κεφάλι μου, το γάβγισμα-βήχας της Jones. Νιώθω να πλέω, τραγουδάει στο πιο λυσσασμένο πλήθος που έχω δει. Τραβάω αλλά βλέπω μόνο τοίχο, προσπαθώ να την εντοπίσω. Πού είσαι, σκύλα; Τι έχω πάρει;

● Η Miss Jones τραγούδησε όλο το πρώτο τραγούδι από τα παρασκήνια με τη μύτη κολλημένη στον τοίχο, μας είπε μετά ένας φίλος από μέσα. Νόμιζε ότι είχε ήδη βγει στη σκηνή – και απλώς δεν έβλεπε τίποτα. «Ποιος ξέρει τι έφαγα» σκεφτόταν.

● «Somebody! Give me a joint!» φώναξε στο πλήθος όταν την έφεραν στη σκηνή. Χιλιάδες χέρια πιστών υψώνονται προσφέροντας το θυμίαμα στην Κανιμπάλα που το παίρνει νταγκλάροντας, ενώ αρχίζουν να ακούγονται οι πρώτες νότες του “La Vie En Rose”. Σε εκείνο το σημείο λιποθυμώ, ξυπνάω σε μία σχεδία, χαράματα, που μας περνάει απέναντι, σκέφτομαι ότι οk, πέθανα, περνάω την Αχερουσία λίμνη, τι ωραίο φινάλε είχα. Και ξαναξυπνάω στη Ρώμη, το 2000, σε ένα λιβάδι, νύχτα, ακούγοντας τις πρώτες νότες του “La Vie En Rose”. Μπροστά μας μία σκηνή σαν αυτές που έστηνε στις μεγάλες αλάνες ο Φελίνι. Στον προβολέα ξεπροβάλλει η Miss Jones… Jones… (κ.λπ.), στο ένα χέρι το μικρόφωνο και στο άλλο χέρι ένα μπουκάλι σαμπάνια. Γυρίζει και μας κοιτάζει σε slow motion, βαδίζει με αργά, σαδιστικά βήματα επάνω σε κοθόρνους, μαμά μου! «Ή δεν ξέρει πού πατάει», λέει ο Ιταλός, «ή θα μας φάει ζωντανούς».

● Το πρώτο. Η Miss Jones χάνει τους πρώτους στίχους από το πλέιμπακ και όταν πια καταλαβαίνει ότι ακούει τη φωνή της στα μόνιτορ, φέρνει το μπουκάλι με τη σαμπάνια στο στόμα της και αρχίζει να τραγουδάει. Τόσο τέλεια χαμένη, όσο και οι χιλιάδες από κάτω που γιορτάζουν διθυραμβικά το Τέλος της Εικόνας.

● Τώρα που επιστρέφει με το “Hurricane”, καινούργιο άλμπουμ με τους Sly & Robbie και τον Brian Eno στην παραγωγή, προβάλλει σε ένα εξαιρετικό βίντεο του Nick Hooker το δυνατό χαρτί της – το “Corporate Cannibal” που έχει σαρώσει στο youtube, ένας ασπρόμαυρος, παχύρρευστος, παραμορφωτικός καθρέφτης με εντυπωσιακά, σκοτεινά beats και στεγνό, απειλητικό ύφος. «Θα σε φάω» κ.λπ. Μοιάζει αφελές. Άραγε τα πιτσιρίκια τι θα πιστέψουν με αυτό; Άλλη μία εικόνα από video game; Α, αυτή από το “Living Daylights”, τι χάλια ταινία; Οι «επιζήσαντες» με τα σκοτωμένα electro-τανγκό στη μνήμη τους, θα συγκινηθούν γιατί θα ξαναβρούν εκείνα τα σεισμικά για το στομάχι και την καρδιά μπάσα, τα ακορντεόν να περνάνε σαν δροσερές τεκίλες στο μυαλό τους, δραματικά, θεατρικά, ερωτικά λίκνισματα-εις-μάτην από reggae dub, όλη την ερωτική πόζα του αμείλικτου nightclubbing που διαπράχθηκε τότε.

● Ο κόσμος του dub υποκλίνεται μπροστά της. Οι Massive Attack, έχοντας τη διεύθυνση για φέτος του φεστιβάλ Meltdown την ανέβασαν, τον Ιούνιο, στη σκηνή και φρόντισαν να μη βρεθεί κανένας τοίχος μπροστά της. Όλα πήγαν οk. Η φωνή ήταν όπως πάντα απειλητική «με ένα κρυμμένο τραύμα». Ντυμένη και πάλι με την αρχιτεκτονική της γκαρνταρόμπα, κατασκευές που την καθηλώνουν σε φριζαρισμένες στάσεις λες και τη φωτογραφίζει ο Mugler σε ψηλές βιομηχανικές ταράτσες. Το μάτι της παίζει, αν το προσέξεις. Θυμάται, αμυδρά κοκαλωμένο από μια ψιλή, ανάμνηση από το Studio 54, μια φλασιά παραπάνω απ’ όσες έπρεπε, από την κάμερα του Warhol.

● Οk, επιζήσαμε.