Πολιτισμος

Μίκης Θεοδωράκης: Μας έκανε κι εμάς ποιητές

Με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη γράφτηκαν πολλά και ωραία κείμενα

Βάσω Κιντή
ΤΕΥΧΟΣ 796
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκέψεις για τον Μίκη Θεοδωράκη και τα κείμενα που γράφτηκαν για τον μουσικοσυνθέτη μετά τον θάνατό του.

Τα έργα και οι ημέρες του Μίκη Θεοδωράκη φέρνουν στον νου τη γερμανική έννοια του Dichter, που δεν είναι απλώς ένας Poet, ένας συνήθης ποιητής. Είναι ένας καλλιτέχνης, ένας φιλόσοφος, ένας συγγραφέας, ένας βάρδος, μια ηγετική μορφή, που καθοδηγεί, όχι με εντολές και παραινέσεις, αλλά με την τέχνη και τον λόγο του. Αφουγκράζεται και εκφράζει την εποχή του και συνεπαίρνει το κοινό του προς το μέλλον. Όπως γράφει ο Nietzsche, τον οποίο λέει ο ίδιος ο Θεοδωράκης ότι διάβασε: «Βλέπω εδώ έναν ποιητή (Dichter) …  Τα έργα του δεν εκφράζουν ποτέ πλήρως αυτό που θα ήθελε αληθινά να εκφράσει, αυτό που θα ήθελε να είχε δει: μοιάζει σαν να είχε κάποτε την πρόγευση ενός οράματος αλλά ποτέ το ίδιο το όραμα· πάντως, στην ψυχή του παρέμεινε μια φοβερή λαχτάρα γι’ αυτό το όραμα, κι ακριβώς απ’ αυτήν αντλεί την εξίσου φοβερή ευγλωττία που του δίνουν η επιθυμία και η μεγάλη πείνα. Χάρη σ’ αυτή την ευγλωττία, ανεβάζει τους ακροατές του πάνω από το έργο του κι από όλα τα "έργα" και τους δίνει φτερά για να πετάξουν πιο ψηλά απ’ όσο πέταξαν ποτέ ακροατές: κι έτσι, μεταμορφωμένοι πια κι αυτοί σε ποιητές και οραματιστές, τρέφουν για τον δημιουργό της ευτυχίας τους τόσο θαυμασμό όσο θα έτρεφαν αν τους είχε οδηγήσει άμεσα στη θέαση ό,τι πιο ιερού και ανώτατου υπήρχε για εκείνον, αν είχε πετύχει τον σκοπό του και αν είχε πράγματι δει και γνωστοποιήσει το όραμά του» (από το βιβλίο Η χαρούμενη επιστήμη, μετάφραση: Ζ. Σαρίκας).  

Ανάλογα είναι όσα λέει και ο Άγγλος φιλόσοφος R.G. Collingwood για τον καλλιτέχνη γενικά – και εδώ εννοεί επίσης κάθε συγγραφέα, φιλόσοφο, πεζογράφο ή ποιητή. Για τον Collingwood, ο καλλιτέχνης «πρέπει να προφητεύει, όχι με την έννοια ότι προλέγει όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά με την έννοια ότι λέει στο κοινό του… τα μυστικά της καρδιάς τους. Ως εκφραστής της δικής του κοινότητας, τα μυστικά που πρέπει να αποκαλύπτει είναι τα δικά τους. Ο λόγος που τον χρειάζονται είναι ότι καμία κοινότητα δεν γνωρίζει πλήρως τα μύχια δικά της μυστικά» (από το The Principles of Art). Αυτό δεν σημαίνει ότι μαντεύει ή ότι τους λέει ό,τι θέλουν να ακούσουν. Συντονίζεται μαζί τους, τους καταλαβαίνει, ταυτίζεται, τους οδηγεί. Δεν είναι φερέφωνό τους, αλλά τους δίνει φωνή γιατί έχει τα εργαλεία της τέχνης του για να το κάνει. Η δουλειά του καλλιτέχνη, λέει ο Collingwood, «είναι να μιλάει άφοβα, να ανοίγει την καρδιά του». Και αυτό έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης συστηματικά, σε όλη την πολυκύμαντη ζωή του. Μιλούσε άφοβα και ήταν πάντα παρών «σε όλες τις στιγμές της πατρίδας και του έθνους», όπως έγραψε ο Γιάννης Πρετεντέρης, σε όλων των ειδών τις στιγμές των Ελλήνων, ιδιωτικές και δημόσιες.

Οι καλλιτέχνες για τους οποίους μίλησαν ο Nietzsche και ο Collingwood, αυτοί που εκφράζουν και ηγούνται της εποχής τους, αυτοί που δίνουν μορφή στις ελπίδες και στις προσδοκίες ενός λαού, ανοίγουν νέους δρόμους, όχι μόνο στην τέχνη και στη σκέψη, αλλά και στη ζωή. Ωθούν στην επαναξιολόγηση του παρελθόντος, στην αμφισβήτηση του παρόντος, στην προετοιμασία του μέλλοντος με μεγάλα εγχειρήματα που τα γεννά και τα συνοδεύει ενθουσιασμός. Τόσο ο Nietzsche όσο και ο Collingwood πατούσαν πάνω στην παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού και του ρομαντισμού, κινήματα που έδωσαν πρωτοκαθεδρία στην τέχνη και στα αισθήματα – αισθήματα που δεν ήταν απλές βιολογικές αντιδράσεις αλλά συγκίνηση εμποτισμένη με σκέψη. Ειδικά η μουσική ήταν η καθολική γλώσσα της καρδιάς, που μιλούσε σε όλους και άγγιζε τους πάντες, χωρίς περιορισμούς. 

Ο Χρήστος Χωμενίδης, που και αυτός έχει το χάρισμα να αφουγκράζεται την εποχή του και την τόλμη να είναι παρών, θυμάται να του είπε ο Μίκης Θεοδωράκης την τελευταία φορά που τον είδε, όταν τον παρότρυνε να γράψει επιτόπου ένα τραγούδι: «Θα μπορούσα να φτιάξω και ένα και δέκα και εκατό τραγούδια ακόμα − κατέχω την τέχνη. Μα θα ήταν κατασκευές. Το πέλαγός μου έχει πια σωθεί… Αρμενίστε εσείς, στα δικά σας πελάγη…». Όταν δεν έχεις πια τις δυνάμεις να συντονιστείς με τον καιρό, να κολυμπήσεις μέσα στο ποτάμι της Ιστορίας με τους ανθρώπους που τη δημιουργούν, τότε η τέχνη γίνεται ψυχρή κατασκευή, μανιέρα, χωρίς πνοή, χωρίς συγκίνηση.

Με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη γράφτηκαν πολλά και ωραία κείμενα. Μας έκανε με την τέχνη και τη ζωή του κι εμάς ποιητές.