Πολιτισμος

Eπιλογές 294

“Arbres en Péril” Mε τα χέρια απλωμένα, τη Γη της Επαγγελίας

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 294
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το πλημμυρισμένο δάσος του Δνείπερου στις ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι: στο τοπίο πριν από τη μάχη, ο μικρός Ιβάν ψάχνει τα ίχνη· στη νωπή γη, ένα στρώμα από νεκρά φύλλα. Τα φυλλώματα του μακρινού Βορρά: κάτω απ’ τις καρυδιές, η ακροβάτισσα Ελβίρα Μάντιγκαν και ο λιποτάκτης του σουηδικού στρατού Σίξτεν Σπάρρε εκτελούν μια συνθήκη διπλής αυτοκτονίας. Την επομένη, δίπλα στα δυο νεκρά σώματα και πάνω στις άγριες ορχιδέες, βρέθηκε ένα καλάθι του πικνίκ: ένα κομμάτι τυρί, ένα καρβέλι ψωμί, ένα μπουκάλι νερωμένο κρασί. 

Στο μυθικό δάσος του Μακμπέθ, τα δέντρα κινούνται όπως οι στρατιώτες στις γραμμές του εχθρού· ο θρόνος ματώνει, ο βασιλιάς πεθαίνει. Όταν η νύχτα πέφτει στους αγγλικούς κήπους, σκέφτομαι τον Μακμπέθ, τα καταραμένα σκοτάδια της δολοφονίας του Ντάνκαν: οι αγγλικοί κήποι, σκηνικά εγκλημάτων που δεν εξιστόρησα ακόμα. Δεν εξιστόρησα ούτε το χρονικό εκείνου του έρωτα και της τρομερής απώλειας που ακολούθησε: κάτω απ’ τα δέντρα που ήταν χίλιες φορές δέντρα, αποκοιμιόμουν για να ονειρευτώ τους δρόμους των μεθυσμένων φοινικιών, τις ωκεάνιες χώρες όπου έκρωζαν οι γλάροι. Όταν ξημέρωνε, η ζωή ήταν ωραία και εύκολη: οι σκιές χάνονταν, τ’ αστέρια έσβηναν· η πάχνη έσταζε στις λαίμαργες ρίζες.

Όταν ήμουν παιδί, παρατηρούσαμε τις εποχές σ’ ένα δέντρο στη γωνιά του δρόμου: μια λεύκα ή μια ιτιά, ή ίσως ένας πλάτανος της πόλης ή μια γέρικη ακακία· δεν είμαι σίγουρη, οι αναμνήσεις συγχέονται, οι γνώσεις μου στη βοτανική είναι περιορισμένες. Ο μικρός μου αδερφός κι εγώ: μοιάζαμε με τη Φράνσι και τον Νήλι Νόλαν από το Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν, που ζούσαν στη φτωχοσυνοικία του Γουίλιαμσμπεργκ στις αρχές του εικοστού αιώνα· χρειάζονταν θάρρος και θέληση όπως εκείνο το δέντρο που μεγαλώνει κι ανθίζει στο άγονο χώμα και στα λιθόστρωτα· εκείνο το δέντρο που επιζεί σ’ όλες τις συμφορές: στην ξηρασία, στις αρρώστιες, στις χιονοθύελλες, στους τυφώνες… Το δέντρο του Μπρούκλυν έβγαζε ρίζες στις πίσω αυλές των σπιτιών και στις χαραμάδες του τσιμέντου. H Φράνσι και ο Νήλι έπρεπε να επιζήσουν σαν το δέντρο: κι εμείς έπρεπε να επιζήσουμε· σε πείσμα όλων και κόντρα σε όλα. Ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης: ξυπνάω χωρίς να ξυπνήσω, βρίσκομαι κρεμασμένη στη βελανιδιά του πεζοδρομίου, απαγχονισμένη· ένα σχοινί γύρω από τον λαιμό, τα πόδια μου αιωρούνται στο κενό.

Τα Σαββατόβραδα περιπλανιόμουν στην πόλη, με τα δάχτυλα μέσα στο κεφάλι, τα μάτια πεινασμένα, το κεφάλι γεμάτο παραμύθια: ο Ρομπέν των Δασών, οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, μαγεία και μυστικά κάτω απ’ τα δέντρα· αλλόκοτα δέντρα, δηλητηριώδη μανιτάρια, κοιμισμένες πριγκίπισσες, νύμφες των κορμών και νεράιδες κρυμμένες στις κουφάλες, θεοί της βλάστησης και των φύλλων. Οι λύκοι καταβρόχθιζαν τα κοριτσάκια μαζί με τις γιαγιάδες τους. Είχα ένα αίσθημα ανησυχίας, μια γλυκιά θλίψη: η μοναξιά δεν είχε βάρος, διψούσα για το άγνωστο, για το βαθύ του μυστήριο.  

Κύλησε ο καιρός. Από το παράθυρό μου στην 11η Λεωφόρο, στο Μανχάταν, στη γειτονιά της Κουζίνας της Κόλασης, η νύχτα πέφτει στο ποτάμι: γύρω από έναν κορμό δέντρου –ένα σφεντάμι; μια οξιά;– είναι τυλιγμένη μια κίτρινη κορδέλα. Tie a Yellow Ribbon Round the Old Oak Tree. Ένα ραντεβού, ένα σημάδι. Όλα τα δέντρα –τα σφεντάμια, οι οξιές– είναι ίσα μπροστά στο τσεκούρι και το πριόνι.

Αργότερα, περιπλανιόμουν στον κόσμο μ’ ένα παλιό αυτοκίνητο: μια φορά είδα το πευκοδάσος του Γουαϊόμινγκ να καίγεται, άκουσα τον στείρο κεραυνό των πυρακτωμένων κλαδιών, τον συριγμό της ρητίνης, το τρέμουλο των πουλιών που φτερούγιζαν ανάμεσα στις φλόγες, στα ερείπια. Μιαν άλλη φορά, το φθινόπωρο ήταν κόκκινο και πορτοκαλί σαν πίνακας του Βλαμένκ. Έφτασε ο χειμώνας, λευκός, γυμνός και διάφανος: κατρακύλησε πάνω στη βλάστηση· οι σκελετοί των δέντρων υψώνονταν στον ορίζοντα σαν τα φαντάσματα. Τα δέντρα αποκοιμήθηκαν σ’ ένα παγωμένο μαξιλάρι μέσα στο γκρίζο φως. Πέρασαν κάμποσες εβδομάδες· ύστερα, το φως άλλαξε, άλλαξε το σχήμα του αέρα: το ξύπνημα, ο κύκλος της ζωής, η επανάληψη· μια νιφάδα χιονιού ζυγιζόταν στα κλαδιά προτού λειώσει, προτού γίνει σταγόνα. Στον δρόμο για τη δύση, είδα τα χρυσά τουλιπόδεντρα, τα χωράφια όπου τα δέντρα έμοιαζαν με ανοιχτές ομπρέλες. Για μια στιγμή που κράτησε λίγο ήμουν τόσο ευτυχισμένη που ο κόσμος ξεχείλιζε από μικρά θαύματα, δέντρα αρωματικά, νερά αστραφτερά, παραδείσια πουλιά σ’ όλα τα χρώματα: διέσχιζα τoν χερσότοπο των δέντρων του Ιησού του Ναυή, μονάχη ανάμεσα στους παράξενους βράχους από πολύχρωμο γρανίτη, ανάμεσα στην έρημο και τα ποτάμια. Όταν ο ήλιος έδυε, γλιστρώντας πίσω από τα φαλακρά βουνά, οι οζώδεις κορμοί τεντώνονταν προς τον ουράνιο θόλο· τα δέντρα έμοιαζαν με τον Ιησού του Ναυή που έδειχνε με τα χέρια απλωμένα τη Γη της Επαγγελίας. ●

Info Η έκθεση του Χρήστου Βουγιουκλή “Arbres en Péril” στην Gallerie XXL Art (503 Chaussιe de Waterloo) στις Βρυξέλλες θα διαρκέσει μέχρι την 1/4.