Πολιτισμος

Μικρός αποχαιρετισμός

Στον αγαπητό μου κύριο Κώστα Μουρσελά

Σωτήρης Γκορίτσας
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Τι ήθελε;», άκουσα τη μάνα μου να ρωτάει τον πατέρα μου ενώ έπαιζα στρατιωτάκια με τον αδερφό μου στο σαλόνι, και αυτόν να απαντάει «Την υπογραφή μας για να φτιάξει στην ταράτσα ένα γυάλινο δωμάτιο» «Τι να το κάνει;» «Τον απέλυσε η χούντα, το παιδί του κάνει τρομερή φασαρία στο δυάρι και δεν μπορεί να γράψει». Εμείς κοιτάγαμε πότε θα τελειώσουμε το γράψιμο για να αρχίσουμε το παιχνίδι και ο κύριος του ισογείου με τα χοντρά γυαλιά ζήταγε την άδεια να χτίσει δωματιάκι στην ταράτσα για να γράφει;

Η επόμενη φορά που άκουσα γι’ αυτόν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, είχε πάλι πρωταγωνιστή... δωματιάκι σε ταράτσα. Όχι γυάλινο αυτή τη φορά, κανονικό. Ήταν το μόνο που ήθελε να διατηρήσει από το ξενοδοχείο στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου που πουλούσε και ρωτούσε τον πατέρα μου εάν θα ενδιαφερόταν να το αγοράσει «για τον μεγάλο σου γιο που... κλπ». Η οργισμένη (και εξίσου βλακώδης) απάντηση του μεγάλου γιου στην ερώτηση αν θα τον ενδιέφερε μετά τις οικονομικές του σπουδές να γίνει ξενοδόχος στην Πάρο έδωσε ακαριαία τέλος και σε αυτή τη συζήτηση.

Τα δύο αυτά δωματιάκια ήταν όμως ένα είδος γνωριμίας μου με τον κύριο με τα χοντρά γυαλιά, η οποία μου έδωσε το πολύτιμο προνόμιο να τον απασχολώ με το να του ζητάω να διαβάσει το κάθε σενάριο που σκόπευα να γυρίσω. Με εξέπληττε η προθυμία με την οποία το έκανε. Ακόμα περισσότερο με εξέπλητταν όμως οι παρατηρήσεις του. Οι οποίες συνήθως ήταν ελάχιστα κολακευτικές. Δεν ανέφερε καν ό,τι καλό πιθανώς υπήρχε, ασχολούταν διεξοδικά με την παραμικρή αδυναμία του. Πράγμα που βέβαια ήταν εκείνη τη στιγμή στενάχωρο αλλά μετέπειτα ό,τι πιο πολύτιμο.

Αυτό συνεχίστηκε ώσπου πήρα κι εγώ μια μικρή εκδίκηση στο νέο του πια σπίτι στην Κηφισιά, όταν σε ένα από τα σενάρια δεν ήξερα τι να πω στην κατάληξή του, «Καλό είναι, βρε Σωτήρη, αλλά δεν είναι τέχνη!» Καλό, αλλά όχι τέχνη; Όχι ότι με πείραζε ιδιαίτερα αν δεν «ήταν τέχνη», το αντίθετο, αλλά γιατί; «Δεν υπάρχει τέχνη όταν οι ήρωες δεν ματώνουν. Και οι δυο ήρωές σου δεν παθαίνουν τίποτα». Σαν τι, δηλαδή, να πάθουν; «Να σκοτωθούν! Να χρεοκοπήσουν! Να κλέψουν. Να μπουν φυλακή, να τους κερατώσει η γυναίκα τους... κάτι!». «Μα ο κύριος Καμπανέλλης που το διάβασε», αντέτεινα... «Να μην τον ακούς τον Γιακουμή! Είναι μεγάλος, θέλει να αρέσει στους νέους και για αυτό τους λέει όλο καλά». Κλονίστηκα, έφυγα ταραγμένος, το συζήτησα με ένα φίλο −καταλήξαμε ότι άλλη η δική τους γενιά άλλη η δική μας, «της μεταπολίτευσης η καημένη γενιά» αυτό το δράμα ζούμε, το ότι δεν ματώνουμε− και δεν άλλαξα το παραμικρό στο σενάριο. Και όταν στην πρεμιέρα, μετά το τέλος της προβολής, μου είπε «Μπράβο σου, Σωτήρη, που το άλλαξες, είσαι από τους λίγους νέους που ακούνε!» κοντοστάθηκα αλλά ευτυχώς δεν είπα τίποτα.

Αυτά με συνοδεύουν μετά την Αναγνωστοπούλου 58, το Πίσω Λιβάδι και την Κηφισιά, πηγαίνοντας να αποχαιρετήσω και να ευχαριστήσω μια τελευταία φορά τον μόνιμο θαμώνα των ευχαριστιών στους τίτλους τέλους κάθε μου ταινίας, τον αγαπητό μου κύριο Κώστα Μουρσελά.