Πολιτισμος

Θα ανατέλλω

Ένας πιτσιρικάς με γδαρμένα γόνατα είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την επερχόμενη Ελλάδα της αντιπαροχής.

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 336
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην οδό Κεραμεικού, επάνω σε μία χτισμένη πόρτα, ανάμεσα σε δύο-σαν-επιτύμβιες κολόνες, ένας πιτσιρικάς με γδαρμένα γόνατα είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την επερχόμενη Ελλάδα της αντιπαροχής.

● ● ● Κατεβαίνοντας την Αγίας Ειρήνης, στη γωνία με την Αιόλου, μία ασπρόμαυρη κοπέλα με κοτσίδα παχιά, αθώα μαλλιά, βολεμένα, πλεγμένα χωρίς κοντίσιονερ, σαν καλή ελληνική ταινία αναδύεται μπροστά σου, επάνω στον τοίχο της κλασικής αθηναϊκής ώχρας. Φοράει μία ελαφριά ζακέτα και μια μεγάλη σκούρα φούστα, χαμηλά παπούτσια, καλό κορίτσι σε κυριακάτικη βόλτα, πασατέμπο και μπλε πορτοκαλάδα. Ναι καλέ μαμά, δεν θα αργήσω. Είναι μία μεγάλη φωτοτυπημένη εικόνα, σε φυσικό σχεδόν μέγεθος, κολλημένη επάνω στο σοβά με ανθεκτική αλευρόκολλα. Κάποιος έχει γράψει δίπλα της το νέο πολυ-φορεμένο σύνθημα της πόλης, «Μίλησέ μας, Έλσα» (είναι το νέο «Βασανίζομαι»). Πλησιάζοντάς την, το χαμόγελό της θολώνει, έρχεται έξω το ράστερ της παλιάς φωτογραφίας και απλώνει, χάνεται στον κόκκο του χρόνου η καθαρότητα του βλέμματος και γίνεται ένα υλικό: χαρτί + κόλλα + αγάπη, στα χέρια του τρελού καλλιτέχνη του δρόμου.

● ● ● Ο Sox, δίπλα μου, λέει: «Κι όταν ακόμα θα νομίζεις πως για πάντα έχω χαθεί, θα ανατέλλω».  Αγγελάκας. «Σκεφτόμουν τους παλιούς ανθρώπους» συνεχίζει. «Αυτούς που έχουν φύγει, πώς θα ήταν να ξεπροβάλλουν μπροστά σου στις γωνίες της πόλης. Να ξαναζωντανεύουν για να σε κοιτάξουν. Σκεφτόμουν όλους αυτούς τους καλλιτέχνες της ζωής που πέρασαν αλλά δεν θυμόμαστε τα πρόσωπά τους. Να ξαναβλέπαμε στους τοίχους της Αθήνας τον Λύτρα, έναν ποιητή, την Κατερίνα Γώγου να μας κοιτάζει τρία κλικ αριστερά, μισοκρυμμένη πίσω από τις κολόνες».

● ● ● Ο Σωκράτης τα τελευταία χρόνια έχει γεμίσει την Αθήνα με τοιχοκολλημένες απρόοπτες, χρωματιστές στιγμές, τα γνωστά του καθαρόγραμμα σαν κόμικ, τέρατα, τηλεοράσεις με πλοκάμια, καρδιές με γένια, τρύπια κεφάλια που ξεχύνουν ιδέες και μαμούνια, γραμμικές αγάπες με κεραίες και μεγάλα μάτια. Είναι ο εικαστικός και σκηνογράφος που συμπεριφέρθηκε στις τζαμαρίες των εγκαταλελειμμένων σαν να ήταν η μακέτα του, ένα σετ, ένα τι-σερτ φτιαγμένο στο χέρι, πρέσα-πρέσα τη μεταξοτυπία. Τώρα, αναμοχλεύοντας το παρελθόν και τις ιδέες του, άρχισε να ψάχνει «παλιούς ανθρώπους» για να τους βάλει να ανατέλλουν μέσα από τα αθηναϊκά βασανισμένα ντουβάρια.

● ● ● Και ανακάλυψε ένα υπέροχο βιβλίο του Φίλιππου Κουτσαφτή: «Ανωνύμων Ταυτότητες - Κώστας Ρούσσης, ένας φωτογράφος από τη Ζαγορά του Πηλίου» (από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο του Δήμου Ζαγοράς). Ένα άλμπουμ με τις φωτογραφίες του Φωτογράφου του Χωριού, προπολεμικές-και-μετά σκηνές του πιο αθώου βλέμματος που είχαν ποτέ οι άνθρωποι σε αυτό τον τόπο, πριν οι κάμερες και τα τηλεοπτικά μάτια τούς εκπορνεύσουν τη ματιά. Οι εκκλησιασμοί, τα πανηγύρια, οι κηδείες και οι φωτογραφίες ταυτότητας, η σχολική φωτογραφία στο τέλος της χρονιάς, οι μπουγάδες και οι καφενέδες. Ασπρόμαυρα ράστερ. Αθήνα, χωριό.

● ● ● Ο πιτσιρικάς της οδού Κεραμεικού πιθανότατα μετά από δώδεκα χρόνια να ήρθε στην Αθήνα, να έμεινε σε μία κάμαρη στα Πετράλωνα και να τελείωσε νυχτερινό Γυμνάσιο, δουλεύοντας χασαπάκι. Τα παιδιά του τώρα μπορεί να περνάνε από το δρόμο, να χαμογελάνε στον καταπράσινο τοίχο, να γλυκαίνουν βλέποντας φιγούρες που δίνουν παρελθόν στην πόλη. Λίγο πιο κάτω, στη Λεωνίδου, ένας άλλος νεαρός με τα κυριακάτικά του, ο ίδιος ξανά στην οδό Θησείου, και στην Αρτεμισίου μια μάνα συγκλονιστική, σαν Συλβάνα Μάνγκανο σε βομβαρδισμένη Ρώμη, σαν ράφτρα στα Ταμπούρια, κοιτάζει τους σημερινούς Αθηναίους επάνω από γκρεμισμένα νεοκλασικά παραθυρόφυλλα.

● ● ● Νύχτα, ανεβαίνω τη Δημοκρίτου, ζόρικη ανηφόρα, μεγάλη στροφή, λακκούβα, στην κούρμπα του Δοξιάδη, δίπλα στης Εβίτας Ηλιοπούλου, καθώς πέφτουνε τα φώτα της μηχανής, νομίζω σαν να βλέπω δυο πιτσιρικάδες, φωτο-ράστερ του ’50, επάνω σε ένα γάιδαρο, στην καρδιά,  Κολωνάκι 2011 – αργά πια. 

panikoval500@gmail.com