Πολιτικη & Οικονομια

O Ολλανδός τεχνοκράτης που μας αγάπησε

Ο Μπομπ Τράα δείχνει πολύ καθαρά τον δύσκολο δρόμο που έχουμε μπροστά μας, ιχνηλατώντας πιθανές λύσεις

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μπομπ Τραα
Μπομπ Τραα, EPA/ALKIS KONSTANTINIDIS

Ο Μπομπ Τράα είναι ο τεχνοκράτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της τρόικας έχει την ευθύνη για τα μνημόνια που εφαρμόσαμε. Φαίνεται ωστόσο ότι είναι περισσότερο από ένας απλός τεχνοκράτης. Αν και δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μου δίνει την εντύπωση πως με κάποια τρόπο δέθηκε με την Ελλάδα. Δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Έχει φύγει από το ΔΝΤ και δεν μετέχει πια στην ομάδα του για την Ελλάδα. Τις γνώσεις ωστόσο που αποκόμισε θέλησε να τις αξιοποιήσει σε μια σειρά εκτενών άρθρων στην «Καθημερινή», όπου αναλύει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. 

Μέτρησα πάνω από 15. Ένα είδος αντίδωρου για τη θητεία του στην Αθήνα. Το κάνει γράφοντας με απλούς όρους, έτσι ώστε να είναι κατανοητός και στους μη οικονομολόγους χωρίς ωστόσο να προδίδει τη σύνθετη διάσταση των προβλημάτων. Με βάση τα σημερινά δεδομένα για την παραγωγικότητα καθώς και τις προβλέψεις για τον πληθυσμό, κάνει προβολές στο μέλλον. Δείχνει έτσι με πολύ καθαρό τρόπο τον δύσκολο δρόμο που έχουμε μπροστά μας, ιχνηλατώντας όμως ταυτόχρονα πιθανές λύσεις. Γιατί αυτό είναι το μήνυμά του: μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα αρκεί να μην κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα. Λύσεις υπάρχουν και από τις δικές μας αποφάσεις και μόνο θα κριθεί αν θα μπούμε σε μια διαφορετική αναπτυξιακή τροχιά ή αν θα παραμείνουμε σε χρόνια στασιμότητα ανίκανοι να απαλλαγούμε από τα χρέη.

Μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα αρκεί να μην κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα

Μια από τις βασικές του επισημάνσεις είναι ότι τα επόμενα χρόνια η οικονομία θα κινηθεί με πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλότερους από τις μέχρι τώρα προβλέψεις. Δίνει ένα ποσοστό κάτω από τη μονάδα. Αυτό στηρίζεται στα νεότερα στοιχεία του 2018 και οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η παραγωγικότητα της εργασίας η οποία στα χρόνια της κρίσης κινήθηκε αρνητικά. Υποθέτει ότι θα ανακάμψει, απέχει πολύ όμως από το να μπορεί να στηρίξει μια πιο δυναμική ανάπτυξη. Τουλάχιστον, αν δεν γίνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Ο δεύτερος παράγοντας είναι φυσικά το δημογραφικό και η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού. Αυτό σχετίζεται με την ανάπτυξη, που βέβαια καθορίζεται από τον ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού συν την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι δύο μεταβλητές που ορίζουν το μέλλον μας είτε είμαστε κρατιστές είτε νεοφιλελεύθεροι. 

Με τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης φυσικά μιλάμε πια για μια δύσκολη και αβέβαιη έξοδο από κρίση. Και ας μη μας παρασύρει το 1,9% της ανάπτυξης σήμερα, είναι συγκυριακό. Αυτό που μετρά είναι ο ρυθμός ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Ο Τράα επισημαίνει μάλιστα ότι η οικονομία θα χάσει τη σημερινή δυναμική της ακριβώς την περίοδο που θα ξανασυζητηθούν οι ρυθμίσεις για το χρέος μετά το 2030.

Μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτές τις τάσεις; Μπορούμε να πετύχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, να διασφαλίσουμε τελικά τα εισοδήματα, το κοινωνικό κράτος και την απασχόληση; Ο πρώτος παράγοντας είναι φυσικά οι επενδύσεις που θα συμβάλουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Σήμερα είναι τραγικά χαμηλές. Η αύξησή τους προϋποθέτει μια βεντάλια μέτρων με στόχο αφενός την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό και αφετέρου τη μεταφορά πόρων από την κατανάλωση στην παραγωγή. Η μείωση της φορολογίας είναι ένα μόνο μέρος αυτής της βεντάλιας, όχι αναγκαστικά και το πιο σημαντικό. Εξίσου ή και περισσότερο μετράει η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η καθυστέρηση στην απόδοση της δικαιοσύνης, η πολιτική αβεβαιότητα, το εχθρικό κλίμα για τις επενδύσεις, η δυσλειτουργικότητα του δημόσιου τομέα, η κατάρρευση των υποδομών. Το κρίσιμο όμως είναι το πολιτικό. 

Ο Τράα μεταφέρει το παράδειγμα της χώρας του, της Ολλανδίας, που αντιμετώπισε ανάλογο πρόβλημα τη δεκαετία του ’80. Τότε οι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν ο καθένας να συνεισφέρει ώστε να αποφύγουν τη χρεοκοπία. Τα συνδικάτα συμφώνησαν να μη διεκδικήσουν αυξήσεις, οι εργοδότες να διατηρήσουν θέσεις απασχόλησης έστω και με ευέλικτες μορφές εργασίας, το δημόσιο να μην αυξήσει τους φόρους στην εργασία. Ακόμα κι έτσι, τονίζει ο Τράα, χρειάστηκε μια δεκαετία για να βγει η οικονομία από την κρίση. Μπορεί κανείς να διανοηθεί κάτι ανάλογο για την Ελλάδα;

Ο δεύτερος παράγοντας είναι βέβαια το εργατικό δυναμικό. Οι γεννήσεις επηρεάστηκαν ενδεχομένως από την κρίση και μ’ αυτή την έννοια μπορεί να ανακάμψουν λίγο. Μπορεί επίσης να βοηθήσουν μέτρα για την προστασία της μητρότητας και την ενθάρρυνση της συμμετοχής περισσότερων γυναικών στην εργασία. Ας μην κοροϊδευόμαστε όμως. Σε όλες σχεδόν τις ώριμες οικονομίας υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα και πουθενά δεν έχει επιτευχθεί η αντιστροφή του. Την ίδια στιγμή φυσικά υπάρχει υπερπληθυσμός στον πλανήτη και η μετανάστευση είναι περίπου αναπόφευκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία, με ανάλογο δημογραφικό πρόβλημα, το 2018 υπήρξε ρεκόρ αύξησης του πληθυσμού. Είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια λύση;

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να ξεπεραστούν οι λανθασμένες αντιλήψεις για το κόστος των μεταναστών που επωμίζεται η οικονομία. Φυσικά ισχύει το αντίθετο, συμβάλλουν στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Προϋπόθεση όμως ότι οι μετανάστες ενσωματώνονται στην κοινωνία. Εδώ βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον το παράδειγμα του Καναδά. Τα τελευταία 5 χρόνια το Τορόντο έχει καταφέρει να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας σε τομείς υψηλής τεχνολογίας από κάθε άλλη πόλη των ΗΠΑ, της Silicon Valley περιλαμβανομένης. Πώς το πέτυχε; Προσελκύοντας και δίνοντας άδεια εργασίας σε αποφοίτους ακόμα και αμερικανικών πανεπιστημίων που πια, με την πολιτική Τραμπ, αποθαρρύνονται από το να εργαστούν στις ΗΠΑ. 

Αν η χώρα δεν ανοιχτεί στις προκλήσεις, αν παραμείνουμε στη λογική των επιδομάτων, τη μόνη πολιτική που ως τώρα αντιμετωπίζεται με διακομματική συναίνεση, τότε δεν έχουμε ελπίδα

Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο, αλλά φυσικά υπάρχει το παράδειγμα της Κύπρου. Να προσελκύσουμε, δηλαδή, φοιτητές από όλο τον κόσμο και να κρατήσουμε, όσους μπορούμε, στη χώρα. Και κυρίως να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Προσελκύοντας φοιτητές προσελκύεις και επενδύσεις και το αντίστροφο. Με αυτή την έννοια και η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν είναι ένα στενά εκπαιδευτικό ζήτημα. Συμπυκνώνει στην πραγματικότητα την ανάγκη να αλλάξουμε νοοτροπία. Αν η χώρα δεν ανοιχτεί στις προκλήσεις, αν παραμείνουμε στη λογική των επιδομάτων, τη μόνη πολιτική που ως τώρα αντιμετωπίζεται με διακομματική συναίνεση, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή που θα πρέπει να υιοθετηθεί με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας. Μπορούμε;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ