TV + Series

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος βρίσκεται στον «Τρίτο όροφο»

Μία συζήτηση με τον ηθοποιό για τη νέα σειρά δεκαπεντάλεπτων επεισοδίων, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Νεμέα

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Τρίτος όροφος»: Η νέα καθημερινή σειρά τής ΕΡΤ με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τη Λυδία Φωτοπούλου

Τη Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου ξεκινά στην ΕΡΤ ο «Τρίτος όροφος», μία νέα, καθημερινή σειρά που θα προβάλλεται στις εννιάμισι το βράδυ, με πρωταγωνιστές τη Λυδία Φωτοπούλου και τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Όπως λέει ο δημιουργός της, Βασίλης Νεμέας, πρόκειται για τις «μικρές ιστορίες ενός ζευγαριού συνταξιούχων, συνήθως αστείες και αρκετές γλυκόπικρες, που, ενώ ξέρουν ότι τα καλά είναι πίσω τους πια, ζουν το τώρα, και όσο τούς απομένει, με όσο το δυνατόν πιο καλή διάθεση». Είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον Αντώνη Καφετζόπουλο με αφορμή τον «Τρίτο όροφο», και τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του και την καλή του διάθεση. Νά τι μας είπε.

* * *

Κ.Α.: «Τρίτος όροφος» λοιπόν. Μικρής διάρκειας επεισόδια, μόλις 15 λεπτά, αλλά καθημερινά στην ΕΡΤ. Πόσο καιρό είχατε να δουλέψετε στην τηλεόραση; Και πόσο σάς έλειψε, αν σας έλειψε;

Α.Κ.: Δεν είναι πάνω από τρία χρόνια, ήταν και πάλι κάτι ιδιαίτερο («Σιωπηλός Δρόμος»), και εντελώς διαφορετικός ο ρόλος. Δεν μου έλειψε καθόλου. Όχι για τους τετριμμένους λόγους, κυρίως διότι προτιμώ την ησυχία μου.

Κ.Α.: Θέλετε να μας πείτε πώς ξεκίνησε η όλη ιδέα με τον «Τρίτο όροφο»;

Α.Κ.: Δεν έχω ιδέα. Υποθέτω ότι ο Βασίλης [Νεμέας], έχοντας περάσει πολλά χρόνια περισυλλογής χωρίς να συμμετέχει στα τηλεοπτικά πράγματα, σκέφτηκε ότι θα είχε ενδιαφέρον να γράψει κάτι που περιγράφει τη γενιά μου —και τη δική του— όταν έρχεται αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο…!

Κ.Α.: Πώς θα είναι το κόνσεπτ λοιπόν; Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον.

Α.Κ.: Σαράντα χρόνια ζευγάρι. Μεγάλος έρωτας. Μεγάλη φαγωμάρα. Μεγάλη αγάπη. Παιδιά που μεγάλωσαν. Εγγόνια. Τα συνηθισμένα δηλαδή.

Κ.Α.: Έχουν ήδη γυριστεί πολλά επεισόδια; Πόσα συνολικά προβλέπει ο αρχικός προγραμματισμός;

Α.Κ.: Εξήντα έχουμε ήδη, δηλαδή δώδεκα εβδομάδες προβολής. Αλλά θα παίζεται και στο Ertflix, πράγμα που το κάνει ιδιαίτερα προσβάσιμο. Μπορεί κανείς να το βλέπει όποτε του καπνίσει.

Λυδία Φωτοπούλου και Αντώνης Καφετζόπουλος, από τον «Τρίτο όροφο»

Κ.Α.: Σκοπεύετε να παρακολουθείτε και την επικαιρότητα; Ή θα μείνετε στα παγιωμένα προβλήματα που πλαισιώνουν ένα ζευγάρι, συνταξιούχων ή μη;

Α.Κ.: Όχι, σχεδόν καθόλου επικαιρότητα. Η ιδέα είναι πιο πολύ ένας γλυκοκριτικός σχολιασμός της ανθρώπινης ιδιότητας. Μέσα από ένα πρίσμα τραγικωμωδίας, με κάποια έμφαση στο τετριμμένο παράδοξο του μονογαμικού ζευγαριού. Αυτό που ελπίζω είναι ότι, παρακολουθώντας το, θα έχεις την ακαταμάχητη επιθυμία να δεις κι άλλο. Να κερδίζει δηλαδή με την τριβή και την επανάληψη.

Κ.Α.: Εσείς όμως παρακολουθείτε στενά την επικαιρότητα. Και συχνά τη σχολιάζετε, και μάλιστα δηκτικά (αν και πολλοί θα έλεγαν «ακριβοδίκαια»). Αυτό σάς φέρνει σε μια ιδιαίτερη στενή επαφή με ένα μέρος του κοινού, αλλά είναι και κάποιες φορές που σηκώνει και φωνές, και φασαρία. Πώς το αντιμετωπίζετε αυτό;

Α.Κ.: Στωικά. Αν έχεις αποφασίσει να λες και να κάνεις κάθε φορά αυτό που θεωρείς σωστό, δεν έχεις περιθώρια να διαμαρτύρεσαι όταν μέρος των συνανθρώπων σου διαφωνεί μαζί σου. Ως προς το ακριβοδίκαια, ναι, θα ήθελα να είμαι πάντα δίκαιος και όχι να έχω σώνει και καλά δίκιο. Αυτό, φυσικά, με απόλυτο μέτρο είναι αδύνατο — αλλά αξίζει να το προσπαθείς.

Κ.Α.: Πάμε στα της επικαιρότητας, αν θέλετε. Οι φωτιές έσβησαν, οι πλημμύρες ήρθαν… Είμαστε ανοργάνωτο κράτος; Είμαστε ένα ανοργάνωτο κράτος με πολίτες που δεν πολυδίνουν σημασία σε μια σειρά από θέματα; Είμαστε ένα ανοργάνωτο κράτος με πολίτες που δεν πολυδίνουν σημασία σε μια σειρά από θέματα, οπότε και δεν έχουμε καμία τύχη απέναντι στις περιβαλλοντολογικές προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε;

Α.Κ.: Το κράτος που φτιάξαμε πριν διακόσια χρόνια είναι προϊόν τόσο συμβιβασμών όσο και κάποιου είδους κηδεμονίας. Οι συμβιβασμοί αφορούσαν αντίρροπες ιδεολογικά και ηθικά φατρίες που πολέμησαν για την ανεξαρτησία, μέχρι την ήττα στο Μεσολόγγι. Η κηδεμονία προέκυψε (κατά μια αφήγηση, χάρη σε ένα τυχαίο συμβάν, το Ναβαρίνο), όταν οι διστακτικές μέχρι τότε γεωπολιτικές δυνάμεις της εποχής αποφάσισαν, πιο πολύ για να φυτέψουν ένα πρόβλημα στην καρδιά της παρακμασμένης οθωμανικής ελίτ, να μας επιτρέψουν την ύπαρξη. Έτσι οι ιδεολογικές διαφορές «σιδερωθήκαν» κάτω από την ξένη επιτήρηση χωρίς να επιλυθούν ουσιαστικά. Με αυτά τα «υλικά» είναι περίεργο που δεν καταφέραμε ποτέ να έχουμε ένα κανονικό κράτος; Παρ’ όλ’ αυτά, εκείνο που ονομάζουμε «κοινωνία των πολιτών» ζει και κατά καιρούς σημειώνει επιτυχίες. Οι θεσμοί ακολουθούν απρόθυμα, με βήμα βαρύ και αργόσυρτο και οφθαλμοφανείς καθυστερήσεις. Όσο για το περιβάλλον (θέρμανση, βιοποικιλότητα, πληθυσμός), είναι 100 Χίτλερ και Στάλιν και Τζένκινς-Χαν μαζί. Και βαδίζουμε μάλλον ξεβράκωτοι (παγκοσμίως λίγο-πολύ) έχοντας κλείσει τα αυτιά εδώ και χρόνια στην επιστήμη.

Κ.Α.: Θέλετε να μου πείτε τα τρία πράγματα της επικαιρότητας που σας θύμωσαν περισσότερο, ή που σας έκαναν να αισθανθείτε άβολα;

Α.Κ.: Νά, το προχτεσινό: «Άνθρωπος στη θάλασσα». Πρόπερσι —και δε μου έχει περάσει διόλου ο θυμός— η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και βέβαια, ο μηδενιστικός κυνισμός —ένθεν και ένθεν— που ακολούθησε την πρώτη είδηση για τις παρακολουθήσεις.

Κ.Α.: Και τα τρία πράγματα που σας κάνουν να αισιοδοξείτε;

Α.Κ.: Δυσκολεύομαι… Και ορκίζομαι, δεν είναι σχήμα λόγου αυτό. Παραείναι αόριστος ο λόγος που αισιοδοξώ κάπως, καμιά φορά: είναι η ικανότητα του ανθρώπινου είδους να σχολιάζει τον εαυτό του ακολουθώντας τη λογική.

Κ.Α.: Ας γυρίσουμε λίγο σε εσάς. Από τον προηγούμενο Ιανουάριο μέχρι και το καλοκαίρι κάνατε πολύ θέατρο, σύγχρονο και αρχαίο: «Τάο» και «Τρωάδες». Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια;

Α.Κ.: Ε, δεν θα το έλεγα πολύ. Το «Τάο» ήταν σαν φανταχτερό κεράσι με μόνο δυο παραστάσεις την εβδομάδα, και η συμμετοχή μου στις Τρωάδες, χωρίς να είναι διακοσμητική, απέχει από το να είναι πρωταγωνιστική. Αλλά, από την άλλη, και τα δύο είναι σημαντικά, για μένα, υποκειμενικά. Το πρώτο διότι καταφέραμε να αναδείξουμε ένα σημαντικό νεοελληνικό έργο —υπάρχουν αρκετά τα τελευταία χρόνια—, και οι Τρωάδες γιατί είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με το κείμενο με τον πλέον προσηλωμένο τρόπο. Μπόνους, η θεατρική γνωριμία με τη Ρούλα Πατεράκη.

Από την παράσταση «Τάο» © Γιώργος Χατζηνικολάου
Από την παράσταση «Τρωάδες» © Mike Rafail (That Long Black Cloud)

Κ.Α.: Με τα κρατικά θέατρα φαίνεται πάντως πως δεν έχετε πολύ καλή σχέση. Αυτό ακούγεται μάλλον περίεργο, γιατί είστε πολλά χρόνια στον χώρο.

Α.Κ.: Μπα, απλώς δεν έχω καμία σχέση. Τα κρατικά —δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος— τα περιμένεις. Να σε καλέσουν, να σου προτείνουν κάποιο ρόλο κλπ. Εμένα δεν με προσέγγισαν περίπου για 50 χρόνια. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Εμπίπτει στην κατηγορία του γούστου και το σέβομαι απόλυτα. Αντιθέτως έχω μεγάλο πρόβλημα όταν εγώ τούς προτείνω —μέσα από την «ομαλή και κανονική» διαδικασία— ένα έργο του Όρσον Ουέλς, βασισμένο στο πλέον εμβληματικό μυθιστόρημα της αμερικανικής λογοτεχνίας, το «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ (και με αξιολογότατους συντελεστές πρώτης γραμμής), οπότε και αναμένω να με αντιμετωπίσουν με λιγότερα συμπλέγματα ανω/κατωτερότητας. Ακόμα περιμένω την αρνητική αντίδραση του Εθνικού Θεάτρου μέσω της «ομαλής και κανονικής» οδού.

Κ.Α.: Επιστρέφω στον «Τρίτο όροφο». Θα μπορούσε μία ελληνική σειρά σαν κι αυτή να προβληθεί σε μία διεθνή πλατφόρμα στρίμινγκ; Μπορούμε να έχουμε τέτοιες φιλοδοξίες;

Α.Κ.: Δεν έχω ιδέα. Πραγματικά.

Κ.Α.: Να κλείσουμε με τα σχέδιά σας για τον χειμώνα που έρχεται; Πέραν τού «Τρίτου ορόφου».

Α.Κ.: «Τάο» μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, συνέχεια και πάλι στο Επί Κολωνώ με «Αντίο κύριε Χάφμαν», και ίσως ένας ακόμα κύκλος «Τρίτος Όροφος». Την άνοιξη, καινούργια ταινία του Φίλιππου Τσίτου.

Κ.Α.: Ευχαριστώ πολύ! Και καλή επιτυχία.