TV + Series

Μαγειρεύοντας σε «βρόμικο»: Μια παραβολή για τη ζωή (μας)

Για τη σειρά 8 επεισοδίων «The Bear» που προβάλλεται στο Disney+

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«The Bear» στο Disney+: Η ζωή είναι δύσκολη σαν μια κουζίνα μαγειρείου — και άλλο τόσο πλούσια, και γεμάτη νοστιμιά

Η σειρά «The Bear» ξεκίνησε να προβάλλεται στο Disney+ πριν από τρεις μήνες, αλλά εμείς δεήσαμε να την παρακολουθήσουμε μόλις αυτή την εβδομάδα. Δεν χρειάζεται να το κάνουν όλοι (και δεν πρόκειται να το κάνουν παρά ένα μικρό ποσοστό μόνο), αλλά πράγματι δεν είναι υποχρεωτικό να βλέπει κανείς ό,τι καινούργιο ανεβαίνει στις συνδρομητικές πλατφόρμες την ημέρα που θ’ ανεβεί. Μπορεί να το κάνει και πιο μετά. Προφανώς εξαιρούνται οι σειρές για τις οποίες συζητά ο κόσμος (π.χ., το «Μαέστρο»), που έχουν τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Οι υπόλοιπες όμως μένουν εκεί για πολύ-πολύ καιρό, και οι περισσότερες δεν παλιώνουν εύκολα. Σκεφτείτε πόσοι βλέπουν σειρές που ξεκίνησαν πριν από δέκα, είκοσι και παραπάνω χρόνια — και δεν αναφέρομαι μόνο στα αειθαλή «Φιλαράκια» ή στο «X-Files»: είναι στ’ αλήθεια πολλές.

Μιας όμως και μιλάμε για τον τρόπο ή τους ρυθμούς που καταναλώνουμε τηλεόραση, να σημειώσουμε ξανά ότι επίσης δεν είναι υποχρεωτικό να καταπίνει κανείς ολόκληρες σεζόν σε μια καθισιά. Βασικά, αυτός ο τρόπος είναι και ο πιο αντι-τηλεοπτικός. Μπορεί να μας φαίνεται απίστευτο, αλλά οι σειρές δεν έχουν φτιαχτεί για binge-watching. Έχουν φτιαχτεί για να βλέπουμε ένα επεισόδιο την εβδομάδα, και μάλιστα σε μία συγκεκριμένη ώρα και μέρα. ΝΑΙ, εξαιτίας του φαινομένου της πειρατείας (θυμίζουμε ότι πειρατεία είναι η πρακτική που σαν αποτέλεσμα έχει να παίρνεις χρήματα από καλλιτέχνες και τεχνικούς, σπρώχνοντάς τους στην ανεργία, και να αφήνεις τα στελέχη να πλουτίζουν), εξαιτίας της πειρατείας λοιπόν αυτό έπαψε να χαρακτηρίζει πολλές σειρές, και άλλαξε τον τρόπο που πολλοί χιμούν λαίμαργα πάνω στα «σίριαλ». Αλλά στ’ αλήθεια δεν φταίνε οι ίδιες οι σειρές γι’ αυτό. Δεν φταίει ούτε το Netflix. Κι αν το παρελθόν είναι —σε σύγκριση με το τώρα— ένας επαρχιώτικος και μίζερος πλανήτης, όταν μιλάμε για το «τηλεοπτικό προϊόν», όχι, αυτό δεν άλλαξε, γιατί δεν πέρασαν δα και αιώνες από τότε που ξεκίνησε: κατασκευάζεται με τον ίδιο ΑΚΡΙΒΩΣ τρόπο. Κάποιος έχει μία ιδέα, βρίσκει χρηματοδότη για να την αναπτύξει, προσλαμβάνει με ένα μέρος των χρημάτων μία ομάδα επαγγελματιών, κλείνονται όλοι μαζί στο Writer’s Room και αρχίζουν να χτίζουν πάνω στην ιδέα με δικές τους ιδέες, κάποιοι γράφουν σενάρια από το ρεζουμέ όλων αυτών των συζητήσεων, τα διαβάζουν όλοι μαζί, τα πετούν, τα αλλάζουν, τα διορθώνουν, τα επιμελούνται, τα ξαναγράφουν από την αρχή, καταλήγουν με τα πολλά κάπου, κάνουν παράλληλα και το κάστινγκ, αναθέτουν τους ρόλους, έχει στο μεταξύ ήδη ξεκινήσει η προ-παραγωγή, διαδικασία που απλώνεται σε απίστευτα πολλά στάδια και επίπεδα, και ένα-δυο χρόνια μετά ξεκινούν και ολοκληρώνονται τα γυρίσματα. Για να αρχίσει, τότε, η επίσης δύσκολη, φρενήρης και τρομερά κοπιαστική και αγχωτική δουλειά τού post-production, που θα κρατήσει έως και άλλον ένα χρόνο, μέχρι η σειρά να κάνει κάποια στιγμή πρεμιέρα στο τάδε κανάλι ή στη δείνα πλατφόρμα. Ώς τότε, μερικές εκατοντάδες άτομα έχουν χάσει τον ύπνο τους και έχουν βάλει όλες τους τις γνώσεις και όλη τους την τέχνη για να μας προσφέρουν ένα «προϊόν» που πολλοί θα ξεπετάξουμε μέσα σε μερικές ώρες ΜΙΑΣ ημέρας. Είναι και λίγο άδικο εδώ που τα λέμε, όχι μόνο λάθος τρόπος για να βλέπεις τηλεόραση. Αλλά κυρίως είναι λάθος τρόπος για να βλέπεις τηλεόραση.

Εν πάση περιπτώσει, το «The Bear» τα σπάει. Εδώ ήθελα να καταλήξω. Είναι ό,τι καλύτερο είδαμε τον τελευταίο πολύ καιρό (ουσιαστικά τη νέα σεζόν, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2022) στις dramedy, σ’ αυτή την κατηγορία τέλος πάντων που μπαλατζάρει ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Και το κάνει τόσο επιτυχημένα, και τόσο ΩΡΑΙΑ σε όλους τους τομείς, που σε αφήνει άφωνο. Αλλά όχι μόνο: το κάνει τόσο επιτυχημένα ώστε το «The Bear» να μην αφορά, πια, μόνο την ιστορία του, τον μικρόκοσμο του εστιατορίου που παρουσιάζει, αλλά όλη τη ζωή. Τη δική μας ζωή, και τη ζωή γενικώς.

Γιατί η ζωή είναι ένα χάλι που θέλει πολλή δουλειά, πολύ κόσμο, πολλή αφοσίωση, πολύ μόχθο και πολλή αγάπη, και δη περίσσεια αγάπης, για να φτιάξει. Ακόμη περισσότερο: δεν θα φτιάξει στ’ αλήθεια ποτέ — όλα αυτά που είπαμε τα χρειάζεται διαρκώς. Η ζωή είναι ένας μεγάλος και, κυρίως, διαρκής αγώνας να κρατήσεις στα πόδια του ένα «μαγαζί» που δεν ήξερες ότι είχες, ενώ στην πραγματικότητα ήθελες να κάνεις το κομμάτι σου, ένα μαγαζί γεμάτο ανθρώπους που, εκτός από καναδυό, δεν τους επέλεξες, χωρίς όμως στο μεταξύ να σπάσεις, χωρίς να τσακίσεις και χωρίς να πεταχτείς από το παιχνίδι — και βγάζοντας και κέρδος από όλο αυτό, αν έχεις και λίγη τύχη.

Τα δείχνει όλα αυτά το «Bear»; Ναι, αυτό ακριβώς κάνει. Γενικά αυτό κάνει η τέχνη, δηλαδή. Και το «Bear» είναι ένα «καλλιτεχνικό» μικρό σίριαλ.

Η υπόθεσή του είναι πολύ εύκολο να περιγραφεί. Είμαστε στο Σικάγο. Ο Κάρμι, σπουδαίος και βραβευμένος σεφ που ξεκίνησε μόλις τη θριαμβευτική καριέρα του στη Νέα Υόρκη, επιστρέφει άρον-άρον, μετά την αυτοκτονία του αδελφού του, στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Σικάγο (η πόλη είναι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες της σειράς), για να αναλάβει το ταπεινό του μαγέρικο, ένα λαϊκό σαντουιτσάδικο στην πραγματικότητα. Το προσωπικό του μαγαζιού είναι δεδομένο (ο ίδιος θα κάνει μόνο μία, αλλά σπουδαία, προσθήκη) και με πολύ συγκεκριμένες συνήθειες δουλειάς σε «βρόμικο», τα χρέη πελώρια, οι μισθοί και οι λογαριασμοί τρέχουν, τα μηχανήματα είναι για πέταμα, και αυτός πρέπει να βάλει μία τάξη στο χάος, να κρατήσει την επιχείρηση ανοιχτή, και τους πελάτες, και το Υγειονομικό, ευχαριστημένους. Πράγμα που αποδεικνύεται πολύ, πολύ, πολύ δύσκολο. Πόσο δε μάλλον που τόσο ο ίδιος όσο και όλοι γύρω του έχουν και τα προσωπικά τους δράματα να ελέγξουν.

Η σειρά είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που ξέρουν πάρα πολύ καλά τον χώρο της εστίασης. Δεν μπορείς να παρουσιάσεις όλο αυτό το χάος της κουζίνας, αλλά και τις γεύσεις της, τις νοστιμιές της, αν δεν έχεις δουλέψει επαγγελματικά, τόσο σε υψηλό επίπεδο, όσο και σε ένα τέτοιο «απλό» μαγαζί (που μόνο απλό δεν είναι βέβαια). Οι άνθρωποι (με πρώτο τον showrunner Christopher Storer) το κάνουν πραγματικά τέλεια. Όπως τέλειες είναι και οι ερμηνείες. Ο πρωταγωνιστής Jeremy Allen White βραβεύτηκε προχθές με τη Χρυσή Σφαίρα πρώτου ανδρικού ρόλου, αλλά και οι υπόλοιποι είναι ένας κι ένας — με πρώτη και καλύτερη την απίθανη και ευφυέστατη Ayo Edebiri στον ρόλο της Σίντνεϊ, και κατόπιν τον εκνευριστικό Ebon Moss-Bachrach, τόσο εκνευριστικό που θέλεις να τον πνίξεις. Αλλά ο Κάρμι δεν τον πνίγει τελικά. Γιατί, είπαμε: έτσι είναι η ζωή. Πάλη. Δεν πνίγουμε, αλλά προσπαθούμε να πορευτούμε τον δρόμο μας. Και ο δρόμος μας περπατιέται πιο σωστά αγαπώντας.

Η κινηματογράφηση μέσα σε έναν κλειστό, ασφυκτικό, στενό χώρο είναι πολύ δύσκολη. Βασικά, το ΜΑΓΕΙΡΕΜΑ είναι πολύ δύσκολο σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, εξ ου και τα «Behind!» και τα «Corner!» κ.τ.π. που ακούγονται διαρκώς, στα μαγαζιά και στη σειρά. Όμως, χάρη στις κάμερες χειρός, στο έξυπνο μοντάζ, στα ντελιριακά μικρά τράβελινγκ, το αποτέλεσμα (η απεικόνιση του χάους) είναι απίθανο. Νιώθεις πως είσαι ΜΕΣΑ στην κουζίνα κι εσύ. Δηλαδή μέσα στη ζωή, μέσα στην Κόλαση και μέσα στον Παράδεισο μαζί. Και ότι γεύεσαι όλα αυτά τα απίθανα πράγματα που μαγειρεύουν.

Πολύ όμορφη σειρά, να τη δείτε αν σας αρέσουν η καλή τηλεόραση, το φαγητό, και το Σικάγο. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι τα 38 τραγούδια του σάουντρακ της σειράς είναι επίσης ένα κι ένα.

Πάρτε μια γεύση.