TV + Series

Χριστόφορος Παπακαλιάτης: O μαέστρος του «προοδευτικού» μελοδράματος

Τι καινούργιο φέρνει στα τηλεοπτικά ήθη εδώ και 20 χρόνια;

Βασίλης Βαμβακάς
ΤΕΥΧΟΣ 850
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το «Μαέστρο» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη είναι η πρώτη ελληνική σειρά που θα παιχτεί στην πλατφόρμα του Netflix, και δεν είναι τυχαίο  

Η επιτυχία που γνωρίζει το «Μαέστρο», η τελευταία σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, τόσο σε όρους τηλεθέασης και σχολιασμού όσο και στη δεξίωσή του από το Netflix, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, παρότι μπορεί να μη βρίσκει τους πάντες σύμφωνους. Η παρουσία του ως νέου τηλεοπτικού παράγοντα έγινε αισθητή από το 1999-2000 (Η ζωή μας μια βόλτα), αν και από τότε προκαλούσε θετικές όσο και αρνητικές κριτικές – κυρίως για τις σεναριακές υπερβολές που πολλές φορές έκαναν τις σειρές του να μοιάζουν με υπερσεξουαλικές σαπουνόπερες. Εντούτοις ο εικονογραφικός και σεναριακός χαρακτήρας τους ήταν πάντα ξεχωριστός, σε καμία περίπτωση δεν ακολουθούσαν τυφλά παλιότερες αφηγηματικές τεχνικές του εγχώριου μελοδράματος και πάντα κατάφερναν να απευθυνθούν σε ένα ευρύτατο, ηλικιακά πολυσυλλεκτικό κοινό, ζητούμενο που με την πάροδο των ετών έγινε πολύ δύσκολο (από τη στιγμή που οι νεότερες γενιές μετοίκησαν ψυχαγωγικά στο διαδίκτυο και τις πλατφόρμες).

Η επιστροφή του Παπακαλιάτη στους τηλεοπτικούς δέκτες θα μπορούσε μάλιστα να διαβαστεί και ως ένα ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης. Η τελευταία του σειρά Οι τέσσερις παίχτηκε τη σεζόν 2009-2010, ακριβώς στο ξεκίνημα της κρίσης, και έκτοτε επιδόθηκε σε κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες βρήκαν μεγάλο κοινό στις αίθουσες, παρόλο που δεν είχαν τόσο μεγάλη σχέση με το τηλεοπτικό του έργο. Το Μαέστρο έρχεται φέτος στο Mega να μιλήσει σε ένα νέο πλαίσιο για όσα ο Παπακαλιάτης με ιδιαίτερη επιδραστικότητα έχει εισάγει στην τηλεοπτική μυθοπλασία ήδη από τότε.

«Ακατάλληλοι», συνήθως ηλικιακά, έρωτες ή ερωτικά τρίγωνα, οικογενειακά μυστικά και ψέματα, ομοφυλοφιλία, δύσκολες φιλίες, πάθη που οδηγούν σε μεγάλα λάθη ή/και εγκλήματα. Η επαναφορά της συγκεκριμένης θεματολογίας σε ένα σκηνικό περιφερειακής ή αστικής καλοζωίας, είναι σαν να μεταφέρει τους Έλληνες τηλεθεατές σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο κανονικότητας πριν από την οικονομική κρίση, σε μια κοινωνία ευμάρειας, την οποία ο Παπακαλιάτης σεναριογραφεί και τελικά κριτικάρει. Βέβαια, στο Μαέστρο, δεν λείπουν οι αναφορές στην περίοδο της πανδημίας (η παρουσία μάσκας, τα απαγορευμένα πάρτι κτλ), οι οποίες ναι μεν περιγράφουν μια αλλαγμένη κοινωνική κατάσταση, κυρίως όμως ως σκηνοθετικό τρικ παρά ως ενδείξεις μιας κοινωνικής κρίσης έξω από το πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής.

Οι επιλογές του Παπακαλιάτη ήδη από τη δεκαετία του 2000 κατάφεραν έναν εκσυγχρονισμό του ελληνικού μελοδράματος, αφού οι επιρροές από τον διεθνή κινηματογράφο και τις αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές είναι προφανείς (πολλοί μιλάνε για τις «αντιγραφές»). Αν σκεφτούμε ωστόσο ποιοι ήταν οι σκηνοθέτες μετρ του εγχώριου μελοδράματος πριν από τον Παπακαλιάτη, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε την αλλαγή που φέρνει. Τόσο ο Νίκος Φώσκολος όσο και ο Μανούσος Μανουσάκης έκαναν μεγάλες επιτυχίες από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα. Όμως το δικό τους μελόδραμα επιμένει να ασχολείται με εκείνες τις πτυχές τις ελληνικής πραγματικότητας που είτε φανταστικά είτε πραγματικά είναι φορείς αυτού που θα λέγαμε παραδοσιακές αξίες.

Η φωσκολική σαπουνόπερα (π.χ. Λάμψη) συνήθως επιβεβαίωνε θετικά αυτές τις αξίες, ενώ ο Μανουσάκης (π.χ. Ψίθυροι καρδιάς) τις έθετε υπό αμφισβήτηση. Σε κάθε περίπτωση όμως το ελληνικό μελόδραμα, πριν από τον Παπακαλιάτη, ήθελε τη μεταφορά του σε μια μάλλον κλειστή και συντηρητική θέαση των πραγμάτων. Συνταγή που λίγο πολύ ακολουθήθηκε επιτυχημένα τα τελευταία χρόνια από τις Άγριες Μέλισσες, τον Σασμό και άλλες καθημερινές σειρές.

Ο Παπακαλιάτης, ακόμη και όταν μεταφέρει το δραματουργικό σκηνικό στην επαρχία, ελάχιστα ενδιαφέρεται να απεικονίσει την κλειστότητά της. Οι ήρωές του (συνήθως νέοι ή με νεανικές ορμές) διακατέχονται από εντελώς σύγχρονα «θέλω» και ήθη, έχοντας βέβαια να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες δυσκολίες από την απόστασή τους από το κέντρο. Γενικότερα οι πρωταγωνιστές στις σειρές του Παπακαλιάτη έχουν απολύτως σύγχρονα χούγια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο Μαέστο η γιαγιά της οικογένειας στους Παξούς, την οποία υποδύεται η Χάρις Αλεξίου, η οποία σε μια μεταχίπικη κατάσταση αναζητεί να καπνίσει χασίς για να χαλαρώσει…

Την ίδια στιγμή, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης επιλέγει νέους υφολογικούς κώδικες με επιρροές από τη διεθνή οπτικοακουστική παραγωγή, τους οποίους ενσωματώνει στο ελληνικό τηλεοπτικό δράμα. Τόσο οι σκηνοθετικές τεχνικές όσο και οι σεναριακές-μουσικές επιλογές του προσδίδουν στο έργο του διακριτό ύφος και κινηματογραφική αισθητική. Στο Μαέστρο είναι φανερά τα δάνεια από τον ελληνικό weird κινηματογράφο, που επικεντρώνει στην ελληνική οικογένεια ως μήτρα όλων των κρίσιμων συναισθηματικών εντάσεων και κοινωνικών ανομιών, όσο και από την ευρύτερη τηλεοπτική συνταγή (HBO, Netflix κτλ.) για δημιουργία αμφιλεγόμενων χαρακτήρων που δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις εάν είναι φορείς του «καλού» ή του «κακού».

Οι σειρές του Παπακαλιάτη είναι μια χύτρα στην οποία ανακατεύονται πολύ διαφορετικά υλικά για να βγει κάτι που τελικά ενδιαφέρει το κοινό.

Κατά κάποιον τρόπο, οι σειρές του Παπακαλιάτη είναι μια χύτρα στην οποία ανακατεύονται πολύ διαφορετικά υλικά για να βγει κάτι που τελικά ενδιαφέρει το κοινό. Το γεγονός μάλιστα ότι υποδύεται o ίδιος σχεδόν πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, από τη μία μπορεί να προκαλεί σχόλια (για την εγωκεντρική του διάθεση), από την άλλη αποτελεί μία από τις καινοτομίες που τον κάνουν ξεχωριστό τηλεοπτικό «δημιουργό» (ίσως μοναδικό ως προς αυτό και σε διεθνές επίπεδο).

Συμπερασματικά, η μυθοπλασία του Παπακαλιάτη εξοικειώνει εδώ και πολλά χρόνια το τηλεοπτικό κοινό με σύγχρονα μοτίβα δραματικής αφήγησης, βάζοντας κοινωνικούς προβληματισμούς για τις ιδιωτικές ζωές των «νεοελλήνων», ακόμη και αν αυτό γίνεται με υπερ-αισθησιακό ή σχηματικό τρόπο. Σε αντίθεση με το κινηματογραφικό του έργο που είχε σαφείς ιδεολογικές αναφορές σε μια εθνικολαϊκιστική ανάγνωση της κρίσης (βλ. Ένας άλλος κόσμος), οι σειρές του μένουν στην πραγμάτευση κοινωνικών θεμάτων (ομοφυλοφιλία, ενδοοικογενειακή βία-υποκρισία) με ένα προοδευτικό πρόσημο, όχι εύκολα πολιτικά οριοθετήσιμο – αυτό που η διεθνής βιομηχανία του θεάματος τείνει εδώ και καιρό να το κάνει κανόνα.