TV + Series

Το «Stranger Things 4» είναι το καλύτερο Stranger Things μετά το Stranger Things

Η 4η σεζόν αποδεικνύει ότι το brand του Stranger Things δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη

Τάνια Σκραπαλιώρη
ΤΕΥΧΟΣ 831
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Stranger Things: Όλα όσα είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο του τέταρτου κύκλου στην επιτυχημένη σειρά του Netflix.

«Μου ζητάς να σας ακολουθήσω στη Μόρντορ, κάτι που, αν με ρωτάς, είναι μια πραγματικά πολύ κακή ιδέα. Αλλά το Σάιρ, το Σάιρ καίγεται. Οπότε, φύγαμε για τη Μόρντορ». Με την ατάκα αυτή του Eddie (Joseph Quinn), της νέας πρωταγωνιστικής προσθήκης στη δημοφιλή σειρά του Netflix, «Stranger Things», εκκινεί η εμβάθυνση της δράσης του πρώτου κεφαλαίου της τέταρτης σεζόν, στο έκτο επεισόδιό της. Και, πράγματι, αν κάτι χαρακτηρίζει αυτήν τη Stranger Things επιστροφή είναι ότι πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για την απόλυτη, τελειωτική κατάβαση στη γη του κακού, για το πιο «σκοτεινό» κεφάλαιο του franchise μέχρι σήμερα – και το καλύτερο «Stranger Things» μετά το breakthrough της πρώτης σεζόν.

Τo «Stranger Things 4» βρίσκει τους πρωταγωνιστές του σκορπισμένους και αντιμέτωπους με πολλές αλλαγές. Η Eleven (Millie Bobby Brown), έχοντας μετακομίσει με την οικογένεια Buyers και ψάχνοντας μια νέα αρχή μετά το επεισοδιακό τέλος της τρίτης σεζόν και τον χαμό του αρχηγού της αστυνομίας Jim Hopper (David Harbour), είναι αντιμέτωπη με ένα νέο σχολικό περιβάλλον, που δεν της κάνει τη ζωή ευκολότερη, την απόσταση με το αγόρι της Mike (Finn Wolfdard) και –κυρίως– με την απώλεια των υπερφυσικών δυνάμεών της, ως επακόλουθο της τελευταίας νίκης της επί του επίσης υπερφυσικού κακού που υποβόσκει στα έγκατα της κατά τα άλλα φιλήσυχης πόλης του Hawkins. Η Joyce Buyers (Winona Ryder) προσπαθεί να παλέψει με την απώλεια του Jim Hopper και την ενσωμάτωση της οικογένειάς της στο νέο της περιβάλλον. Στον μικρό της γιο Will (Noah Schnapp) λείπουν οι φίλοι του στο Hawkins, ενώ ο μεγάλος γιος της Jonathan (Charlie Heaton) ψάχνει να βρει λύση στην αδιέξοδη –λόγω απόστασης– σχέση του με την αδελφή του Mike, Nancy (Natalia Dyer). O Dustin (Gaten Matarazzo) και ο Mike εμβαθύνουν στις nerd συνήθειές τους, ως μέλη του nerd game club «Hellfire», μιας ομάδας για «φύτουκλες» που είναι παθιασμένοι με το παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας «Dungeons & Dragons», ενώ ο Lucas (Caleb McLaughlin) διερευνά τις πιθανότητες να γίνει cool kid, μέσα από τη συμμετοχή του στην ομάδα μπάσκετ του λυκείου. Η Μαξ (Sadie Sink) είναι αντιμέτωπη με τα φαντάσματα και τους δαίμονες της τρίτης σεζόν και του κατειλημμένου από το κακό αδελφού της, ενώ ο Jim Hopper ψάχνει τρόπο απόδρασης από την αιώνια καταδίκη μιας παγωμένης σοβιετικής φυλακής (ναι, το πρώτο spoiler που μας έκανε το ίδιο το φινάλε της τρίτης σεζόν επιβεβαιώνεται – o αστυνόμος Hopper είναι ζωντανός). Μια σειρά φρικιαστικών και ανεξήγητων φόνων αρχίζει, και το Hawkins και όλος ο κόσμος βρίσκονται στα πρόθυρα του αφανισμού, από τη μεγαλύτερη απειλή που έχουν βιώσει όλα αυτά τα έξι χρόνια προβολής της σειράς, από την ίδια την πηγή του κακού και του ζοφερού «Upside Down». Ενώ, καθώς παλεύουν να σώσουν το Hawkins, τον κόσμο και τους εαυτούς τους, τα πιτσιρίκια του «Stranger Things» είναι αντιμέτωπα με την αναπόδραστη εφηβεία και την προοπτική της ενηλικίωσης – και μαζί τους και η ίδια η σειρά.

Είναι μεγάλο στοίχημα για οποιοδήποτε franchise ξεκινά με το μεγάλου ατού μιας καλοστημένης παιδικής συντροφιάς το πώς οι μικροί του πρωταγωνιστές θα εξελιχθούν με την πάροδο του χρόνου. Από το πρώτο επεισόδιο του «Stranger Things» το 2016 έχει τρέξει νερό στο αυλάκι, και έξι χρόνια στις πλάτες των γλυκύτατων πιτσιρικάδων, που ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της μεγάλης απήχησης που γνώρισε η σειρά με το καλημέρα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ρίξει άχαρο μπόι και είναι έτοιμοι για τελετή αποφοίτησης ενώ καλούνται να πείσουν ότι πρόκειται ακόμα για αθώα λυκειόπαιδα, πεπεισμένα ότι οι «κακοί» των παιχνιδιών που τους αρέσουν καιροφυλακτούν κάτω από το Hawkins για να τους καταπιούν σε μια πύρινη κόλαση. Κι όμως –με κάποιον μαγικό τρόπο– μετά το πρώτο σοκ του «πώς μεγάλωσαν» έτσι, το στοίχημα κερδίζεται. Το εύρημα της λυκειακής μετάβασης και της ανάδειξης των μικρών και μεγάλων προκλήσεων που τη συνοδεύουν για κάθε παιδί ενσωματώνει ομαλά στο περιβάλλον της σειράς τη μεγάλη αλλαγή στο παρουσιαστικό των μικρών πρωταγωνιστών της, αξιοποιώντας νέες θεματικές που μετατρέπονται σε κορυφαίες σκηνές – βλέπε το ειρωνικό κλείσιμό του στις βαθιά ρεϊγκανικές κοινωνίες των 80s που θεωρούν τα fantasy games προϊόντα και δούρειους ίππους του «Σατανά» ή τη σκηνή του bullying που υφίσταται η Eleven στο κέντρο μιας κατάμεστης με 80s στιλ και θράσος roller disco. Παράλληλα, η ηλικία των πρωταγωνιστών εξυπηρετεί την ευθέως ανάλογη κλίμακα του horror δείκτη: μεγαλύτερα παιδιά ίσον περισσότερο σκοτάδι.

Είναι γεγονός ότι στο «Stranger Things 4» συναντάμε σε ένα αριστοτεχνικό και απολαυστικό κολάζ όλες τις καλτ αναφορές, τις ένοχες απολαύσεις και τις εθιστικές σκηνές από τις αγαπημένες ταινίες τρόμου των 70s και των 80s: από τoν «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» και τον «Εξορκιστή» μέχρι το «Carrie» και το «Halloween» του John Carpenter, ακόμα και τη «Σιωπή των Αμνών» του Jonathan Dame με μια έμμεση ηχώ του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Και φυσικά, στο επίκεντρο όλων, ο νέος, μέγιστος «κακός» της Stranger Things saga, η απόλυτα horror περσόνα του Vecna, ένα υβρίδιο supervillain κάτι μεταξύ Mumm-Ra –από την επίσης born in the 80s λατρεμένη σειρά κινουμένων σχεδίων «Thundercats»– και Freddy Crueger. O Vecna είναι η τρίτη σκοτεινή φιγούρα τoυ παιχνιδιού «Dungeons and Dragons» –μετά τους Demogorgon και Mind Flyer– που επιστρατεύεται από τη φαντασία της nerd παρέας του Hawkins για να ενσαρκώσει το ασύλληπτο κακό που τους περικυκλώνει και τους απειλεί αλλά και η πιο πετυχημένη μέχρι σήμερα, καθώς γίνεται κυριολεκτικά το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες που κρατούσαν κλειστές οι προηγούμενες σεζόν μέσα από ημιτελή υπερφυσικά φαινόμενα και πλάσματα, η εξήγηση που έψαχναν πρωταγωνιστές και κοινό, το κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ της Stranger Things saga και της επιτυχίας της.

Αν κάτι λίγο –κάπως– κλοτσάει σε αυτό το νοσταλγικό καλειδοσκόπιο που έστησαν οι δημιουργοί της σειράς, Matt και Ross Duffer, είναι οι αναγκαστικές μικρο-ασυνέπειες που μοιραία ενοχλούν τους ακριβολόγους θεατές, καθώς ο Vecna «ξεκλειδώνει» όλο το πώς και το γιατί από την πρώτη ημέρα του Stranger Things μέχρι σήμερα – οι οποίες ωστόσο εύκολα λησμονιούνται μέσα από τη συνέπεια της σκηνοθεσίας που κάνει θαύματα, ισορροπώντας εξαιρετικά μεταξύ tribute αναφορών και σύγχρονης τεχνολογίας και αμβλύνοντας, όχι απόλυτα αλλά ικανοποιητικά, τη φανταχτερή 80s επιτήδευση της τρίτης σεζόν. Καθώς και η γενικότερη οικονομία της σεζόν που μετατρέπει το κάθε επεισόδιο σε ένα καθηλωτικό «page turner», οδηγώντας στο επόμενο και στο επόμενο και στο επόμενο (παρά τη διόλου ευκαταφρόνητη διάρκεια της μιάμισης ώρας έκαστο).

Κερασάκι στην τούρτα –ή για πολλούς και η τούρτα ολόκληρη– η μουσική επένδυση της τέταρτης σεζόν, με το βασικό θέμα και το πρωτότυπο «καρπεντερικό» soundtrack των Survive να πλαισιώνεται με ένα εκλεκτό 80s selection, από Talking Heads και Cramps μέχρι, φυσικά, το «Running Up That Hill» της Kate Bush – αυτό το αριστουργηματικό track του 1985 που με τον κομβικό και σωτήριο ρόλο που διαδραματίζει στη σειρά αναβιώνει θεαματικά, μετατρεπόμενο σε pop culture φαινόμενο, κερδίζοντας –δικαιωματικά– μια απροσδόκητη, νέα ζωή, από το TikTok μέχρι τα παγκόσμια μουσικά charts και υπογραμμίζοντας με τον πλέον έξυπνο τρόπο τη διαχρονική, ιαματική δύναμη της μουσικής.

Είναι πολλοί που ίσως βαριούνται να δουν την τέταρτη σεζόν μιας σειράς που ξεκίνησε ως φόρος τιμής στα Goonies και στα Ghostbuster, όταν η βασική παρέα έχει περάσει πια την πόρτα της παιδικής ηλικίας, αν όχι και της πρώτης εφηβείας και η όλη ιστορία έχει εμφανώς απειληθεί με το σύνηθες ξεχείλωμα των σύγχρονων μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών.  Όμως το «Stranger Things 4» αποδεικνύει ότι το brand του Stranger Things δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Οι λάτρεις του καλτ τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας των 80s θα το λατρέψουν και οι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στα 80s θα συνεχίζουν να το λατρεύουν. Για τους υπόλοιπους είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να βυθιστούν στο πολύχρωμα σκοτεινό σύμπαν των αδελφών Duffer, να μυηθούν στις χάρες αυτής της σύγχρονης horror εποποιίας και να περάσουν τις πύλες του ανεξήγητου μέσα από την οθόνη του Netflix, με τον πιο ευχάριστο τρόπο που θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ, ακούγοντας στη διαπασών το «Running Up That Hill» ξανά και ξανά.