TV + Series

Καταβροχθίζοντας βουλιμικά τηλεόραση

Κάνοντας binge-watching στην τηλεόραση, σαν να μην υπάρχει αύριο: ένας καλός τρόπος για να ξεχάσουμε πώς είναι πραγματικά η τηλεοπτική εμπειρία

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για το μέλλον του σινεμά, τις συνδρομητικές πλατφόρμες και τον τρόπο που καταναλώνουμε τηλεοπτικές σειρές

Γράφαμε τις προάλλες για τη μαγεία του σινεμά, και για την ακόμη μεγαλύτερη μαγεία τού να ανακαλύπτεις για πρώτη φορά αυτόν τον καινούργιο κόσμο, έναν κόσμο που θα σε ακολουθεί, ό,τι και να γίνει,ό,τι και να κάνεις, σε όλη σου τη ζωή: είμαστε πλάσματα που ζουν χάριν των αφηγήσεων κατά κύριο λόγο, αφηγήσεων που ταυτόχρονα είναι και το οξυγόνο, και το νερό, και η τροφή μας. Όλα τα άλλα έπονται. Είμαστε πρωτίστως ιστορίες.

Γράφαμε επίσης και για το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, φευ, οι συνθήκες που επικρατούν μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες δεν είναι πάντα οι ιδεώδεις — για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, συχνά είναι πολύ άσχημες, και όλα αυτά τα πολύ όμορφα που λέμε περί «μαγείας» δεν ισχύουν: τα λέμε από συνήθεια. Δεν είναι μαγεία να παίζει ο άλλος με τα μπαρμπαδάκια του Viber στο κινητό του. Μαγεία θα ήταν να μπορούσαμε με ένα ραβδάκι να ΕΞΑΦΑΝΙΖΑΜΕ το κινητό του. Και δεν ευθύνονται φυσικά οι αίθουσες γι’ αυτή την κατάσταση. Έχουμε —προφανώς— τις καλύτερες της ιστορίας, κι ας αναπολούμε εμείς οι σκαπανείς κάποια σπουδαία ιστορικά σινεμά με ξηλωμένη ταπετσαρία στα καθίσματα. Ευθύνονται όσοι από τους θεατές κάνουν και άλλα πράγματα κατά τη διάρκεια της προβολής, ενώ το μόνο που σου επιτρέπεται εκεί μέσα είναι να κοιτάς και να αναπνέεις, ή άντε το πολύ να φωνάξεις κανένα «Yes!» προς το τέλος.

Οι συνθήκες αυτές, μαζί με την πανηγυρική δέσμη άλλων όμορφων πραγμάτων που έφτιαξε η ανθρωπότητα —εκπληκτικές και πελώριες τηλεοράσεις με τέλεια εικόνα και ήχο, και άλλο τόσο εκπληκτικά συνδρομητικά κανάλια και πλατφόρμες ενοικίασης ταινιών και σειρών—, πήραν πολύ κόσμο από τα σινεμά και τον κατηύθυναν στο σπίτι του. Και η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναχαιτιστεί στο κοντινό μέλλον. Σε καμιά δεκαριά χρόνια, μάλιστα, πιθανόν οι αίθουσες, όσες ελάχιστες θα έχουν μείνει μέχρι τότε (νά, π.χ., το Αττικόν και ο Απόλλων θα μείνουν), να είναι αφιερωμένες αποκλειστικά σε πέντ’-έξι μεγάλα, ακριβά φιλμ τον χρόνο, αυτά που προσελκύουν ένα κυρίως παιδικό-νεανικό κοινό —το οποίο συνδυάζει την έξοδό του με αδέξιο φλερτ και με φαγητόστο χαμπουργκεράδικοπαραδίπλα—, και στις μπόλικες καλλιτεχνικές-φεστιβαλικές-πειραματικές-arthouse ταινίες, όπως αυτές που βλέπαμε πιτσιρικάδες στις κινηματογραφικές λέσχες. Δεν είναι μια πρόβλεψη που διακινδυνεύουμε να κάνουμε: ήδη γίνεται αυτό.

Η πανδημία, πάλι, έπληξε όλες τις αίθουσες —όπως βέβαια και τα στούντιο, και τις εταιρίες διανομής κ.ο.κ.—, και αντιθέτως ευνόησε τρομερά τις συνδρομητικές πλατφόρμες. Είναι απολύτως λογικό — πώς αλλιώς να γινόταν; Θα υπάρξει ασφαλώς μια γενναία αντεπίθεση από τα σινεμά μόλις τελειώσει όλη αυτή η περιπέτεια που ζούμε εξαιτίας των ανθρώπων που εχθρεύονται την επιστήμη και τον ορθό λόγο, μα φοβόμαστε ότι η άνθηση των αιθουσών δεν θα κρατήσει πολύ. Βέβαια, μένει να τα δούμε όλα αυτά στην πράξη.

Εκείνο όμως που ΞΕΡΟΥΜΕ σήμερα είναι ο τρόπος που καταναλώνουμε τηλεόραση. (Επαναλαμβάνω, μιλώ μόνο για ταινίες και σειρές, καθώς η «κανονική» μού είναι απολύτως ξένη, δεν την παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι). Δεν είναι πάντα καλός αυτός ο τρόπος, αυτό το στιλ, αυτή η μόδα, αυτός ο συρμός. Συχνά, είναι έως και κάκιστος.

Θα μου πει κάποιος, με ποιο δικαίωμα κρίνω το γούστο των ανθρώπων. Ό,τι αρέσει σε κάποιον, καθίσταται αυτόχρημα καλό, καγαθό, και χρήσιμο. Υπό μία έννοια έχει δίκιο. Αλλά υπό μία άλλη, όχι. Φυσικά και ο καθένας μπορεί να κάνει όσο binge-watching τραβάει η όρεξή του, μα και πάλι ο καθένας μπορεί να φάει και όσα πιτόγυρα τραβάει η όρεξή του: κάπου υπάρχει ένα όριο, ίσως.

Ναι, υπάρχει ένας κολοσσιαίος αριθμός από σειρές που «πρέπει» κανείς να δει πριν πεθάνει (ή μάλλον: πριν περάσει ο μήνας), όμως στ’ αλήθεια τώρα: δεν είναι ακριβώς υποχρεωτικό να τις δει κανείς όλες.

Μιλώ λοιπόν για την υπερκατανάλωση τηλεόρασης, μια υπερκατανάλωση μάλιστα που γίνεται με έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου «τηλεοπτικός», με έναν τρόπο που ΔΕΝ ανήκει στην εμπειρία της τηλεόρασης, αυτήν που φέρει από τη δεκαετία τού ’60 και μετά, πάνω από μισόν αιώνα τώρα, ή δυο γενιές και βάλε. Η λαχανιαστή, αδιάκοπη, με μιαν ανάσα κατανάλωση ολόκληρων σεζόν από σίριαλ θυμίζει εμπειρία τηλεόρασης όσο και το ψάρεμα με δυναμίτη θυμίζει ψάρεμα. Ναι, υπάρχει πράγματι ένας κολοσσιαίος αριθμός από σειρές που «πρέπει» κανείς να δει πριν πεθάνει (ή μάλλον: πριν περάσει ο μήνας, γιατί τον άλλο μήνα θα βγουν άλλες τόσες), όμως στ’ αλήθεια τώρα: δεν είναι ακριβώς υποχρεωτικό να τις δει κανείς όλες. Βασικά, δεν μας ταιριάζουν και όλες. Όλα αυτά τα τηλεοπτικά προϊόντα που κυκλοφορούν καλύπτουν τα γούστα διαφορετικών μαζών κοινού το καθένα. Μάλιστα, κάντε μια προσπάθεια και προσπαθήστε να θυμηθείτε πέντε (5) σίριαλ που είδατε μέσα σε όλη τη χρονιά. Δεν θα θυμηθείτε πάνω από ένα, το πολύ δύο. Δεν θα θυμηθείτε αμέσως ούτε αυτό που βλέπετε ΤΩΡΑ. Και το ένα από τα δύο θα είναι είτε ο Mandalorian είτε το Queen’s Gambit.

Μιας και τα θυμηθήκαμε: εξαιρετικά και τα δύο, αν κρίνουμε από τις κριτικές και τις γενναιόδωρες βαθμολογήσεις των τηλεθεατών από όλο τον κόσμο: έχουν 8,8 και 8,6 στο IMDb. Όμως κανείς μπορεί αυτά τα υπέροχα ΕΡΓΑ να τα κατανάλωσε βουλιμικά μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Πράγμα που δεν περιποιεί ακριβώς τιμή στον τηλεθεατή — και απογοητεύει, αντί να χαροποιεί, τους συντελεστές της μίας ή της άλλης σειράς. Αυτή η ξεπέτα δεν ήταν ό,τι ακριβώς ονειρεύονταν όταν τούς έλεγαν, «Καταταγείτε». Για να μη μιλήσουμε και για αυτούς που «τρέχουν» στο γρήγορο κάποιες σειρές (ω, ναι, παρέχεται η εν λόγω δυνατότητα), ή για αυτούς που τις παρακολουθούν στο background, ενώ κάνουν άλλα πράγματα. Ντροπιαστικό.

Τώρα… μήπως είναι πολύ ελιτίστικα ή, δεν ξέρω, ρομαντικά όλα αυτά; Και, δηλαδή, προτείνω άραγε στ’ αλήθεια την επιστροφή στην κανονικότητα, όπου κανονικότητα σημαίνει ένα επεισόδιο την εβδομάδα από ένα σίριαλ (μην ντρέπεστε να τα λέτε σίριαλ, κι ας μη σας πήραν τα χρόνια), για να το δούμε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, να το αφομοιώσουμε και να το επεξεργαστούμε, δηλαδή μαξ ένα επεισόδιο ή μία ταινία ημερησίως, σαν χάπι;

Ναι, και ελιτίστικα είναι, και ρομαντικά μαζί. Και πράγματι το προτείνω. Έτσι πρέπει να γίνεται. Η τέχνη δεν είναι για πέταμα. Η τέχνη είναι ο λόγος που ζούμε.

ΥΓ1. Κι αν όμως δεν έχουμε να κάνουμε με «τηλεοπτική τέχνη»; Κι αν τα κατασκευάζουν όλα αυτά, ή τα περισσότερα από αυτά, ακριβώς για να τα βλέπει κανείς στο πόδι, και απανωτά; Όχι, δεν ισχύει αυτό για δεκάδες πανέμορφες σειρές, και για μπόλικες ταινίες, που υπάρχουν στα συνδρομητικά κανάλια. Μια χαρά άνθρωποι, καλά σπουδαγμένοι, τα φτιάχνουν. Άνθρωποι του χώρου, και όχι τίποτα μηχανές ή λογισμικά ή αλγόριθμοι.

ΥΓ2. Είπαμε όμως για τον Mandalorian. Αλήθεια, πώς το είδατε/είδαμε αυτό; Αφού το Disney+ δεν ήρθε ακόμη στην Ελλάδα: θα κάνει πρεμιέρα το καλοκαίρι. Μα, πώς γίνεται λοιπόν και το παρακολούθησε τόσος κόσμος;… Εν πάση περιπτώσει, για την πειρατεία θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα.