TV + Series

Ποια ανθρωποφαγία;

Άλλο η αποφυγή των φρικαλεοτήτων στις οποίες μπορεί να οδηγηθεί μια κοινωνία και άλλο η αποφυγή οποιασδήποτε κουβέντας για τις φρικαλεότητες που έχουν κάνει συγκεκριμένοι άνθρωποι και η απαίτηση για τιμωρία τους

Μάνος Βουλαρίνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την «ανθρωποφαγία» και τις «τηλεδίκες» για τις οποίες κατηγορούνται οι εκπομπές όταν σχολιάζουν ή αποκαλύπτουν περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόλησης

Τις τελευταίες ημέρες μια λέξη εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στο τάιμ το λάιν μου: η λέξη «ανθρωποφαγία». Και μαζί της η λέξη «τηλεδίκες». Συνήθως σε προτάσεις που μας καλούν να πούμε όχι στην «ανθρωποφαγία» και τις «τηλεδίκες» που έχουν να κάνουν με τις καταγγελίες για κάποιους θεατρικούς σταρ, των οποίων η δράση, σύμφωνα με τις καταγγελίες, ξεκινάει από ψυχολογική κακοποίηση και φτάνει μέχρι τον βιασμό.

Κι ενώ οι παραινέσεις μοιάζουν σωστές, αφού δεν είναι καλό να τρώμε ανθρώπους και να δικάζουμε από την τηλεόραση (με μοναδική εξαίρεση το Ερωτοδικείο), έχουν ένα πρόβλημα: μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει ούτε τηλεδίκες, ούτε ανθρωποφαγία και τα μόνα πραγματικά εγκλήματα με τα οποία έχουμε έρθει σε επαφή είναι αυτά που διηγούνται τα θύματα κάποιων τεράτων.

Καταλαβαίνω την ανησυχία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, συμμερίζομαι την αποστροφή για τα λαϊκά δικαστήρια και λίγα πράγματα με τρομάζουν όσο ο όχλος που ξεκινάει για κυνήγι μαγισσών. Μόνο που δεν έχω δει τίποτα τέτοιο τις τελευταίες ημέρες. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο με τον οποίον εννοούν οι ανησυχούντες (ειλικρινώς οι περισσότεροι) συμπολίτες.

Η μόνη ανθρωποφαγία που έχω καταλάβει είναι αυτή στην οποία επί χρόνια επιδίδονταν κάποιοι συμπολίτες που κακοποιούσαν, εκβίαζαν και βίαζαν, εντελώς απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε απειλή δίκης και το μόνο που μοιάζει με δίκη από όσα έχω δει στην τηλεόραση είναι οι μαρτυρίες των θυμάτων.

Αλλά ακόμα και η λέξη «τηλεδίκη» δεν καταλαβαίνω πώς χρησιμοποιείται. Είναι «τηλεδίκη» η αποκάλυψη ενός εγκλήματος στην τηλεόραση; Είναι «τηλεδίκη» η αποκάλυψη ενός σκανδάλου; Από τη δικαιολογημένη ανησυχία της πιθανότητας να σπιλωθούν άνθρωποι που δεν πείραξαν ποτέ κανέναν, θα φτάσουμε στο σημείο να ζητάμε να μην αποκαλύπτεται τίποτα ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν πειράξει ό,τι έχει βρεθεί στον δρόμο τους; Και τι γίνεται όταν μια φρικαλέα εγκληματική συμπεριφορά δεν μπορεί να φτάσει στα δικαστήρια λόγω παραγραφής; Την αποσιωπούμε; Ζητάμε να παραγραφεί κι από τη μνήμη των θυμάτων τα οποία πρέπει να πάρουν τα βασανιστήρια τους στον τάφο τους; 

Ακόμα κι αν (για χάρη της κουβέντας) θεωρήσουμε μόνο βλαπτικές τις δημόσιες συζητήσεις για την εγκληματική δραστηριότητα συμπολιτών, πρέπει να καταλάβουμε πως η μόνη πιθανότητα να λείπουν αυτές οι συζητήσεις θα εμφανιζόταν αν η «Δικαιοσύνη» λειτουργούσε όπως πρέπει. Αν οι λειτουργοί της έπαυαν να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τη σημασία που έχει για την εμπέδωση του κράτους δικαίου η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης. Αν οι λειτουργοί της δεν έκαναν σχεδόν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να πείσουν ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι μόνο τυφλή αλλά έχει και ένα πρόβλημα στην ακοή της: ακούει καλύτερα τον ισχυρό.

Αλλά έτσι κι αλλιώς, μέχρι στιγμής ούτε δίκες έχουμε, ούτε ανθρωποφαγίες. Απλώς τις περιγραφές κάποιων τερατωδών συμπεριφορών οι οποίες πρέπει -όχι μόνο για το καλό των θυμάτων αλλά κυρίως για το καλό όλης της κοινωνίας- να τιμωρηθούν. Όσο η πιθανότητα τιμωρίας δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ίσως οι φόβοι των ανησυχούντων συμπολιτών να γίνουν αληθινοί.

Αλλά μάλλον ούτε τότε. 

Γιατί στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσουμε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις που αφορούν κυρίως την ιατρική επιστήμη (ειδικότερα τον κλάδο της ψυχιατρικής) και την πολιτική αλητεία, η μεγάλη πλειονότητα των συμπολιτών είναι μάλλον εξαιρετικά ψύχραιμη σε σχέση με τα τερατώδη που ακούει. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι. Είναι όλοι τόσο ψύχραιμοι που οι, ελάχιστες, προσπάθειες συμπολιτών να μπουν στο κάδρο των θυμάτων με γελοίες καταγγελίες του τύπου «πήγαμε για φαγητό και εκεί κατάλαβα ότι με ήθελε, σηκώθηκα κι έφυγα και δεν υπήρξε συνέχεια» ή «μου είπε ότι είμαι όμορφη» ή «με κοίταξε σαν κάτι να ήθελε αλλά δεν είμαι και 100% σίγουρος γιατί δεν επανήλθε» ή «μπορεί να ήταν συναινούντες ενήλικοι αλλά είναι ανήθικο να κάνουν όργια», μία που ακούστηκαν και μία που ξεχάστηκαν, αποδεικνύοντας πως οι προσπάθειες να ευτελιστεί μια πολύ σοβαρή υπόθεση πέφτουν στο κενό. Όπως στο κενό πέφτουν και οι χυδαίες απόπειρες κομματικοποίησης και κανονικοποίησης των εγκλημάτων. 

Φίλες, φίλοι και οι υπόλοιποι, η ανθρωποφαγία, η εμπλοκή και ο διασυρμός αθώων, τα λαϊκά δικαστήρια είναι φρικαλεότητες που πρέπει να αποφευχθούν. Και μέχρι στιγμής αποφεύγονται. Αλλά άλλο η αποφυγή των φρικαλεοτήτων στις οποίες μπορεί να οδηγηθεί μια κοινωνία και άλλο η αποφυγή οποιασδήποτε κουβέντας για τις φρικαλεότητες που έχουν κάνει συγκεκριμένοι άνθρωποι και η απαίτηση για τιμωρία τους. Γιατί το να μη στήνουμε λαϊκά δικαστήρια δεν σημαίνει να σφυρίζουμε αδιάφορα ή να μοιράζουμε συγχωροχάρτια. Και μπράβο μας.