- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης και οι αντι-ήρωές του
24 ντοκιμαντέρ σαν ταινίες που δεν πρέπει να χάσετε
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης είναι ένα ζεστό, μεγάλο χαμόγελο – αυτό που προφανώς χαρίζει στους αντι-ήρωές του και τους βάζει μέσα σε ταινίες-ντοκιμαντέρ που λειτουργούν σαν προστατευτική «Στέγη» για αυτούς. Νοιάζεται, προσέχει τις λεπτομέρειες, μιλάει με τέλεια ακρίβεια και πολλές δευτερεύουσες προτάσεις, οι λέξεις του ολοκάθαρες και ραδιοφωνικές, επενδύουν όλη τη φιλοσοφία του γύρω από τα ντοκιμαντέρ αυτά. Ένας σκηνοθέτης εικόνων και ήχου που κρατάει ζωντανές τις 24 ταινίες του, τις προβάλλει σε χώρους με ιδιαίτερη σημασία, αγωνίζεται σκληρά για την εξέλιξη των ανθρώπων τους οποίους κατέγραψε και δίνει τώρα, μέσω της πλατφόρμας στη «Στέγη», μία καινούργια διαδραστική τροπή στις ταινίες αυτές. Χειμαρρώδης, δεν χρειάστηκε καν να θέτω ερωτήσεις, μου μίλησε για αυτές τις ταινίες και, βέβαια, για τις ραδιοφωνικές του εκπομπές στο Τρίτο.
Πώς ξεκίνησε η μεγάλη ιστορία των 24 ντοκιμαντέρ
Όταν έκανα το «J.A.C.E.», που είναι βασισμένο σε αληθινές ιστορίες, έπρεπε να βρω και τους αληθινούς ανθρώπους. Έτσι, έκανα έφοδο για αυτοψία σε σημεία της Αθήνας που είτε δεν ήξερα γιατί είναι «αόρατα» ή που εμείς δεν τα βλέπουμε γιατί αν και είναι δίπλα μας, αποστρέφουμε το βλέμμα. Η διαδικασία αυτή κράτησε πολλά χρόνια. Έτσι, λοιπόν, έχω καταφέρει να έχω πρόσβαση σε πολύ κόσμο γύρω γύρω.
Η ΕΡΤ, από το ’89 που είχα κάνει το ντοκιμαντέρ «Ρομ» για τους τσιγγάνους, δεν μου είχαν ξαναπροτείνει καμία δουλειά. Το «Ρομ» πριν από κάτι μήνες το τσίμπησε η Cinémathèque Française (σ.σ. η μεγαλύτερη αρχειοθήκη στον κόσμο σε ταινίες, ντοκουμέντα και μουσειακό υλικό), μάλιστα σε μία αναλογική μεταγραφή του ’91 – ούτε καν καλή κόπια, και το ανακήρυξε ένα absolute masterpiece του avant garde σινεμά, ανάμεσα στα δέκα καλύτερα, δίπλα στον Γκοντάρ, και το έβαλε σε ένα πρόγραμμα και το παίζει σε διάρκεια. Έτσι τώρα η ταινία κάνει έναν κύκλο στα φεστιβάλ σαν να είναι καινούργιο φιλμ, όπως είχε γίνει τότε.
Το ’11, η ΕΡΤ αποφασίζει να κάνει μία στροφή στο ντοκιμαντέρ και μου προτείνουν, μετά από τόσα χρόνια, να δουλέψουμε πάλι μαζί. Κι εγώ τους ζήτησα να κάνω ταινίες για αξιοσημείωτους ανθρώπους που δεν τους έχουμε δει στην τηλεόραση, δεν τους περιμένουμε. Έτσι ξεκίνησε ο πρώτος κύκλος ντοκιμαντέρ με 12 επεισόδια με ήρωες νέους μαθηματικούς, νέους σκηνοθέτες, νέους καλλιτέχνες, ανθρώπους όπως ο Δασκαλάκης που τότε ήταν 31, μαθηματικός, που μόλις είχε πάει στο ΜΙΤ και έχει ανακαλύψει τη θεωρία που ανατρέπει τη θεωρία του «Beautiful mind», του Nash, μαζί με έναν άλλο Έλληνα, τον Παπαδημητρίου. Θυμάμαι ήμουν στο Τόκιο, όπου μετά τις προβολές του «J.A.C.E.» όλοι οι θεατές 500-600 άτομα, θέλανε αυτόγραφα, κι ενώ υπέγραφα, χτυπάει ένα τηλέφωνο από μία υπάλληλο της ΕΡΤ η οποία μου λέει, ξέρετε είναι πάρα πολύ δύσκολα αυτά τα ντοκιμαντέρ και θα τα σταματήσουμε γιατί είναι αντιτηλεοπτικές οι περσόνες που παίζουνε κ.λπ. Γυρνώντας στην Αθήνα, συναντάω τη διευθύντρια της ΕΡΤ τότε, την Πανδώρα Μουρίκη, και την Ελένη Χοϊδά και μου ζητάνε συγγνώμη, μου λένε αυτή η υπάλληλος που σε πήρε δεν έχει σχέση με το αντικείμενο, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε κάνει, συνέχισε έτσι, σε παρακαλούμε. Αυτός που θεωρήθηκε «αντιτηλεοπτική περσόνα» ήταν ο Δασκαλάκης.
Από τους νέους ήρωες, στους αντι-ήρωες
Αυτά τα ντοκιμαντέρ κάνανε μία φοβερή καριέρα: εκτός από την τηλεόραση, που έχουνε παιχτεί 40-τόσες φορές το καθένα, έχουνε παιχτεί και σε σχολεία, πανεπιστήμια – έτσι ανακάλυψα και το Πειραματικό πίσω από τον Παναθηναϊκό, όπου κάθε Παρασκευή απόγευμα υπάρχει ένας μουρλός καθηγητής μαθηματικός, που μαζεύει τα παιδιά και τους κάνει μαθηματικά μέσα από τη λογοτεχνία και το σινεμά, εκτός ωρών μαθημάτων. Τα παιδιά έχουν ενθουσιαστεί τόσο πολύ, που συνεχίζουν και πηγαίνουν εκεί ακόμα και αυτοί που έχουν περάσει πια σε πανεπιστήμια.
Έτσι, λοιπόν, οι ταινίες κάνουν μία τέτοια βόλτα και ο Δασκαλάκης έχει γίνει σταρ. Πριν από 3-4 μήνες περπατάγαμε στον δρόμο και τον σταματάει ένας και του λέει, σε έχω δει στην τηλεόραση, είσαι ο τρελός μαθηματικός! Κι έτσι, κάπως, ενώ αυτά τα ντοκιμαντέρ έχουνε «δύσκολες» περσόνες και αντιτηλεοπτικά θέματα, έχουνε γίνει viral. Η γκάμα των ανθρώπων που παρουσιάζονται είναι τεράστια: από τον Δασκαλάκη στον Michel Reilhac, που μας λέει για transmedia και virtual reality cinema, και φτάνουνε μέχρι ακροατές του αθλητικογράφου, του Γεωργίου, σε ένα ντοκιμαντέρ που έχει τον τίτλο «Έξω από τα δόντια». Είναι κάποιοι άνθρωποι που βρήκαν τρόπο επικοινωνίας μέσα από αυτή την εκπομπή, μία μεγάλη γκάμα ανθρώπων. Αυτό έφερε και τον δεύτερο κύκλο.
Στο δεύτερο κύκλο πια, έχω τη δυνατότητα να ασχοληθώ και με ανθρώπους που τους ήθελα από την αρχή: άνεργοι, άστεγοι, ανήλικοι φυλακισμένοι, αδέσποτα, πολιτικοί πρόσφυγες, ασυνόδευτες μάνες… Έτσι, λοιπόν, ενώ έχουν αρχίσει τα γυρίσματα και είμαστε και γυρίζουμε στις φυλακές Αυλώνα, μου λένε, έκλεισε η ΕΡΤ! Κι έτσι βρεθήκαμε στον αέρα. Στα χρέη του «J.A.C.E.» μπήκαν τότε και κάποια ακόμα, επειδή στην ΕΡΤ σε πληρώνουν αφού παραδώσεις. Και λέμε, τι κάνουμε τώρα; Ευτυχώς υπήρχε συμβόλαιο για αυτές τις 12 ταινίες. Μετά από πολλή σκέψη αποφασίζουμε να κάνουμε μία ευέλικτη ομάδα και να συνεχίσουμε. Μέχρι να λυθούν τα προβλήματα με τις ενδιάμεσες ΕΡΤ, περνάνε 3 με 4 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα εμείς συνεχίζουμε να τραβάμε, να παρακολουθούμε τους ήρωές μας.
Η κάμερα σαν όπλο
Οπότε, συμβαίνει το εξής ενδιαφέρον: Ξεκινάς να τραβάς αυτούς τους ανθρώπους. Πάντα ο φακός είναι ένας αδιάκριτος εισβολέας στη ζωή τους, κάτι που είναι και επικίνδυνο. Είναι άνθρωποι που φλερτάρουν ή ζουν στην παραβατικότητα, άρα υπάρχει ο κίνδυνος να τους εκθέσεις στον νόμο, σε συλλήψεις ή σε συγγενείς τους, όπως π.χ. κάποιοι άστεγοι που κρύβονται. Γι’ αυτό και στις περισσότερες ταινίες, ξεκινώντας, δεν πρέπει να δείξεις τον ήρωα. Επίσης, εγώ πάντα έχω μία ενοχή: ότι, ωραία, πάμε και κλέβουμε τώρα τις ζωές τους, τις κάνουμε ταινία, τις πάμε στα φεστιβάλ, παίρνουμε βραβεία, μας λένε μπράβο, παίρνουμε μισθούς… Αυτοί τι κερδίζουνε από αυτό; Εκεί, λοιπόν, αρχίζει και φτιάχνεται μια πατέντα με αυτούς τους ανθρώπους, πως η κάμερα δεν θα είναι αδιάκριτος εισβολέας. Στη διάρκεια των γυρισμάτων που κράτησε πολύ, η κάμερα και οι ταινίες έγιναν ένα όπλο για αυτούς τους ανθρώπους. Παράδειγμα: η Εθνική Ελλάδος Αστέγων, έχοντας αυτή την ταινία, πηγαίνει σε ένα ίδρυμα και βρίσκει χρηματοδότηση για να πάει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αστέγων. Σε ένα παιδί που είναι μέσα στη φυλακή και προσπαθεί να περάσει στο Πολυτεχνείο, θεατής παρακολουθώντας την ταινία μου του στέλνει ανώνυμα λάπτοπ με μαθηματικά προγράμματα, για να μπορέσει να διαχειριστεί αυτό που κάνει. Υπάρχουν κι άλλοι, πιο επινοητικοί τρόποι διαχείρισης.
Ο Μαραντόνα, ας πούμε, ένας τσιγγάνος που τον συνάντησα στη φυλακή ανηλίκων στα 21 του, ήδη με πέντε παιδιά, χρησιμοποιεί την κάμερα, τη διαδικασία του γυρίσματος, για να έχει μία πιο δίκαιη μεταχείριση στο δικαστήριο, για να μη πέσει σε δικηγόρους που εκμεταλλεύονται αυτού του είδους τους ανθρώπους. Μια μέρα, συμβαίνει το καταπληκτικό: εξήμισι η ώρα το πρωί, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Μαραντόνα και λέει, μου γκρεμίζουν την καλύβα, είναι σε ένα παράνομο σημείο αλλά δεν με αφήνουν να πάρω τα πράγματά μου και το μωρό μου είναι τριών μηνών (τα άλλα είχαν πια μεγαλώσει από τότε που φυλακίστηκε). Κατεβαίνουμε με τρεις κάμερες, ο Μαραντόνα να φωνάζει «ήρθαν τα κανάλια!», οπότε μέσα από διαπραγμάτευση και την τρομοκρατία μίας κάμερας, τα ΜΑΤ του αφήνουνε μία μέρα για να μπορέσει να πακετάρει το νοικοκυριό του και μετά να ρίξουν την καλύβα.
Έτσι, λοιπόν, ενώ στην αρχή αυτοί οι άνθρωποι κρύβονταν και δεν ήθελαν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους, άρχισαν να ζητάνε την κάμερα: έλα να τραβήξεις αυτό. Αποτέλεσμα: Έχουν τελειώσει οι ταινίες, έχουν ολοκληρωθεί, κι εμείς συνεχίζουμε τα γυρίσματα χωρίς να ξέρουμε τι θα γίνει αυτό το υλικό και πώς. Αυτό ήταν που οδήγησε στη συνέχεια.
Η προσέγγιση
Σε όλες τις ταινίες, ήταν πολύ σαφές από την αρχή το τι θέλαμε. Ξεκινούσαμε με τους δικούς τους όρους. Εκτός από μία ταινία η οποία γυρίστηκε όλη παράνομα στην Ελλάδα – μόνο στο Λονδίνο ήταν νόμιμα τα γυρίσματα. Ήταν η ταινία για τα αδέσποτα γιατί έχει γυριστεί σε χώρους που απαγορευόταν να πλησιάσεις ακόμα και χωρίς κάμερα, στον Ασπρόπυργο, σε κάτι σημεία που δεν είχα φανταστεί ότι είναι μόλις 10 λεπτά μακριά από την Αθήνα. Οι περισσότερες λήψεις αυτής της ταινίας είναι κλεμμένες, γιατί είναι σε ένα παράνομο κυνοκομείο, σε έναν οικισμό που επίσης δεν έχει άδεια, κάτω από μία κολώνα της ΔΕΗ που κάνει συνέχεια ζζζζζ…, σαράντα σκυλιά πακτωμένα μέσα σε ένα δωμάτιο. Δεν μπορείς να γυρίσεις εκεί.
Ή το άλλο – υπάρχει μαγαζί που έχει καεί τρεις φορές κι έχει βάλει πινακίδα ο ιδιοκτήτης, ανορθόγραφα, «φτάνει ως εδώ, παρακαλώ». Οι συμμορίες της περιοχής είχαν κάποιο πρόβλημα μαζί του. Και με το που πάμε να τραβήξουμε το πλάνο με την πινακίδα, σκάνε δύο άνθρωποι με καλάσνικοφ μέσα στα πέντε πρώτα λεπτά.
Από στόμα σε στόμα
Αυτές οι ταινίες, λοιπόν, είναι μέσα σε ένα κενό οξυγόνου μέχρι να ξανα-υπάρξει η ΕΡΤ και όταν ξανα-υπάρχει δεν έχει ακριβώς πρόσβαση στο προηγούμενο πρόγραμμα. Μέχρι να λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα του κλεισίματος της ΕΡΤ, τα ντοκιμαντέρ αρχίζουν και παίζονται σε σχολεία, πανεπιστήμια, φεστιβάλ κι έχουν κάνει ήδη μία μεγάλη καριέρα μέχρι να τις προβάλλει η τηλεόραση. Αυτές τις ταινίες τις ανακάλυπταν μόνοι τους οι φορείς, δεν τις προωθούσαμε εμείς. Γινόταν, ας πούμε, μία προβολή της ταινίας μέσα στις φυλακές. Κι αμέσως μετά, τα παιδιά εκεί άρχιζαν μετά μία πολύ σοβαρή κουβέντα ή ενθαρρύνονταν να πάνε σχολείο, να μην είναι στην παραβατικότητα της φυλακής, να πάνε σε ομάδες θεάτρου ή σε ομάδες που βοηθάνε. Η φήμη των ταινιών κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Και σιγά-σιγά, το ένα φέρνει το άλλο.
Ας πούμε, η προβολή της ταινίας των αδέσποτων που την έκανε το Cinedoc στον Δαναό γέμισε τόσο πολύ ώστε επαναλήφθηκε άλλες τέσσερις φορές. Σκέψου ότι το τρέιλερ μόνο της ταινίας έκανε μισό εκατομμύριο viewings στο Facebook, που είναι τρομαχτικός αριθμός για την Ελλάδα.
Κι όμως υπάρχει happy end
Έχω βρει κάποιους αντι-ήρωες στην πόλη γιατί πιστεύω ότι η ιστορία δεν γράφεται από τα πρωτοσέλιδα, αλλά από ιστορίες που κυκλοφορούν λίγο πιο λάθρα. Σε αυτές τις 12 ταινίες, στο ξεκίνημα, βλέπεις ανθρώπους και λες «αυτός δεν έχει καμία ελπίδα» και όταν τελειώνει η ταινία υπάρχει ένα happy end. Αυτό δεν το έχει γράψει ούτε κάποιος αμερικανός σεναριογράφος ούτε η φαντασία μας, ούτε καμία κρατική επίσημη υποστήριξη, αλλά έχει προκύψει από τις προσπάθειες αυτών των ανθρώπων και από τη συνδρομή εθελοντών. Αυτό που έχει ενδιαφέρον που γίνεται στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, και για μένα ίσως είναι ένα παγκόσμιο πρότυπο διαχείρισης κρίσης –δεν το αξιολογώ, αλλά λέω ότι είναι ενδιαφέρον κανείς να το δει– είναι ότι είσαι αναγκασμένος να ψάξεις να βρεις τη λύση μόνος σου και να καταφύγεις σε εναλλακτικές μορφές υποστήριξης. Αυτό δεν είναι ένα μόνιμο happy end, είναι πολύ ευαίσθητο και μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, είναι οι Νέοι Ήρωες. Με τον επινοητικό τρόπο που διαχειρίζονται την προσωπική τους κρίση γίνονται παραδείγματα και σε μένα και σε πολλούς άλλους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ζούμε σε ένα αδιέξοδο, που τίποτα δεν είναι δεδομένο και ό,τι ξέραμε δεν είναι έτσι πια.
Το happy end προέκυπτε, δεν το ξέραμε. Εξελισσόταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Αυτό ήταν και το πολύ ενδιαφέρον. Συνήθως γράφουμε το σενάριο, κάνουμε κάποιες αλλαγές και γίνεται το φιλμ. Εδώ οι ταινίες γίνονταν μπροστά μας, από μόνες τους είχαν μία συναρπαστική εξέλιξη. Την ταινία «Δεύτερη ευκαιρία» θα μπορούσε να την έχει γράψει καλός σεναριογράφος. Στηρίζεται συνέχεια στο απίθανο και πώς το απίθανο γίνεται πιθανό. Δηλαδή: ένα παιδί 17 χρονών βρίσκεται στις φυλακές Αυλώνα, δεν ξέρει ελληνικά, δεν υπάρχει κανείς να τον υποστηρίξει, δεν έχει χρήματα. Κι αντί να πέσει στην παραβατικότητα της φυλακής, αποφασίζει μέσα σε δυόμισι χρόνια να μάθει ελληνικά και να περάσει στο Πολυτεχνείο! Το ακούς και λες, δεν θα γίνει ποτέ. Κι όμως το καταφέρνει, με την υποστήριξη τρελών καθηγητών κι ενός τρελού λυκειάρχη που τον βοηθάνε μέσα στη φυλακή, και καθηγητών που έρχονται απ’ έξω, ως εθελοντές, για να του κάνουν τα παραπάνω μαθήματα. Με το που περνάει αυτό το παιδί, πάω ως μάρτυρας στη δίκη του στη Μυτιλήνη για να μπορέσει να βγαίνει έξω να παρακολουθεί. Η δίκη ήταν έτοιμη να ακυρωθεί. Αλλά με την πίεση του λυκειάρχη και της παρουσίας της κάμερας, καταφέρνουμε να γίνει η δίκη. Και το παιδί αυτό να πάρει αναστολή της ποινής και να βγει έξω να σπουδάσει. Στον δρόμο προς τη φυλακή για να πάρει τα χαρτιά του και να βγει, ένας διευθυντής ενός αστυνομικού τμήματος ενεργοποιεί μία απέλαση, άλλη από αυτήν που είχε ακυρώσει το δικαστήριο, και το παιδί πρέπει να φύγει αμέσως. Η ανατροπή της ανατροπής. Σενάριο που θα έλεγες, πού το σκεφτήκανε! Είναι η πραγματικότητα, όμως. Και σε τροφοδοτεί με συναρπαστικές και άρτιες αφηγηματικά ιστορίες.
Τα πρώτα ελληνικά διαδραστικά ντοκιμαντέρ βρίσκουν Στέγη
Αλλά η σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε τελειώσει. Τα γυρίσματα θα συνεχίζονταν έτσι κι αλλιώς. Για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να μιλήσουν στον φακό πρέπει να κάνεις μαζί τους μία σχέση. Η οποία μετά σε κρατάει εκεί, δεν μπορείς να φύγεις εύκολα. Όχι γιατί νιώθεις μία ευθύνη να τους βοηθήσεις, αλλά κυρίως γιατί βοηθιέσαι εσύ από αυτούς. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι με βοηθήσανε και με βοηθάνε.
Η συνέχεια, λοιπόν, έφερε κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα: κάνουμε τα πρώτα ελληνικά διαδραστικά ντοκιμαντέρ. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου και η Στέγη είπε, θέλω αυτά τα ντοκιμαντέρ. Τους εξήγησα ότι αυτά τα ντοκιμαντέρ έχουν τελειώσει και ανήκουν στην ΕΡΤ, αλλά υπάρχει ένα υλικό που έχει γυριστεί μετά και που συνεχίζει να γυρίζεται. Δημιουργείται τότε η ιδέα, να κάνουμε διαδραστικά ντοκιμαντέρ. Δηλαδή: θα μπορείς να βλέπεις την ταινία και θα έχεις σε συγκεκριμένα θεματικά σημεία της πρόσβαση σε έξτρα υλικό, σε άλλες ταινίες ή σε άλλα στοιχεία (υλικά) που σου δείχνουν πού είναι τώρα αυτός ο ήρωας, για παράδειγμα, τρία χρόνια μετά. Ή τι είναι αυτό που τον οδήγησε στη φυλακή; Είναι εξαίρεση ή έχει συμβεί και σε άλλα παιδιά; Στο τέλος κάθε ταινίας θα έχεις έναν κατάλογο με όλες τις οργανώσεις και τις ομάδες που βοηθάνε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό θα γίνεται online και θα είναι ελεύθερο. Σε αυτή την περίπτωση, αν είσαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους, ξέρεις πού θα πας για να βοηθηθείς. Κι αν θέλεις να συμμετάσχεις σε αυτό, ξέρεις πού θα πας. Αν είσαι ένας σκηνοθέτης ή ένας συγγραφέας που θέλεις να δεις πώς θα κάνεις μία ταινία για αυτό, είναι εκεί οι πηγές. Σε αυτή την πλατφόρμα, πέρα από τις 12 ταινίες, θα έχεις πρόσβαση σε άλλες 160 ταινίες σχετικές με το θέμα.
Έτσι, λοιπόν, έγινε μία συμφωνία μεταξύ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και της ΕΡΤ, που λέει ότι μετά την τηλεοπτική προβολή θα βγει αυτή η πλατφόρμα η οποία θα ανανεώνεται, κάτι που θα δώσει μία άλλη ζωή σε αυτές τις ταινίες. Και το πιο ενδιαφέρον είναι η συζήτηση που ακολουθεί μετά, εκεί όπου παίζονται αυτές οι ταινίες. Προχτές σε μία προβολή στο Μόναχο όπου βρίσκονταν Έλληνες και Γερμανοί, η συζήτηση κράτησε 75 λεπτά.
Αυτή, λοιπόν, είναι η συνέχεια αυτών των ντοκιμαντέρ που τώρα ολοκληρώνονται.
Πιστεύω ότι το σινεμά δεν μπορεί να παίζει διακοσμητικό ή καλλωπιστικό ρόλο. Το σινεμά πρέπει να γίνει εργαλείο. Να πάρει ουσιαστική, πολιτική θέση. Και θεματολογικά και στον τρόπο που γίνεται και κυρίως εκεί που παίζεται, εκεί που απευθύνεται.
Όταν ξεκίνησα, μικρούλης, έκανα ντοκιμαντέρ πριν περάσω στη μυθοπλασία. Τότε για μένα και για όλους ήταν ένα απόλυτα βαρετό είδος. Και αυτά τα ντοκιμαντέρ που έκανα αλληθώριζαν προς το φίξιον γιατί είχα μια ανάγκη να μην είναι βαρετά. Αυτή τη στιγμή το ντοκιμαντέρ είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης μένουν άνθρωποι έξω από τις αίθουσες. Αυτό με εξέπληξε πολύ. Ο κόσμος πάει σε αίθουσες να δει ντοκιμαντέρ. Γιατί υπάρχει μία ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τα πάντα. Για να γίνει αυτό πρέπει κανείς να δει καθαρά τι συμβαίνει γύρω του, δεν γίνεται αλλιώς. Συν ότι τα ντοκιμαντέρ τις περισσότερες φορές σού δίνουν ένα αληθινό παράδειγμα. Εκεί, η καχυποψία σου δεν έχει θέση. Εμείς, όταν τα γυρίζαμε, ταλαιπωρηθήκαμε πολύ στο να βρούμε πώς θα γίνει η κάμερα αόρατη. Πώς, οι άνθρωποι αυτοί, δεν θα ποζάρουν. Γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος να ποζάρει, να μην πει την αλήθεια, και πάντα αυτό συμβαίνει στην αρχή. Γι’ αυτό και υπάρχει μία μεγάλη φύρα του πρώτου μέρους του υλικού των γυρισμάτων, μέχρι να καταφέρει η κάμερα να γίνει αόρατη και ο λόγος τους να απευθύνεται σε σένα που είσαι εκεί. Να μιλάει με σένα. Και να σε έχει εμπιστευθεί. Είναι μία μεγάλη πατέντα.
Αληθινές ιστορίες ή φαντασία;
Η μυθοπλασία με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Βέβαια συνειδητοποίησα ότι και οι δύο φίξιον ταινίες που έκανα στηρίζονταν σε αληθινά γεγονότα. Γεγονότα που βλέπαμε στις ειδήσεις και πριν και μετά την ταινία. Πράγματα για τα οποία οι κριτικοί έγραψαν «μα συμβαίνουν αυτά στην Ελλάδα;» λίγους μήνες μετά τα είδαμε πρωτοσέλιδα, όπως στο «Blackout» με την παραθρησκευτική τελετή και σε 6 μήνες είδαμε την ιστορία να συμβαίνει με τον Κατσούλα και τα παιδιά που είναι ακόμα στη φυλακή. Το ίδιο και στο «J.A.C.E.» – ειπώθηκε «μα πώς μπορεί να είναι κάποιος διακινητής προσφύγων και να έχει ένα κλαμπ» και βγήκε ακριβώς μία τέτοια ιστορία στην Ελλάδα, ένα ή ενάμιση χρόνο μετά την ταινία. Πιστεύω ότι οι ταινίες μπορούν να λειτουργούν με έναν τρόπο προφητικά, αν κανείς αφουγκράζεται αυτό που συμβαίνει γύρω του. Οι ίδιες οι ιστορίες σε οδηγούν να το αφηγείσαι.
Η μυθοπλασία μού λείπει πολύ, ελπίζω όταν τελειώσει η ομηρία των χρεών του «J.A.C.E.» να γυρίσω νέα ταινία. Συνέχεια υπάρχουν σχέδια που μένουν στο χαρτί. Τουλάχιστον τώρα αποφάσισα οι ιδέες αυτές να μπαίνουν σε ένα μπλοκ και όχι σε χαρτιά-χαρτιά, σκόρπια, που χάνονται. Οι ταινίες που δεν έκανα, έχω βρει διάφορα υποκατάστατα και τις κάνω, όπως οι ραδιοφωνικές εκπομπές ή τα ντοκιμαντέρ.
Όχι στα στερεότυπα
Τα συγκεκριμένα ντοκιμαντέρ είναι από μόνα τους συναρπαστικά σενάρια. Παράλληλα μου εξασφαλίζουν κάτι που το έχω πολύ ανάγκη όταν κάνω σινεμά: μία κοινωνική διάδραση και ένα, χμμ… δεν μου αρέσει η λέξη «όφελος», αλλά θέλω να πω, ένα όφελος για αυτούς που αφορά η ταινία, το οποίο καταρχήν έχει να κάνει με την άρση στερεοτύπων.
Αυτό συνέβη και με το «J.A.C.E.». Μου άρεσε πάρα πολύ που το καλοκαίρι, σε μία προβολή του στο θερινό Σινέ Παράδεισος στη Νίκαια, στη συζήτηση μετά με τον κόσμο, έβαλα τις γυναίκες να κάνουν ένα δημοψήφισμα για τους δύο πιο σέξι ήρωες της ταινίας που θα πήγαιναν άμεσα μαζί τους. Και διαλέξανε έναν Αλβανό και πούστη, και έναν τραβεστί. (γελάει) Τους είπα, καταλάβατε πού σας παγίδεψε η ταινία;
Αυτό, σε αυτά τα ντοκιμαντέρ, γίνεται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό. Στο τέλος της «Δεύτερης ευκαιρίας», στην προβολή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σηκώθηκε ένας πατέρας από το κοινό και είπε: «Η κόρη μου πάει στην ίδια σχολή στο Πανεπιστήμιο που πάει αυτό το παιδί. Αν είχα μάθει ότι είναι ένας κρατούμενος θα της άλλαζα σχολή. Τώρα, μετά το ντοκιμαντέρ, θα την προτρέψω να τον κάνει παρέα».
Αυτό το παράδειγμα συμβαίνει σε όλες τις ταινίες – από τον άστεγο που έχεις μπροστά σου, τον πρόσφυγα, τα αδέσποτα… Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μας: τα στερεότυπα. Τα οποία, εκτός από τις συντηρητικές απόψεις κάποιων τροφοδοτούνται και από τη λάθος διοχέτευση των πραγμάτων στις ειδήσεις. Και τα οποία οδηγούν σε ολοκληρωτισμούς και σε νεοφασίστες. Αυτό που θα ήθελα καταρχήν να κάνουν οι ταινίες είναι να δίνουν τη δυνατότητα στο ευρύ κοινό να διαχειριστεί αλλιώς τη σχέση του με αυτά τα στερεότυπα που του τα φοράνε και τα ΜΜΕ και διάφοροι ύποπτοι άνθρωποι.
Ταινίες σε sight specific προβολές
Η διαδικασία αυτή, για μένα είναι αποκαλυπτική. Είχα φτάσει σε ένα αδιέξοδο και νιώθω ότι και το σινεμά βρίσκεται σε μία μεταβατική μορφή. Ο κόσμος δεν πάει πια τόσο πολύ στις αίθουσες. Οι οθόνες υποκαθίστανται από άλλα μέσα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν, να κάτσουν και να δουν κάτι, εκτός από «μικρές» ταινιούλες. Τα άλλα μέσα επιβάλλουν άλλα είδη στο σινεμά. Εγώ, λοιπόν, μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία επαναπροσδιορίζω και τη δική μου σχέση με το σινεμά: και πώς γίνεται, και πού παίζεται, πώς προβάλλεται. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι sight specific προβολές, που γίνονται εκεί που πρέπει και όχι σε περιορισμένα κοινά. Είναι αμαρτία να κάνουμε πράγματα τα οποία τα βλέπουν οι δικές μας «προστατευμένες μαφίες», διανοουμένων, ειδημόνων, και να μην αποκτούν μία πρόσβαση στο κοινό που πρέπει να τις δει. Επίσης, θεματολογικά. Είναι πολύ σοβαρό ποιο θέμα πια διαλέγουμε για να κάνουμε σινεμά.
Στην προσωπική μου περιπέτεια ζωής, αυτές οι ταινίες έχουν μία διαρκή, ψυχοτρόπο διαδικασία. Πώς μπορώ εγώ να γκρινιάξω για τα οικονομικά προβλήματά μου, όταν ένας άνθρωπος δεν έχει καν ένα σπίτι να μείνει; Αυτομάτως, αφενός με κάνουν να συνέρχομαι σε σχέση με τον τρόπο που με πνίγουν τα προβλήματά μου και αφετέρου μου αποδεικνύουν συνέχεια ότι υπάρχουν πολύ επινοητικοί τρόποι που απλώς κανείς πρέπει να ψάξει και να ενεργοποιήσει για να διαχειριστεί τις δυσκολίες του. Αυτή η επινοητικότητα που είχε «πέσει σε ύπνωση» στις αρχές αυτού του αιώνα στην Ελλάδα, είναι κάτι που το μαθαίνω από αυτούς τους ήρωες και είναι κάτι που χρειαζόμαστε.
Τα greekies αδέσποτα και ο Μαραντόνα
Κρατάω επαφή με τους αντι-ήρωές μου. Όπως τώρα που μιλάμε και χτύπησε το κινητό: είμαι σε ένα φόρουμ για τα «γκρίκις», τα αδέσποτα από την Ελλάδα που πηγαίνουν για υιοθεσίες. Ένα από αυτά, ενώ υιοθετήθηκε στην Ελβετία χάθηκε και επειδή ήταν κωφό και τυφλό, είχαμε τεράστιο πρόβλημα πώς θα βρεθεί και έτσι έγινε ένα φόρουμ μεταξύ Γερμανίας, Αγγλίας και Ελλάδας. Έγινε όλη αυτή η ενεργοποίηση και μετά από τρεις μέρες βρέθηκε αποκλεισμένο σε ένα σημείο και τώρα μας στέλνουν και βίντεο πώς το βγάλανε.
Ή ο Μαραντόνα. Με πήρε σήμερα να μου πει ότι συνελήφθη με μία κατηγορία που δεν ισχύει. Όπως επίσης μου έλεγε ότι τα παιδιά του, επειδή δεν έχουν μόνιμη διεύθυνση, δεν μπορούνε να πάνε σχολείο. Προσπαθώ να τον βοηθήσω. Ήταν αγράμματος και όσο έμεινε στη φυλακή, ενάμιση-δύο χρόνια, έμαθε λίγα γράμματα αλλά δεν τον βοηθάνε τόσο. Αυτή η επαφή συνεχίζεται και πέρα από τις ταινίες. Η αλήθεια είναι, πρέπει να ομολογήσω με μία αυτοκριτική, ότι όλες αυτές τις ιστορίες τις φαντάζομαι αυτομάτως σαν σκηνή σε ταινία. Είναι λίγο ύποπτο εκ μέρους μου αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ σε αυτή τη διαστροφή, γιατί είναι όντως εξαιρετικές σκηνές. Για να στανιάρει λίγο η ενοχή μου αυτή, βρήκα έναν τρόπο τα γυρίσματα αυτά να ανήκουν σε αυτούς τους ανθρώπους και να γίνουν εργαλείο τους. Το πιο ωραίο συναίσθημα είναι, όταν έχει τελειώσει μία ταινία, να μην έχεις ιδιοκτησιακό καθεστώς, αυτή η ταινία να έχει μία δικιά της πορεία και να ανήκει σε αυτούς που παίξανε και όχι σε σένα. Πάντα σιχαινόμουν το «μια ταινία του…». Ζήταγα να μην το βάζουν στις αφίσες και μου έλεγαν, δεν γίνεται γιατί ο κόσμος θα μπερδευτεί. Με νευριάζει πολύ αυτό το «του».
Το ραδιόφωνο του Μενέλαου
Άρχισα να κάνω ραδιόφωνο πολύ μικρούλης, ταυτόχρονα με την πρώτη ταινία που έκανα. Με στεναχωρεί που κάθε τόσο γράφουν «ο ραδιοφωνικός παραγωγός». Δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Εγώ κάνω ραδιόφωνο γιατί σε αυτό μπορώ να κάνω τις ταινίες που δεν έχω προλάβει ή δεν έχω βρει τα χρήματα να τις κάνω… Μία ταινία θέλει πάρα πολύ καιρό να ολοκληρωθεί, ενώ στο ραδιόφωνο έχεις πιο γρήγορα και απτά αποτελέσματα. Η ανάγκη μου, λοιπόν, κάθε εκπομπή να έχει ένα σενάριο το οποίο είναι γραμμένο και φτιαγμένο με ακρίβεια, πριν πάω στο στούντιο, είναι που έχει δώσει στις εκπομπές αυτές έναν χαρακτήρα. Για τα πρώτα δέκα-δεκαπέντε χρόνια αυτές οι εκπομπές δεν γινόταν εύκολα αποδεκτές. Ξένιζε αυτό που συμβαίνει. Τώρα έχουνε γίνει πολύ δημοφιλείς – αυτό που γίνεται στο Facebook κάθε Κυριακή που ποστάρω μια εκπομπή, μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν μου αναλογούν αυτά τα σχόλια που γράφουνε, αλλά μου αρέσει πολύ γιατί είναι μία μεγάλη πρόκληση το πώς μπορείς να κάνεις μία ταινία χωρίς να έχεις κανενός είδους εικόνα. Όταν το πρωτο-λές σε κάποιον, σου λέει, είσαι τρελός. Αυτό που έχει συμβεί με τα χρόνια είναι ότι οι περισσότεροι ακροατές που ακούν την εκπομπή φτιάχνουν τις δικές τους εικόνες. Άρα φτιάχνουν τις δικές τους ταινίες. Τους δίνεται ένα σάουντρακ και ένας κορμός και εκεί επάνω φτιάχνουν τις δικές τους ταινίες.
Και αυτό είναι πολύ βασικό, σε μία εποχή που πυροβολούμαστε από εικόνες, που έρχονται να μας καθορίσουν ακόμα και τον τρόπο που ονειρευόμαστε. Είναι ανάγκη να σου δίνεται η δυνατότητα να απελευθερωθείς από αυτόν τον καταιγισμό διαφορετικών εικόνων από το κινητό, την τηλεόραση… παντού έχει οθόνες. Το ραδιόφωνο, λοιπόν, ενώ ήρθε κάποια στιγμή που είπανε ότι πέθανε, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ζει ξανά μία άνθιση γιατί, η δύναμή του είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να φτιάχνουν τις δικές τους εικόνες και αναδεικνύει τον ήχο γιατί οι περισσότερες εικόνες που μας έρχονται είναι στο mute, πρέπει να πατήσεις το ηχειάκι για να ανοίξει ο ήχος, δεν είναι αυτονόητος.
INFO
• Τα ντοκιμαντέρ του Μ. Καραμαγγιώλη «Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους» προβάλλονται κάθε Τετάρτη στην ΕΡΤ2 (21.45).
• Στην interactive φόρμα τους θα αρχίσουν να προβάλλονται μέσα στους επόμενους μήνες μέσω της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
• Η ραδιοφωνική του εκπομπή μεταδίδεται κάθε Κυριακή στις 18.00 στο Τρίτο Πρόγραμμα
• Τα «Radio Movies» μπορείτε να βρείτε εδώ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
H σειρά αποδείχθηκε μια από τις πλέον επιτυχημένες στην ιστορία
Τι αναφέρουν οι πρώτες πληροφορίες
Το νέο επάγγελμα του Joey δεν έχει να κάνει με την ηθοποιία
Μια καλή χρονιά και για τη μικρή οθόνη
Γυναίκες και άνδρες ηλικίας 56 έως 70 ετών αναζητούν τον έρωτα και την αγάπη βγαίνοντας ραντεβού στα τυφλά
Αντί να εκβιάσει το συναίσθημα, παρουσιάζει την πραγματικότητα με σεβασμό και ευαισθησία
Πρεμιέρα στις 14 Φεβρουαρίου με διπλό επεισόδιο
Η νέα σειρά, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Jonnas Bonnier και σε μια από τις πιο διάσημες ληστείες της Σουηδίας, δίνει στον θεατή ό,τι ακριβώς περιμένει από μια καλή περιπέτεια
Η βραβευμένη με Όσκαρ δημιουργός θα συμμετάσχει στη νέα σειρά του HBO
Το «I Want to Break Free» των Queen θεωρείται φόρος τιμής στη σειρά
Τζένα Ορτέγκα και Κάθριν Ζετα-Τζόουνς επιστρέφουν δριμύτερες
«Goodbye Maestro, For now!»
Το HBO προσεγγίζει τον Βρετανό ηθοποιό για τον εμβληματικό ρόλο
Η πολυαναμενόμενη συνέχεια της σειράς έφτασε!
Πώς και πότε θα προβληθούν τα επεισόδια
Τι είπε η επιτυχημένη ηθοποιός για την γκαρνταρόμπα του ρόλου που υποδύθηκε
Τι ανέφερε ο δημιουργός της σειράς
Μαζί τους θα συμπρωταγωνιστεί και ο Πιρς Μπρόσναν
Η μέταλ σειρά που χαρακτήρισε τη νεανική κουλτούρα της δεκαετίας του 1990
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.