- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όσλο: Ο Ερρίκος Ίψεν, ο Παντελής Χορν κι ένας Ελλnνονορβnγός σ’ ένα καφέ
Τι συνδέει τους δύο θεατρικούς συγγραφείς; Πώς ένας δημοσιογράφος αποτυπώνει αυτή τη σχέση σήμερα;
Ένα ταξίδι στο Όσλο, που μας μεταφέρει στο παρόν και στην ιστορία της νορβηγικής πρωτεύουσας – Μέρος Β´
Στο τέρμα της γραμμής 1 του μετρό του Όσλο προς τα δυτικά υπάρχει ένα εμβληματικό σημείο συνάντησης όλης της πόλης: το Φρογκνερσέτερεν. Γενιές και γενιές έχουν περάσει απ’ αυτό το ιστορικό εστιατόριο, ακόμα και πριν από την ολοκλήρωση του μετρό το 1916. Εδώ έρχονται οι κάτοικοι της πόλης πριν και μετά τις βόλτες τους για τρέξιμο, πεζοπορία ή σκι αντοχής, για να πιουν έναν καφέ, μια μπίρα, να γιορτάσουν γενέθλια και γιορτές, αποφοιτήσεις και το konfirmasjon των παιδιών τους στα 15 τους, ή απλώς για να φάνε παραδοσιακά δίπλα στη φύση. (Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, το konfirmasjon είναι μια τελετή ενηλικίωσης –τύπου Μπαρ Μιτσβά–, που παλιά επιβεβαίωνε τη θέληση των εφήβων να παραμείνουν εντός της Νορβηγικής Λουθηρανικής Εκκλησίας, οπότε κι έπαιρναν το χρίσμα· από τα μέσα του 20ού αιώνα έχει χάσει το αμιγώς θρησκευτικό της πρόσημο κι έχει αποκτήσει κοσμικό χαρακτήρα για όσους δεν είναι χριστιανοί ή πιστοί γενικά).
Πίσω από το Φρογκνερσέτερεν απλώνεται η Μάρκα, τα δάση του λεκανοπεδίου που περικλείουν το Όσλο και απλώνονται σε 1.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα: έκταση λίγο μεγαλύτερη από ολόκληρη την Ανατολική Αττική. Μέσα τους θα βρεις λύγκες, ελάφια, άλκες και, φυσικά, ακούραστους πεζοπόρους που έχουν έρθει για ψυχαγωγία. Το επισημαίνω αυτό γιατί ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα πώς, ένα βράδυ του 1899, ο θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν –νεαρός αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και μεθυσμένος ολίγον από τις μπίρες που είχε προσφέρει στο πλήρωμα του θωρηκτού «Μιαούλης» ο πρόξενος της Ελλάδας στην Κριστιάνια (το Όσλο, δηλαδή)– πήρε μια άμαξα κι ανέβηκε ως το «δάσος [που] ήταν εκείνη την ώρα έρημο και τα διάφορα ξύλινα γραφικά εστιατόρια και καφενεία του όλα κλειστά», όπου βρήκε μπροστά του «ένα εξαίσιο ξανθό πλάσμα να μου λέει με γλυκιά φωνή κάτι φράσεις που εγώ βέβαια δεν καταλάβαινα, γιατί, εάν ήταν νεράιδα, θα τις είπε στην υπερκόσμια γλώσσα των στοιχειών του δάσους».
Η «νεράιδα» του ρομαντικού αξιωματικού ήταν, φυσικά, μια καθόλα φυσιολογική κάτοικος της Κριστιάνια, που έκανε, όπως είπαμε, τη βολτούλα της μέσα στη φύση. Λίγο το μεθύσι του Παντελή Χορν, λίγο το θάρρος εκείνης, λίγο το γεγονός ότι μπορούσαν να συνεννοηθούν μόνο με χειρονομίες και χαμόγελα («Ποιος κουτός ποιητής είπε πως ο έρωτας είναι η πλήρης συνεννόησις δύο όντων; […] Μιλούσαμε δύο διαφορετικές γλώσσες. Κι όμως μου φαίνεται πως ακριβώς αυτό θα είναι ο αληθινός έρωτας») η νεράιδα παίρνει τον Χορν και τον πάει σπίτι της, στην πόλη, να γνωρίσει τον πατέρα της «έναν ηλικιωμένο, παλιό ναυτικό, βαρύ στην κίνησή του από την ποδάγρα και τους ρευματισμούς, [που] κάπνιζε σε μια πολυθρόνα ξαπλωμένος την πίπα του». Να μην τα πολυλογούμε, ήπιαν όλοι μαζί –πατέρας ναυτικός, που συνεννοούνταν εντέλει με τον Χορν στα ιταλικά και τα γαλλικά, κόρη-νεράιδα, μητέρα «ιψενική νοικοκυρούλα» (λόγια του Χορν, όχι δικά μου– και ο Παντελής Χορν βρέθηκε να περνάει το βράδυ στον καναπέ της οικογένειας.
Από εκείνο το βράδυ, και για όσες μέρες έμεινε το πλοίο στην Κριστιάνια, ο Χορν έκανε καθημερινά παρέα μαζί τους. Μέχρι και τον Ίψεν τού γνώρισε η νεαρή «Λώρα», στο καφέ Γκραντ, όπου ο δραματουργός σύχναζε καθημερινά για να πιει την μπίρα του και να διαβάσει τις εφημερίδες του. «[…] δεν του ξέφευγε κοινωνικό σκάνδαλο ή γεγονός της ημέρας, απ’ αυτά που διάβαζε στις εφημερίδες ή του διηγούντο οι φίλοι του. Όλα αυτά ήσαν οι σπόροι που μέσα στη μεγάλη του ποιητική φαντασία γεννοβολούσαν και μας έδωσαν τ’ αθάνατα δημιουργήματά του», θα γράψει 34 χρόνια αργότερα, το 1933, ο Χορν στα «Παναθήναια»: μηνιαίον εικονογραφημένον περιοδικόν, σε δύο άρθρα με τον τίτλο «Στη χώρα του Ίψεν».
Όλα αυτά εγώ τα ξέρω λόγω της ακάματης περιέργειας του φίλου μου Αλέξανδρου Ζλατάνου Ίψεν, Ελληνονορβηγού συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολιτικού. Ο Αλέξανδρος έχει πάθος με παλιές αφίσες και λιθογραφίες, τις οποίες εντοπίζει και συλλέγει («έχω και μία του Βακιρτζή!» λέει με περηφάνια). Ψάχνοντας, λοιπόν, στο διαδίκτυο βρήκε μια γελοιογραφία που του άρεσε, εξώφυλλο κάποιας παλιάς εφημερίδας, που σατίριζε τα αθηναϊκά τεκταινόμενα με τρόπο που του φάνηκε πολύ σύγχρονος. Ο Αμερικανός πωλητής της του έστειλε το τεύχος, που είχε ξεμείνει στο σπίτι από το 2011.
«Ένα βράδυ βαριόμουν λίγο κι είπα να την ξεφυλλίσω, να δω τι έγραφαν κιόλας εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Κι ένα από τα άρθρα της τιτλοφορούνταν “Ταξίδι στη χώρα του Ίψεν”, υπογραφή: Παντελής Χορν. Εγώ τον Χορν δεν τον ήξερα καθόλου, ούτε τον γιο του τον Δημήτρη – στη Νορβηγία έχω μεγαλώσει. Ρώτησα όμως τη μητέρα μου και μου εξήγησε ότι ήταν σημαντικός θεατρικός συγγραφέας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, μαζί με τον Ξενόπουλο. Μου έκανε φοβερή εντύπωση η γραφή του, η γλαφυρότητά της, αλλά και το γεγονός ότι μπορούσα να αναγνωρίσω τοπόσημα της πόλης μου στα λόγια του – παρόλο που ο Χορν πολλές φορές θυμόταν τα ονόματά τους λάθος: το Χολμενκόλεν το λέει, ας πούμε, Οφενκόλεν. Το άρθρο υποσχόταν πως θα συνέχιζε η ιστορία στο επόμενο τεύχος. Αποφάσισα, λοιπόν, να το εντοπίσω».
Η έρευνα του Αλέξανδρου από τη Νορβηγία δεν ήταν συστηματική και πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να εντοπιστεί το άλλο μισό, παρόλο που τελικά χρειάστηκε ένας και μοναδικός άνθρωπος-κλειδί για να το βρει σχεδόν εν μία νυκτί: η καθηγήτρια θεατρολογίας του ΑΠΘ και γνώστρια του Ίψεν, Άννα Σταυρακοπούλου. Συναντήθηκαν με τον Αλέξανδρο και τον γιο του το Πάσχα που μας πέρασε στην Αθήνα και το επόμενο κιόλας πρωί, ενώ οι δύο Νορβηγοί ανέβαιναν στον Λυκαβηττό (how typical),ο Αλέξανδρος έλαβε στο κινητό του το PDF του δεύτερου άρθρου, όπου ο Χορν ανέφερε και τον ίδιο τον τρίτο ξάδερφο του προπάππου του (ακούγεται μακρινή η συγγένεια, αλλά είναι πολύ σπάνιο το όνομα Ίψεν σήμερα και όσοι το φέρουν προέρχονται από μία και μοναδική οικογένεια, μαζί και ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας).
«Την άλλη μέρα το απόγευμα η Λώρα με οδήγησε στο καφενείο εκείνο. Όταν πήγαμε, δεν είχε έρθει ακόμα [ο Ίψεν]. Ρωτήσαμε όμως το γκαρσόνι κι αμέσως μας έδειξε σε μια γωνιά ένα τραπεζάκι άδειο που είχαν φυλάξει για τον μεγάλο συγγραφέα. Ήταν το συνηθισμένο του τραπεζάκι, όπου ερχόταν και καθόταν κάθε μέρα. […] Σε λίγο ακούστηκε κάποιος ψίθυρος. Ένιωθε κανείς πως κάτι συνέβαινε. Αμέσως είδαμε από την πόρτα να μπαίνει με βήμα αργό ο Ίψεν και να πηγαίνει στο τραπέζι του. Το γκαρσόν τού έφερε ένα ποτήρι μεγάλο μπύρα και αρκετές εφημερίδες. Ρούφηξε λίγη μπύρα άναψε την πίπα του και άρχισε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες. Δίκαια η φήμη μας είχε εις την Ελλάδα φέρει και διαβάζαμε ότι ήταν φοβερός εφημεριδοφάγος. Το έβλεπα τώρα με τα ίδια μου τα μάτια. Έπειτα μου είπε και ο πατέρας της Λώρας πως δεν άφηνε ούτε την παραμικρή είδηση, ούτε και αυτά τα ενοικιαστήρια, που λέει ο λόγος, γιατί από όλα αυτά μπορούσε να βρει μια υπόθεση ή να δημιουργήσει έναν τύπο ή έναν χαρακτήρα. Λένε πως ιστορικά πολύ λίγο είχε διαβάσει και εάν είχε τυχόν διαβάσει δεν τα θυμότανε καθόλου, μα δεν του ξέφευγε κοινωνικό σκάνδαλο ή γεγονός της ημέρας απ’ αυτά που διάβαζε στις εφημερίδες ή του διηγούντο οι φίλοι του. Όλα αυτά ήσαν οι σπόροι που μέσα στη μεγάλη του ποιητική φαντασία γεννοβολούσαν και μας έδωσαν τ’ αθάνατα αριστουργήματά του».
Ο Παντελής Χορν ίσως υπερέβαλλε λίγο στη σημασία του καφενείου του ξενοδοχείου Γκραντ (γιατί περί αυτού επρόκειτο) στη δημιουργική φαντασία του Ίψεν: τα περισσότερά του «αθάνατα αριστουργήματα» τα είχε γράψει στο εξωτερικό, στη Γερμανία και την Ιταλία, και μόνο τέσσερα από αυτά θα γράφονταν στην Κριστιάνια μετά την τελική επιστροφή του στη χώρα. Το 1899, εξάλλου, όταν ο Χορν τον είδε για πρώτη και τελευταία φορά, ο Ίψεν θα εξέδιδε το τελευταίο έργο της ζωής του, το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί». Αλλά, κατά τ’ άλλα, πολλά από αυτά που γράφει ο νεαρός αξιωματικός του Ναυτικού συμπίπτουν μ’ αυτά που μαθαίνω από τον υπεύθυνο του μουσείου Ίψεν στο Όσλο, που με ξεναγεί στο τελευταίο σπίτι του θεατρικού συγγραφέα: όντως πήγαινε στο καφέ Γκραντ κάθε μέρα, στις 11 ακριβώς· όντως διάβαζε μόνο εφημερίδες, γερμανικές και ιταλικές· όντως έπινε μπίρα, ειδική εισαγωγή από τη Γερμανία για τον ίδιο· όντως καθόταν στο ίδιο τραπέζι και δεν τον ενοχλούσε απολύτως κανείς.
Αν ποτέ βρεθείτε στο Όσλο και σας αρέσει έστω και λίγο η λογοτεχνία, μια επίσκεψη στο μουσείο Ίψεν αξίζει τον κόπο: το σπίτι του έχει διατηρηθεί όπως ήταν κατά τον θάνατό του το 1906 και τον θάνατο της γυναίκας του, Σουζάνας, το 1914, έπειτα από προσπάθειες των ιψενόφιλων να ανακαινίσουν τον χώρο και να ανακτήσουν διάφορα έπιπλα που είχαν πουληθεί εδώ κι εκεί: ο χώρος είχε γίνει για πολλά χρόνια οδοντιατρείο και η μπανιέρα του Ίψεν είχε βρεθεί στη φάρμα κάποιου αγρότη ως ποτίστρα για τα ζωντανά του. Όλα αυτά αποκαταστάθηκαν, όπως και το γραφείο του, τα έπιπλά του, το τεράστιο πορτρέτο του ανταγωνιστή του, Αυγούστου Στρίντμπεργκ, που ήταν κρεμασμένο πίσω από την πλάτη του, πάνω από το τζάκι του γραφείου του, για να τον κρατάει πάντα σε επιφυλακή κι εγρήγορση. Και το πιάνο του σπιτιού, στο οποίο δεν έπαιζε κανείς –στον Ίψεν, λέει, δεν άρεσε καθόλου η μουσική, «αυτή η φασαρία»– εκτός από τον φίλο του Έντβαρντ Γκριγκ, που ερχόταν καμιά φορά επίσκεψη. Θα δείτε τη ρεντιγκότα του, το χαρακτηριστικό ημίψηλο καπέλο του, τα μετάλλιά του…
Μεταξύ αυτών και το παράσημο του Τάγματος του Μετζιτιέ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ίψεν το απαίτησε και το απέκτησε με τρόπο και για λόγο σχεδόν αστείο: επειδή παρέστη το 1869 στα επίσημα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ από τον νεοαναγνωρισθέντα χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά (εγγονό του Μεχμέτ Αλί της Καβάλας και γιο του τρομερού, για εμάς, Ιμπραήμ). Έναν χρόνο αργότερα, έγραφε στον δαιμόνιο Αρμενο-αιγύπτιο διπλωμάτη, και εκλεκτό του βασιλιά της Σουηδίας, Οχάν Ντεμιργκιάν: «Ως εκπρόσωπος της Νορβηγίας στα εγκαίνια της Διώρυγας του Σουέζ, πρέπει να είμαι μεταξύ εκείνων που θα παρασημοφορηθούν από την Αυτού Υψηλότητά του τον Χεδίβη […] μια τιμή ιδιαίτερα κολακευτική για μένα και, επιπλέον, το μεγαλύτερο δυνατό πλεονέκτημα στην εδραίωση της λογοτεχνικής μου θέσης στη Νορβηγία. Θα με βοηθούσε επίσης να αντισταθμίσω την περιφρόνηση που υπέστην στη χώρα μου, που απένειμε το παράσημο του Σαιντ Ούλαφ σε τόσους καλλιτέχνες, ζωγράφους, συνθέτες και μουσικούς, παραμελώντας με».
Ο Ντεμιργκιάν όντως μετέφερε την επιθυμία του στον χεδίβη, που του έστειλε εντέλει το μετάλλιό του –μαζί με άλλα 299 που μοίρασε σε όσους παρευρέθησαν στα εγκαίνια της Διώρυγας– έξι μήνες αργότερα κι αφού ο Ντεμιργκιάν είχε κλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο ως τρελός για να περιοριστεί η αχαλίνωτη μανία του να υφαίνει πλεκτάνες μες στην κυβέρνηση της Αιγύπτου. Όπως και να ’χει, ο Ίψεν πολύ το χάρηκε αυτό του το μετάλλιο, που φυσικά καμία επιρροή δεν είχε στην εδραίωση της θέσης του στο νορβηγικό λογοτεχνικό κατεστημένο. Του άρεσε όμως πολύ, όπως όλα του τα παράσημα: οι φίλοι του τον κορόιδευαν που συχνά τα φορούσε μέχρι και μες στο σπίτι του.
Εν πάση περιπτώσει, ας αφήσουμε τον Ίψεν και τις ιδιοτροπίες του (για τις οποίες μπορούν να γραφτούν μια σειρά από ξεχωριστά άρθρα) κι ας πάμε πάλι πίσω στο σύγχρονο Όσλο και τον νεαρό ελληνικής καταγωγής συγγενή του. Μετά την ανακάλυψη της σχέσης του Παντελή Χορν με το Όσλο, ο Αλέξανδρος –ως αρχισυντάκτης πολιτικού ρεπορτάζ του περιοδικού «Μινέρβα»– αποφάσισε να φτιάξει ολόκληρο βίντκαστ για την αναπάντεχη αυτή σύνδεση της μιας του πατρίδας με την άλλη. «Ήθελα να δείξω στους Νορβηγούς πώς είναι να έρχεται κάποιος από το εξωτερικό στο Όσλο του 1899 και να περιγράφει πράγματα που έχουν σχέση με το σήμερα: τα μέρη, τις συνήθειες, τους χαρακτήρες. Πράγματα ακόμα και σήμερα αναγνωρίσιμα».
Όπως η εξής περιγραφή που παραθέτει ο Χορν, αφού έχει αποχωρήσει ο Ίψεν από το καφέ Γκραντ: «Όσο περνούσε η ώρα και νύχτωνε, όλο κι ερχόταν κόσμος. Χαρούμενοι φοιτητές και φοιτήτριες, όλοι με τα ίδια ομοιόμορφα σκουφάκια, και άλλος, παντός είδους, κόσμος. Για μια στιγμή νόμισα πως βρίσκομαι στην Αθήνα […] Μα γρήγορα κατάλαβα πως είχα λάθος. Εκεί οι άνθρωποι δε συζητούσαν σοβαρά σαν Ρωμαίοι συγκλητικοί, ούτε είχαν καμιά όρεξη να λύσουν μέσα σ’ ένα βράδυ όλα τα σπουδαία πολιτικά ζητήματα. Δεν ήξερα τη γλώσσα τους, μα εύκολα καταλάβαινα από τη χαρούμενη όψη τους και από τις κινήσεις τους, από τα συνεχή και ανοιχτόκαρδα γέλια τους, πως εκεί μέσα όλοι μαζί, άνδρες και γυναίκες, κάθε άλλο παρά συζητούσαν σοβαρά, μα χαιρόντουσαν τη ζωή και προσπαθούσαν με εύθυμες κουβέντες να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα […] Ίσως κι εκεί οι άνθρωποι είναι καφενόβιοι, μα δεν πάνε στο καφενείο για να πλήξουν, να μελαγχολήσουν και να λύσουν το Ανατολικό ζήτημα, μα για να βρει ο ένας φίλος τον άλλο, και εκεί, όλοι με αγάπη, χωρίς γκρίνιες, να χαρούν τις λίγες ώρες που θα περάσουν μαζί».
Κοίτα να δεις, σκέφτομαι, οι Νορβηγοί ήταν το αντίθετο του μίζερου ακόμα κι όταν η χώρα τους ήταν πάμφτωχη. Έχουμε όλοι την εντύπωση πως η κοινωνία τους λειτουργεί τόσο καλά και οι άνθρωποι είναι ειλικρινείς και γεμάτοι εμπιστοσύνη ο ένας προς τον άλλον και προς το κράτος τους επειδή ζουν σε μια χώρα τόσο εύρωστη: Τα πετρέλαια, λέμε συχνά. Μα εδώ φαίνεται ότι και σε εποχές που η Νορβηγία έχανε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού σε μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω φτώχειας, θρησκευτικής καταπίεσης και έλλειψης φθηνής καλλιεργήσιμης γης –στα τέλη του 19ου αιώνα– οι Νορβηγοί δεν ήταν μίζεροι, ούτε τρώγανε τις σάρκες τους κι ο ένας τον άλλον. Δεν πορεύονταν με το «ποιος είναι αυτός;» και το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ούτε με το «ή μαζί μας ή εναντίον μας». Αντιθέτως, λόγω των κοινωνικών κινημάτων και του σχετικά φιλελεύθερου συντάγματος της χώρας τους, διατηρούσαν υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στην κοινωνία τους ήδη από τον 19ο αιώνα. Αυτή η παράδοση, σε συνδυασμό με το μεταπολεμικό «νορβηγικό μοντέλο» (περισσότερα γι’ αυτό σε μελλοντική καταγραφή) οδήγησε σε κάτι που στη χώρα μας φαντάζει απίστευτο: να μη σφετεριστεί καμία κυβέρνηση και κανένας δημόσιος λειτουργός τον πακτωλό των χρημάτων που έφερε η ανακάλυψη του πετρελαίου στις δυτικές ακτές της χώρας τη δεκαετία του 1960.
Αλλά για όλα αυτά χρειάζεται ένα ολόκληρο νέο άρθρο. Παρόλο που θραύσματα αυτής της πολύτιμης αξίας της εμπιστοσύνης εντόπισε ακόμα και ο Παντελής Χορν το μακρινό 1899.