- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Όσλο: Εισαγωγή σ’ ένα love affair που κρατάει χρόνια
Έρωτες και χωρισμοί, βροχές και χιόνια, κάτι από πολιτική και μια γεύση από νορβηγικές λιχουδιές
Ένα ταξίδι στο Όσλο, που μας μεταφέρει στο παρόν και στην ιστορία της νορβηγικής πρωτεύουσας – Μέρος Α´
Αν πριν από 26 χρόνια, όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στη Νορβηγία, κάποιος μου έλεγε ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα προσγειωνόμουν στο αεροδρόμιο του Όσλο και θα ένιωθα ότι έφτανα σπίτι μου, μπορεί να μην τον θεωρούσα ακριβώς τρελό, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσα να μαντέψω τη διαδρομή που θα είχα διανύσει ώστε να φτάσω –μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη του 2025– να σκάω ένα πλατύ χαμόγελο βλέποντας την πυκνή ομίχλη που με καλωσόριζε στη χώρα, με θερμοκρασία 20 βαθμούς χαμηλότερη απ’ ό,τι άφησα πίσω μου, στη γλυκιά, απατηλά φθινοπωρινή Αθήνα.
Οι Νορβηγοί κάτι ξέρουν, βλέπετε, κι εξαφανίζονται σε πιο θερμά κλίματα γύρω στα τέλη Οκτώβρη με μέσα Νοέμβρη: είναι αυτή η εποχή που έχει πιάσει μεν κρύο, μα δεν χιονίζει· μόνο βρέχει, βρέχει, βρέχει, ο ουρανός χαμηλώνει με το βαρύ του γκρίζο, η ομίχλη (κυρίως γύρω από το αεροδρόμιο – μεγάλη ιστορία αυτή παρεμπιπτόντως, ένα θρίλερ που περιέχει μέχρι και μια εξαιρετικά ύποπτη αυτοκτονία, που μοιάζει με φόνο, και στοιχεία που μυστηριωδώς εξαφανίστηκαν…), η ομίχλη λοιπόν, απλώνεται πυκνή και ο υδράργυρος δεν λέει να κατέβει κοντά στο πολυπόθητο μηδέν, να ασπρίσει η γη από το χιόνι, να φωτίσουν όλα.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την γκριζίλα, με ορατότητα στα τρία μέτρα, εγώ πάτησα στο πόδι μου στις ξύλινες σανίδες του αεροδρομίου, κοίταξα τις πινακίδες που ήταν γραμμένες στα νορβηγικά, άκουσα την τραγουδιστή λαλιά των εργαζομένων και τη θεραπευτική ησυχία που επικρατούσε στους γεμάτους κόσμο χώρους του αεροδρομίου, και σχεδόν μου ήρθαν δάκρυα συγκίνησης στα μάτια. Είχα καιρό να έρθω στο Όσλο. Ακόμα περισσότερο, είχα καιρό να έρθω με την προοπτική μιας ολόκληρης εβδομάδας γεμάτης μουσεία, θέατρα, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, τρέξιμο στην εξοχή, συναντήσεις με αγαπημένους φίλους, απερίγραπτα καλό καφέ και βόλτα γύρω από το φιόρδ.
Το πώς έφτασα να χαίρομαι με αυτή την προοπτική είναι μια αναπάντεχη ιστορία, αν σκεφτεί κανείς πόσες φορές το Όσλο κι εγώ έχουμε τσακωθεί και χωρίσει τα τσανάκια μας. Ας πούμε ότι η πρώτη φορά που θα μπορούσα να έχω κάνει σπίτι μου αυτήν την πόλη ήταν το μακρινό 2003, όταν με δέχτηκαν για μεταπτυχιακό φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο, με την προοπτική του διδακτορικού. Δεν κατάφερα να μείνω: 23 χρονών, φρεσκοχωρισμένη από τη Νορβηγίδα φίλη μου, προσγειώθηκα μέσα σε μια κατάλευκη, γεναριάτικη πόλη, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού για το πού έπεφτε η εστία του πανεπιστημίου σε σχέση με το κέντρο· τα πάντα μου φαίνονταν όπως ακριβώς ήταν: παγωμένα, λευκά, αποστειρωμένα.
Η περιπέτειά μου κράτησε 3 μέρες όλες κι όλες – ίσα που πρόλαβα να πάω να γραφτώ στη σχολή, να ανοίξω λογαριασμό στην τράπεζα, να ξεγραφτώ από το πανεπιστήμιο (ζητώντας χίλια συγγνώμη από τον καθηγητή που με είχε υποστηρίξει στην αίτησή μου) και να φύγω για θερμότερα κλίματα. Όσλο-Κρυστάλλη σημειώσατε 1.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα νορβηγικά μου βελτιώθηκαν, άρχισα να εργάζομαι ως μεταφράστρια. Οι σχέσεις μου με τη Νορβηγίδα φίλη μου και την οικογένειά της αποκαταστάθηκαν σε φιλικό επίπεδο, είχα πια δυο τρεις ανθρώπους να θεωρώ δικούς μου στον άγριο βορρά. Ξαναγύρισα στην άλλη μου αγάπη, την Αγγλία (όπου πρωτόμαθα και τα νορβηγικά), παράτησα άλλο ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία, το γύρισα στην ποίηση, μετακόμισα στην Κων/πολη, καταπιάστηκα με τα τουρκικά, η ελληνική οικονομία άρχισε να τρεκλίζει, μέχρι που κατάρρευσε. Γύρισα στην Ελλάδα. Έχασα τον πατέρα μου, μαζί και κάθε αίσθηση οικονομικής ασφάλειας.
Φτάνουμε στο 2015: καλοκαιράκι, η χώρα στα κάγκελα, ένα 62% ψηφίζει «όχι» στο δημοψήφισμα, εγώ βάζω το καπελάκι μου στραβά και φεύγω. Προσγειώνομαι στο Όσλο, έναν Αύγουστο με 18 βαθμούς και τον ήλιο να καίει το δέρμα τα μεσημέρια και τ’ απογεύματα, χωρίς να σε μαυρίζει. Ουρανοί πανύψηλοι. Στην Ελλάδα προετοιμάζονται για νέες εκλογές κι εγώ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αρνούμαι συνειδητά να ψηφίσω. Οι πολιτικοποιημένοι Νορβηγοί φίλοι μου με βρίζουν. Η κούρασή μου είναι τέτοια που δεν θέλω καν να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.
Για τους επόμενους έξι μήνες θα μάθω πώς να ντύνομαι υπό πάσα καιρική συνθήκη («δεν υπάρχει κακός καιρός», λένε οι Νορβηγοί, «μόνο κακό ντύσιμο»), πώς να τρέχω γύρω από τη λίμνη Songsvann 5 χλμ., καθημερινά, βρέξει-χιονίσει (στην κυριολεξία), πώς να ξυπνώ στις 5 το πρωί για να είμαι στη δουλειά στον παιδικό σταθμό στις 6.30, έχοντας περπατήσει μες στο μαύρο σκοτάδι των λόφων με το κέντρο της πόλης να λάμπει σαν διαμαντάκι, με τα στραφταλιστά του φωτάκια κάτω από τα πόδια μου και τα νησιά να κουρνιάζουν σαν σκοτεινοί δεινόσαυροι στο μαυρομπλέ φιόρδ του πρωινού, πώς να τρώω πατέ συκωτιού για κολατσιό με τα πιτσιρίκια 3-5 ετών, πώς να τους λέω ιστορίες από την ελληνική μυθολογία χωρίς να βαριούνται (δύσκολη πίστα), πώς να παίζω μαζί τους στον κήπο ξανά και ξανά χωρίς να βαριέμαι εγώ, πώς ν’ αλλάζω εκατοντάδες βρόμικες πάνες στα μικρότερα, πώς να συνεννοούμαι με ανθρώπους στις πιο περίεργες διαλέκτους της χώρας, πώς να καταλαβαίνω «παιδικά» νορβηγικά, πώς να αντιμετωπίζω τον (εξαιρετικά σπάνιο) υποδόριο ρατσισμό ορισμένων γονιών, πώς να κάνω υπομονή, υπομονή, υπομονή μες στο σκοτάδι και στο κρύο, πώς να ξοδεύω ελάχιστα και να τρώω κατ’ αποκλειστικότητα στο σπίτι, πώς η μία μελιτζάνα κοστίζει όσο 4 μερίδες σολομού και πώς τα νορβηγικά οπωροκηπευτικά από τα θερμοκήπια δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα δικά μας (από τα θερμοκήπια)· πώς είναι να γυρίζω με το μετρό στο σπίτι, σε μια από τις μεγαλοαστικές περιοχές της πόλης (γιατί εκεί ζούσαν οι οικοδεσπότες μου) και να νιώθω πραγματικά στο πετσί μου τι σημαίνει να ανήκω στην εργατική τάξη. Μεγάλο σχολείο το Όσλο.
Αυτούς τους μήνες του 2015/16 απέκτησα φίλους ζωής: τον Ελληνονορβηγό Αλέξανδρο Ίψεν (που θα σας παρουσιάσω συντόμως, μαζί με την έρευνά του για τον Παντελή Χορν), που τότε ήταν υπεύθυνος του εκλογικού προγράμματος του κόμματος της Δεξιάς στο νορβηγικό κοινοβούλιο· τον Στίαν Μπρούμαρκ, συγγραφέα, δημοσιογράφο, εκδότη με βαθιά πορεία στο κόμμα των Εργατικών, ήδη από τα νιάτα του· τον Ιζέτ Τζελάσιν, Τούρκο, κομμουνιστή, αντιφρονούντα συγγραφέα, που πέρασε τα πάνδεινα μέχρι να καταλήξει στο καταφύγιο της Νορβηγίας (διαβάστε και το βιβλίο του «Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα» από τις εκδόσεις Πόλις). Κι άλλους πολλούς.
Γιατί όμως αναφέρω αυτούς τους τρεις; Από τη μία, γιατί συνεχίζω να συνεργάζομαι μαζί τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (για χρόνια ολόκληρα π.χ. έγραφα για το ονλάιν περιοδικό που ίδρυσε ο Στίαν, το Agenda Magasin – disclaimer) κι από την άλλη, γιατί εδώ έχουμε το παράδειγμα τριών ανθρώπων που ψηφίζουν εντελώς διαφορετικά κόμματα κι όμως έχουν μόνο καλά λόγια να πουν ο ένας για τον άλλον, δημοσίως και ιδιωτικώς, χωρίς καμία φειδώ.
Αυτό είναι που πάντα ζήλευα στη Νορβηγία: τον πολιτικό της πολιτισμό. Ο οποίος πηγάζει, είναι η αλήθεια, από την κοινή επιθυμία για «υπεράσπιση του δημοσίου αγαθού», που λέει και ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Στέφανος Δημητρίου. Μια αίσθηση πολιτικής που δεν έχει ευτελιστεί από κόμματα και πολιτικούς που προασπίζονται, ξεδιάντροπα, τις επιμέρους, ιδιωτικές τους επιδιώξεις. Δεν λέω ότι όλα είναι ρόδινα· κι εκεί άνοδο της ακροδεξιάς καταγράφεται (και θα μας μιλήσει και γι’ αυτό ο Αλέξανδρος Ίψεν σε μελλοντική καταγραφή αυτού του ημερολογίου).
Το διακύβευμα της πολιτικής, όμως, παραμένει ένα: το δημόσιο αγαθό και το κοινό καλό –με τους πολιτικούς συμβιβασμούς που αυτό απαιτεί πάντα– και όχι οι ταυτοτικού τύπου επιδιώξεις μιας ομάδας κόντρα στις υπόλοιπες, σ’ ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ίσως φταίει γι’ αυτό και η μεταπολεμική παράδοση της Νορβηγίας στην αντι-σοβιετική σοσιαλδημοκρατία.
Το πώς οι ταξικοί πόλεμοι του Μεσοπολέμου οδήγησαν στον περίφημο μεταπολεμικό «ταξικό συμβιβασμό», το κοινωνικό κράτος και τη συνύπαρξή του με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, θα είναι κι αυτό θέμα μελλοντικής ημερολογιακής καταγραφής. Για την ώρα, ας επιστρέψω στα πιο «μπανάλ», ταξιδιωτικά χαρακτηριστικά αυτού του άρθρου.
Το πρώτο που έκανα σαν έφτασα σπίτι και άφησα τις βαλίτσες μου ήταν να πάω στο σούπερ μάρκετ. Ακούγεται αστείο, αλλά δεν είναι: όχι μόνο επειδή το να φας σ’ ένα εστιατόριο συνήθως σου κοστίζει όσο μισό νεφρό, αν έχεις μισθό Ελλάδας (υπάρχουν κι οι έξυπνες εξαιρέσεις, θα τις μαρτυρήσω κι αυτές στο μέλλον), αλλά γιατί, ειλικρινά, μου είχε λείψει εκείνο το πατέ συκωτιού (leverpostei). Και ο καφές. Και η ολόκληρη βρόμη, όχι η σπασμένη, η χωρίς γλουτένη, για πρωινό ή grøt, ένα ρυζόγαλο χωρίς ρύζι και χωρίς ζάχαρη, ουσιαστικά «βρομόγαλο». Και το αδιανόητα νόστιμο καφέ τυρί (brunost), που για να γίνει βράζουν τυρόγαλο, γάλα και κρέμα μέχρι να καραμελώσουν τα σάκχαρα της λακτόζης και να δώσουν στο τυρί μια γλυκιά, σαν καραμέλα, γεύση. Και ο άγριος σολωμός τους (lax). Και η παραδοσιακή τους γαριδοσαλάτα (rekesalat). Τα φιλετάκια σκουμπριού με σάλτσα ντομάτας, που τρώγονται σε ανοιχτό σάντουιτς (smrøbrød). Και το ψωμί για τα ανοιχτά τους σάντουιτς.
Αχ το ψωμί τους... Οι Νορβηγοί, λένε, καταναλώνουν το περισσότερο ψωμί στον κόσμο: 38,5 κιλά το άτομο ανά έτος! (Και στον καφέ πάνε για πρωτιά, με 9,8 κιλά κατ’ άτομο τον χρόνο, αλλά τους τρώει η Φινλανδία με 11,9 κιλά. Εμείς, ας πούμε, που το παίζουμε και πολύ του φρέντο, καταναλώνουμε μόνο 5,5 κιλά.) Και λογικό: αφού το τρώνε στο δεύτερο πιο βασικό γεύμα της ημέρας, το πρωινό, και στο κολατσιό τους. Οι Νορβηγοί, να ξέρετε, δεν τρώνε μεσημεριανό, ούτε δείπνο: τρώνε middag, το φαγητό του «μέσου της ημέρας», ήτοι στις 5.30 το απόγευμα. Αργότερα δεν έχει· άντε να έχει κάνα φρούτο ή κάνα τσάι ή κι άλλο καφέ. Ή ακόμα και μια βόλτα με τα σκι ή κάνα τρεξιματάκι. Κι εσείς που πιστεύατε τον Οβελίξ: ότι και καλά οι Ρωμαίοι ήταν τρελοί…
Τέλος πάντων! Νορβηγικό ψωμί: από βρόμη, σίκαλη, πίτουρο, σπόρους κι ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Δεκάδες παραλλαγές, καθημερινά διαθέσιμες στους πάρα πολλούς φούρνους που, εκτός από το ψωμί, ψήνουν και το εμβληματικό νορβηγικό bolle: το τσουρεκάκι/μπριός που έχει βάση το κάρδαμο. Και καμία σχέση δεν έχει με αυτές τις βλακείες που σας περνούν τώρα τελευταία στην Ελλάδα διάφορα hipsteroκαφέ ως «cardamom buns», με γλασαρισμένες ζάχαρες κι αηδίες: αυτές είναι σουηδικές χαζομάρες. Όχι· το μπόλλε το σωστό είναι απλό και μοσχομυρίζει κάρδαμο και αγάπη. Τίποτε άλλο. Πάρτε και τη συνταγή:
Παραδοσιακή συνταγή για μπόλλε της οικογένειας Rytter
800 γρ. αλεύρι / μισό λίτρο γάλα/ 40 γρ. φρέσκια μαγιά / 150 γρ. ζάχαρη / μισό κουτάλι κάρδαμο /
150 γρ. αλατισμένο βούτυρο / 1 αυγό
Λιώστε το βούτυρο, ρίξτε το γάλα, ανακατέψτε.
Βάλτε το μείγμα σε ένα μπολ, ρίξτε τη μαγιά και ανακατέψτε.
Προσθέστε τη ζάχαρη, το κάρδαμο και το αυγό.
Προσθέστε το μισό αλεύρι. Πλάστε καλά.
Προσθέστε τα υπόλοιπα υλικά. Ξαναπλάστε.
Απλώστε το μείγμα με τον πλάστη.
Στο απλωμένο μείγμα προσθέστε μια λεπτή στρώση βουτύρου και ζάχαρης.
Κάντε το ρολό και κόψτε το σε 25 περίπου κομμάτια.
Κάντε τα μπαλίτσες (όσο περίπου ένα μπαλάκι του τένις).
Βάλτε τα σε ταψί με αντικολλητικό χαρτί.
Αφήστε τα να φουσκώσουν για 45 λεπτά.
Αλείψτε τα με αυγό. Και βάλτε τα στον φούρνο στους 250 βαθμούς για 10-12 λεπτά.
Håper det smaker!
Στις επόμενες ημερολογιακές καταγραφές: Μουσεία, βιβλιοθήκες, νορβηγική σοσιαλδημοκρατία, άνοδος της ακροδεξιάς, κι ένα βίντκαστ για τον θεατρικό συγγραφέα Παντελή Χορν, τη νεράιδα που βρήκε στο νορβηγικό δάσος και τον οδήγησε, εν έτει 1899, πού αλλού; Στο τραπέζι του Ερρίκου Ίψεν.
Vi sees snart! (Τα λέμε σύντομα!)