- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ένα προσωπικό οδοιπορικό από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Μια αφήγηση για την απώλεια, τη φροντίδα και την εσωτερική επανεκκίνηση μέσα από το ταξίδι.
24 Οκτωβρίου 2025 | Στο διαμέρισμα υπάρχουν ακόμα αντικείμενα δικά του (η βούρτσα, το πιάτο, η άμμος του) στα οποία το βλέμμα συνεχίζει να σκοντάφτει. Όμως ό,τι ζήσαμε μαζί έχει ήδη –μέσα σ’ έναν μήνα– μετακομίσει στη μυστηριώδη χώρα της μνήμης. Από εκεί πηγαινοέρχεται, σαν αεράκι, άλλοτε με άλλη μυρωδιά και ένταση: τη μια φυσάει λύπη για τα λεμονιά μάτια που πέτρωσαν, την άλλη ανακούφιση που δεν έχω πια τη φροντίδα του, κι άλλοτε πάλι ένα κράμα των δύο. Χωρίς κάποιον να φροντίζεις, που σε αναγνωρίζει και σου απευθύνεται, είσαι όντως πιο ελεύθερος, αλλά και πιο… ασήμαντος απ’ ό,τι πριν.
Σε κάθε περίπτωση, για πρώτη φορά μέσα στα τελευταία 11 χρόνια, κλείνω πίσω μου την πόρτα του σπιτιού τόσο τελεσίδικα. Γιατί, αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς πίσω της. Για τις μέρες που θα είμαι Θεσσαλονίκη, το διαμέρισμα θα μείνει άδειο, αδρανές, χωρίς κίνηση. Ούτε θα υπάρχει λόγος να πάρω τηλέφωνο για να μάθω «τι γίνεται».
Η ώρα είναι έξι το πρωί. Πέντε λεπτά μετά την (καθυστερημένη) αναχώρηση, το τρένο σταματάει και γυρνά πίσω στον σταθμό Λαρίσης, «για να γίνει έλεγχος του τροχαίου υλικού», σύμφωνα με την αμήχανη (κυριολεκτικά!) ανακοίνωση. Το σούσουρο παίρνει φωτιά ανάμεσα στους επιβάτες – δυο Δανοί αποχωρούν με συνοπτικές διαδικασίες σέρνοντας τα μπαγκάζια τους, κάποιος καλεί ένα τηλεοπτικό κανάλι για να ενημερώσει πως «τα νέα Τέμπη βρίσκονται σε εξέλιξη». Κάνω την παράλογη σκέψη ότι το σύμπαν μπαίνει σε επανεκκίνηση – τι θα μπορούσε, άραγε, αυτό να περιλαμβάνει;
Όμως όχι. Καμία γραμμικότητα δεν καταλύεται, όχι σήμερα, και σε άλλα είκοσι λεπτά οδεύουμε προς τον προγραμματισμένο μας προορισμό. Περνάμε χωρίς απρόοπτα δίπλα από τους ανάγλυφους όγκους της Οίτης και του Παρνασσού και βγαίνουμε κάτω απ’ τον ωκεάνιο ουρανό του θεσσαλικού κάμπου. Όσο μακριά κι αν στοχεύεις να φτάσεις, αυτός ο ουρανός φτάνει μακρύτερα. Μέσα στα βαγόνια επικρατεί η γνωστή ατμόσφαιρα της μετέωρης, εφήμερης συνύπαρξης, όπου όλοι κρατιόμαστε φιλότιμα μέσα στα όρια του χώρου που μας αναλογεί. Σχεδόν. Διαδικασία που ειλικρινά θα διευκολυνόταν πολύ αν ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων αποφάσιζε να εκδώσει έναν οδηγό savoir vivre για τη χρήση των κινητών.
25 Οκτωβρίου 2025 | Από το μπαλκόνι του Airbnb όπου καταλύουμε, βλέπω ανθρώπους τεμαχισμένους στο εσωτερικό του νοσοκομείου που εκτείνεται για πάνω από 200 μέτρα απέναντί μας. Ασθενείς, νοσοκόμες, γιατροί εμφανίζονται σ’ ένα παράθυρο, κάνουν τρία βήματα και χάνονται κρυμμένοι από τον τοίχο, για να επανεμφανιστούν στο επόμενο παράθυρο καθώς διασχίζουν τον μακρύ διάδρομο, είτε επίπονα, σπρώχνοντας τροχήλατους ορούς, είτε βιαστικά, κατευθυνόμενοι προς κάποιο γραφείο. Αυτή η διακοπτόμενη, καρέ καρέ παρέλαση έχει κάτι το υπνωτιστικό, είναι δύσκολο να αποστρέψεις το βλέμμα. Είναι σαν αλληγορία κάποιας αλήθειας για το πώς εναλλάσσονται η παρουσία και η απουσία, η παύση και η κίνηση, σαν το βλέμμα μου να ήταν ένα φανάρι της τροχαίας στο οποίο συμμορφώνονται ανεπίγνωστα οι άνθρωποι στα απέναντι παράθυρα.
Κομμάτια του φθινοπωρινού ουρανού φυλλοροούν επάνω στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, γάτες κάθε ηλικίας και χρώματος αλητεύουν μέσα κι έξω από το προαύλιο του νοσοκομείου. Εμείς προβάρουμε μια ζωή χωρίς υποχρεώσεις, παίρνουμε τον πρώτο καφέ στο μπαλκόνι και τον δεύτερο στο κρεβάτι, γευόμαστε την αξία της απραξίας. Γνωρίζουμε καλά ότι ετούτες τις γιορτινές μέρες, αύριο του Πολιούχου, μετά η 28η, στην πόλη συρρέει πλήθος επισκεπτών για ατέλειωτο σουλάτσο και ψώνια, όπως επίσης και για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που ξεκινάει στις 30, και δεν βιαζόμαστε ιδιαίτερα να τους συναντήσουμε.
Εγώ βρίσκομαι εδώ περισσότερο για να μην είμαι για λίγο εκεί απ’ όπου έφυγα, και λιγότερο γιατί αυτή η πόλη είναι ένας προορισμός. Είναι μια δυσεξήγητη αλλά πολύ παλιά αίσθηση. Το πραγματικό γεγονός είναι η απουσία μου από «εκεί», από τον οικείο τόπο που αποδείχτηκε μπολιασμένος με κάποια ανεπάρκεια ή απογοήτευση ή απώλεια. Τώρα, όσα εκτυλίσσονται εδώ έχουν προαιρετικό χαρακτήρα, τα πάντα θα μπορούσαν να είναι άλλα. Και μέσα σ’ αυτά, ψάχνω το Θαυμαστό, εκείνο το απροσδιόριστο je ne sais quoi που θα με αποζημίωνε και θα δικαίωνε το φευγιό μου. Ο κίνδυνος εδώ είναι να εγκαινιαστεί ένα καθεστώς μόνιμης αναζήτησης, να μπει κανείς σ’ ένα διηνεκές παρόν, μόνιμα ανήσυχο κι απαρηγόρητο.
26 Οκτωβρίου 2025 | Πάλι στο μπαλκόνι, απέναντι από την κυλιόμενη ανθρωπότητα, για καφέ και τσιγάρο. «Το γράψιμο είναι λίγο σαν το ψάρεμα», του λέω. «Γι’ αυτό δεν θα μου μιλάς». Εις απάντηση εκείνος μπαίνει στο δωμάτιο και φέρνει το βιβλίο του. Σημειώνω νοερά να του κάνω κι εγώ ένα μικρό δώρο σε ανύποπτη στιγμή. Είναι επίσης σαν πλωτή πλατφόρμα εξόρυξης κάποιου σπάνιου υλικού. Η σπανιότητα έγκειται στο ότι, πριν το εντοπίσεις, δεν υπάρχει ακριβώς. Με την ανάσυρσή του παίρνει μορφή. Η διατύπωση το καθορίζει.
Πάνω από το κεφάλι μας, ένα ατέλειωτο σμάρι από μαύρα πουλιά κατευθύνονται νωρίς το απόγευμα προς τη Δύση. Τα έχουμε ξαναδεί και ξανακούσει. Κατά μόνας ή σε μικρές ομάδες, διαγράφουν μια τεράστια κυκλική τροχιά για να επιστρέψουν το δειλινό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για ώρα πολλή, διακρίνουμε τα σκουρόχρωμα κορμιά τους στο φόντο του ουρανού που σκοτεινιάζει, μέχρι που γίνονται ένα με αυτόν και ακούμε πλέον μόνο τα σποραδικά κρωξίματά τους. Ένας κύκλος σε αέναη ροή, επιστροφή κι επανεκκίνηση, όπου διαβάζω κάτι από τη δική μου διαδρομή.
27 Οκτωβρίου 2025 | Ο Πολιούχος της Θεσσαλονίκης ή έστω ένας φίλος που πρόσφατα έφυγε στο εξωτερικό, μου χάρισε χτες ένα ποδήλατο! Είναι κι αυτό σαν ένα κατοικίδιο που υιοθετείς με σκοπό να περάσεις πολύ καιρό μαζί του, με αμοιβαία χαρά και φροντίδα.
Η πρώτη πράξη φροντίδας είναι να διασχίσω την πόλη μ’ αυτό αξημέρωτα, με τα μπαγκάζια μου στην πλάτη, για να το παραδώσω στη σκευοφόρο του τρένου που θα μας κατέβαζε και τους δυο στην Αθήνα. Στον σιδηροδρομικό σταθμό έπρεπε να βρίσκομαι στις 5:20, όχι αργότερα. Όλο το βράδυ τσαλαβουτούσα στα ρηχά του ύπνου, ετοιμοπόλεμος, ώστε, μόλις σημάνει το ξυπνητήρι, να ριχτώ σ’ αυτή την περιπέτεια. Χωρίς καμία βεβαιότητα ότι θα μπορούσα να φέρω σε πέρας αυτό το πλάνο, τελικά τα κατάφερα.
Στο τρένο, τη χαρά της επιτυχίας την έσκιαζε η επιθυμία να είχε η τόσο σύντομη και γεμάτη δράση νύχτα άλλες δυο τρεις ώρες σκοταδιού, για να δρέψω τη δίκαιη ανταμοιβή μου – λίγο ακόμα ύπνο. Όμως όχι. Ο χρόνος ρέει απρόσκοπτος προς το μέλλον κι ο ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό ασυγκράτητος, ενώ εμείς, σαν τα μαύρα πουλιά, καλύπτουμε αντίστροφα την ίδια διαδρομή: Πλατύ-Κατερίνη-Παλαιοφάρσαλος...
Κατευθύνομαι προς τη νησίδα ζωής που άφησα πριν από τέσσερις μέρες και που τώρα μεγαλώνει ολοένα μέχρι να γίνει ήπειρος και να με καταπιεί. Όμως γυρνάω στο ακίνητο διαμέρισμα ενισχυμένος, με τρόπαιο ένα καινούργιο ποδήλατο. Το ταξίδι αυτό ήταν ένα σημείο στίξης, μια άνω τελεία πριν την επανεκκίνηση. Κι ο δρόμος μπροστά ανοιχτός.