Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Βερολίνο: Εκεί όπου η Ευρώπη, κάποτε, χωρίστηκε στα δύο
Ταξίδι στο Βερολίνο: Χαρτογραφώντας την Ιστορία του 20ού αιώνα σε μια πόλη, που έγινε σύμβολο της Ευρώπης | Μέρος 1ο
Τον Αύγουστο το Βερολίνο αδειάζει από τα αυτοκίνητα, σαν να απλώνεται μπροστά σου το παράδειγμα μιας ιδανικής πόλης που το κύριο μέσο μεταφοράς είναι το ποδήλατο. Είναι τόσο όμορφα, σχεδόν ειδυλλιακά, πολλές φορές πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται... «θα ζούσα εδώ».
Οι τόσο διαφορετικές γειτονιές και τα τέλεια μουσεία Ιστορίας και Τέχνης που μπορείς να περάσεις ώρες ολόκληρες, οι δεντροστοιχίες στους ήσυχους δρόμους και όλα αυτά τα κτίρια που συχνά έχεις την παρόρμηση να σταματήσεις να τα παρατηρήσεις, οι περίπατοι στις όχθες του ποταμού Σπρέε ειδικά τα απογεύματα μιας ηλιόλουστης μέρας, το Τιργκάρντεν, αυτό το τεράστιο πάρκο στην καρδιά της πόλης που θες να μπεις μέσα του και να ησυχάσεις, το ότι μπορείς να πάρεις το ποδήλατο και να πας από τη μια άκρη μέχρι την άλλη διασχίζοντας το εμβληματικό του κέντρο με όλα αυτά τα μνημεία που από πάνω τους περνάνε στρώματα Ιστορίας και έχουν αποκτήσει σύγχρονη ζωή, τα ωραία καφέ και τα μέρη για να φας από όλες τις κουζίνες του κόσμου, η νυχτερινή ζωή (αν σε ενδιαφέρει), αυτή η αίσθηση ανεκτικότητας που σε κάνει να πιστεύεις πως όλοι και όλα χωρούν εδώ… Αν εξαιρέσεις τους πολλούς άστεγους, εξαθλιωμένους από το ποτό και τα ναρκωτικά ανθρώπους που συναντάς στο Κρόιτσμπεργκ, στην πιο εναλλακτική γειτονιά του Βερολίνου, που όπως μάθαμε έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και είναι μια διαφορετική συζήτηση, η γεύση που σου μένει είναι αυτή μιας μητρόπολης στα ανθρώπινα μέτρα, με ποιότητα ζωής, χαλαρούς κατοίκους και καθαρό αέρα.
Το Βερολίνο, ωστόσο, εκτός από χίλια άλλα πράγματα, είναι ο ιδανικός τόπος για να κάνεις μαθήματα ευρωπαϊκής ιστορίας, επιστρέφοντας στο γεγονός που καθόρισε την Ευρώπη και τον κόσμο (μας): στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ακόμα περισσότερο, στον Ψυχρό Πόλεμο που ακολούθησε. Η πρωτεύουσα του Γ’ Ράιχ, αφού ισοπεδώθηκε από τους Συμμάχους, μια αδιανόητη εποχή παντού βασίλευαν ο όλεθρος και η καταστροφή σε κάθε επίπεδο –υλικό, ανθρωπιστικό, ηθικό–, μοιράστηκε από τους νικητές πρώτα στα τέσσερα και μετά στα δύο, μένοντας διαιρεμένο μέχρι το 1989. Εμείς, της γενιά μου, ήμασταν παιδιά και έφηβοι όταν ακόμα Ανατολή και Δύση σήμαιναν δύο τόσο διαφορετικούς και εχθρικούς κόσμους.
Το τείχος έχει πέσει εδώ και δεκαετίες και σήμερα η πόλη κυλά αδιάκοπα από γειτονιά σε γειτονιά, με αυτή την ανεμελιά στην ατμόσφαιρα. Κι όμως, τα ίχνη της Ιστορίας υπάρχουν παντού, αν ξέρεις να τα διακρίνεις. Αυτά είναι που φτιάχουν την αρχιτεκτονική και τη φυσιογνωμία της.
Κι έτσι, τις πρώτες μέρες ήταν μια απορία που είχα: από πού ακριβώς περνούσε το Τείχος⋅ κι εδώ τώρα είμαστε στο πρωήν Ανατολικό ή στο πρώην Δυτικό κομμάτι; Ίσως επειδή τέτοιους περίεργους καιρούς, που η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων μοιάζει να έχει τελειώσει, είναι σαν να ξεχάσαμε τις τραγωδίες του παρελθόντος⋅ κι ενώ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο μάθαμε να κοιτάμε μπροστά, τώρα έχουμε ένα σωρό λόγους να πιστεύουμε ότι γυρνάμε πίσω. Ίσως για αυτό να αισθάνεται κανείς μια θαλπωρή επιστρέφοντας στη μνήμη του 20ού αιώνα – πόσο μάλλον αν βρίσκεται σ’ αυτή την πόλη.
Για τη γενιά των ανθρώπων που τα πρόλαβε, η Μάχη του Βερολίνου που έληξε τον πιο καταστροφικό πόλεμο στην ανθρώπινη ιστορία, η ιστορία του Τείχους και του Ψυχρού Πολέμου, η ζωή στο Δυτικό και το Ανατολικό Βερολίνο και η Ανατολική Ευρώπη πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ένα φυσικό και ιδεολογικό σύνορο που περιόριζε την ελευθερία, είναι γνωστά. Όσο περνούν τα χρόνια, όμως, ξεχνάμε.
Αναρωτιέμαι πόσοι από τους νεότερους που ταξιδεύουν στο Βερολίνο ξέρουν σήμερα για αυτά τα πράγματα, και τι καταλαβαίνει κάποιος όταν του λες ότι για 40 ολόκληρα χρόνια το Δυτικό Βερολίνο ήταν ένα «νησί». Πόσο παράξενο ακούγεται και μόνο το να λες αυτή τη φράση…
Η ιστορία του Βερολίνου είναι η ιστορία της ίδιας της Ευρώπης. Από πού να αρχίσει κανείς…
Teufelsberg, το Βουνό του Διαβόλου
Ίσως από εκείνη τη βόλτα με το αυτοκίνητο στα προάστια, πηγαίνοντας για Πόντσταμ – πολλοί πηγαίνουν με το τρένο, η περιοχή προτείνεται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς σαν must see. Το ίδιο το ταξίδι είναι εμπειρία: αφήνεις πίσω σου το κέντρο με τα μνημεία και τους ποδηλάτες, και σιγά-σιγά βγαίνεις σε πιο ανοιχτούς δρόμους, μέσα από δάση και λίμνες που θυμίζουν πόσο πράσινο αγκαλιάζει το Βερολίνο. Πριν φτάσουμε στο Πότσνταμ, προηγήθηκαν δύο στάσεις, σε δύο τόπους που συμπυκνώνουν με τον πιο απρόσμενο τρόπο την ιστορία του 20ού αιώνα.
Το Βουνό του Διαβόλου λίγοι το γνωρίζουν. Το Teufelsberg, όπως λέγεται, είναι το ψηλότερο σημείο του Βερολίνου – περίπου 120 μέτρα. Ανηφορίζοντας τον δρόμο περιμετρικά του λόφου, έτσι καταπράσινα και με αυτή την ησυχία της φύσης, είναι αδύνατον να φανταστείς ότι «πατάς» πάνω στα χαλάσματα μιας ολόκληρης πόλης.
Μετά το τέλος του πολέμου, όταν όλες οι πόλεις της Ευρώπης ήταν κατεστραμμένες, πάνω από 26 εκατομμύρια κυβικά μέτρα μπάζα από τα βομβαρδισμένα κτίρια του Βερολίνου (το 50% των κατοικιών) αποτέθηκαν εδώ, σχηματίζοντας έναν τεχνητό λόφο. Στη βάση του λόφου, παραμένει θαμμένο ένα μισοτελειωμένο ναζιστικό στρατιωτικό τεχνικό πανεπιστήμιο, έργο του Άλμπερτ Σπέερ, επικεφαλής αρχιτέκτονα του Γ΄ Ράιχ που υπηρετούσε το όραμα του Χίτλερ να μετατρέψει το Βερολίνο σε «παγκόσμια πρωτεύουσα», με μνημειακούς άξονες, τεράστια φόρα και θόλους.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις μακέτες βλέπουμε στο μουσείο που υπάρχει στην κορυφή του λόφου. Οι Δυτικογερμανοί, αντί να το κατεδαφίσουν, το έθαψαν κάτω από τα μπάζα που έφερναν οι «γυναίκες των ερειπίων» (Trümmerfrauen) όπως λέγονταν, οι οποίες ανέλαβαν να καθαρίσουν τα ερείπια και να συμβάλουν στην ανοικοδόμηση της πόλης (αντρικός πληθυσμός δεν ήταν ιδιαίτερα διαθέσιμος λόγω των τεράστιων απωλειών στον πόλεμο).
Οι αποθέσεις ερειπίων ξεκίνησαν το 1950, αποτελώντας μέρος ενός μεγάλου πολεοδομικού σχεδίου για την ανασυγκρότηση του Βερολίνου, και κατ’ επέκταση της Δυτικής Γερμανίας, ενώ τα δέντρα που φύτεψαν από πάνω έγιναν το δάσος που βλέπουμε τώρα…
Αν όλα αυτά, λοιπόν, βρίσκονται από κάτω, στην κορυφή του λόφου ο επισκέπτης μεταφέρεται στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου: εδώ, ψηλά, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έστησαν έναν σταθμό υποκλοπών, με αυτές τις τεράστιες κεραίες που σάρωναν το Ανατολικό Βερολίνο και τη Σοβιετική Ένωση. Οι λευκοί θόλοι προστασίας των ραντάρ, σήμερα εγκαταλελειμμένοι και γεμάτοι street art, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα σαν να σταμάτησε ο χρόνος.
Ο σταθμός λειτουργούσε μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, γύρω στο 1989, όλα αυτά τα χρόνια δηλαδή που η πόλη του Βερολίνου έμεινε χωρισμένη στα δύο: το ένα κομμάτι υπό τη διοίκηση των Δυτικών, το άλλο στη σφαίρα επιρροής των Σοβιετικών.
Η Γέφυρα των Κατασκόπων
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας, λίγο πριν μπούμε στο Πότσνταμ, κάνουμε μια δεύτερη στάση στην περίφημη «Γέφυρα των Κατασκόπων» (Glienicke Brücke), που περνάει πάνω από τον ποταμό Χάβελ. Ο Χάβελ διασχίζει επίσης το Βερολίνο δυτικά (ο Σπρέε περνάει από το κέντρο της πόλης) και με τις λίμνες του σχημάτιζε ένα φυσικό σύνορο Ανατολής-Δύσης.
Η γέφυρα αυτή ήταν ένα σημαντικό πέρασμα, καθώς από τη μια πλευρά ήταν το Δυτικό Βερολίνο κι από την άλλη η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (το ανατολικό της τμήμα): εδώ Αμερικανοί και Σοβιετικοί αντάλλαζαν κατασκόπους. Κάποιες από αυτές τις ανταλλαγές μάλιστα έχουν μείνει στην ιστορία — η ταινία «Η γέφυρα των κατασκόπων» με τον Τομ Χανκς μιλά για μία από αυτές.
Φτάνοντας στο Πότσνταμ
Μόλις 24 χιλιόμετρα από το Βερολίνο, είναι αγαπημένος προορισμός ημερήσιων εκδρομών για κατοίκους και επισκέπτες του.
Μια πόλη-σκηνικό, όπου η ιστορία της Πρωσίας συναντά την ιστορία του 20ού αιώνα. Τα ανάκτορα και οι κήποι της θυμίζουν Βερσαλλίες σε μινιατούρα. Το πιο διάσημο είναι το Sanssouci, θερινό παλάτι του Φρειδερίκου του Μεγάλου.
Το όνομά του σημαίνει «χωρίς έγνοιες»: ο βασιλιάς ήθελε έναν τόπο μακριά από το Βερολίνο, για φιλοσοφία, μουσική και συζητήσεις με διανοούμενους, χωρίς τα άγχη της αυλής. Ο συνδυασμός ροκοκό αρχιτεκτονικής με τους τεράστιους αναβαθμούς από αμπέλια το κάνει να μοιάζει βγαλμένο από πίνακα.
Αλλά το Πότσνταμ δεν είναι μόνο παλάτια, υπέροχα σπίτια και αρχοντικά, και όλη αυτή η υπέροχη φύση. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε, με τα πόδια πλέον, στον προορισμό μας, μια που έχουμε έρθει εδώ για έναν επιπλέον λόγο.
Το καλοκαίρι του 1945 (Ιούλιο με Αύγουστο), μετά την ήττα του Χίτλερ που επισφραγίστηκε με την κατάληψη του Ράχισταγκ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αυτό το μικρό μέρος έγινε το κέντρο του κόσμου: στο Cecilienhof Palace, ένα αγγλικού στυλ ανάκτορο που χτίστηκε από τον Πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ της Πρωσίας για τον γιο του Γουλιέλμο και τη νύφη του Σεσίλιε, συναντήθηκαν οι νικητές του πολέμου –ο Στάλιν, ο Τρούμαν και ο Τσόρτσιλ (και στη συνέχεια ο Άτλι)– για να μοιράσουν το Βερολίνο, τη Γερμανία και κατ’ ουσίαν τη μισή Ευρώπη σε ζώνες επιρροής. Το εσωτερικό του δυστυχώς δεν ήταν επισκέψιμο λόγω εργασιών κι έτσι δεν είδαμε τα δωμάτια, που είναι ακόμα όπως τότε – το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι σημαίες, οι καρέκλες... σαν να αισθάνεσαι το βάρος των συζητήσεων. Είχε προηγηθεί βεβαίως η Γιάλτα, τον Φεβρουάριο του 1945, όταν συναντήθηκαν οι «τρεις Μεγάλοι» βέβαιοι πως η Γερμανία θα ηττηθεί, με τον Ρούσβετλ τότε πρόεδρο των ΗΠΑ στη θέση του Τρούμαν.
Εκεί λοιπόν η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής (Αμερικανική, Βρετανική, Γαλλική και Σοβιετική), μέχρι που ιδρύθηκαν οι δύο Γερμανίες το 1949 (για τα αδιανόητα χρόνια αμέσως μετά το ’45 και μέχρι το ’49, όταν τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο τους, μπορεί κανείς να διαβάσει το συγκλονιστικό βιβλίο του Keith Lowe «Όλεθρος», εκδ. Ψυχογιός).
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η ιστορία του Βερολίνου ως «νησί» της Δύσης στην Ανατολική Γερμανία, καθώς η πόλη μοιράστηκε σε Ανατολικό Βερολίνο (σοβιετικός τομέας, και από το 1949 πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας) και Δυτικό Βερολίνο (τομείς ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας, που ήταν συνδεδεμένοι με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Γερμανίας, χωρίς να είναι επίσημα μέρος της).
Δύσκολο να το φανταστείς. Παρότι κατά τη μοιρασιά ανήκε γεωγραφικά στη Σοβιετική ζώνη κατοχής, ως πρωτεύουσα του Γ’ Ράιχ ήταν σημαντικό για τους Συμμάχους να έχουν κι αυτοί ένα μερίδιο, για να δείξουν ότι η νίκη δεν ανήκε μόνο στον Στάλιν. Αλλά και στρατηγικά, η Δύση ήθελε να έχει ένα παράθυρο στην Ανατολή.
Μετά το 1949, η πρωτεύουσα της ΟΔΓ έγινε η Βόννη, παρόλα αυτά το Δυτικό Βερολίνο είχε τεράστια πολιτική σημασία ως η συμβολική πρωτεύουσα του ελεύθερου κόσμου μέσα στη Γερμανία και η ανοικοδόμησή του έναν τεράστιο συμβολισμό ως νησίδα ελευθερίας στη μέση του σοσιαλιστικού μπλοκ, που επιδείκνυε το «οικονομικό θαύμα» της Δ. Γερμανίας. Οι δε Βερολινέζοι θεωρούνταν σύμβολο αντίστασης που ζούσαν σε μια περικυκλωμένη πόλη.
Κάπως έτσι υπήρχε εκείνη η εποχή, που κράτησε 40 ολόκληρα χρόνια, που το Δυτικό Βερολίνο έγινε ένα νησί δημοκρατίας και καπιταλισμού σ’ έναν κουμουνιστικό κόσμο (εξαρτώμενο από διαδρόμους ανεφοδιασμού και προστασία των συμμάχων). Και, κυρίως, μια «βιτρίνα» που έδειχνε στους Ανατολικογερμανούς πόσο καλύτερη ήταν η ζωή στη Δύση: με ελευθερία, καταναλωτικά αγαθά και ευημερία. Αυτό το τελευταίο είχε συνέπειες, καθώς τα πρώτα χρόνια εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα περνώντας από την Ανατολική στη Δυτική πλευρά μέσω Βερολίνου.
Το Τείχος του Βερολίνου
Στην πόλη, υπάρχουν διάφορα σημεία όπου «πέφτεις» στο Τείχος του Βερολίνου. Πώς φτάσαμε όμως εκεί;
Στην αρχή, δεν υπήρχε «σκληρό» σύνορο ανάμεσα στα δύο κομμάτια της πόλης. Οι δρόμοι, οι γραμμές του τραμ, ακόμα και οικοδομικά τετράγωνα έμεναν «διαιρεμένα» με ένα μολύβι στον χάρτη. Αυτό εξηγεί και το γιατί, όταν αποφάσισαν το 1961 να υψώσουν το Τείχος, η γραμμή περνούσε μέσα από δρόμους, πλατείες και σπίτια – κάτι δύσκολο, ακόμα και να το συλλάβεις.
Έτσι, καθώς τα δύο κομμάτια του Βερολίνου επικοινωνούσαν, από το 1949 ως το 1961 υπολογίζεται ότι έφυγε προς τη Δύση σχεδόν το 1/6 του πληθυσμού της Αν. Γερμανίας (2,5 έως 3 εκ. άνθρωποι). Οι περισσότεροι νέοι, μορφωμένοι, επαγγελματίες (γιατροί, μηχανικοί, δάσκαλοι, ειδικευμένοι εργάτες), ένα brain drain που σήμαινε τεράστια απώλεια για την οικονομία και το κύρος της ΛΔΓ.
Από το 1949 ως το 1961 υπολογίζεται ότι έφυγε προς τη Δύση σχεδόν το 1/6 του πληθυσμού της Αν. Γερμανίας (2,5 έως 3 εκ. άνθρωποι)
Πώς το έκαναν πρακτικά; Έπαιρναν το τρένο ή το μετρό που περνούσε από τον Ανατολικό τομέα προς τον Δυτικό. Ή περπατούσαν απλά σε έναν δρόμο που από τη μία μεριά ήταν Ανατολή κι από την άλλη Δύση. Χρησιμοποιούσαν συγγενείς ή επαφές στη Δύση για να βρουν στέγη και δουλειά. Το Ανατολικό καθεστώς, παρότι προσπαθούσε να το ελέγξει (ακόμα και με φυλακίσεις), δεν μπορούσε να σταματήσει τη μαζική φυγή.
Αν και ήταν χίλιες φορές προτιμότερο –ως Βερολινέζος– να έχεις ξεμείνει στο δυτικό κομμάτι, παρά στο ανατολικό, ούτε στη Δύση τα πράγματα ήταν ρόδινα. Το 1948, με τον πρώτο Αποκλεισμό του Βερολίνου, έχουμε την πρώτη μεγάλη κρίση του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να κόψει όλες τις οδούς επικοινωνίας (σιδηροδρομικές, οδικές και μέσω ποταμών) ανάμεσα στις δυτικές ζώνες κατοχής της Γερμανίας και στο Δυτικό Βερολίνο.
Ο σκοπός του Στάλιν ήταν να το απομονώσει, δεν έκλεισε όμως τα σύνορα μέσα στην ίδια την πόλη. Ο αποκλεισμός αφορούσε τις προσβάσεις από έξω: δεν έφταναν τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες, γι’ αυτό οργανώθηκε και η περίφημη Αερογέφυρα του Βερολίνου από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς. Φανταστείτε, για σχεδόν έναν χρόνο, αεροπλάνα των ΗΠΑ, της Βρετανίας και συμμάχων μετέφεραν καθημερινά τρόφιμα, καύσιμα και εφόδια στην πόλη. Το επόμενο διάστημα, διατηρήθηκαν τρεις αεροδιάδρομοι, τέσσερις οδικές αρτηρίες και δύο σιδηροδρομικές γραμμές ως μοναδικοί διάδρομοι επικοινωνίας με τη Δυτική Γερμανία, κυριολεκτικές «γραμμές ζωής» για τους Δυτικοβερολινέζους.
Ακόμη και την περίοδο του αποκλεισμού (μετά την ίδρυση της ΟΔΓ και της ΛΔΓ), το Βερολίνο ήταν «ανοιχτό σύνορο»: όχι μόνο οι Ανατολικοβερολινέζοι, αλλά και οποιοσδήποτε Ανατολικογερμανός μπορούσε να πάει στο Αν. Βερολίνο και απλώς… να περάσει στη Δύση.
Μέχρι το 1961. Το Τείχος ήταν η λύση της Ανατολικής Γερμανίας για να σταματήσει την αιμορραγία ανθρώπων. Μέχρι τότε πολλές οικογένειες είχαν μέλη και στα δύο Βερολίνα, οι άνθρωποι πήγαιναν για δουλειά, σχολείο ή ακόμα και για ψώνια πέρα-δώθε. Τη νύχτα 12 προς 13 Αυγούστου, έγινε κάτι πρωτοφανές: στρατός και αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα. Μέσα σε μια νύχτα! Όσο για το συρματόπλεγμα που στήθηκε σε λίγες ώρες, άρχισε σταδιακά να γίνεται τείχος: δρόμοι κόπηκαν στη μέση, σπίτια σφραγίστηκαν, σιδηροδρομικές γραμμές έκλεισαν. Η πόλη χωρίστηκε βίαια.
Υπήρχαν άνθρωποι που το προηγούμενο βράδυ μπορεί να είχαν βγει για μια μπίρα στη Δύση και να έμειναν να κοιμηθούν εκεί∙ και το άλλο πρωί να ξύπνησαν «από την άλλη πλευρά». Ή αντίστροφα, στο ανατολικό κομμάτι μπορεί να ξυπνούσες με το παράθυρο του σπιτιού σου κλειδωμένο με σανίδες, γιατί βρισκόταν σε δρόμο που βρισκόταν πάνω στη γραμμή, όπως συνέβη σε δρόμους του κέντρου (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Bernauer Straße). Όσοι δούλευαν στη Δύση, δεν ήταν εφικτό πια να πάνε στη δουλειά τους, γιατροί, νοσοκόμοι, εργάτες, φοιτητές, δάσκαλοι – χιλιάδες άνθρωποι. Η παρουσία στρατιωτών παντού, οι φήμες για συλλήψεις και τιμωρίες, μια ατμόσφαιρα τρόμου. Όποιος επιχειρούσε να περάσει χωρίς άδεια στο δυτικό κομμάτι κινδύνευε να πυροβοληθεί.
Κάπως έτσι, σταδιακά, δημιουργήθηκε ένα «Σύνορο Ασφαλείας»: δύο παράλληλοι φράχτες με μια λωρίδα ανάμεσά τους – η περίφημη Todesstreifen («λωρίδα του θανάτου») ή νεκρή ζώνη. Εκεί, το έδαφος καθαρίστηκε από τα φυτά, στρώθηκε με άμμο ή χαλίκι ώστε να φαίνονται τα ίχνη, και φωτίστηκε με προβολείς.
Στις αρχές δεκαετίας του 1970, το πρόχειρο τείχος έδωσε τη θέση του σε τσιμεντένιες πλάκες. Στήθηκαν φυλάκια με φρουρούς που επιτηρούσαν διαρκώς. Τα σημεία ελέγχου αυστηροποιήθηκαν∙ λίγα μόνο έμειναν ανοιχτά (όπως το Checkpoint Charlie –που έχει μείνει ως μνημείο– για τους Δυτικούς μόνο). Για τους Ανατολικογερμανούς, οι δυνατότητες να περάσουν ήταν σχεδόν μηδενικές.
Το 1975 το Τείχος πήρε την «κλασική» εικόνα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας: δύο παράλληλα τείχη από οπλισμένο σκυρόδεμα, με το εσωτερικό κομμάτι (προς την Ανατολή) να έχει το «σωλήνα αποτροπής» στην κορυφή, έναν κυλινδρικό σωλήνα που γλιστρούσε και έκανε αδύνατο το σκαρφάλωμα. Ανάμεσά τους η «νεκρή ζώνη» με πλάτος από 30 έως 100 μέτρα. Προβολείς, συρματοπλέγματα, αντιαρματικές τάφροι, περιπολίες με σκυλιά. Περισσότεροι από 300 πύργοι παρατήρησης. Στη Δύση, οι κάτοικοι συχνά ζωγράφιζαν το Τείχος με γκράφιτι, μετατρέποντάς το σε καμβά διαμαρτυρίας. Έτσι, το ίδιο κατασκεύασμα έχει δύο πρόσωπα: γκρίζο, ψυχρό και απαγορευτικό προς Ανατολάς – πολύχρωμο και «ζωντανό» προς Δυσμάς.
Το Τείχος του Βερολίνου έγινε το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και οι εικόνες των στρατιωτών που πυροβολούσαν όποιον επιχειρούσε να περάσει ή οι δραματικές αποδράσεις έκαναν τον γύρο του κόσμου. Δεν ήταν απλά ένα όριο∙ ήταν το υλικό αποτύπωμα του φόβου, της καχυποψίας και του διχασμού της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Στην άλλη πλευρά, στο Ανατολικό Βερολίνο, η καθημερινότητα ήταν πιο σκληρή και αυστηρά ελεγχόμενη. Το DDR Museum, απέναντι από το Νησί των Μουσείων, σε βάζει κυριολεκτικά μέσα σε αυτή τη ζωή. Μπαίνεις σε ένα τυπικό διαμέρισμα DDR: πορτοκαλί ταπετσαρίες με γεωμετρικά μοτίβα, βαριά ξύλινα έπιπλα, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και στο τραπέζι τα απλά ποτήρια και τα περιοδικά της εποχής.
Στην κουζίνα βλέπεις τα λιγοστά προϊόντα των καταστημάτων: κονσέρβες, βάζα με τουρσιά, συσκευασίες χωρίς εμπορική λάμψη.
Έξω στον δρόμο, οι πολίτες κυκλοφορούσαν με το Trabant, το μικρό «αυτοκίνητο του λαού», σύμβολο της DDR, που μπορείς να μπεις μέσα και να κάτσεις στη θέση του οδηγού. Στο σχολείο τα παιδιά μάθαιναν από σχολικά βιβλία τη «σωστή» ιδεολογία, ενώ έπαιζαν με λιτά παιχνίδια που θυίζουν λίγο και τα δικά μας παιδικά παιχνίδια της δεκαετίας του ’70.
Όσο για την περιβόητη Stasi, τη μυστική αστυνομία, ήταν παντού∙ μπορούσε να παρακολουθεί τηλεφωνήματα, να ανοίγει επιστολές ή να στρατολογεί πληροφοριοδότες. Ο γείτονας, ο συνάδελφος, ακόμη και ένα μέλος της οικογένειας μπορούσε να καταγράφει τι έλεγες (εδώ κλασική αναφορά η ταινία «Οι ζωές των άλλων»).
Υπήρχαν και μικρές ανάσες ελευθερίας. Οι διακοπές γίνονταν κυρίως στις αδελφές χώρες του ανατολικού μπλοκ –Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση– και ήταν από τις λίγες στιγμές που ένας Ανατολικογερμανός μπορούσε να ταξιδέψει πέρα από τα σύνορα. Ιδιαίτερα διαδεδομένος ήταν και ο γυμνισμός: μια κουλτούρα φυσικής ελευθερίας που είχε βαθιές ρίζες στη Γερμανία και πριν από τον πόλεμο, αλλά στην DDR γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Στις παραλίες της Βαλτικής και στις λίμνες γύρω από το Βερολίνο, οικογένειες και παρέες άφηναν πίσω τους τα ρούχα και μαζί, έστω για λίγο, τα βάρη της καθημερινότητας. Για πολλούς Ανατολικογερμανούς ήταν μια εμπειρία ελευθερίας και ισότητας σε μια κοινωνία γεμάτη περιορισμούς – το καθεστώς σχεδόν το ενθάρρυνε, καθώς λειτουργούσε σαν «βαλβίδα εκτόνωσης».
Στο μουσείο οικογένειες με παιδιά και νέοι άνθρωποι, Γερμανοί και ξένοι τουρίστες, ανοίγουν συρτάρια και ντουλάπια, κάθονται, δοκιμάζουν, πιάνουν, μαθαίνουν την Ιστορία βιωματικά. Είναι μια εμπειρία που σε κάνει να νιώσεις πώς ήταν να ξυπνάς, να ζεις και να ονειρεύεσαι πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα: μια ζωή αυστηρά ελεγχόμενη, με μικρές χαραμάδες ελευθερίας που έδιναν νόημα στην καθημερινότητα.
Ακολουθώντας στο Βερολίνο, τα σημάδια του τείχους
Επιστρέφουμε στην πόλη του Βερολίνου: 35 χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους, σε διάφορα σημεία θα δεις μια διπλή σειρά τούβλων ενσωματωμένη στο πεζοδρόμιο ή στην άσφαλτο.
Όπως στην Potsdamer Platz, σήμερα γεμάτη γυάλινα κτίρια και ουρανοξύστες, εμπορικά κέντρα και κόσμο που πηγαινοέρχεται. Εκεί είναι και το κέντρο της Sony με αυτό τον τεράστιο θόλο - αρχιτεκτονικό τοπόσημο. Μέχρι το Β΄ΠΠ ήταν η πιο πολυσύχναστη πλατεία της Ευρώπης, γεμάτη καφέ και θέατρα, στον πόλεμο καταστράφηκε ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς και μετά το 1961 βρέθηκε κυριολεκτικά πάνω στη «νεκρή ζώνη», με άδειους δρόμους, φυλάκια και συρματοπλέγματα.
Είναι ένα από τα σημεία που θα δεις κομμάτια του Τείχους στημένα κατακόρυφα και πληροφοριακές πινακίδες που δείχνουν φωτογραφίες της εποχής. Από εκεί μπορείς να περπατήσεις λίγα λεπτά μέχρι το Checkpoint Charlie, στη Friedrichstraße. Μέχρι το 1990 ήταν το βασικό πέρασμα για ξένους διπλωμάτες, στρατιωτικούς και πολίτες των Συμμάχων που μπορούσαν να πάνε στην Ανατολή.
Το 1961, λίγο μετά την ανέγερση του Τείχους, στο Checkpoint Charlie παρατάχθηκαν αμερικανικά και σοβιετικά τανκς, σε μια από τις πιο επικίνδυνες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου. Ευτυχώς αποφεύχθηκε η σύγκρουση.
Στο Μουσείο του Τείχους, ακριβώς δίπλα, μαθαίνεις για τις αμέτρητες ιστορίες απόπειρας διαφυγής: σε αυτοσχέδια αερόστατα, κρυμμένοι σε αυτοκίνητα, ή σκάβοντας υπόγειες στοές, άλλες επιτυχημένες κι άλλες τραγικές.
Στο αναπαλαιωμένο φυλάκιο, υπάρχει πάντα μια ουρά από τουρίστες που βγάζουν φωτογραφίες και διαβάζουν τις πινακίδες με τα ντοκουμέντα από εκείνη την ιστορική νύχτα. Η μεγάλη φωτογραφία δείχνει το πλήθος κόσμου που μαζεύτηκε στο Τείχος.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 (κι ενώ χιλιάδες πολίτες έβγαιναν πια κάθε εβδομάδα στους δρόμους της Λειψίας, της Δρέσδης, του ίδιου του Ανατολικού Βερολίνου, φωνάζοντας «Είμαστε ο λαός!»), σε μια συνέντευξη Τύπου, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ανακοίνωσε κατά λάθος ότι «οι πολίτες μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στη Δύση, άμεσα». Οι λέξεις του μεταδόθηκαν ζωντανά στην τηλεόραση, με αποτέλεσμα χιλιάδες Ανατολικογερμανοί να τρέξουν κατευθείαν προς τα σημεία ελέγχου του Τείχους. Οι φρουροί, μπερδεμένοι και χωρίς οδηγίες, δεν πυροβόλησαν. Αμήχανοι όπως φαίνονται στις εικόνες, σήκωσαν τις μπάρες. Ξαφνικά, πλήθη περνούσαν ελεύθερα στο Δυτικό Βερολίνο, αγκαλιάζοντας άγνωστους, ανεβαίνοντας πάνω στο ίδιο το Τείχος, χτυπώντας το με σφυριά.
Οι εικόνες εκείνης της νύχτας έκαναν τον γύρο του κόσμου: άνθρωποι που είχαν γεννηθεί μέσα σε μια διαιρεμένη πόλη έβλεπαν για πρώτη φορά την ελευθερία μπροστά τους. Το Τείχος, που για δεκαετίες ήταν το απόλυτο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, έγινε τώρα το σύμβολο της κατάρρευσής του. Και το Βερολίνο, από πόλη-σύμβολο του διχασμού, έγινε το επίκεντρο της επανένωσης – όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά με έναν τρόπο όλης της Ευρώπης, καθώς το τέλος του Ψυχρού πολέμου (με τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και άλλες χώρες να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, μέσα σε λίγους μήνες) σήμαινε μια νέα εποχή.
Για τους μεγαλύτερους ήταν το κλείσιμο μιας τραυματικής ιστορίας∙ για τους νεότερους, μια πρωτόγνωρη εμπειρία ελευθερίας. Και για όλους εμάς που μεγαλώσαμε σε μια ενωμένη Ευρώπη, ήταν η στιγμή που γέννησε τον κόσμο που θεωρούμε σήμερα αυτονόητο. Μια ιστορική γνώση που είναι σημαντικό να περάσει και στις επόμενες γενιές.
Περπατώντας λίγο βορειότερα τη Friedrichstraße, δεν αργεί να φανεί η Πύλη του Βρανδεμβούργου: το μνημείο-ορόσημο της πόλης. Σήμερα είναι γεμάτη ζωή, τουρίστες, περαστικούς, ποδήλατα...
Μετά τον πόλεμο ανήκε στο Ανατολικό Βερολίνο, καθώς ήταν λίγα μέτρα μέσα από τη σοβιετική ζώνη. Όταν υψώθηκε το Τείχος το 1961, η Πύλη βρέθηκε στη «νεκρή ζώνη» για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Το μνημείο που κάποτε συμβόλιζε την ενότητα της Πρωσίας, και μετά της Γερμανίας, έγινε το πιο δυνατό σύμβολο του χωρισμού. Κι όταν το Τείχος έπεσε το 1989, εδώ συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου, με δάκρυα, κραυγές και μουσικές, για να γιορτάσει την ελευθερία. Από μνημείο αποκλεισμού, έγινε το πιο φωτεινό σύμβολο της ελπίδας και της ενοποίησης.
Αν θέλει κανείς να ολοκληρώσει την εμπειρία, μπορεί να πάρει το μετρό για να πάει στην Bernauer Straße, σήμερα μια ήσυχη αστική γειτονιά με κατοικίες, μικρά καφέ, πάρκα. Εδώ το Τείχος πέρασε κυριολεκτικά μέσα από τις γειτονιές και τα σπίτια, που ανήκαν στο Ανατολικό Βερολίνο αλλά είχαν πόρτες και παράθυρα που έβγαζαν στη Δύση. Οι αφηγήσεις μιλούν για ανθρώπους που πηδούσαν από τα παράθυρα για να σωθούν· μέχρι που οι αρχές τα σφράγισαν με τούβλα. Εδώ σώζεται το μόνο αυθεντικό κομμάτι με τον διπλό τοίχο, τη νεκρή ζώνη και τους πύργους παρατήρησης, ενώ στην υπαίθρια έκθεση φωτογραφιών και ντοκουμέντων διατηρείται η μνήμη μιας πόλης κομμένης στη μέση. Στο κέντρο υψώνεται το Παρεκκλήσι της Συμφιλίωσης, στη θέση μιας εκκλησίας που βρέθηκε εγκλωβισμένη στη νεκρή ζώνη. Είναι το σημείο που μπορείς πιο έντονα να καταλάβεις τι σήμαινε το Τείχος στην καθημερινή ζωή.
Και αν θες να πας μέχρι το East Side Gallery, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο σωζόμενο κομμάτι του Τείχους μήκους 1,3 χλμ. κατά μήκος του ποταμού Σπρέε. Το ψυχρό τσιμέντο εδώ έχει μεταμορφωθεί σε υπαίθρια γκαλερί: πάνω του ζωγράφισαν καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο το 1990, με έργα που μιλούν για ελευθερία, ελπίδα και ειρήνη, όπως το διάσημο «φιλί» Χόνεκερ - Μπρέζνιεφ.
Συνεχίζεται...
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση