- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αύγουστος στη βόρειο Γαλλία, επεισόδιο 1ο: Βρετάνη - Σμαραγδένια Ακτή
Βουτιές σε σμαραγδένια νερά, μεσαιωνικές πολιτείες, βιβλία, θαλασσινές λιχουδιές και βουτυράτες γαλέτες, από την Κανκάλ ως το Σαιν Μαλό και το Ντινάν
Σάββατο 9 η ώρα το πρωί, σ’ ένα χωριό της Βρετάνης, ανατολικά της (πρώην ρωμαϊκής επαρχίας) Αρμορικής: ο χασάπης του χωριού έχει βγάλει και σουβλίζει αρνιά κι αγριογούρουνα∙ μια τοπική μπάντα παίζει παραδοσιακά βρετονικά τραγούδια∙ και οι θαμώνες στο καφέ δίπλα μου, αντί για καφέ, παραγγέλνουν κρασιά με το κιλό: έχω έρθει για διακοπές στη βόρειο Γαλλία, αλλά ξαφνικά βρίσκομαι κομπάρσος στις περιπέτειες του Αστερίξ.
Tο χωριό λέγεται Cancale και, η αλήθεια είναι, δεν φημίζεται για τα αγριογούρουνα και τα αρνιά του, αλλά για κάτι πολύ πιο «εκλεκτό»: τα στρείδια του, που φιγουράρουν στις καλύτερες huitreries της Λουτέτιας (συγγνώμη, των Παρισίων) κι εδώ οι άνθρωποι τα ρουφούν με τρελή ευχαρίστηση, στα όρθια, κατευθείαν από τον πάγκο του πρωινού ψαρά, ολοζώντανα, και τα πετούν μετά σωρηδόν στην παραλία, δημιουργώντας λοφάκια από μισοάδεια όστρακα, τη χαρά των γλάρων.
*
Είναι το Σαββατοκύριακο μετά τον 15Αύγουστο και τίποτα δεν με έχει προετοιμάσει για τέτοιο κρεατοφαγοπότι: εχθές, ημέρα της Αναλήψεως, διάφορες χορωδίες του χωριού είχαν βγει «λιτανεία» στα σοκάκια του και κάθε που έβλεπαν στολισμένο άγαλμα της Παναγίας, με λουλούδια και φωτάκια, σταματούσαν κι έψελναν. Σαν σκηνή ήταν συγκινητική: κάτι από την ησυχία του χωριού, την τραβηγμένη άμπωτη που άφηνε τα πλοία να γέρνουν κουρασμένα στην υγρή άμμο, τα μισοφωτισμένα σπίτια των ναυτικών μέσα στο εκτεταμένο μούχρωμα πριν πέσει η νύχτα. Δεν περίμενα να νιώσω τέτοια κατάνυξη σε καθολικές ακτές, πόσο μάλλον όταν δεν πιστεύω.
*
Το επόμενο πρωί, η ζωντάνια είχε επιστρέψει στο γαλατικό χωριό. Τα κρέατα που ψήνονταν στην πλατεία προέρχονταν από τα γύρω αγροτικά χωριά —Saint Coulomb, Saint Meloir des Ondes— που φημίζονται, ακόμα περισσότερο όμως, για τα ατέλειωτα χωράφια τους με φαγόπυρο (sarrasin) απ’ το οποίο φτιάχνονται οι διάσημες σκούρες βρετονικές γαλέτες (αλατισμένο βούτυρο, έμενταλ, τηγανητό αυτό, καρδιακή προσβολή), αλλά και τους μηλιώνες τους, που βγάζουν απίθανους τοπικούς μηλίτες και κονιάκ τύπου καλβαντός.
Το σκηνικό λοιπόν ήταν έτοιμο για Ουντερζό και Γκοσινί: ψητά, πλατεία, μπάντα, κρασιά, μηλίτες, φαγητά. Κάποια στιγμή —φαντάζομαι— θα έσκαγε μύτη και ο Μαζεστίξ, να καλωσορίσει ντόπιους κι επισκέπτες στη γιορτή κι ύστερα οι Γαλάτες και οι φίλοι τους θα έπεφταν με τα μούτρα στο προκείμενο: κρέατα, βούτυρα, αλατισμένα βούτυρα, γαλέτες, μηλίτες, αστακούς, μύδια, στρείδια, κρασιά, λευκά ψάρια, γαρίδες, πατάτες τηγανητές σε ζωικό λίπος, γαρίδες. Βούτυρα είπα;
Οι φίλοι που μας σφύριξαν το μυστικό της ανατολικής Βρετάνης ισχυρίζονται πως τα τελευταία χρόνια οι ντόπιοι έχουν αρχίσει να ξανακαλλιεργούν ξεχασμένες ποικιλίες λαχανικών (μοβ και πράσινες ντομάτες, περίεργες μελιτζάνες, μαρούλια στο χρώμα του ουράνιου τόξου), που αγαπούσαν κάποτε οι προπάπποι τους και, με την ομογενοποίηση της σοδειάς και τα σούπερ μάρκετ της καταναλωτικής εποχής, είχαν πάει στον βρόντο. Και φαίνεται να έχουν δίκαιο: γενικά το μεράκι των Βρετόνων στην καλλιέργεια γης και θάλασσας είναι έκδηλο παντού. Και το φαγητό τους —αν δηλαδή βρεις θέση να κάτσεις στα εστιατόρια που σερβίρουν αυστηρά και μόνο μεταξύ 12 με 2 το μεσημέρι και 7 με 9.30 το βράδυ— θα σε αποζημιώσει από κάθε άποψη.
*
Ακτές και παραλίες
Αλλά η Βρετάνη –ή αυτό το κομμάτι της τέλος πάντων, ο νομός Ιλ-ε-Βιλαίν– δεν είναι μόνο το φαγητό της (παρόλο που αυτό μένει ανεξίτηλο στη μνήμη, στο στομάχι και –είμαι σίγουρη– στις καρδιακές αρτηρίες).
Είναι κυρίως αυτές οι υπέροχες, τεράστιες, χρυσαφένιες παραλίες της «Σμαραγδένιας Ακτής» (Côte d'Émeraude), που ξεκινούν από την Cancale και φτάνουν ως το Saint Malo και το απέναντι αδελφάκι του, το Dinard, διάσημα θέρετρα της βόρειας Γαλλίας και τα δύο, το πρώτο μια μεσαιωνική πόλη μεγέθους Ρόδου που σφύζει από ζωή intra muros (μέσα στα τείχη της), το δεύτερο το απόλυτο σκηνικό της Μπελ Επόκ, με τις ριγέ τέντες στην παραλία, τα προσεγμένα, ανοιχτά στον ήλιο δρομάκια και τα εμβληματικά ξενοδοχεία, που του χάρισαν το προσωνύμιο «Κάννες του Βορρά» κι έφεραν στις παραλίες τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, τον Λώρενς της Αραβίας, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον Πικάσο και τον Ερίκ Ρομέρ. Λέγεται ότι ο Κλοντ Ντεμπυσσύ εμπνεύστηκε εδώ το διάσημο «La mer», το εμβληματικό σάουντρακ του γαλλικού καλοκαιριού.
Ο καλύτερος τρόπος να εξερευνήσει κανείς όλες αυτές τις παραλίες είναι ολίγον ανορθόδοξος: με τα πόδια. Ανορθόδοξος για εμάς τους Έλληνες δηλαδή, γιατί για τους Γάλλους είναι το αγαπημένο τους πεζοπορικό μονοπάτι, σε μια χώρα γεμάτη αντίστοιχες διαδρομές και με τεράστια πεζοπορική κουλτούρα. Τα 2000 χιλιόμετρα των βρετονικών ακτών, από το Mont St Michel (μην πείτε στους Νορμανδούς ότι οι Βρετόνοι το θεωρούν δικό τους, θ’ αρχίσουν να βρίζουν) μέχρι το Saint Nazaire, έξω από τη Νάντη, είναι το περίφημο μονοπάτι GR34 ή αλλιώς, το μονοπάτι των τελωνειακών (le sentier des douaniers), που κατασκευάστηκε αμέσως μετά τη γαλλική επανάσταση για προφανείς λόγους: να ελέγχουν οι γαλλικές αρχές τι μπαίνει και τι βγαίνει παρανόμως στη χώρα τους, να έχουν απόλυτη εποπτεία των τριγύρω θαλασσών για λόγους εθνικής ασφαλείας και για να σώζουν ναυτικούς από ναυάγια. Εν έτει 2018, διαβάζω, οι τοπικές κοινωνίες κέρδιζαν από τον πεζοπορικό, και πάντα πράσινο αυτόν τουρισμό, καθαρά εισοδήματα της τάξης των 200 εκατομμύρια ευρώ. Pas mal, hein?
Εν πάσει περιπτώσει, για όσους δεν έχουν το κουράγιο να βγαίνουν σε πεζοπορίες, να μερικές από τις ωραιότερες παραλίες (που διάλεξα εγώ) κι όπου μπορεί κανείς να ρίξει βουτιά στα δροσερότατα νερά της Μάγχης τον Αύγουστο:
Plage du Petit Port: υπέροχη ξανθιά άμμος σε μια μικρή (σχετικά) παραλία που δεν την ξέρουν πολλοί.
Plage du Guesclin: φοβερό σημείο για να δει κανείς το υπέροχο ηλιοβασίλεμα της Βρετάνης και το ομώνυμο νησάκι, με το μικρό του φρούριο, το οποίο αγόρασε ο τραγουδοποιός Λεό Φερρέ το 1959 ξεπουλώντας όλα του τα πνευματικά δικαιώματα. Μετά τον θάνατό του οι κληρονόμοι το άφησαν στην τύχη του αλλά ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει αγοραστεί και ανακαινιστεί.
Plage de la Touesse / Roz Ven: Η αγαπημένη μου απ’ όλες τις παραλίες γύρω από την Κανκάλ, όχι μόνο επειδή είναι τεράστια και περιτριγυρίζεται από πυκνότατο δάσος, ψηλές ακτές που βοηθούν στο να έχεις (αν θες) σκιά ακόμα και το μεσημέρι, αλλά κι επειδή κρύβει ένα πολύ ιδιαίτερο μυστικό: το σπίτι που, από σπόντα, βρέθηκε στα χέρια της διάσημης συγγραφέως Κολέτ.
*
Η ιστορία του Ροζ Βεν
Η Κολέτ, λοιπόν, μετά τον πρώτο της γάμο με τον κατά 14 χρόνια μεγαλύτερό της Ενρί «Βιλλύ» Γκωτιέ-Βιλλάρ, υπό το όνομα του οποίου εξέδωσε τα πρώτα της μυθιστορήματα, είπε να το ρίξει λίγο έξω∙ μην έχοντας πρόσβαση στα χρήματα από τις πωλήσεις των βιβλίων της (αφού είχαν εκδοθεί στο όνομά του συζύγου της) άρχισε να γράφει άρθρα για εφημερίδες αλλά και σενάρια για σκετς σε καμπαρέ. Σε ένα από αυτά τα καμπαρέ γνώρισε τη Μαρκησία του Μορνύ, γνωστή ως Μίσυ ή και Μαξ, με την οποία είχε μια θυελλώδη σχέση (μεταξύ άλλων ξεσήκωσαν σάλο στο Παρίσι όταν, σε μια παράσταση στα Μουλέν Ρουζ, φιλήθηκαν πάνω στη σκηνή.) Για να μην τα πολυλογώ, η Μαρκησία ήθελε να αγοράσει ένα ωραιότατο εξοχικό πάνω από την παραλία Τουές, αλλά η ιδιοκτήτρια ούτε ν’ ακούσει ότι θα έδινε την έπαυλή της σε μια γυναίκα ντυμένη άνδρα! Μια-δυο, εμφανίζεται η Κολέτ και υπογράφει τα χαρτιά, με χρήματα της Μίσυ/Μαξ, και το ζευγάρι αποκτά τη βίλα το 1910. Ένα χρόνο αργότερα είχαν τσακωθεί, η Μίσυ/Μαξ είχε πάρει όλα τα έπιπλα που είχε φέρει κι είχε φύγει, αφήνοντας —αναγκαστικά— το σπίτι, πού αλλού; Μα στην ιδιοκτήτριά του! Η Κολέτ πέρασε τα καλοκαίρια της γράφοντας εκεί, μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της Ενρί ντε Ζουβενέλ και την κόρη τους. Από αυτά τα καλοκαίρια και αυτές τις αναμνήσεις προήλθαν τα μυθιστορήματα που της άνοιξαν τον δρόμο της διασημότητας: Chéri, Η θεατρίνα, Άγουρα Στάχυα (μυθιστόρημα που διαδραματίζεται, μάλιστα, στην εξοχή του Σαιν Κουλόμπ).
Οι βρετονικές ακτές του Ιλ-ε-Βιλαίν έχουν διάφορες τέτοιες μικροϊστορίες: χρόνο και διάθεση να έχει κανείς να τις ψάξει. Εγώ εστίασα σε ελάχιστες από αυτές, μία εκ των οποίων είναι τα παράξενα γλυπτά που βρίσκονται σκαλισμένα στους βράχους του Ροτενέφ.
Οι Γλυπτοί Βράχοι του Rothéneuf
Αφήνοντας πίσω τις εξοχές της Κανκάλ και του Σαιν Κουλόμπ και προχωρώντας δυτικά, αρχίζει κανείς να μπαίνει στη ζώνη επιρροής του Σαιν Μαλό, μια πόλη-μύθο στον τουρισμό της βόρειας Γαλλίας, που έλκει εκατομμύρια (!) επισκέπτες κάθε χρόνο (good luck parking there που λένε και οι Άγγλοι). Το πιο απομακρυσμένο του πια προάστιο θεωρείται το χωριουδάκι Ροτενέφ, γνωστό για τους παράξενους, σμιλεμένους από ανθρώπινο χέρι, βράχους του, που δημιουργήθηκαν από τον Αββά Φουρέ στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για δεκάδες αινιγματικές φιγούρες που, όπως λέει ο θρύλος, είτε αναπαριστούν ιστορίες κουρσάρων, πειρατών και ευγενών, είτε σκηνές που συνδέονται με τα τρέχοντα γεγονότα της εποχής του Φουρέ, γαλλικούς θρύλους και θρύλους από εξωτικές χώρες όπως η Κίνα και η Ιαπωνία. Τα γλυπτά βρίσκονται στο έλεος της μανιασμένης χειμερινής θάλασσας και διαβρώνονται χρόνο με τον χρόνο. Είναι ένα εντυπωσιακό έργο ναΐφ τέχνης, μια μικρή νότα ιστορίας στην είσοδο των εμπορικότατων και ακριβών προαστίων του Σαιν Μαλό —των Saint Ideauc και Paramé—, με τις ατελείωτες παραλίες τους, τα θαλάσσια σπορ τους, την προμενάδα, τους τουρίστες και τα ξενοδοχεία τους.
Γι’ αυτό κι ας προχωρήσουμε γρήγορα, να φύγουμε από το σύγχρονο Σαιν Μαλό και να χωθούμε στα σοκάκια της μεσαιωνικής πόλης του, εντός των τειχών, που σχεδόν ισοπεδώθηκε από τις αεροπορίες των συμμαχικών δυνάμεων κατά τον Β’ ΠΠ και ξαναχτίστηκε τούβλο προς τούβλο, σύμφωνα με την παλαιότερη αρχιτεκτονική, από το 1948 μέχρι το 1960, διατηρώντας τη μυστηριώδη του πολεοδομία, τα στενά του σοκάκια και τις παλιές ονομασίες των δρόμων κάτω από τις νέες, στα οδόσημά του.
Πολύ πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σαιν Μαλό ήταν κέντρο των Γάλλων κουρσάρων, που ανάγκαζαν τα αγγλικά πλοία να πληρώσουν αδρά αν ήθελαν να διασχίσουν με ασφάλεια τη Μάγχη. Τα κέρδη της πόλης συμπληρώνονταν κι από άλλες δραστηριότητες, πολύ πιο μακρινές κι εξίσου ηθικά αμφίβολες: από τις Μαλβίνες (ήτοι, τα νησιά Φόκλαντ) στην Παταγονία, που παίρνουν και το όνομά τους από τους Μαλινουά, τους κατοίκους δηλαδή του Σαιντ Μαλό∙ τον Καναδά, τον οποίο πρωτοχαρτογράφησε ο εξερευνητής και «ιδρυτής» του Κεμπέκ, Ζακ Καρτιέ, και ο οποίος — μετά από τόσα ταξίδια στην άλλη μεριά του Ατλαντικού μεταξύ 1534 και 1542, επέστρεψε και πέθανε στην πατρίδα του και σήμερα βρίσκεται θαμμένος στον καθεδρικό ναό του Αγίου Βικέντιου, μέσα στην παλιά πόλη. Αλλά και από το σκλαβεμπόριο της Αφρικής και των Ινδιών, στο οποίο επιδίδονταν οι ισχυρότεροι επιχειρηματίες της Βρετάνης και της Νορμανδίας. («Κουρσάρος» στα γαλλικά σημαίνει «ιδιώτης επιδρομέας», πλοιοκτήτης εξουσιοδοτημένος από το γαλλικό στέμμα να κάνει επιδρομές σε πλοία χωρών που βρίσκονταν σε πόλεμο με τη Γαλλία. Διάσημος τέτοιος κουρσάρος ήταν και ο Μαλινουά Ρομπέρ Σιρκούφ, σκλαβέμπορος, το άγαλμα του οποίου δεσπόζει στην Πλας Κεμπέκ στο Σαιν Μαλό.)
Το Σαιν Μαλό είναι μια υπέροχη μικρή πόλη για να μείνει κανείς αρκετές ημέρες: έχει ωραία βιβλιοπωλεία, καταστήματα, βιβλιοθήκες, ξενοδοχεία και φανταστικές παραλίες που κοιτάζουν απέναντι, στο Ντινάρ.
Για μια περισσότερο αυθεντική μεσαιωνική εμπειρία, μπορεί κανείς να κατευθυνθεί νοτιότερα, κατά μήκος του ποταμού Ρανς (που περισσότερο με φιορδ μοιάζει, παρά με παράλιο ποτάμι) και να φτάσει ως τη μεσαιωνική πόλη του Ντινάν (Dinan), μία γοητευτικότατη οχυρωμένη πολιτεία με σπίτια που στέκονται ακόμα από την εποχή του Μεσαίωνα, αγγλικούς κήπους, αβαεία διαφόρων θρησκευτικών ταγμάτων (Καπουτσίνων, Ουρσουλίνων, Βενεδικτίνων, Δομινικανών, Κορδελιέρων), παμπάλαιες πλακοστρωμένες ανηφόρες, κατηφόρες, πολεμίστρες και πύργους θα ικανοποιήσουν όσους τους αρέσει να χάνονται σε άλλες εποχές.
[Κι ένα μικρό μυστικό, για όσους αποφασίσουν να φτάσουν μέχρι το Ντινάν: στα μισά της διαδρομής από το Σαιν Μαλό, υπάρχει ένα καταπληκτικό, ανέγγιχτο από μη-γαλλικό τουρισμό ψαροχώρι χιλίων κατοίκων, πάνω στον ποταμό Ρανς, όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει τα ωραιότερα fish and chips που έχει φάει στη ζωή του —οι Άγγλοι ούτε για πλάκα δεν θα μπορούσαν ποτέ να φτιάξουν κάτι τέτοιο— και να ζήσει για λίγο την ιδέα της απόλυτης ησυχίας της παράκτιας γαλλικής εξοχής. Πάνε οι μέρες των Βίκινγκ, των κουρσάρων, των Άγγλων κατακτητών, των Ναϊτών ιπποτών. Σήμερα το Saint Suliac είναι ο απόλυτος προορισμός για να βρεθείς αποκομμένος απ’ οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, με ένα βιβλίο στο χέρι, χαζεύοντας το νερό και μασουλώντας ένα υπέροχο κουινιαμάν (kouign amman), τη βρετονική εκδοχή της ζαχαρωμένης σφολιάτας: kouign=κέικ, amman=βούτυρο στα βρετονικά, το οποίο οι New York Times, λέει, ονόμασαν «το πιο λιπαρό γλυκό σε όλη την Ευρώπη».]
*
Διαβάσματα για να πάρετε μαζί σας στο St Suliac ή, τέλος πάντων, στην ανατολική Βρετάνη:
Sylvain Tesson, Με τις Νεράιδες (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Στερέωμα): Ο πολυταξιδεμένος Τεσσόν περνάει με το ιστιοπλοϊκό (και) από τις ακτές τις Βρετάνης, προσπαθώντας να ανακαλύψει την ψυχή των «κελτικών εθνών», από τη βόρεια Ισπανία μέχρι την Ιρλανδία μέσω Μάγχης και Βόρειας Θάλασσας.
Colette, Τα Άγουρα Στάχυα (εκδ. Άτλας, 1957) & Chéri (μτφρ. Βάσω Νικολοπούλου, εκδ. Scripta): Δυστυχώς και τα δύο εξαντλημένα στον εκδότη, ψάξ’ τε τα για να τα αγοράσετε από δεύτερο χέρι.
Σατωβριάνδος, Φρανσουά-Ρενέ: Στην Ελλάδα τον Σατωβριάνδο τον γνωρίζουμε ως τον (όψιμο) φιλέλληνα που βοήθησε την Επανάσταση και εκδίδουμε κυρίως το Οδοιπορικό του από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ, σε διάφορους αποσπασματικούς τόμους: Ελλάδα, Κων/πολη, Αίγυπτο κ.λπ. Όμως ο Σατωβριάνδος, γέννημα-θρέμμα του Σαιν Μαλό, παιδί εφοπλιστή σκλαβέμπορου, μορφωμένος στο Ντινάν, αντι-επαναστάτης μέχρι το κόκαλο, έγραψε και για την ίδια την πατρίδα του στο εμβληματικό Les Martyrs, την ιστορία ενός νεαρού Έλληνα χριστιανού που, επί εποχής Διοκλητιανού, μαγεύεται από μια δρυΐδα (Γαλάτισσα ιέρεια) από την Αρμορική, με τις μυστηριώδεις ομίχλες, τις θυελλώδεις ακτές, τα σκοτεινά δάση και τους περίεργους βάλτους της, πριν (φυσικά) των τελικό θρίαμβο του χριστιανισμού επί των πάντων. Κι επειδή τον συναντάει κανείς παντού σε αυτά τα μέρη, διαβάστε ό,τι μπορείτε και αντέχετε.
Άντονυ Ντορ, Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε (μτφρ. Νίνα Μπούρη, εκδόσεις Πατάκη): Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Σαιν Μαλό, Βραβείο Πούλιτζερ 2015, εκατομμύρια πωλήσεις ανά τον κόσμο. Ωραιότατο μυθιστόρημα.
[Στο επόμενο επεισόδιο: Αύγουστος στη Βόρειο Γαλλία 2: Νορμανδία]