- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Από την Ουρανούπολη του 2025 ως την Ξάνθη του 1986, μια στεκιά χρονοταξίδι δρόμος
Οι καλύτερες ιδέες με βρίσκουν όταν κοιμάμαι σε ξενοδοχεία
August diaries - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι
Περνώ το φετινό καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη για λόγους διάφορους, κάποιους τους ανάλυσε διεξοδικά η κορώνα του σπιτιού μας στο δικό της August Diary. Υπάρχει όμως κι ένα μελίσσι από δουλειές που με κυνηγούν και επείγει να τελειώσουν ως τις 18 Αυγούστου, αλλιώς κακή σφήκα που με τσίμπησε, οπότε είναι γεγονός: περνώ τον Αύγουστό μου στην ερημιά με χάρη. Στις τόσες ανοιχτές εκρεμμότητες που με βουρλίζουν είναι κι ένα μυθιστόρημα που έχω βάλει στα σκαριά, «Ξάνθη 1986» (working title) λέγεται και με τυραννάει σαν τον διάολο. Σηκώνομαι μέσα στην άγρια νύχτα και κρατώ σημειώσεις από όσα συμβαίνουν στον ύπνο μου, γιατί αυτό παθαίνω όταν γράφω νέο βιβλίο, το αρχικό πλοτ πρώτα στήνεται στο υποσυνείδητο. Το άτιμο, ποτέ δεν κοιμάται, με γεμίζει ιδέες εν υπνώσει, σενάρια δουλεμένα από τον άλλο μου εαυτό που κατοικεί στα όνειρά μου, συνεργαζόμαστε άψογα οι δυο μας, αν φυσικά εξαιρέσεις τις δημιουργικές αγρύπνιες που σας έλεγα γιατί πρέπει να ξυπνώ και να καταγράφω τι παίζεται στον ύπνο μου, σαν τη Ζυράννα Ζατέλη.
Όμως, μη τρελαθούμε, κάποια σαββατοκύριακα σηκώνω 48ωρη άδεια από τη σημαία, εγκαταλείπω τον φόρτο εργασίας και τα παλαβά όνειρα που βλέπω εξαιτίας του «Ξάνθη 1986» και πετάγομαι για βουτιές στο τρίτο πόδι. Πάντα στο τρίτο πόδι. Αυστηρώς στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής, γιατί σε πρώτο και δεύτερο, με τα στίφη των Βαλκάνιων πορθητών να μαγαρίζουν και να βυσσοδομούν συνεπικουρούμενα από τους ντόπιους, ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω. Περίληψη προηγουμένων: οι Χαλκιδικιώτες έβαλαν τα δυνατά τους να μας διώξουν, οπότε αφήνω ταβερνιάρηδες, roomtoletατζήδες πανακριβατζήδες και Ρουμανοσκοπιοβούλγαρους να καταστρέφουν ανενόχλητοι τον παράδεισο, με ολίγη και από Κοσσοβάρους και Σέρβους αδελφούς. Να τη χαίρονται, όλη δική τους, δεν τους χρωστάμε, μας χρωστούν, δε θα πάρω, έχει ο καιρός γυρίσματα, see you later Χαλκιδικέιτορ alligator. Βέβαια, και στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής παίζουν απαίδευτοι Βαλκάνιοι με φιμέ τζιπάρες που κουβαλούν ως και τα νερά από τις πατρίδες τους (γκλαμουράτοι φτωχοδιάβολοι, τσιπλάκηδες τζαμπατζήδες), όμως, σε σύγκριση με την κατάντια του πρώτου και του δεύτερου ποδιού, στο τρίτο η κατάσταση είναι πιο υποφερτή. Φύγαμε για τρίτο, θα έχουμε πάντα την Κομίτσα, τα Κακούδια και τα Νέα Ρόδα, άσε που στο τρίτο πόδι θα υπάρχει πάντα ο παράδεισος, του παραδείσου, τον παράδεισο, ω Eagles Resort. Οι «Αετοί» με την κοσμοπολίτικη μενταλιτέ τους παραμένουν ένα φίνο και εξωτικό θέρετρο, καθώς από τη δεκαετία του ’70, όταν το άνοιξε η οικογένεια Τορνιβούκα, ως και σήμερα, το Eagles διατηρεί αλώβητη την ταυτότητά του. Το resort τους είναι ιδανικό ησυχαστήριο, προσφέρει μοναδική εμπειρία νερών, υψηλής γαστρονομίας και περιφρουρημένης αισθητικής με υπέρτατη θέα το Άγιο Όρος, μακριά από τη φθήνια και τους αλαλαγμούς της παραδιπλανής Ουρανούπολης, ή της εξίσου αλωμένης από τους βάνδαλους Αμμουλιανής απέναντι.
Και έτσι να ’μαστε στον δρόμο για την ασημένια πανσέληνο του Οξύρυγχου, εγώ, η καλή μου και το «Ξάνθη 1986», αφού όποιος γράφει ή έχει γράψει ποτέ του μυθιστόρημα ξέρει καλά ότι το νέο βιβλίο το κουβαλάς μαζί σου όπου και να πας και αχού, μπελάς. Όπου και να βρεθείς. Στιγμή δε σε αφήνει το νέο βιβλίο, μέχρι να αφήσεις τα προσχέδια και τις σημειώσεις και να στρωθείς για να το γράψεις, οπότε η συνέχεια πάει έτσι: Μέχρι να φτάσουμε από την Άνω Πόλη στο Eagles Resort, ήρωες, πλοκή, ιδέες, διάλογοι, περιγραφές, αλήθειες, επινοήσεις, ανατροπές και σκηνές βαρύνουσας σημασίας μου γανώνουν το μυαλό. Κρατώ σημειώσεις νοερά, το μεν σώμα οδεύει προς τη Χαλκιδική, όμως το μυαλό πετάγεται συνεχώς σε εκείνη την Ξάνθη του 1986, συναντώντας τη Ρίκι, τον Μάρτι, τον Χαμ και την Μπίλι, που τους συμβαίνουν διάφορα εκεί στη Θράκη. Και ύστερα εκτός έδρας, στον υπόλοιπο κόσμο που σκαρφίστηκε η γκλάβα μου, να επεκτείνουν δραστηριότητες, ενέργειες, έρωτες, μίση, ταξίδια, σεξ, προδοσίες, παρεξηγήσεις, συναντήσεις, φιλίες, ένας χαμός.
Στο Eagles φτάσαμε γλυκό απόγευμα. Τσεκ ιν, γουέλκαμ ντρινκ, ύστερα ξεπακετάρισμα και τι λες (της προτείνω) για μια βουτιά στην παραλία; Δέχεται. Φοράμε τα μαγιό μας και ξεκινάμε από το δωμάτιό μας για τις αλμύρες. Κι εκεί στη διαδρομή από το δωμάτιο 112 ως τη θάλασσα, το βλέπω και ανταριάζομαι. Ένα μπιλιάρδο. Πράσινη τσόχα, στέκα, τρεις μπάλες, γαλλικό της κάνω και της ζητώ να σταθούμε μισό λεπτό, μόνο μισό λεπτό εκλιπαρώ, μια στεκιά μόνο. Ένα υπέροχο γαλλικό μπιλιάρδο στο λάουντζ του Eagles Resort, μαγικό σαν εκείνα που έπαιζα μαθητής στην Ξάνθη, αλλά και φοιτητής, αργότερα, στη Θεσσαλονίκη. Δε χάνω χρόνο, λειαίνω τη στέκα με το τεμπεσίρι για να μην κάνει τσαφ (άτσαλο χτύπημα), κάνω λιμάζ (πήγαινε και έλα επάνω στο χέρι και σημάδι γερό πριν χτυπήσω την μπάλα), ρε είσαι με τα καλά σου, λέει; Απογευματινή βουτιά είπες. Σόρι γλυκειά μου, παρασύρθηκα.
Κατεβαίνουμε στην πλαζ, αλλά ήδη μου έχει πάρει ο διάβολος τα μυαλά και ο νους μου τρέχει όλο πίσω στο μπιλιάρδο του ξενοδοχείου. Και σε κάποια παλιά σφαιριστήρια με τα πλασέ, τα πικέ (κάθετο χτύπημα), τα μουαγιέν (γενικό σκορ) και τις φάβες (καραμπόλα που βγήκε από τύχη). Και όλο τακ τουκ, τακ, τουκ, τακ, τουκ, αντηχούνε μέσα στο κεφάλι μου οι στεκιές και, αυτό είναι της κάνω, ξεκινάει με μπιλιάρδο. Με μπιλιάρδο τι; με ρωτά. Η πρώτη σκηνή, το ίντρο του βιβλίου, η εισαγωγή, το μπάσιμο του «Ξάνθη 1986» θα ξεκινάει σε ένα μπιλιαρδάδικο. Με μια παρτίδα που για κάποιους δε θα τελειώσει ποτέ, θα κρατήσει για μια ζωή, ενώ εν τω μεταξύ ο απογευματινός ήλιος, η αλμύρα και το χαλάρωμα στην άμμο με γλαρώνουν. Θα τον πάρω λίγο στην ξαπλώστρα, λέω, και με πιάνει γλυκός ύπνος. Παραισθητικός, από εκείνους τους δημιουργικούς που σας έλεγα. Και μαντέψτε τι συμβαίνει εντός μου, ξεκινά και γράφεται όλη η πρώτη σκηνή του μυθιστορήματος μέσα στην ψυχεδελική παραίσθηση, γιατί ο ύπνος στη θάλασσα τις περισσότερες φορές είναι σαν κάποιος να αιωρείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, δεν μπορεί, σας έχει συμβεί και σας.
Όταν ξυπνώ, της ζητώ να επιστρέψουμε στο δωμάτιο, έχω μια σημαντική δουλειά να κάνω. Σε πείραξαν τα τυροπιτάκια; Ένα κουτί κασικλάντισες στη διαδρομή, θέλει να μάθει. Όχι, πιο δημιουργικά πράγματα απαντώ, και στη διαδρομή για το δωμάτιο κλέβω εικόνες από το γαλλικό μπιλιάρδο του λάουντζ που εντέχνως φροντίζω να απομνημονεύσω. Φτάνουμε, κάνω ντουζ, ξαλμυρίζομαι, ανοίγω τον υπολογιστή και το «Ξάνθη 1986» παίρνει μπρος. ΄Ετσι ακριβώς, όπως το είδα στον ύπνο μου στην πλαζ του Eagles Resort, αν και ποτέ δεν είσαι σίγουρος με τις επιμελήτριες που τις λένε Βάγια Ματζάρογλου, ως προς το τι θα κόψουν, τι θα αφήσουν και ποιο γλωσσικό ρυθμό θα επιβάλλουν.
Working title: ΞΑΝΘΗ 1986
Στέφανος Τσιτσόπουλος
Νουβέλα
Κεφάλαιο 1ο: Μάρτι από το Μαρτίδης
Ξεκινάει από το Τέλος, στο πανί είχαν αρχίσει να πέφτουν οι τίτλοι, Χρώμα του Χρήματος, Πολ Νιούμαν, Τομ Κρουζ, έπεφταν οι τίτλοι και δεν τελείωναν, Χόλιγουντ, υπερπαραγωγή, όχι ψέματα. Έψαχνα στα κρέντιτ μπας και διακρίνω τίποτα Έλληνες κομπάρσους, όταν ο Χαμ εκ του Χαμαλίδης πρότεινε να συνεχίσουμε με στεκιές στο Λας Βέγκας. Δυο ώρες ήμασταν κλεισμένοι στο σινέ Άλφα με την ταινία να τρέχει φουλ της καραμπόλας και της πράσινης τσόχας, οπότε λογική μου φάνηκε η πρόταση του Χαμ για το Λας Βέγκας. Λας Βέγκας Ξάνθης, όχι Νεβάδας, σφαιριστήριο που κειτόταν λίγο παραπάνω από το σινέ Άλφα. Όλα τα καλά κόζια στην Ξάνθη απείχαν μια κουτσουλιά το ένα από το άλλο, στεγασμένα επί ή παραπλεύρως της κεντρικής λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το ζαχαροπλαστείο Νέα Ελλάς, τα σινέ Ρεξ και Άλφα, το βιβλιοπωλείο του Στοΐδη, οι Δίσκοι-Κασέτες Ντο-Ρε-Μι, το τοστάδικο Σνούπι, το πιτσάδικο του Πάολο, η καφετερία Tango των Ζωταράδων και ο Κύκνος του Τάσου, που ο θρύλος τον ήθελε για ένα φεγγάρι να έχει περάσει ως και από τη Λεγεώνα των Ξένων, μέχρι ο ξενιτεμένος πολέμαρχος να επιστρέψει στην πόλη για να ανοίξει καφετερί-κρεπερί.
Ζιπαρισμένη, εβαπορέ, μίνι σε μέγεθος ήταν η πόλη το καλοκαίρι του 1986 και, Λας Βέγκας, γιατί όχι; είπε το ναι και η Μπίλι. Το Μπίλι βγαίνει από το Βασιλεία, όμως με προσοχή, σύστησε, γιατί αν τίποτα κουτσομπόλικα μάτια το μαρτυρήσουν στη μάνα μου, την έχω ζόρι. Βουρ για πικέ και τρίμπαλο, βουρ, έδωσε ναι και η Μπίλι, η μαθητευόμενη λεσβία κι έτσι πήραμε να ανηφορίζουμε για το Λας Βέγκας. Την αποκαλώ μαθητευόμενη, γιατί το καλοκαίρι του 1986 η Μπίλι ήταν λεσβία μόνο στη θεωρία. Επί του πρακτέου, δεν είχε φασωθεί ποτέ της με κάποια αντίστοιχη σεξουαλικώς συνάδελφο. Πού να τη βρει; Δεν υπήρχαν λεσβίες στην Ξάνθη του 1986. Εκτός αν υπήρχαν και κρυβόντουσαν κι αυτές, σαν τη φουκαριάρα την Μπίλι. Καθισμένη στα καρφιά τα σουβλερά και τα κάρβουνα τα αναμμένα, μόνη έγνοια όλο εκείνο το καλοκαίρι είχε πότε θα βγουν τα γαμημένα αποτελέσματα. Πρόσμενε και λαχταρούσε να μάθει αν θα πιάσει την Αρχιτεκτονική της Αθήνας, αναζητώντας μιαν άλλη εναλλακτική, αποκλείεται να είναι αυτό ζωή κι όλο να κρύβομαι, για αυτό και στην Αθήνα, όταν θα ανταμώσω με την ερωτική φυλή μου, πω πω τι έχει να γίνει, πρότρεχε και ενθάρρυνε τον εαυτό της, ειδικά τις νύχτες που, όπως μας είχε εξομολογηθεί, έχυνε χεράτα με τη Μαντόνα.
Τη Μαντόνα είχε φαντασίωση και με τη Μαντόνα βολευόταν εξαιτίας της ξηρασίας και της λεσβιακής ανομβρίας που επικρατούσε στην Ξάνθη του 1986, τη Μαντόνα - Μέριλιν του δίσκου True Blue, η Τσικόνε η θεά. Αυτήν είχε στο μυαλό της η Μπίλι και έκανε τα μπαϊράμια της, χωρίς να την πειράζει που η Μαντόνα εκείνο το καλοκαίρι είχε παντρευτεί με τον Σον Πέν, και όσο να ’ναι στους δύο τρίτος δε χωρεί. Οι ξανθιές ήταν εξανέκαθεν το ίρτζι της, για αυτό και ονειρευόταν την Αρχιτεκτονική των Αθηνών, η σχολή ήταν διαβατήριο διαφυγής από την Ξάνθη που την έπνιγε, στο μυαλό της, από την ώρα που μας εξομολογήθηκε ότι έκανε κέφι τα κορίτσια, κλωθογύριζε η απόδραση στον ιδεατό προορισμό.
Αντίθετα με την Μπίλι, εμένα δε με κυνηγούσε τίποτα, έτσι νόμιζα τότε, οπότε και δήλωσα Πολιτικούς Μηχανικούς, Πολυτεχνείο Ξάνθης, καμιά επιθυμία δεν είχα εκείνη την εποχή να εγκαταλείψω την πόλη. Μια χαρά τη βρίσκαμε την Ξάνθη του 1986, εγώ και ο Χαμ, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω, είχε πατώσει σε όλα, αλλά δεν πολυσκοτιζόταν για το μέλλον. Είχε στρωμένη δουλειά, το οικογενειακό τους ιχθυοπωλείο ονόματι «Πολικός - Ψάρια πιο φρέσκα και από φρέσκα», στεγαζόταν εντός της σκεπαστής Δημοτικής Αγοράς Ξάνθης, οι ταμειακές δουλεύαν πρίμα, και έτσι πιάσαμε να ανηφορίζουμε για το σφαιριστήριο Λας Βέγκας.