Όποιον προορισμό και να επιλέξεις, θα βρεις έναν προγραμματισμό με εκδηλώσεις θεάτρου, μουσικής, τέχνης και χορού

Αβάνα, Κούβα: Εκεί που ο χρόνος χορεύει
Αβάνα, Κούβα: Η πόλη που ξεχνάει να βιαστεί
Ομολογώ ότι έχω μια τρέλα με τα ταξίδια στη Λατινική Αμερική. Κάθε χρόνο -από τα πολλά τελευταία- αλλάζω χώρα, διάλεκτο, κουλτούρα και φυλές, μόνο και μόνο για να νιώσω τους κραδασμούς της διαφορετικότητας. Κι αυτή η ιστορία ξεκίνησε από εδώ, από την μυθική στο μυαλό όλου του πλανήτη Αβάνα. Πάτησα μικροκατακτητής τα πόδια μου πρώτη φορά εδώ το 2000 για να φωτογραφίσω ρούμια και νύχτες εξωτικές.
Και παρέδωσα τις φωτογραφίες που μου ζητήθηκαν αλλά κράτησα την αύρα τους που με έσυρε δύο μήνες αργότερα ξανά εδώ, για να ζήσω κι άλλο Αβάνα και περισσότερο Κούβα. Ήταν μια εθιστική σχέση με το νησί και οι επιστροφές έγιναν πέντε, έξι και συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε αυτό το τόπο που δεν ξεχνάει να μου θυμίζει πως ο χρόνος μετριέται με το τραίνο που φτάνει στο δεύτερο του λεπτού, ούτε με το φουλ πρόγραμμα ημέρας και δεν έχει ανάγκη με το καινούργιο Apple Watch για να κυλήσει.
Δέκα λεπτά στο μετρό και άλλα πέντε για τις τρεις γουλιές εσπρέσο, προλαβαίνω
Εδώ αυτό δεν παίζει. Εδώ ο χρόνος είναι ποτάμι και σε παρασέρνει... γιατί έτσι γουστάρει. Εδώ η ζωή δεν είναι πρότζεκτ αλλά τέχνη του δρόμου, ενθουσιασμός, είναι ένα χτύπημα στον αέρα... είναι «Wepa!». Οι άνθρωποι μιλούν με το σώμα, φιλιούνται ερωτικά στο στόμα και δεν δίνουν χρόνο στις λέξεις. Η ζωή εδώ μυρίζει ρούμι, καρύδα και σκονισμένη επανάσταση.
Βγαίνω με χαμόγελο από το μικρό μου κατάλυμα στην Παλιά Αβάνα. Στην πρώτη κιόλας γωνία αγοράζω «pan cubano», το αγαπημένο ψωμί των ντόπιων. Τραγανό και αέρινο, φτιαγμένο με σιμιγδάλι και προζύμι δίνει το πρώτο bust στη μέρα μου. Με τη φωτογραφική μηχανή, αγαπημένη σύντροφο, περνάω την πάντα ζωντανή «Plaza de la Catedral». Αυτή η πλατεία του κόσμου μοιράζει πολύ με την αυλή της φαντασίας μου. Μεγάλες χρωματικές πόρτες, πωλητές του δρόμου, και άπειροι καλλιτέχνες που παίζουν μουσικές και χορεύουν. Όχι για μένα, όχι για σένα, για την πάρτη τους.
Προχωράω μέχρι την «Old Havana» με τη χαρακτηριστική αποικιακή της αρχιτεκτονική και τα συναρπαστικά ροζ, γαλάζια, τιρκουάζ και κίτρινα κτίρια. Δε χορταίνεται αλήθεια αυτό το κομμάτι της πόλης. Τα παλιά αυτοκίνητα κάνουν τη δική τους παρέλαση χρωματικής παλέτας και ο αέρας κουβαλάει τη φρεσκάδα των εξωτικών λουλουδιών συνδυασμένη τολμηρά με στον καπνό των πούρων, του φρεσκοψημένου ψωμιού, του ζαχαροκάλαμου, της αλμύρας από τους κολπίσκους και φυσικά τη βαριά μυρωδιά από το petróleo και την gasolina. Ας βάλει επιτέλους κάποιος αυτόν τον αρωματικό συνδυασμό σε μπουκάλι για να παίρνουμε σοβαρά δώρα με την κάθε αναγκαστική επιστροφή μας, εμείς, οι παράξενοι ταξιδευτές.
Το φρούριο «El Morro», σε συνδυασμό με το επισκέψιμο σπίτι του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που εσωκλείει, συνεχίζει να είναι μία τουριστική παγίδα που προσπερνάω θυσιάζοντας βέβαια την ιδέα της θέας του ατλαντικού από εκεί. Προτιμώ το περπάτημα μέχρι το «Cafe de Oriente» για να ξαναπιώ εκείνον των δέκα χιλιάδες εικοσιδύο θερμίδων καφέ με την κρέμα και το λιωμένο τυρί. Μικρό μαγαζάκι που μου κόλλησε, με ρετρό για εμάς πλακάκια και κάποιες μεγάλες φωτογραφίες με ανέμελους τύπους της δεκαετίας του '60, '70, δεν ξέρω πόσο, να πίνουν καφέ στις καρέκλες κοιτώντας χωρίς την υπαρκτή παρουσία τους τον κόσμο.
Un Café Cubano, Fuerte
Ήταν ο δεύτερος που βρέθηκε μπροστά μου. Φυσιολογικός «Cupita», πυκνός και μαύρος σαν το βυθό του Κόλπου. Ξαναβγαίνω τσάρκα με ένα τριθέσιο ποδήλατο για να γλιτώσω χρόνο. Το «coco taxi» είναι ένα όχημα που μοιάζει με καρύδα και λειτουργεί ως ταξί. Ιδανική συνταγή για μια άλλη ματιά της πόλης μέχρι την λατρεμένη «Malecon», την παραλιακή γραμμή της Αβάνας με τα πιο ανοιχτόκαρδα νερά της ζωής μου. Ωκεανός. Πράσινος και βαθύς. Ο άνεμος χτυπάει γροθιές στο τείχος που προστατεύει το δρόμο από τα κύματα.
Εδώ οι εραστές φιλιούνται με τα μάτια ανοιχτά ώστε να απολαμβάνουν το φως που τρώει τον ωκεανό. Στην ευθεία τα παλιά χρωματιστά αυτοκίνητα που δεν υποψιάζονται τον αιώνα του Έλον Μασκ και της ηλεκτροκίνησης. Μια ροζ Σεβρολέτ του ’55. Μία κόκκινη Buick που σταματάει μπροστά στο φανάρι μου. Τρία ζευγάρια μάτια με κοιτάζουν με χαμόγελο. Είμαι το ίδιο παράξενος για αυτούς όσο για μένα εκείνοι.
Αργά το απόγευμα και αράζω για κοκτέιλ στο «Pa L Ajito», γωνία που αγαπώ γιατί από δω έχω δει δεκάδες φορές τον ήλιο να βυθίζεται στο νερό σαν μεγάλο χρυσό νόμισμα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα εδώ. Ούτε οι μπλε ξύλινες καρέκλες, ούτε ο ανεμιστήρας που «σκαλάρει» κινήσεις πάνω από το μπαρ, ούτε καν οι γέροι αγρότες με τα τραχιά, σαν ξερό ψωμί χαρακτηριστικά που παίζουν φανατικά Ντόμινο. Κλακ κλακ, φωνάζει το ξύλο που δέχεται τη βία του πλαστικού. Πίσω τους ο βαμμένος τοίχος μοιάζει με κομμάτι ωκεανού. Μπροστά τους οι αραδιασμένες λεμονάδες τρυπάνε τη αφόρητη ζέστη.
Ο ντόπιος τρομπετίστας δίπλα παίζει το «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα». Και πάλι το ίδιο. Τόσες φορές ώστε με λίγο ακόμη ρούμι και ένα βαρύ πούρο συν τη ζέστη μπορείς άνετα να τον δεις να περνάει μπροστά σου με το μαύρο του μπερέ. Η ύλη προκαλεί το άυλο. Και ήρθε το ρούμι με δυο φέτες ώριμου μάνγκο. Ο αέρας τρέμει από ζέστη και «clave» ρυθμούς. Ο ζεστός ήλιος που κοπανιέται στο παλιό μαρμάρινο πεζοδρόμιο αδειάζει γρήγορα το ποτήρι μου. Ποτέ εδώ δεν είναι ένα.
Η θάλασσα είναι μολυβένια, μετάξι. Κι άλλοι νεαροί δοκιμάζουν τις τρομπέτες στα χείλη τους παίζοντας το «Καν Καν» των Buena Vista Social Club. Οι νότες ακούγονται σαν γυαλί μπροστά στο θόρυβο των κυμάτων που ξυπνάνε από τον αέρα «του μαντζάρα», του ανέμου που είναι γνωστός για την ικανότητά του να σηκώνει κύματα. Η θερμική διαφορά ανάμεσα στη θάλασσα και τη γη φταίει για τον ζωηρό χαρακτήρα της ακτογραμμής. Κάτι πιτσιρικάδες βγάζουν μουσική από κουτιά σαρδέλας για να μου θυμίσουν ότι η εδώ μουσική γεννήθηκε στα σκλαβοπάζαρα.
«Γι’ αυτό Greco βλέπεις τα πόδια μας να κινούνται έτσι. Γιατί θυμούνται τις αλυσίδες. Ο ρυθμός εδώ δεν είναι κουλτούρα είναι επανάσταση. Και το ρούμι είναι επανάσταση. Και ο καπνός είναι επανάσταση. Και το φαγητό μας είναι επανάσταση. Όλα είναι επανάσταση».
Θυμάμαι ακόμη τα λόγια το αγαπημένου μου επαναστάτη Φερνάρντο, συνταξιούχου καθηγητή πανεπιστημίου, που λάτρευε να γελάει και να ακούει ιστορίες σκαλίζοντας τις δικές του. Με πόσο ρούμι να ποτίστηκε το θαρραλέο δέντρο της μνήμης του. Μου έφερε κάποτε μπροστά στο πρόσωπο το βιβλίο του: «This is my computer! And this is my Server...».
Το δάχτυλο έδειχνε το ποτήρι με το παγωμένο ρούμι
Ποτέ δεν με εντυπωσίασε αυτός ο τύπος, συνώνυμο της βαθιάς λατίνας γνώσης. Καθώς συνθέτω αυτές τις μικρές ιστορίες των γύρω μου ανθρώπων, νιώθω λίγο συγγραφέας ακατέργαστων ονείρων. Φταίει ο φρέσκος καπνός από το «Partagas Maduro» που εδώ και ώρα μου αφηγείται τη σιωπή μου. Οι τελευταίες επτά αναπνοές του πούρου ήταν ακόμη πιο γρήγορες και μου έφεραν μια ζάλη.
Κουβαλάω πολλές τέτοιες καπνιστικές αναμνήσεις. Το απέδωσα στην υγρασία και στο κενό των στιγμών μου μπήκα στο «Bodeguita del Medio». Οι νότες της Σάλσας με συναντούν κι εδώ και ο χρόνος λυγίζει και πάλι. Μία τρίο τρομπέτας-κονγκάς-μαρακάς σκίζει τη βαριά ζέστη: «Guantanamera, Guajira Guantanamera...»
Παραγγέλνω Canchánchara ρούμι, μέλι, λάιμ. Μπισκότα κανέλας έρχονται δίπλα. Καίει γλυκά. Καλοκαίρι. Πάντα είναι καλοκαίρι στην Αβάνα. Πάνω στον τοίχο σε κάδρο η γραμμένη με το χέρι φράση: «My Mojito in La Bodeguita. My Daiquiri in La Floridita». Από κάτω φαρδιά πλατιά η υπογραφή Έρνεστ Χεμινγουέι. Ο συγγραφέας είχε τραβήξει τη διαχωριστική γραμμή των δύο μαγαζιών για τα δύο του κοκτέιλ. Από τότε ήξερε ότι όλα δεν είναι για όλα.
Πίνω και ξαναδιαβάζω: «Papa Hemingway Drank Here».
Καλά τώρα. Σιγά το δύσκολο
Ευτυχώς το αγαπημένο μπαρ του Έρνεστ, το «El Floridita» απέχει ούτε δέκα λεπτά με τα πόδια. Τα κατάφερα. Ανοίγω την πόρτα και το τελευταίο φως της ημέρας σπάει στα κρύσταλλά του. Ο χώρος είναι δροσερός, σκοτεινός για να μην έχεις τη αίσθηση της μέρας ή νύχτας καθώς πίνεις. Έξυπνο. Ο κόκκινος μπάρμαν με την επιδεικτικά στολισμένη στολή του σερβίρει ατελείωτα Ντάκιουρι. Στην πίσω γωνία το κοκκινόχωμο αγάλμα του Χεμινγουέι που ακουμπάει στο μπαρ. Χαμογελάει. Κρατάει το ποτήρι του. Μετά το Νόμπελ πολύ επίδοξοι συγγραφείς κάθονται εδώ, στο ίδιο μπαρ, πίνουν το ίδιο ποτό που έπινε εκείνος και μειδιάζουν μοναχικά με εκείνη την αυτοπεποίθησή του «τό ’χω!».
Otro Daiquiri, Por Favor
Ήρθε σαν μεταξωτή λεπίδα το ρούμι και ακολούθησε ο γνωστός ιδρώτας της Αβάνας στο πρόσωπό μου. Καλώς τον! Πάγος, λεμόνι, κύκλος... κύκλοι. Ο εμετός στο πίσω στενό με τους παρκαρισμένος ταξί-ποδηλάτες να σχολιάζουν. Μου βγαίνει γέλωτας με ότι βιώνω. «Το ’χω!». Έγινε νύχτα καθώς ψάχνω το τουριστικότατο «Che» για έναν καφέ Cubano. Περνάω δίπλα από έναν μεγάλο παπαγάλο. «Revolution»! μου φωνάζει και η ιδιοκτήτρια γελάει καθώς τακτοποιεί τα τουριστικά μπλουζάκια στο ράφι. Οι αναμνήσεις δεν πονάνε πια.
Yo soy como el verde de tus campos... Cuba, qué linda es Cuba
Η λεπτή τραγουδιστή φωνή έρχεται από την είσοδο του διπλανού μαγαζιού κουβαλώντας μια καλή δόση μελαγχολίας. Έχει έναν αργό ρυθμό που μου υπενθυμίζει ότι αυτή η πόλη ποτέ δε βιάζεται. Ακόμη και οι ποδηλάτες της περνούν μπροστά μου σε slow motion κίνηση λες και τα πόδια τους κολυμπάνε σε κινούμενη άμμο.
Μπαίνω στο μικρό μου, συνδυασμένο με μνήμες μαγαζάκι. Εδώ ο καφές ζυμώνεται με το χρόνο. Μου κάνει να νιώθω την Αβάνα σαν πατρίδα της ψυχής μου. Ξέρω ότι πάντα πρέπει να επιστρέφω και δεν αντιστέκομαι χρόνια τώρα στο γεγονός που με ανατροφοδοτεί. Απλά σε κάθε τέλος του κύκλου κοιτάζω σαν πρώτη φορά την ζωγραφισμένη σε σκληρό τοίχο σημαία της Κούβας και συλλαβίζω στη γλώσσα της την κάτω φράση, τη γραμμένη με καλλιτεχνική «Savoye Let Plain» γραμματοσειρά: «Todos los Hechos Tienen 3 razones la mia, la Tuya y la verdadera».
Όλα τα γεγονότα έχουν 3 λόγους: τον δικό μου, τον δικό σου και τον αληθινό.
Δειτε περισσοτερα
Ο θρυλικός φωτογράφος γύρισε όλη την Ελλάδα και αποτύπωσε εικόνες που έχουν χαραχθεί στο μυαλό Ελλήνων και ξένων ως ένα «χρυσό» αλλά χαμένο πια παρελθόν, μιλάει στην ATHENS VOICE
Ο frontman της μπάντας Courtney Taylor-Taylor μιλάει στην Athens Voice πριν τις τρεις συναυλίες τους στην Ελλάδα
Μια συνομιλία με την Ελληνίδα χορογράφο και performer για το «Dive into you» που θα δούμε στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
Απόφαση να δοκιμάσουμε το αδοκίμαστο
Από τα πρώτα ξενοδοχεία «Ξενία» στα rooms to let, τις παρθένες Κυκλάδες και τα Μάταλα, µέσα από την ψηφιακή έκθεση Imagining Greece