Τα θεατρικά έργα που παίζονται σε ταράτσες, πλατείες και υπαίθρια θέατρα
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
25°

Ακολουθώντας τους νομπελίστες στον κόσμο: Πρώτη στάση Σεούλ, Νότια Κορέα
Οδοιπορικό στη Σεούλ της Νότιας Κορέας, κάθε νόμπελ κι ένα ταξίδι: Αναζητώντας την Χαν Κανγκ πίσω από το βιβλίο, στη χώρα του σότζου και των ουρανοξυστών
Έχω δύο μεγάλες αγάπες: τη λογοτεχνία και τα ταξίδια. Σκέφτηκα να βρω έναν τρόπο να τις συνδυάσω. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να επισκέπτομαι τις χώρες των διάφορων συγγραφικών ηρώων. Για τον Άμλετ θα ταξίδευα στη Δανιμαρκία, για τον Ρασκόλνικοφ στην Αγία Πετρούπολη, για τον Κόπερφιλντ στο Λονδίνο, για τη Μαντάμ Μποβαρύ στο Παρίσι κ.λπ. κ.λπ. Όμως όλα αυτά τα είχα ήδη κάνει. Σκέφτηκα τότε να αποταθώ στη θεά Τύχη. Και στη Σουηδική Ακαδημία.
Αποφάσισα λοιπόν ότι κάθε χρόνο θα ταξίδευα στη χώρα της οποίας ο/η συγγραφέας θα έπαιρνε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Κι έτσι από φέτος έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Κι αφού το Νόμπελ εδόθη στη Νοτιοκορεάτισσα Χαν Κανγκ («Η χορτοφάγος», «Μάθημα ελληνικών»), βρέθηκα να κλείνω εισιτήρια για τη Σεούλ. Μαζί μου προσφέρθηκε να ταξιδεύσει μια ευσύνοπτη παρέα φίλων. Στην Κορέα δεν είχα ταξιδέψει ως σήμερα, οπότε αυτό το Νόμπελ με βόλευε εξαιρετικά. Του χρόνου ελπίζω να το πάρει κάποιος από την Αργεντινή ή τη Γροιλανδία.
Ο γύρος του κόσμου με οδηγό τη λογοτεχνία: Η Σεούλ του φετινού συγγραφέα
Ύστερα από δεκαπέντε ώρες ταξίδι –με την ενδιάμεση στάση–, προσγειωθήκαμε στην πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας, τη διαβόητη Σεούλ των 20 εκατομμυρίων κατοίκων. Να πω εδώ ότι ο συνολικός πληθυσμός της χώρας είναι 52 εκατομμύρια σε μια έκταση λίγο μικρότερη από της Ελλάδας. Εξού και η ανάγκη στέγασης να εκταθεί προς τα ουράνια, με ουρανοξύστες σε κάθε κωμόπολη και χωριουδάκι.
Το αεροδρόμιο της Σεούλ βρίσκεται σ’ ένα νησί κάπου 60 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Η πρώτη ιδιαιτερότητα που απόλαυσα στην Κορέα ήταν τα φτηνά ταξί. Για την ακρίβεια, δεν χρησιμοποίησα άλλο μέσο μετακίνησης (εκτός από τα bullet trains, κι αυτά μόνο για να τσεκάρω την ταχύτητά τους). Οι ταξιτζήδες μπορεί να μη μιλάνε εγγλέζικα, αλλά δεν επιχειρούν να σε κλέψουν (εκτός από μία φορά, η οποία ωστόσο είναι τόσο απολαυστική ως ιστορία, που αξίζει ξεχωριστό κείμενο). Τα ταξίμετρα είναι σε κοινή θέα και πληρώνεις με κάρτα. Ουσιαστικά δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω μετρητά στη χώρα, ακόμη κι όταν έπαιρνα φαγητό από τα κιόσκια του δρόμου.
Κάναμε μία ώρα να φτάσουμε από το αεροδρόμιο στη Σεούλ περνώντας από συστάδες ουρανοξυστών και διασχίζοντας τον ποταμό Χαν, που κόβει την πρωτεύουσα στα δύο.
Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μας (26 όροφοι) θα πρέπει να ήταν άνθρωπος με ιδιαίτερο χιούμορ, καθώς είχε ονομάσει το κατάλυμά του L’ Escape (Η απόδραση). Το χιούμορ έγκειται στο γεγονός ότι το ξενοδοχείο βρίσκεται κολλητά με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Πόρτα πόρτα, για την ακρίβεια.
Έβρεχε τις δυο πρώτες μέρες, οπότε περιοριστήκαμε στο να περιπλανιόμαστε στα γιγάντια πολυκαταστήματα, όπου γνωρίσαμε κάθε μάρκα καλλυντικών κι αγοράσαμε κάθε λογής μάσκες προσώπου, αφού όλες οι γυναίκες της παρέας κουβαλούσαν γιγάντιες βαλίτσες με τον ευγενή σκοπό να τις φορτώσουν με κάθε είδος κορεάτικου καλλωπισμού.
Μόλις έπαψε να βρέχει, ξεχυθήκαμε στα παλάτια της Σεούλ, τα οποία φιλοξένησαν κατά καιρούς τους βασιλείς κάθε δυναστείας που ανέβηκε στον θρόνο. Προτείνω να μην αμελήσετε να επισκεφτείτε το παλάτι Γκιόνγκμποκουνγκ, όπου κάθε μέρα –στις 10 το πρωί και στις 2 το μεσημέρι– γίνεται μια εντυπωσιακή αλλαγή φρουράς. Στο παλάτι αυτό υπάρχει το έθιμο να πηγαίνουν ντόπιοι κυρίως αλλά και ξένοι φορώντας τα παραδοσιακά hanbok, τις φορεσιές ήγουν που ενδύονταν κάποτε οι αλλοτινοί κάτοικοι αυτής της χώρας. Ένας στροβιλισμός από αλλόκοτες ενδυμασίες κάτω από τις ανθισμένες κερασιές εκπλήσσει ευχάριστα το μάτι του θεατή.
Κατόπιν τριγυρίσαμε στην πλέον τουριστική γειτονιά της Σεούλ, την Insa-dong, όπου είδαμε επιτέλους μερικούς δυτικούς ταξιδιώτες και αγοράσαμε μαγνητάκια για το ψυγείο.
Την επόμενη μέρα πήγαμε κάτω από το ποτάμι, νότια εννοώ, για να δούμε από κοντά την περίφημη Βιβλιοθήκη Starfield που βρίσκεται εντός ενός συμπλέγματος από διαφορετικά Mall στην περιοχή όπου διαβιούν οι πλούσιοι της πρωτεύουσας. Η βιβλιοθήκη αυτή προκαλεί συγκίνηση στον αναγνώστη που συνεχίζει να διαβάζει βιβλία (ολοένα και πιο σπάνιο είδος). Δεν παρέλειψα να αποδώσω τα εύσημα στον αρχιτέκτονα του συγκεκριμένου πρότζεκτ. Αφού έψαξα μάταια για τα βιβλία μου, ήπιαμε έναν καφέ ανάμεσα σε λαούς της κίτρινης φυλής.
Να επισημάνω εδώ την εμμονή της κάθε κοπέλας που ανήκει στις γυναίκες της Άπω Ανατολής να καλλωπίζει με τέτοιον τρόπο το πρόσωπό της ώστε το δέσμα της να γίνεται όσο πιο λευκό μπορεί, με αποτέλεσμα να νομίζει κανείς ότι έχει ξαφνικά βρεθεί ανάμεσα σε καλλιτέχνες του Θεάτρου Νο.
Αργότερα επισκεφτήκαμε ένα παραδοσιακό χωριό με την παλαιά αρχιτεκτονική, τότε που τα σπίτια δεν είχαν δεύτερο πάτωμα και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν καταγής τυλιγμένοι στα φουτόν τους.
Την πέμπτη πλέον ημέρα, φορτωμένοι με ό,τι προϊόν παράγει η βιομηχανία καλλυντικών της χώρας, πήραμε το τραίνο-σφαίρα για το Busan, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας (4 εκατομμύρια κάτοικοι) και μεγάλο λιμάνι. Είχαμε κλείσει ξενοδοχείο απέναντι ακριβώς από τον δρόμο όπου γίνεται το διάσημο φεστιβάλ ταινιών BIFF (Busan International Film Festival) και δύο δρόμους μακριά από τη μεγαλύτερη ιχθυαγορά της Νότιας Κορέας, γνωστή και ως Jagalchi Market. Πρόκειται για μια σκεπαστή αγορά όπου τεράστια ενυδρεία με κάθε λογής ψαρικά αναμένουν τον αγοραστή. Ψάρια αλλόκοτα, που σε κοιτούν για μια στιγμή κι ύστερα μ’ ένα χτύπημα της ουράς αλλάζουν θέση, χταπόδια που κολλάνε στο τζάμι ερωτικά, αχινοί, σαλάχια, θαλασσοσκώληκες. Αν κάτι σου τραβήξει την όρεξη, το παραγγέλνεις και στο ψήνουν επιτόπου για να το γευτείς στο αχανές εστιατόριο που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της αγοράς.
Το Μπουσάν ήταν μια αποκάλυψη. Να πάει κάποιος στην Κορέα και να μη φτάσει ως εκεί (τρεις ώρες με το τρένο από τη Σεούλ, τιμή εισιτηρίου 35 ευρώ) είναι σφάλμα ολκής. Μείναμε τρεις μέρες, αλλά άνετα θα μέναμε άλλες τρεις. Η πόλη είναι χτισμένη πλάι στη θάλασσα και εκτείνεται σε μια απέραντη ακτογραμμή. Υπάρχουν δεκάδες πράγματα για να κάνει κάποιος εκεί. Εμείς πήραμε αρχικά το τρενάκι Blue Line Park, που σε μεταφέρει σε μια διαδρομή μισής ώρας πλάι στη θάλασσα, όπου μπορείς να κατέβεις σε διάφορες στάσεις και να απολαύσεις τη θέα από εξώστες που εισχωρούν πάνω από τα ταραγμένα ύδατα. Απέναντι, αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, βλέπεις τα νότια νησιά της Ιαπωνίας.
Με ταξί (μα, ναι) φτάσαμε ως το Gamcheon culture village, μια λοφοπλαγιά σπαρμένη με χρωματιστά σπιτάκια που οι Κορεάτες ονομάζουν το Μάτσου Πίτσου της Κορέας. Καμία σχέση. Ωστόσο, μια βόλτα ως εκεί προσφέρει στον ταξιδευτή μια άλλη αίσθηση και την ευκαιρία να βγάλει μερικές σέλφι με μπόλικο χρώμα στον φόντο.
Την ίδια μέρα πήγαμε (με ταξί, σαφέστατα) ως ένα άλλο κοντινό μέρος, που οι ντόπιοι αποκαλούν η Σαντορίνη του Μπουσάν. Μάλιστα, όπως το διαβάζετε. Μια ακόμη λοφοπλαγιά, αυτή τη φορά δίπλα στη θάλασσα, με άσπρα σπιτάκια και ένα καφέ που έχει την ονομασία Fira. Καμιά σχέση φυσικά με τη δική μας Σαντορίνη, με εξαίρεση ίσως το ηλιοβασίλεμα που κι εκεί προσφέρεται για εντυπωσιακές πόζες. Στον χάρτη θα το βρείτε ως Huinnyeoul culture village.
Στο μεταξύ, ψήναμε. Θέλω να πω, τρώγαμε ψήνοντας το κρέας σε τραπέζια που είχαν στη μέση μια τρύπα. Ο σερβιτόρος έφερνε έναν κουβά με αναμμένα κάρβουνα και μια μεταλλική σχάρα που πάνω της τοποθετούσαμε κομμάτια κρέατος, αφού πρώτα τα κόβαμε με ψαλίδι. (Να πω εδώ ότι σε κανένα εστιατόριο της Κορέας δεν υπήρχε μαχαίρι, παρά μόνο ψαλίδια. Αγνοώ πώς οι μακελάρηδες τεμαχίζουν τα μεγάλα ζώα ή οι δολοφόνοι τα πτώματα).
Και μια και αναφέρθηκα στο φαγητό. Όταν κάθεσαι στο τραπέζι, και πριν καν παραγγείλεις οτιδήποτε, ο πάντα πρόθυμος σερβιτόρος απλώνει μπροστά στον πελάτη καμιά δεκαριά πιατάκια γεμάτα με λογής λογής ορεκτικά, όπου βέβαια κυριαρχεί το κίμτσι (μαριναρισμένο λάχανο σε διάφορες εκδοχές). Εμείς συνήθως παραγγέλναμε γαβάθες με σούπα και ράμεν. Οι ποσότητες φαγητού που έφταναν μπροστά μας –και έμεναν αφάγωτες στο τέλος, γιατί πόσο να χωρέσει ένα στομάχι;– θ’ αρκούσαν να γεμίσουν doggy bags για πέντε μέρες. Στο μεταξύ, καθώς δεν υπάρχουν αμπέλια στην Κορέα παρά ρυζοχώραφα, το ποτό μας έγινε το παραδοσιακό σότζου, ένα λευκό απόσταγμα από ρύζι που, σχεδόν άγευστο, σε ωθεί να καταναλώσεις άφθονα μπουκάλια – θα το έχετε δει στις κορεάτικες σειρές να σωρεύεται στα τραπέζια των ηρώων.
Το φαγητό και μόνο αξίζει για να επισκεφτεί κάποιος τη Νότια Κορέα. Κορωνίδα στα δείπνα μας, η ώρα του λογαριασμού. Σπάνια πληρώσαμε πάνω από δεκαπέντε ευρώ το άτομο. Η μπίρα έκανε 3 ευρώ, το ίδιο κι ένα μπουκάλι σότζου. Αν μάλιστα αποφασίσει κάποιος να τρώει από τους πάγκους που στήνουν οι πωλητές στον δρόμο, τότε θα χορταίνει με πέντε ευρώ τη μέρα. Ένας καφές σε καφετέρια πρώτης γραμμής (και διαθέτουν υψηλής αισθητικής καφετέριες) κοστίζει 3 ευρώ. Μου λείπει ήδη αυτή η χώρα.
Την επόμενη μέρα –πάντα στο Μπουσάν– πήγαμε στο νησί Songdo και μπήκαμε σε θαλαμίσκο με γυάλινο πάτωμα, που σε μεταφέρει στην απέναντι ακτή πάνω από την αγριεμένη θάλασσα, ενώ ο άνεμος κάνει το εναέριο όχημα να τραμπαλίζεται με χάρη. Αν αποφασίσετε να το τολμήσετε, προτιμείστε το σούρουπο ώστε να απολαύσετε την πόλη φωτισμένη. Εμείς το κάναμε μέρα – στερνή μου γνώση…
Υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα να κάνει κάποιος στο Μπουσάν, αλλά δεν θα επιμείνω. Θα πω απλώς ότι ένα πρωί, ώρα δέκα, βρέθηκα στον βουδιστικό ναό Daegaksa και παρακολούθησα επί μία ώρα τρεις πρεσβύτες μοναχούς να ψαλμωδούν και να παίζουν μικρά κύμβαλα καθισμένοι διπλοπόδι πάνω σε μεγάλες μαξιλάρες. Στον μεγάλο χώρο του ναού ήμουν εγώ κι άλλοι πέντε πιστοί, που κάθε λίγο σηκώνονταν, έκαναν μια υπόκλιση στα αγάλματα του Βούδα, που ήταν διάσπαρτα στον χώρο, κι ύστερα γονάτιζαν βαθιά στο πάτωμα, που ήταν στρωμένο με ψάθες. Φυσικά, είχαμε αφήσει τα παπούτσια μας έξω από τον ναό. Πριν φύγω, έριξα τον οβολό μου στο παγκάρι.
Κάποτε εγκαταλείψαμε με θλίψη το Μπουσάν, καθώς τέλειωνε πια το ταξίδι μας. Οι τελευταίες δύο μέρες ήταν προγραμματισμένες για το Ίντσεον, το λιμάνι της Σεούλ, όπου σε κοντινό νησί βρισκόταν το αεροδρόμιο για την πτήση της επιστροφής. Στο Ίντσεον συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος του χριστιανισμού στη Νότια Κορέα. Παντού πρόβαλαν οξύρυγχα καμπαναριά με φωτεινούς σταυρούς στην κορυφή. Γκούγκλαρα το θέμα και είδα πως οι χριστιανοί στην Κορέα είναι το 25% του πληθυσμού. Άλλοι τόσοι είναι βουδισταί. Το υπόλοιπο 50% δηλώνει δίχως θρήσκευμα (που είναι διαφορετικό από το άθεος).
Καθώς φτάσαμε βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, αναζητήσαμε κάποια εκκλησία μήπως παρακολουθούσαμε την Ανάσταση. Όμως μάταια τριγυρίσαμε στην περιοχή. Οι ναοί που είχαμε δει φτάνοντας ήταν όλοι κλειστοί.
Το Ίντσεον διακρίνεται για την ησυχία και τη μεγαλύτερη Τσάιναταουν στη Νότια Κορέα. Έχει κι ένα πάρκο στον λόφο για ζεν περιπάτους. Έχει κι ένα μουσείο για τη σύγχρονη κορεάτικη λογοτεχνία – δυστυχώς ήταν κλειστό.
Το μεσημέρι του Πάσχα, κι ενώ κόβαμε βόλτες στην Τσάιναταουν, ακούσαμε ύμνους μέσα από μια πρεσβυτεριανή εκκλησία. Μπήκαμε κι είδαμε μια μεγάλη χορωδία μαζί με ορχήστρα να τραγουδάνε εκκλησιαστικά άσματα. Οι πιστοί, Ασιάτες όλοι εννοείται, μας κοιτούσαν παραξενεμένοι. Όταν τέλειωσαν τα τραγούδια, ένας ευειδής άνδρας πήρε ένα μικρόφωνο κι άρχισε να λέει κάτι στη γλώσσα τους. Στο τέλος, έδειξε προς τα εκεί που καθόμασταν κι εμείς σηκωθήκαμε και υποκλιθήκαμε.
Ο άνδρας πλησίασε και μας έδωσε δώρα που κάποιοι υποτακτικοί έτρεξαν και του έφεραν. Πήρα το μικρόφωνο απ’ τα χέρια του –μου το παρέδωσε με κάποιον δισταγμό– και απηύθυνα δυο λόγια στο εκκλησίασμα. Πρώτη –και τελευταία φορά– με χειροκρότησε κορεάτικο κοινό. Στη συνέχεια, στον προαύλιο χώρο, ο πάστορας του ναού πρόσταξε και μας έφεραν κι άλλα δώρα, πασχαλινά αυγά και κάτι φιαλίδια με ένα ποτό που έμοιαζε με σουμάδα. Οβελία δεν έψηναν κάπου εκεί γύρω.
Εμείς πάντως εκείνο το βράδυ τηρήσαμε το έθιμο και, αφού πρώτα περάσαμε από τον καθολικό καθεδρικό ναό του Ίντσεον, ψήσαμε το κρέας μας στα κάρβουνα σε κάποιο κορεάτικο εστιατόριο της γειτονιάς. Ήταν η τελευταία νύχτα μας στην Κορέα και μια αλλόκοτη ομίχλη είχε κατέβει στους δρόμους της πόλης κάνοντας τους διαβάτες να μοιάζουν με φαντάσματα και τα κτίρια ανάερα πλεούμενα μιας άλλης εποχής. Ήταν λες κι είχαμε αίφνης βρεθεί σε ταινία του Κάρπεντερ.
Το απόγευμα της άλλης μέρας –με ταξί πάντα– φτάσαμε στο Τέρμιναλ 1 του αεροδρομίου. Ποιος ξέρει ποιος θα πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας του χρόνου...
Δειτε περισσοτερα
Μια ερώτηση, μια μπάλα, μια μπασκέτα
Για όσους «καίγονται» να προλάβουν να βουτήξουν πριν δύσει ο ήλιος
Καλλισθενική γυμναστική, street workοut, κάτι νέο για να ξεκινήσεις το φετινό καλοκαίρι στην πόλη
Ο φωτογράφος που φτιάχνει κόσμους με φως και σιωπή. Μιλήσαμε μαζί του για τη φωτογραφία, τα βραβεία και την αποστασιοποίηση
Από το Παρίσι στην Καλιφόρνια και τώρα στην Αθήνα: Μια εικαστική διαδρομή ανάμεσα σε ήλιους, βουνά και μνήμες