Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Επιμέλεια: Σταυρούλα Παναγιωτάκη, Γιάννης Νένες
O Tod Papageorge φωτογραφίζει στην Ακρόπολη, 1983-1984
Tα καλοκαίρια του 1983 και 1984, ο Αμερικανός φωτογράφος Tod Papageorge, με ρίζες από τη γη της Μεσσηνίας, «αιχμαλώτιζε» φωτογραφικά, όπως κανείς άλλος, την Ακρόπολη και τους επισκέπτες του Ιερού Βράχου. Καθηγητής φωτογραφίας στο Yale University School of Art εκείνη την εποχή, για δύο καλοκαίρια ανηφόριζε κάθε μέρα, σαν ένα είδος τελετουργικού, στην Ακρόπολη, όπου έστηνε τον φωτογραφικό του φακό και απαθανάτιζε μοναδικές στιγμές. Οι νεαροί τουρίστες με τα σανδάλια και τα καλοκαιρινά τους ρούχα, βαριεστημένοι και κουρασμένοι κάποιες στιγμές μπροστά στον Παρθενώνα, δεν φαίνονται ξένοι στο κάδρο. Οι φωτογραφίες του Tod Papageorge διέπονται από νοσταλγία, ερωτισμό και αισθησιασμό, είναι ίσως η πιο ιδιαίτερη και μαγευτική αποτύπωση της Ακρόπολης και των επισκεπτών της.
Θυμάται ο ίδιος αυτή τη φωτογράφηση και την περιγράφει σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην ATHENS VOICE όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του «On The Acropolis» από τις εκδόσεις Stanley/Barker: «Επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ακρόπολη ένα απόγευμα του 1979, μία μικρή εισαγωγή ήταν, αλλά αρκετή για να με κάνει να επιστρέψω και να τη φωτογραφίσω. Επέστρεψα και έμεινα για έναν ολόκληρο μήνα τα καλοκαίρια του 1983 και 1984 στο ξενοδοχείο Divani Zafolia. Μέσα σε δέκα λεπτά περπατώντας περνούσα τα Προπύλαια και πλησίαζα στον Παρθενώνα. Το μόνο που έκανα αυτούς τους δύο μήνες ήταν αυτός ο περίπατος, συνήθως δύο φορές την ημέρα, μετά το πρωινό και μετά το γεύμα –συνήθιζα να τρώω σε ένα εστιατόριο για χορτοφάγους σε ένα κατηφορικό δρομάκι στην Πλάκα–, όλη μέρα φωτογράφιζα. Νομίζω ήταν μια φυσική αίσθηση που με μαγνήτιζε, μου άρεσε η πρόκληση να δουλέψω σε έναν χώρο του μεγέθους μερικών γηπέδων ποδοσφαίρου, έναν χώρο που οπτικά αποτελείτο από λευκό βράχο και μόνο. Μόνο που πάνω στον βράχο υπήρχαν τα “γυμνά κόκαλα” τριών εντυπωσιακών ναών. Τότε, έβαλα τον εαυτό μου και σε μια άλλη δοκιμασία, χρησιμοποιώντας μια σχετικά βαριά και άβολη μηχανή μεσαίου φορμάτ. Mια κάμερα που ήλπιζα πως θα αιχμαλωτίσει τη σκληρή ομορφιά του λαμπερού αττικού φωτός και όχι μία Leica με καλή απόκριση που να μπορώ να μανουβράρω. Μελέτησα λογοτεχνία και έγραψα ποίηση στο κολέγιο, και ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνω τα πράγματα είναι από την οπτική αυτού που ‘διαβάζει’ τον φυσικό κόσμο ως εμβληματικό, γεμάτο νόημα, ένα νόημα που η κάμερα, αν χρησιμοποιηθεί σοφά, μπορεί να αποτυπώσει.
»Μπορείς να πεις πως οι άνθρωποι, νέοι ή μεγαλύτεροι, που είναι στις φωτογραφίες μου –και μόνο εκεί– παίζουν μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν ενός τουρίστα στην Ακρόπολη. Ο δρόμος τους μέχρι ψηλά στον Παρθενώνα αντηχεί την ίδια πορεία που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Αλλά, κυρίως, οι κινήσεις τους, οι πράξεις τους, ακόμα τα απλά καλοκαιρινά ρούχα που φοράνε, έφερναν μπροστά στα μάτια μου τις ιστορίες και τους μύθους που διαμόρφωσαν τη βάση της δυτικής παράδοσης και κουλτούρας. Δεν λέω πως κάποιοι που θα δουν τις φωτογραφίες μου θα βρουν ίδια νοήματα σε αυτές, αλλά αυτός είναι ο δικός μου λόγος που τράβηξα αυτές τις φωτογραφίες».
Εκείνον τον Αύγουστο, όταν φτάσαμε, το νησί βρίσκονταν με κομμένη την ανάσα και ναρκωμένο από τον ήλιο μέσα σε μια θάλασσα που σιγόβραζε, στο μπλε χρώμα του παγωνιού, κάτω από έναν ουρανό που είχε ξεθωριάσει σε ένα θολό γαλάζιο από τις σφοδρές ακτίνες του ήλιου.
- Τζέραλντ Ντάρελ («Η τριλογία της Κέρκυρας», 2006)
David Bowie, Πάτμος, 1985
Ο David Bowie στην Πάτμο το 1985, στον δρόμο μεταξύ Σκάλας και Αποκάλυψης. Η αγάπη του Bowie για την Ελλάδα ξεκίνησε από τη σχέση του με την Κύπρο, μια και η πρώτη του γυναίκα, η Angie, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία από Αμερικανούς γονείς. Τον Μάιο του ’75 ο Bowie κατέφθασε ινκόγκνιτο στην Ελλάδα, μαζί με τον Iggy Pop, για να επισκεφτούν αρχαιολογικούς τόπους. Με ξεναγό τον Γιάννη Πετρίδη πήγαν Δελφούς, Σούνιο, Ακρόπολη, κυκλοφορούσαν στο κέντρο της Αθήνας χωρίς να τους αναγνωρίζει κανείς. Τα καλοκαίρια του ’85 και ’86 ο Bowie φιλοξενήθηκε στο πολυτελές σπίτι του πρίγκιπα Αγά Χαν του 4ου, στην Πάτμο, όπου κι εκεί κυκλοφορούσε ανενόχλητος σε παραλίες, μπακάλικα κ.λπ. Οι φήμες τότε οργίαζαν ότι ο Bowie αγόρασε σπίτι στο Νησί της Αποκάλυψης, αλλά δεν ίσχυαν. Τα βράδια του άρεσε να συχνάζει στο μπαράκι Αστοιβή που ήταν το μοναδικό που επιτρεπόταν να λειτουργεί στη Χώρα, λόγω της μονής. Το καλοκαίρι του ’88, ο Bowie επισκέφθηκε και την Ίο.
«Τα μπαλκόνια είναι ανάλογα με το μέγεθος του διαμερίσματος, και απέναντι, σε ένα μεγάλο μπαλκόνι, μια γειτόνισσα χειρίζεται την απλώστρα, τα μανταλάκια και τα απλωμένα ρούχα της με τη χάρη και την πείρα που θα είχε η Μαντάμ Βιονέτ όταν θα έντυνε ένα μανεκέν».
-Πατρίτσια Στόρας («Dinner with Persephone», 1996)
Leonard Cohen
«Θυμάμαι ότι η Μαριάννα και εγώ ήμασταν σε ένα ξενοδοχείο στον Πειραιά, σε κάποιο φθηνό ξενοδοχείο. Ήμασταν και οι δύο γύρω στα είκοσι πέντε και έπρεπε να προλάβουμε το πλοίο για την Ύδρα. Σηκωθήκαμε και νομίζω ήπιαμε ένα φλιτζάνι καφέ ή κάτι τέτοιο και πήραμε ένα ταξί, και δεν το ξέχασα ποτέ αυτό. Τίποτα δεν συνέβη, απλά καθόμασταν στο πίσω μέρος του ταξί με τη Μαριάν, [ανάβοντας] ένα τσιγάρο, ένα ελληνικό τσιγάρο που είχε αυτή τη νόστιμη βαθιά γεύση ενός ελληνικού τσιγάρου που έχει πολύ τουρκικό καπνό μέσα, και σκεφτόμουν, έχω τη δική μου ζωή, είμαι ενήλικας, είμαι με αυτή την όμορφη γυναίκα, έχουμε λίγα χρήματα στην τσέπη μας, επιστρέφουμε στην Ύδρα, περνάμε από αυτούς τους χρωματιστούς τοίχους. Αυτό το συναίσθημα νομίζω ότι έχω προσπαθήσει να το αναδημιουργήσω εκατοντάδες φορές ανεπιτυχώς. Απλά αυτό το συναίσθημα του να είσαι μεγάλος, με κάποια όμορφη γυναίκα που χαίρεσαι που είσαι δίπλα της και όλος ο κόσμος είναι μπροστά σου... μπροστά σου. Το σώμα σου είναι ηλιοκαμένο και ετοιμάζεσαι να μπεις σε ένα πλοίο. Αυτό είναι ένα συναίσθημα θυμάμαι πολύ, πολύ καλά».
-Kάρι Έστμαρ («So Long, Marianne: A Love Story», 2014)
«Κάθεται σε ένα ξύλινο τραπέζι στην άκρη της ταράτσας της ταβέρνας του Δημήτρη στο χωριό Καμίνι του ελληνικού νησιού Ύδρα. Χωμένο πίσω από το δεξί του αυτί είναι ένα κλαδάκι άγριας λεβάντας που, με μεγάλη προσπάθεια, έσκυψε να μαζέψει καθώς ερχόταν εδώ. Που και που -συνήθως όταν παύει η συζήτηση με τους συνδαιτυμόνες του- παίρνει το βότανο, το μυρίζει λίγο και μετά το επιστρέφει πίσω στο αυτί του. Ακουμπισμένο στο τραπέζι στα δεξιά του είναι ένα μπαστούνι από ξύλο ελιάς με μια καρυάτιδα στην κορυφή, φτιαγμένη από κασσίτερο - δηλαδή μια κόρη των Καρυών, του αρχαίου πελοποννησιακού χωριού όπου υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη. Το μπαστούνι αυτό το παίρνει μαζί του παντού, αν και δεν το χρειάζεται για να περπατάει: το βάδισμά του είναι αργό αλλά σταθερό. Το μπαστούνι είναι ένα έμβλημα, ένας αναστεναγμός της ηλικίας του. Είναι επίσης μια αναγνώριση της ζωής που πέρασε ως άνδρας- η αρχαία ελληνική λέξη για το "μπαστούνι" αναφέρεται στη ράβδο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες για να χτυπούν τους εχθρούς. Το γεγονός ότι η λαβή του μπαστουνιού του είναι μια όμορφη και καλλίγραμμη κοπέλα μπορεί να έχει και κάποια προσωπική σημασία- στα νεανικά του χρόνια ήταν γνωστός ως λάτρης των όμορφων γυναικών».
-Ντάνιελ Κλάιν (“Travels with Epicurus: Meditations from a Greek Island”, 2012)
Sophia Loren, Παρθενώνας, 1956
Η Sophia Loren τον Σεπτέμβριο του 1956 στον Παρθενώνα, «τρώγοντας ψωμοτύρι», σε μία σκηνή από την ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» όπου υποδύεται μία Υδραία νησιωτοπούλα. Η άφιξη της 22χρονης τότε Loren, που ήταν ήδη τεράστια σταρ, συγκέντρωσε πάρα πολύ κόσμο στο αεροδρόμιο σε σημείο που χρειάστηκε και επέμβαση της αστυνομίας για να διαλυθεί το πλήθος. Η σταρ έμεινε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, στη σουίτα 256 που ήταν πάντα πλημμυρισμένη από τα αγαπημένα της ροζ τριαντάφυλλα. Εκεί γιόρτασε και τα γενέθλιά της στις 20 Σεπτεμβρίου. Στην Ύδρα παρέμεινε 39 ημέρες, ενώ γύρισε πλάνα και στην Ακρόπολη, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στη Γλυφάδα, στον Πειραιά, όπου συμμετείχε ο Αλέξης Μινωτής, στην Επίδαυρο και τα Μετέωρα, όπου παρέμεινε μια εβδομάδα. Για τις ανάγκες του ρόλου, ο Γιάννης Φλερύ δίδαξε στη σταρ ελληνικούς χορούς. Η ταινία, στην οποία η Sophia τραγουδάει μαζί με τον Τάκη Μαρούδα το τραγούδι του «Τι ειν’ αυτό που το λένε αγάπη», έγινε μεγάλη επιτυχία. Ήταν η πρώτη χολιγουντιανή παραγωγή σε πανοραμικό Σινεμασκόπ 55 που γυριζόταν στην Ελλάδα.
«Σε πιο σκοτεινές στιγμές βλέπω τον έναν μοναχικό όρμο μετά τον άλλον και το ένα νησί μετά το άλλο, όπως είναι σήμερα και όπως μπορεί να γίνουν... Η ακτή είναι ζωσμένη με πενήντα τζουκ μποξ και χίλια ασύρματα τρανζίστορ. Κάθε σπίτι είναι πια ένα αρτιστίκ μπαρ, μια μπουτίκ ή ένα μαγαζί με διάφορα είδη – νέα ξενοδοχεία υψώνονται και οι τσιμεντένιες βίλες πολλαπλασιάζονται».
-Πάτρικ Λι Φέρμορ («Ρούμελη», 1956)
Marc και Valentina Chagall στον Παρθενώνα, 1952-54
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Μαρκ Σαγκάλ δέχεται την πρόταση πρόκληση του καλού του φίλου και εκδότη Τεριάντ, να εικονογραφήσει το «Δάφνις και Χλόη», μια ρομαντική βουκολική πρόζα που διαδραματιζόταν στο ελληνικό νησί της Λέσβου. Για να κατανοήσει το περιβάλλον και να ταυτιστεί με την εποχή, ο Σαγκάλ ταξίδεψε στην Ελλάδα δυο φορές, το 1952 (όπου τον ξενάγησε στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ελύτης) και το 1954. Εκτός από την πρωτεύουσα και την Ακρόπολη επισκέφθηκε τους Δελφούς, την Αρχαία Ολυμπία, το Ναύπλιο και φυσικά τον Πόρο. Στο γραφικό νησάκι του Αργοσαρωνικού φιλοξενήθηκε στην έπαυλη Γαλήνη, στην ακτή της Πέρλιας, πέντε καλοκαιρινές ημέρες του ’52 και άλλες τόσες το φθινόπωρο του ’54. Κάθε τόπος και μια αποκάλυψη. Ένα πρωτόγνωρο σύμπαν τού φανέρωνε τα μυστικά του σε κάθε βήμα.
«Δεν έχω νιώσει ποτέ στο παρελθόν τόσο έντονα συναισθήματα όσο αυτά που με κατέκλυσαν σε τούτη τη χώρα, όπου κάθε μνημείο, κάθε βράχος και ρημαγμένη πέτρα ταξιδεύει τη φαντασία του παρατηρητή τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω στον χρόνο» έχει πει.
Ο ζωγράφος βρίσκει στην Ελλάδα το λίκνο ενός πολιτισμού που πότισε ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο, μια «γη των θεών» που απηχεί τη γλυκύτητα της ζωής στην Κυανή Ακτή όπου εγκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο. Από μια βιωμένη Ελλάδα σε μια Ελλάδα του ονείρου, οικειοποιείται αυτό το σύμπαν που θα θρέψει το έργο του μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Μη με ψάχνετε σήμερα ούτε αύριο / Έφυγα μακριά από μένα», μονολογούσε καθώς ζωγράφιζε στον Πόρο.
«… Στην Κρήτη, είδα πραγματικά τι θα πει ουρανός τη νύχτα. Με τα γιγάντια άστρα του, τις νύχτες της πανσελήνου, τον έβενό τους, και τους αστερισμούς που ’χουν, εδώ δικά τους ονόματα: Πούλια οι Πλειάδες, Αναποδοκάραβο η Μεγάλη Άρκτος, Ιορδάνης ο Γαλαξίας. Αυτό μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση: αυτός ο ζωντανός ουρανός, ο τόσο κοντινός που ’χα ξεχάσει την ύπαρξή του και που ανακάλυπτα κάθε νύχτα για πρώτη φορά μαζί με τ’ αρώματα και την παρουσία της γης. Τους πρώτους μήνες ετούτου του ταξιδιού, περνούσα σχεδόν όλες τις νύχτες μου έξω, κοιμόμουν σε αμμουδιές, σε ταράτσες σπιτιών ή σε αλώνια. Σπάνια ξαναένιωσα όπως σε κείνα τα χρόνια το μεθύσι της απόλυτης λευτεριάς, το συναίσθημα να ’σαι ένας ευτυχισμένος περιπλανώμενος, χωρίς δεσμό άλλο από το χωριό ή το πρόσωπο που θα σε δεχτεί για μια νύχτα…»
-Jacques Lacarrière («Το ελληνικό καλοκαίρι», 1975)
Marlon Brando - Jules Dassin, Ακρόπολις, 1965
Ο Marlon Brando με τον Jules Dassin και τη γραμματέα του στην Ακρόπολη στις 16 Μαρτίου 1965. O Brando, στο απόγειο της καριέρας του, είχε επισκεφτεί την Αθήνα για να υποστηρίξει τα ορφανοτροφεία της χώρας. Μάλιστα, φωτογραφήθηκε στην Ακρόπολη κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι. Μαζί του, σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας ήταν ο σκηνοθέτης Jules Dassin, τον οποίο ο Brando εκτιμούσε πάρα πολύ, όπως και τη Μελίνα Μερκούρη. Ήθελε να παίξει τον ρόλο του Περικλή στην ταινία που ετοίμαζε ο σκηνοθέτης – αλλά ποτέ δεν γυρίστηκε. Ο Brando αγαπούσε την Ελλάδα και για έναν άλλον λόγο: ήταν ερωτευμένος με την Ειρήνη Παπά την οποία γνώρισε στη Ρώμη το 1954, εκείνος στα 30 του κι εκείνη 24χρονη στα πρώτα της βήματα. Ο έρωτας ήταν αμοιβαίος και έζησαν μια παθιασμένη σχέση η οποία κρατήθηκε σχετικά μυστική από τον Τύπο. Οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά στις 23 Ιουνίου 1997, όταν ο Marlon Brando αποδέχθηκε την πρόταση του ομίλου Λάτση και ήρθε στη χώρα μας να μιλήσει για το περιβάλλον, ζητώντας να είναι και η Ειρήνη Παπά ανάμεσα στους καλεσμένους. Ξανασυναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1999, ακριβώς 45 χρόνια μετά από την πρώτη τους γνωριμία στη Ρώμη.
«H Eλλάδα είναι ένα καλό μέρος για να κοιτάζεις το φεγγάρι, έτσι δεν είναι;»
-Kάρι Έστμαρ (“So Long, Marianne: A Love Story”, 2014)
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της