Ταξιδια

Οι τρεις πιο ξέγνοιαστες ημέρες των τελευταίων τριών ετών

«Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια, ήμουν εκεί, στο τώρα»
Ελένη Χελιώτη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εικόνες από ένα ταξίδι στη Λουκέρνη της Ελβετίας και μία αγκαλιά που κράτησε τρεις μέρες

Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω. Πάρα πολύ. Νομίζω ότι είναι κάτι με το οποίο γεννήθηκα. Κάτι το οποίο κληρονόμησα από τους γονείς μου, οι οποίοι αν και μεγάλωσαν πολύ φτωχά, φρόντισαν μεγαλώνοντας να βρουν τρόπους να προσφέρουν τα ταξίδια τόσο στον εαυτό τους όσο και στα παιδιά τους.

Όταν ήμουν 5 χρονών, το 1987, ο πατέρας μου πήρε μετάθεση στην Νάπολη της Ιταλίας για δύο χρόνια. Σε αυτά τα δύο χρόνια οργώσαμε τη μισή Ευρώπη με το αυτοκίνητο, είτε μόνοι μας είτε με οικογενειακούς φίλους, και αν και ήμουν μικρή θυμάμαι πολλά, και οι εικόνες αυτές έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου. Είχα εξοικειωθεί τόσο με τα οδοιπορικά που μπορούσα με ευκολία ακόμα και να διαβάσω στο αυτοκίνητο.

Θυμάμαι να ακούμε μουσική στο ραδιόφωνο, να κοιτάμε χάρτες, να σταματάμε στη μέση του πουθενά για να ξεμουδιάσουμε, να παίζουμε παιχνίδια ερωτήσεων, να κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο για ώρες χωρίς να ρωτάω αν φτάνουμε. Υπήρξα αρκετά τυχερή ώστε να ταξιδέψω μέσα στις επόμενες δεκαετίες ακόμα περισσότερο και ακόμα πιο μακριά. Στα σχεδόν 42 μου χρόνια δεν έχω φτάσει όσο μακριά θα ήθελα, δεν έχω όμως σταματήσει να ταξιδεύω.

Πριν λίγες ημέρες έκανα το τελευταίο μου ταξίδι, στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την πόλη αυτή. Πήγα μόνη μου αλλά εκεί βρήκα τον ξάδερφό μου ο οποίος ζει και εργάζεται εκεί εδώ και 1,5 χρόνο. Με τον Βασίλη μεγαλώσαμε μαζί. Αν και 5 χρόνια μικρότερος, είχαμε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση και επικοινωνία. Το ότι έμενε δε στον επάνω όροφο βοηθούσε ιδιαίτερα. Για χρόνια περνούσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί, παίζοντας στις κούνιες απέναντι από το σπίτι μας, στο Atari του αρχικά και με το Game Boy του μεταγενέστερα, βλέπαμε παιδικά στο δωμάτιό μου και παίζαμε παιχνίδια που επινοούσαμε εμείς στο δικό του, χτίζαμε κάστρα με τα Playmobil του, και παλεύαμε να τελειώσουμε το Monkey Island και το Loom.

Μετά έφυγα για Καναδά, και μέχρι να γυρίσω είχε φύγει εκείνος για την Κρήτη για να σπουδάσει. Και κάπου εκεί χαθήκαμε, αν και κάτι καλοκαίρια συναντιόμασταν τυχαία στις σκάλες της πολυκατοικίας που ονομάζαμε σπίτι και κανονίζαμε έναν καφέ ή μια μπύρα. Κάποια στιγμή γύρισε Αθήνα αλλά εγώ ήμουν ήδη στην Αγγλία, και τα χρόνια πέρασαν. Η σχέση μας όμως ήταν τέτοια που όσο καιρό και αν είχαμε να βρεθούμε, όταν εντέλει ανταμώναμε, ήταν σαν να μην είχαμε χαθεί. Μπορούσαμε πάντα, με ασύλληπτη ευκολία και ιλιγγιώδη ταχύτητα, να βουτήξουμε σε βαθιές συζητήσεις χωρίς small talk, χωρίς να αναλωθούμε σε επιφανειακά updates της ζωής μας. Το «πως είσαι;» είχε βαρύτητα, και η απάντηση δεν ήταν ποτέ «καλά»· είχε ουσία, είτε όντως είμασταν καλά, είτε όχι.

Η τελευταία φορά που είδα τον Βασίλη ήταν πέρυσι τον Μάιο στο γάμος της αδερφής μου. Είχα να τον δω χρόνια. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στο ίδιο τραπέζι, και όπως κάθε φορά, έτσι και αυτή, πολύ σύντομα μιλάγαμε ο καθένας για την πραγματικότητά του με ωμή ειλικρίνεια. Λίγο το αλκοόλ, που ήταν πολύ και το οποίο πάντα ευνοεί μια ήδη καλή συζήτηση, λίγο ο χορός, λίγο η γενικότερη απαιτούμενη κοινωνικοποίηση, έφερνε παύσεις στην κουβέντα μας, την οποία όμως είχαμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε δύο ημέρες μετά στο σπίτι μου με μπύρες. Και μετά έφυγε.

Είχα να του μιλήσω από τότε όταν φέτος, στα τέλη Γενάρη, ένα τυχαίο και άσχετο γεγονός μας έφερε ξανά σε επαφή. New Year Resolutions γενικά δεν κάνω, γιατί είναι δεδομένο ότι ο αρχικός ενθουσιασμός πολύ γρήγορα θα εξασθενήσει και μετά θα μείνεις με την πικρή επίγευση της αποτυχίας σου. Όμως, φέτος πήρα απόφαση να ταξιδέψω περισσότερο, και κυρίως να δω καινούργια μέρη. Εκεί λοιπόν που συνομιλούσα με τον Βασίλη για κάτι άσχετο, έφαγα μια φλασιά και τον ρώτησα «Δέχεσαι επισκέπτες; Και αν ναι, τι θα ‘λεγες να έρθω και πότε μπορείς;» Λίγες ημέρες αργότερα είχα ήδη κλείσει εισιτήρια.

Στις εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι να πάω δεν ξαναμιλήσαμε παρά μόνο μια φορά για κάτι διαδικαστικά και ομολογώ πως είχα μια μικρή ανησυχία για το πώς θα είναι. Είχαμε χρόνια να περάσουμε πάνω από λίγες ώρες μαζί, και όσο και να αγαπάς τον άλλον, όλοι μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, παραξενεύουμε, θέλουμε τη βολή μας, την ηρεμία μας, το γνώριμο, το οικείο, και ειδικά για εμάς που ζούμε μόνοι μας και είμαστε εσωστρεφείς και επιλεκτικά κοινωνικοί, η διατάραξη αυτού συχνά, αλλά σίγουρα όχι πάντα, φαντάζει σαν παραβίαση της γλυκιάς μας προσωπικής φούσκας.

Η αισιοδοξία μου όμως ανταμείφθηκε όταν κατεβαίνοντας από το τρένο στον σταθμό της Λουκέρνης είδα τον Βασίλη να σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο με το που με εντόπισε στο πλήθος και να ανοίγει τα χέρια του διάπλατα για να με αγκαλιάσει. Οι επόμενες τρεις ημέρες ήταν μια συνέχεια αυτής της αγκαλιάς. Με έναν παράξενο τρόπο, δεδομένου του πόσο παρορμητικό ήταν αυτό το ταξίδι, φαίνεται ο Βασίλης να το είχε τόσο ανάγκη όσο και εγώ. Είχαμε ανάγκη να βγούμε από τη φούσκα μας ενώ ταυτόχρονα βρισκόμασταν σε μια άλλη, εξίσου οικεία και αγαπημένη.

Ξεκινήσαμε με μια βόλτα και έναν καφέ. Καθίσαμε έξω στο κρύο για να καπνίσουμε, και του ζήτησα να μου πει πως έφτασε εδώ (πήγε εκεί από το Μόναχο) και πως είναι τώρα. Μετά τον καφέ συνεχίσαμε τη βόλτα, και προς το απόγευμα καταλήξαμε σπίτι με πίτσες. Ξεκουραστήκαμε και μετά πήγαμε να συναντήσουμε κάποιους συναδέρφους του για ποτό στο Boca Grande, ένα μπαρ που υπάρχει και στη Βαρκελώνη και το οποίο είχα επισκεφθεί εκεί πριν λίγα χρόνια. Την επόμενη ημέρα συνεχίσαμε το τουρ της πόλης και στο απογευματινό διάλειμμα της ημέρας, λίγες ώρες πριν πάμε να συναντήσουμε ένα άλλο γκρουπ συναδέρφων για φαγητό σε ένα εκπληκτικό μέρος που λεγόταν Soul Chicken και στο οποίο έφαγα το πιο νόστιμο κοτόπουλο της ζωής μου, ήπιαμε μερικές μπύρες και αράξαμε σπίτι του.

Κάποια στιγμή πήρε στα χέρια του μία από τις κιθάρες του, μια ηλεκτροακουστική Fender Malibu travel κιθάρα και αρχίσαμε να παίζουμε και να τραγουδάμε, όπως πολύ συχνά κάναμε στο παρελθόν. Σε μια παύση μού είπε κάτι που δεν γνώριζα. Πως ήμουν ο άνθρωπος που τον εισήγαγε στο μουσικό του ταξίδι. Πως θυμάται ακόμα που του είχα δώσει να ακούσει το άλμπουμ «Frogstomp» των Silverchair σε CD, και του είχα δείξει ποιοι ήταν οι Radiohead. Εξεπλάγην γιατί δεν το θυμόμουν. Εξεπλάγην γιατί του είχε μείνει, γιατί για εκείνον ήταν τόσο σημαντικό, γιατί το κουβαλούσε ακόμα μέσα του. Εξεπλάγην γιατί συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά στη ζωή μου πως μια μικρή πράξη ενδιαφέροντος και αγάπης που για σένα δεν είναι τίποτα, για τον άλλον μπορεί να είναι πολλά. Του θύμισα τα λίγα μαθήματα κιθάρας που είχαμε κάνει μαζί μ’ έναν δάσκαλο που είχε βρει εκείνος. Εκείνος συνέχισε και εντρύφησε, ενώ εγώ κάποια στιγμή σταμάτησα και αρκέστηκα να γρατζουνάω ικανοποιητικά όποτε είχα χρόνο και διάθεση.

Την 3η και τελευταία ημέρα ο καιρός στράφηκε εναντίον μας. Έβρεχε ασταμάτητα και δεν ευνοούσε άλλες βόλτες. Ευτυχώς είχα κρατήσει μια πινακοθήκη και το πλανητάριο για το τέλος, λες και το ‘ξερα. Ενώ πίναμε καφέ εκείνο το πρωί τον ρώτησα εάν ίσως είχε μπουχτίσει, εάν ήθελε να μείνει σπίτι να ξελαμπικάρει. «Δεν με πειράζει καθόλου,» του είπα, «πάω και μόνη μου, και τα λέμε ξανά το απόγευμα για φαΐ.» «Όχι,»  μου απάντησε αμέσως, «έχω τόσο καιρό να κάνω τέτοια πράγματα, το έχω και εγώ ανάγκη. Πάμε!»

Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε στις 6. Ο Βασίλης ετοιμάστηκε να πάει στη δουλειά και εγώ έπρεπε να πάρω το τρένο των 7:30 για να πάω στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης από το οποίο πετούσα. Η διαδρομή στο τρένο ήταν ηλιόλουστη και αρκετά όμορφη, κυρίως λόγω των χιονισμένων Άλπειων στο βάθος. Είχα βγάλει το τετράδιό μου αλλά δεν έγραψα ούτε λέξη. Αντ’ αυτού άκουγα μουσική και σκεφτόμουν: πόσο ωραία είχα περάσει, πόσο χάρηκα που είδα τον Βασίλη και που ήξερα ότι ήταν καλά, πόσο μου είχε λείψει η παρέα του, πόσο αναπάντεχα όμορφο ήταν αυτό το ταξίδι, πόσο θα ‘θελα να ξαναπάω και να επισκεφτούμε μαζί και άλλες πόλεις, πως τα ταξίδια είναι μια από τις ωραιότερες, πλουσιότερες και πιο πολύτιμες εμπειρίες ζωής, πως έπρεπε να είχα πάει νωρίτερα, αλλά ταυτόχρονα πως ίσως έπρεπε να είχε γίνει τώρα. Πως ήδη ανυπομονούσα για το επόμενο…και το επόμενο…και το επόμενο. Πως ήταν ίσως (όχι, σίγουρα ήταν) οι τρεις πιο ξέγνοιαστες ημέρες των τελευταίων τριών ετών, και γιατί.

 

Γιατί; Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια, ήμουν εκεί, στο τώρα.