Ταξιδια

Τι κάνει κανείς στο Κάουνας;

«Δεν το έχω ξανανιώσει αυτό και ας έχω γυρίσει τον μισό πλανήτη»

Νίκος Καραχάλιος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νίκος Καραχάλιος διηγείται την ταξιδιωτική του εμπειρία από την επίσκεψή του στο Κάουνας, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Λιθουανίας.

Τι διαφορά μπορεί να κάνει ένας τόνος; Θεωρητικά καμία. Το σημαδάκι αυτό είναι τόσο μικρό που σχεδόν κανείς δεν το λαμβάνει υπ’ όψιν του, ακόμη και εκεί που το χρειάζεται περισσότερο, όταν διαβάζει! Anyway...

Βρισκόμουν αυτό το Σαββατοκύριακο στην Κοπεγχάγη για δύο λόγους: να τελειώσω ένα project destination mgt και επί τη ευκαιρία να κάνω ένα reunion με μια καλή Viking φίλη μου. Συνειδητοποίησα ότι η αγαπημένη μου ομάδα -η μπασκετική- του Ολυμπιακού έπαιζε στο Κάουνας για την Ευρωλίγκα την Πέμπτη και έτσι αποφάσισα -καθώς ήταν μόνο μία ώρα η πτήση- να πάω να επισκεφτώ μία πόλη που μόνο κατ’ όνομα γνώριζα.

Μόλις όμως τόλμησα να μοιραστώ τη σκέψη για τον επόμενο προορισμό με έναν - δύο φίλους -ακόμη και παραδοσιακούς adventure hunters Δανούς- η αντίδραση ήταν «πάνδημη»: «τι πας να κάνεις στο Κάουνας;». «Δεν υπάρχει τίποτα να κάνει κάνεις στο Κάουνας!». Εντυπωσιακά αρνητικοί όλοι τους! Γι’ αυτό δεν τόλμησα να ρωτήσω το αυτονόητο, αν δηλαδή το είχαν επισκεφθεί και αν ήξεραν από πρώτο χέρι αν είναι όντως τόσο βαρετό ή τόσο uneventful, όπως θα έλεγαν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι Άγγλοι. Όμως, όσο με απέτρεπαν, τόσο πιο αποφασιστικός γινόμουν.

Να λοιπόν που προσγειώνομαι μεσάνυχτα (μετά από 3ωρη καθυστέρηση λόγω θυελλωδών ανέμων), στο διεθνές (!) αεροδρόμιο της πόλης. Φυσικά δεν υπήρχε φυσούνα, γι’ αυτό και οι επιβάτες κυνηγημένοι από το κρύο, μόλις διέσχιζαν τα 200 παγωμένα μέτρα από τη σκάλα του 737 έως την πύλη, εξαφανιζόντουσαν μυστηριωδώς!

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως αναφερόμαστε σε ένα ξεχασμένο σημείο της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι συνθήκες είναι εξ ορισμού σκληρές. 10 Μάρτη, κάπου κοντά στη Βαλτική Θάλασσα διασταυρώνονται δύο μεγάλοι ποταμοί, ο Νεμούνας και ο Νέρις. Η εξωτερική θερμοκρασία  ήταν 5ο C, αλλά με θυελλώδεις ανέμους που λυσσομανούσαν ξεπερνώντας τα 7 BF, it felt like -5o C…

Α! Να μην ξεχάσω το σημαντικότερο όλων! Ήταν Δευτέρα...

Η Δευτέρα σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα -εκτός της Αθήνας των Χρυσών Δεκαετιών- είναι μία μέρα αποκλειστικά για cocooning.

Βγαίνω από το κτίριο του αεροδρομίου. Ερημιά… Μόνο ένα παλιό βαν με ένα γεράκο οδηγό να περιμένει κάποιους κάνοντας τσιγάρο βαριεστημένα και κανένα ταξί…! Χμμ… Strange…

Όμως -ώ του θαύματος- εμφανίζεται ένα μέσο μεταφοράς! Ένα γαλάζιο λεωφορείο (C29), που με το ευτελές τίμημα του ενός (1!) ευρώ, φιλοδοξούσα πως θα με μετέφερε στο κέντρο της πόλης!

Αν είχα το ευρώ… Αντιπρότεινα κάρτα. Ο οδηγός –τυπικός- δεν τη δεχόταν με τίποτα. Πρότεινα ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ. Απαιτούσε το τίμημα ακριβώς. Του έδωσα δανέζικες κορώνες. Συνοφρυώθηκε. Δύσκολα τα πράγματα... Όλα έδειχναν πως θα κοιμηθώ στο terminal, κάτι σαν παγωμένος Tom Hanks…

Μέχρι που συμβαίνει ένα δεύτερο θαύμα στη σειρά και ανακαλύπτω σε μια ξεχασμένη τσεπούλα του backpack μια αγγλική λίρα! Φαίνεται πως του «γυάλισε». Αγγλική ήταν -όχι και χρυσή- ευτυχώς όμως την πήρε και αμέσως ξεκίνησε απότομα (ίσως ήταν συλλέκτης νομισμάτων σκέφθηκα, αν και πλέον ποσώς με ενδιέφεραν τα κίνητρά του…). Κρατήθηκα από κάπου, δεν έπεσα, βολεύτηκα όπως-όπως σε ένα κάθισμα και μόλις τότε συνειδητοποίησα πως σε ολόκληρο λεωφορείο -το οποίο μάλιστα ήταν μια ατελείωτη «φυσαρμόνικα»- είμαστε μόνο δυο άνθρωποι. Κανένας άλλος επιβάτης. Strange…

Πάμε παρακάτω όμως…

Πώς; Αφού ο τύπος σταμάταγε με επιμέλεια σπασίκλα του Πειραματικού σε κάθε στάση, χωρίς να υπάρχει ούτε σήμα από επιβάτη «εκ των έσω», ούτε ψυχή ζώσα να επιβιβαστεί –«εκ των έξω».

Σαν να μην μου έφθανε η εξαντλητική τυπολατρία των στάσεων, επέμενε να ανοίγει -και μάλιστα όλες τις πόρτες- για  να εισβάλει ο χιονιάς! Περίμενε λίγο, τις ξανάκλεινε και συνέχιζε… Η μαρτυρική διαδικασία επαναλήφθηκε δεκαεπτά (17!) φορές, μέχρι που γύρισε ξαφνικά και μου είπε «STOP». Ξεστόμισε τη λέξη απότομα, όπως οδηγούσε σαν να μου έδωσε εντολή… Λες να διάβαζε το μυαλό μου που επί μισή ώρα τώρα κραύγαζε «DON’T STOP!»;

Anyway… Δεν είχαμε ξεκινήσει καθόλου καλά… Ίσως να είχαν δίκιο τελικά οι Δανοί…

Κατεβαίνω. Μαύρα μεσάνυχτα και βάλε. Χιονοβρέχει.

Ένα κοκτέιλ χιονιού και λασπόνερων, που ετοιμαζόντουσαν να γίνουν πάγος μαζί με κάποια υπολείμματα από πολτοποιημένα φύλλα, σχημάτιζαν το «μείγμα» που αφού πρώτα έπνιξε -σε αυτές εδώ τις πεδιάδες- τον Ναπολέοντα και μετά τον Χίτλερ, «έβαλε στο μάτι (πόδι;) τώρα και εμένα, τον τσαλαβούτα Αρχηγό των Πειρατών… «Ρασπούτιτσα» ονομαζόταν στα ρώσικα!

Μάλιστα!

Αυτή ήταν η περιβόητη ρασπούτιτσα! Την έχουν υπεραναλύσει ως το απόλυτο υπερόπλο σε μάχες εδάφους όλοι οι well known military historians. Έγινε ξανά επίκαιρη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αφού δεν αντιμετωπίζεται ούτε με σύγχρονα μέσα. Απλά περπατάς, παραπατώντας με τα παντελώς ακατάλληλα nike sneakers σου στις χιονολάσπες και εύχεσαι να είναι κοντά το ξενοδοχείο σου!

Αμ, δε!1,7 km, 25 min walking, έγραφε το άπονο Google maps. Πάμε λοιπόν! Πού; Περπατητό επάνω στον λιθόστρωτο πεζόδρομο του «ιστορικού κέντρου».

«Κέντρο» βέβαια με την έννοια που το φαντάζεστε, ως το πιο ζωντανό σημείο –η καρδιά μιας πόλης- δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο μια μακρόστενη υποφωτισμένη διαδρομή για φαντάσματα απλωνόταν μπροστά μου. Κάτι σαν escape room/city.

Δεν το έχω ξανανιώσει αυτό και ας έχω γυρίσει τον μισό πλανήτη. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Μα κανένας! Total silence! Δεν φαινόταν να κινείται τίποτα. Ούτε λόγος για αυτοκίνητο.

Ο αέρας της στέπας που μας μαστίγωνε στο αεροδρόμιο, είχε πέσει αναπάντεχα. Δεν κουνιόντουσαν ούτε τα ελάχιστα φύλλα που είχαν υπομείνει αντιστεκόμενα στον παγετό επάνω στα αποστεωμένα κλαδιά των άψυχων δέντρων. Αυτά τα καημένα υποβάσταζαν σαν φρουροί δεξιά και αριστερά το πέρασμά μου στον κόσμο της ώχρας.

Και φυσικά δεν υπήρχε ούτε δείγμα ανθρώπου σε ακτίνα χιλιομέτρου…

Αναζήτησα ένα σκύλο, μια γάτα, ένα πετούμενο. Τίποτα.  Μια νεκρή πόλη! Μια πόλη φάντασμα! Η ατμόσφαιρα ήταν απόκοσμη… Ο φωτισμός υποτονικός. Τα κτίρια χαμηλά, μάξιμουμ διώροφα σε παστέλ άψυχα χρώματα, σαν ξεπλυμένες εικόνες παιδικής ζωγραφιάς. Και; Absolute silence, absolute serenity!

Ακολούθησα τη μοναδική φωτεινή γραμμή που θα με οδηγούσε στον τελικό μου προορισμό την Πλατεία του Δημαρχείου.

Ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε. Τόσα κτίρια, τόσα σπίτια και ούτε θρόισμα. Ούτε ένα φωτάκι σε ένα παράθυρο να υποδηλώνει πως κάποιος ξενυχτούσε μαζί μου. Σαν να προσεδαφίστηκα στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Λέτε να έχουν κάνει και εκεί αποικία οι Λιθουανοί; Ίσως… Φαίνεται να διαθέτουν το know how της εξαφάνισης.

Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως δεν ήταν αεροπλάνο αυτό της easy jet, που με έφερε ως εδώ, αλλά διαστημόπλοιο…         

Μήπως μας έκαναν διαστημοπειρατία Λιθουανοί κοσμοναύτες ενώ είχα αποκοιμηθεί και δεν κατάλαβα τίποτα; Τί άλλο μπορεί να έχει συμβεί; Υπάρχει κάποιος που θα έμπαινε στον κόπο να στήσει ολόκληρο αυτό το εξωπραγματικό σκηνικό για την αφεντιά μου;

Να ήμουν ο Ζελένσκι θα το καταλάβαινα. Δίπλα στη Ρωσία είμαστε, όλο και κάτι θα μηχανευόταν η FSB να με τρελάνει περισσότερο.

Ενώ λοιπόν έχουν αρχίσει να μπαίνουν στο μυαλό μου σκέψεις που με παρασύρουν σε συνωμοσιολογίες και μεταφυσικούς κόσμους, πέφτω πάνω σε μια πινακίδα:

KAUNENAS. Άθελά μου κάνω αναγραμματισμό, γιατί τα μάτια μου, τα οποία με δυσκολία κρατάω ανοιχτά, την διαβάζουν «ΚΑΝΕΝΑΣ»! Έχω αρχίσει να πείθομαι πως βλέπω κάποιο όνειρο. Μοναχικός πρωταγωνιστής σε ένα μεταμοντέρνο σκηνικό, κάτι μεταξύ Solaris του Ταρκόφσκι και Truman Show με τον Jim Carrey. Σαν να είμαι απομονωμένος σε αποστολή του Mission Impossible.

Με τι στόχο όμως; Ποιο είναι το διακύβευμα; Μήπως αγωνιστικό; Λες να ένωσαν δυνάμεις ο Berthomeou με τον Δημήτρη και επειδή δεν τραβάει ο Παναθηναϊκός να προσπαθήσουν μέσω των άλλων Πράσινων να σταματήσουν το Κόκκινο Τρένο του Πειραιά στη Zalgirio Arena;

Αδύνατον! Πώς θα το κάνουν; Θα βάλουν τις Cheerleaders τους να με υπνωτίσουν ενώ οι δίμετροι φρουροί της Zalgiris αντιγράφουν από το playbook τα μυστικά του Slooky Look για να μας σταματήσουν μετά από τόσες σερί νίκες στην υπερσύγρονη μπασκετική έδρα τους;

Δύσκολο; Πολύ δύσκολο. Πρώτον, γιατί δεν είμαι ο super Coach Μπαρτζώκας. Δεύτερον, γιατί ο Γιώργος αλλάζει τον αλγόριθμο των plays του σε κάθε παιχνίδι, οπότε και να ήξερα τα αγωνιστικά μυστικά θα ήταν ήδη πασέ, last game. Και τρίτον, δεν θα πρόδιδα ποτέ τον ΘΡΥΛΟ και ειδικά τους ΜΑΓΚΕΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥΣ, που μας δίνουν τόσες χαρές επί τόσα χρόνια…

ΠΟΤΕ! Επομένως;  Άρα; It’s freezing out here. «Keep walking Nick», μου φωνάζει μια εσωτερική φωνούλα αυτοσυντήρησης. Ή «σκάσε και περπάτα ψηλέ», όπως θα γκάριζε στο αυτί μου ο επιλοχίας στους Μαυροσκούφηδες. Εδώ όμως δεν υπάρχει κανείς να μου φωνάξει.

Όσο πιο πολύ διεισδύω στην Παλαιά Πόλη, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει το αίσθημα της απομόνωσης, της απόλυτης μοναξιάς.

Λένε πως ο άνθρωπος είναι προσαρμοστικό ον, και ο Έλληνας ακόμη πιο πολύ. Όμως, όσο και αν θέλω να το πιστέψω, αυτή την αίσθηση δεν μπορώ να τη συνηθίσω. Φτάνω στο ακρόκεντρο της φωτισμένης κεντρικής πλατείας. Απαραίτητο στολίδι στο κέντρο ο λευκός καθεδρικός. Παραστάτες στις τέσσερις πλευρές κτίρια του 19ου αιώνα, που περιζώνουν αυτό το μεγάλο χιονισμένο πλάτωμα.

Κυριαρχούν το απόλυτο λευκό και η απόλυτη ησυχία. Καμία αντίθεση. Απόλυτη συμφωνία.

Σε εγκλωβίζει το άσπρο τοπίο, παρότι είναι ανοιχτό σαν τα λευκά κελιά που κρατούσαν οι Γερμανοί τους τύπους της Baader Meinhof. Λες και οι Τεύτονες που τους είχαν στο μάτι σχεδόν επί μία χιλιετία να κατάφεραν επιτέλους να μετατρέψουν σε λευκό κελί μια ολόκληρη πόλη…

Συνέρχομαι από τις ιστορικές αναδρομές. Το τσουχτερό κρύο με επαναφέρει στην πραγματικότητα των -5ο C.

Το κρύο είναι το μόνο στοιχείο που δεν φαντάζει εικονικό. Σκέφτομαι τι μπορεί να κάνει κάποιος  για να συνειδητοποιήσει αν είναι ζωντανός;

Φωνάζει! Ναι φωνάζει! Για την ακρίβεια ξελαρυγγιάζεται!  Αυτό κάνω και εγώ! Τι φανταστική αυτή η αίσθηση της ελευθερίας!

Συστήνομαι στα φαντάσματα με ένα blasting «ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΑΑΑ από την ΑΘΗΝΑΑΑΑ!» Η φωνή μου αντηχεί σε όλη την Παλιά Πόλη! Την ακούω να επιστρέφει από 4 πλευρές! Η ησυχία πολλαπλασιάζει τον ήχο;  Και η αντήχηση πώς δημιουργείται;  Δεν βρίσκουν οι λέξεις παρέα και επιστρέφει. Μήπως ανακάλυψα την πρώτη στερεοφωνική πλατεία στον κόσμο; Μήπως τελικά οι αρχαίοι πρόγονοι των Λιθουανών κατασκεύασαν και το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου; Amazing acoustics! «ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΚΑΑΑΟΥΝΑΑΑΑΣ!»  Πάλι έχω echo!

Αρχίζει να μου αρέσει αυτή η αλληλεπίδραση με το κενό του Κάουνας. Όπως η φωνή μου μοιάζει να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, έτσι και η επιστροφή της γίνεται η συντροφιά μου. Τελικά πουθενά δεν είσαι μόνος σου, αν κάνεις καλή παρέα με τον εαυτό σου. Κοινότοπο; Ίσως, αλλά αληθινό.

Μένω για αρκετή ώρα στο κέντρο της χιονισμένης πλατείας. Την επόμενη το πρωί θα διαβάσω ότι εκεί ακριβώς που στεκόμουν, ήταν το σημείο που είχαν σταθεί πριν από εμένα ντόπιοι αντιστασιακοί απέναντι σε τρία κύματα κατακτητών: αρχικά στους Τεύτονες (γερμανογενείς) Ιππότες του 14ου αιώνα, μετά στα ναζιστικά στρατεύματα του Β’ ΠΠ και τέλος στα σταλινικά άρματα της Σοβιετικής Ένωσης.

Ίσως τελικά να είναι επιλογή της Kauno Rotuse να είναι mute τα βράδια, γιατί υπήρξε τόση αιματοχυσία τα πρωινά… Η τόση ησυχία ίσως να είναι το αντίδοτο στην τόση ιστορία...

Εμένα πάντως αυτή η έλλειψη και της τελευταίας στάλας θορύβου με γαλήνεψε εχθές το βράδυ. Τώρα που σας γράφω αυτές τις λέξεις συνειδητοποιώ πόση ανάγκη έχουμε λίγη ηρεμία στη ζωή μας. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν τη στιγματίζουν δραματικά γεγονότα… Όσοι μάλιστα ζούμε σε πολύβουες πόλεις, όπου  μας τρυπάει η καθημερινότητα όχι μόνο τα αυτιά, αλλά κυρίως την ιδιωτικότητά μας.

«ΝΟ MORE NOISE!» Αυτή ήταν και το τελευταίο μου φωνητικό «μήνυμα» που έστειλα  στο πιο ήσυχο αστικό περιβάλλον που έχω βιώσει… Και μετά γαλήνεψα…. Καταγράφω αυτή τη no sound εμπειρία μου και τη μεταφέρω όσο πιο χαμηλόφωνα μπορώ. (Ένας κατά συρροή «φωνακλάς»).

ΥΓ. Τελικά το σωστό για το Κάουνας δεν είναι ότι «δεν υπάρχει κάτι να κάνεις», αλλά ότι «δεν υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ για να ΚΑΝΕΙΣ κάτι…» (τουλάχιστον μετά τι 12μμ).