Ταξιδια

Το Καστελόριζο του Φώτη Σεργουλόπουλου

«Όταν πατάς στο Καστελόριζο, κάθεσαι χωρίς να λες κουβέντα και κοιτάζεις γύρω σου τη νέα πραγµατικότητα στην οποία θα ενταχθείς σε λίγες ώρες»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 793
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο παρουσιαστής και ηθοποιός Φώτης Σεργουλόπουλος γράφει για το δικό του Καστελόριζο.

Φτάσαµε στο Καστελόριζο, όπως άλλωστε γίνεται πάντα, πολύ πρωί. Ούτε που θυµάµαι ποιος και τι µας είχε πει γι’ αυτόν τον µακρινό προορισµό, µιας και µιλάµε για το 2002, τότε που λίγοι αποφάσιζαν να φτάσουν τόσο µακριά για να κάνουν λίγες µέρες διακοπές. Όταν µιλάω για το Καστελόριζο, πάντα µου έρχεται στο µυαλό η πρώτη µου γνωριµία µε το νησί, και µάλιστα η πρώτη µατιά. Έτσι όπως είσαι ξενυχτισµένος και µε απανωτούς καφέδες, αυτό που βλέπεις είναι κάτι που πρέπει πρώτα να το επεξεργαστείς. Πώς είναι όταν στο αυτοκίνητο, ενώ τρέχεις, πατάς απότοµα φρένο και κοιτάς για λίγο σιωπηλός για να διαπιστώσεις τι έχει συµβεί κι αν όλα είναι στη θέση τους – έτσι και όταν πατάς στο Καστελόριζο, κάθεσαι χωρίς να λες κουβέντα και κοιτάζεις γύρω σου τη νέα πραγµατικότητα στην οποία θα ενταχθείς σε λίγες ώρες. Μια υγρή ζέστη, σε συνδυασµό µε την ησυχία του λιµανιού, και ένα γρήγορο πρωτεϊνούχο πρωινό µε έκαναν να κοιµηθώ πάνω σε µια ξαπλώστρα στην καρδιά του λιµανιού όπως δεν έχω κοιµηθεί ούτε σε πουπουλένια στρώµατα. Με ξύπνησε το άγηµα που ακούστηκε από το µόνιµα αραγµένο πολεµικό πλοίο στη µεριά του Φάρου, που έµελλε να γίνει για τις υπόλοιπες µέρες το µέρος που θα πίναµε καφέ, θα µεθούσαµε, θα βουτούσαµε, θα φεύγαµε και θα ξαναερχόµασταν.

Μιλάω για την πρώτη φορά που βρέθηκα στο νησί γιατί ήταν πολύ καθοριστική ώστε µετά να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω. Έτυχε να φτάσουµε στις 18 Ιουλίου και, µετά την πρώτη µέρα σιωπηλής εξερεύνησης, ο ύπνος ήρθε σαν jet lag, αυθόρµητος και θεραπευτικός.

Την εποµένη το πρωί, πρέπει να ήταν αρκετά νωρίς, όµως δεν πρόλαβα ούτε καν να τσεκάρω την ώρα, γιατί µου χτυπούσαν την πόρτα πολύ δυνατά και επιτακτικά, φωνάζοντας το όνοµά µου, µου έλεγαν να πάω να τους ανοίξω. Το δωµάτιό µου ήταν ισόγειο και η πόρτα έβγαινε πάνω ακριβώς στη βόλτα του λιµανιού. Ανασκουµπώθηκα και, µπορώ να πω, λίγο ανήσυχος, έτρεξα στην πόρτα να δω ποιος και γιατί µε φωνάζει τόσο πρωί. Όταν την άνοιξα, ο ήλιος από απέναντι µε τύφλωσε και από το δροσερό σκοτάδι που έβγαινα δύσκολα έβλεπα ποιος ήταν. Λίγα δευτερόλεπτα µόνο πέρασαν για να καταλάβω, από τη σκιά αυτού του ανθρώπου, ότι επρόκειτο για τον παπά του Καστελόριζου. Με το που µε είδε να ξεπροβάλλω από την πόρτα και πριν ακόµα µπορέσω να αντιδράσω, µε βουτάει από το χέρι και µε θεϊκή δύναµη µε σπρώχνει έξω στην προβλήτα. Μου δίνει και µια σπρωξιά και µε ρίχνει στα νερά. Γύρω µας είχαν µαζευτεί και παρακολουθούσαν αρκετοί κάτοικοι και ένα τσούρµο πιτσιρικάδες που γελούσαν, ενώ όλοι µαζί φώναζαν «χρόνια πολλά». Είχε ξηµερώσει παραµονή του Προφήτη Ηλία και το έθιµο λέει ότι κανένας στο νησί δεν µένει στεγνός. Η µέρα που ακολούθησε είχε συνεχές µπουγέλωµα και σπρωξίµατα στη θάλασσα. Περπατούσες δίπλα στο νερό και, ενώ µιλούσες αµέριµνος, κάποιος σου έδινε µία και σε πέταγε στα νερά. Ήταν τόσο γαργαλιστική και παιδική αυτή η σκανταλιά, που κατέληξε σε φρενίτιδα στην οποία δύσκολα αντιστεκόσουν. Οπότε κι εγώ όποιον έβλεπα να έρχεται καταπάνω µου τον έκανα λούτσα. Οι µπόµπιρες είχαν προµηθευτεί γιγάντια νεροπίστολα που µπορούσαν να σε στοχεύουν και από µακριά, κάτι που έκανε ακόµα πιο λυσσασµένο το παιχνίδι. Όταν είδαµε δε το καΐκι να έρχεται µε κόσµο από την Τουρκία απέναντι, ακροβολιστήκαµε όλοι οπλισµένοι µε κουβάδες και περιµέναµε να δέσει στην προβλήτα και να αρχίσουν να κατεβαίνουν οι επιβάτες. Στο πρόσωπό τους αντικατοπτριζόταν η εικόνα που είχαµε, και φαντάζοµαι πως µας έβλεπαν σαν Μαινάδες που περιµέναν τα σφαχτάρια να τα κάνουν θυσία για να φυσήξει ο άνεµος και να φύγουν τα καράβια από τον Παγασητικό. Εννοείται ότι έγιναν όλοι µούσκεµα. Μπίρες, τσίπουρα και αλίπαστοι µεζέδες έµπλεκαν ανάµεσα στα γέλια, µέχρι που έφτασε το απόγευµα και λίγο ησυχάσαµε.

Έτσι γίνεται κάθε χρόνο παραµονή του Προφήτη Ηλία. Γιατί τέτοια µέρα ήταν που, πριν από χρόνια, Καστελοριζιώτες µετανάστες στην Αυστραλία, αφού συµµάζεψαν τη ζωή τους εκεί, πήραν την απόφαση να γυρίσουν πίσω, να πατήσουν και πάλι στην πατρίδα τους, αυτή που θυµόντουσαν και για την οποία έλεγαν ιστορίες. Πήραν το καράβι και ποιος ξέρει πόσες µέρες ταξίδευαν – άντε και να φτάσουµε, άντε και φτάσαµε. Βγήκαν όλοι στις κουπαστές του καραβιού και µόλις φάνηκε το νησί ήταν τέτοια η λαχτάρα τους, που δεν άντεξαν και βούτηξαν στα νερά να κολυµπήσουν για να φτάσουν πριν κι από το βαπόρι. Τέτοια ορµή είχε η προσµονή. Έτσι, λοιπόν, κάθε χρόνο τέτοια µέρα κανείς δεν µένει στεγνός.

(επάνω) Ο Φώτης και ο Γιώργος στη βάρκα το δεύτερου, τη «Βαρβάρα», το 2001. (κάτω) Ο Φώτης και ο Γιώργος στη «Βαρβάρα», το 2020.

Ταλαιπωρηµένος τόπος. Μια σταλιά γης που για χάρη της έγιναν πόλεµοι, επιδροµές και κατακτήσεις. Το νησί καταστράφηκε, βοµβαρδίστηκε, λεηλατήθηκε, οι κάτοικοί του εκδιώχθηκαν, συνθηκολόγησαν, πολέµησαν, εναντιώθηκαν. Και ποιος δεν πέρασε για να το κατακτήσει. Δωριείς, Ρόδιοι, Ρωµαίοι, Βυζάντιο, Αιγύπτιοι, Καταλανοί, Τούρκοι, Ενετοί και πάλι Τούρκοι. Με την Επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι συµµετέχουν στον Αγώνα και προσφέρουν τα πλοία τους, ενώ φυγαδεύουν τα γυναικόπαιδα σε Κάρπαθο, Κάσο και Αµοργό. Στη συνέχεια, ήρθαν Άγγλοι και Ιταλοί.

Όλοι θέλουν δικό τους αυτό το νησί, σαν να τους µαγεύει, και κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Γι’ αυτό και οι µυηµένοι επισκέπτες δεν λείπουν ούτε ένα καλοκαίρι. Θέλουν να το κάνουν κι αυτοί δικό τους. Άµα ανέβεις στο Κάστρο, κατά το ηλιοβασίλεµα, και γυρίσεις να κοιτάξεις γύρω σου, τη Μεγίστη να απλώνεται στα πόδια σου, τα παράλια απέναντι, και την απεραντωσιά της θάλασσας από την άλλη, θα νιώσεις, έστω και για λίγο, ότι ξεκόλλησαν τα πόδια σου από το χώµα, και, έτσι όπως είσαι ελαφρύς, µπορείς να κάνεις αυτό το βήµα που πάντα ήθελες στη ζωή σου.

Περνάν τα χρόνια και σαν να µην αλλάζει τίποτα στο νησί. Πήγα και ξαναπήγα και, πέρα από τα µέρη που σαν να ’ναι τάµα επισκέπτοµαι κάθε φορά, την Μπλε Σπηλιά, τη Ρω, τις Πλάκες, τον Αϊ-Γιώργη, τα Χωράφια, ανυποµονώ να ξαναφάω τα γεµιστά κρεµµύδια, τα γιαπράκια. Μα αυτό που αποζητώ περισσότερο είναι να δω αυτούς τους ίδιους ανθρώπους εκεί ριζωµένους, µε τη χαρά της αντάµωσης να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα, τους παλιούς Καστελοριζιώτες και νέους από επιλογή.

Ο Γιώργος µε τη Λουίζα, η Έφη, ο Τηλέµαχος και η Βάρβαρα, ο Στράτος και η Αµαλία, η Μαρίτσα και η Κατίνα µε τη Μαρία, ο άλλος Γιώργος, ο Μιχάλης ο Τζαµάικας, η Εισοδία, ο Αντώνης, ο Βασίλης, ο Τσίκος και η Χιουριγκιούλ, ο Νίκος, η Ρήνα, η Ρένα, η Βάσια και, φυσικά, η Ντίνα και ο Παντελής.

Να έχετε πάντα το καλό και να φυλάτε τον παράδεισο γεµάτο γέλια και γαλήνη.

Φώτης Σεργουλόπουλος είναι παρουσιαστής-ηθοποιός.

Βρείτε τον καλοκαιρινό οδηγό για το Καστελόριζο εδώ.